Η εξαγγελία προκήρυξης δημοψηφίσματος
έρχεται ως φυσική συνέχεια του σχεδιασμού του θεάτρου της “διαπραγμάτευσης” με
τους τυράννους της πατρίδας. Φυσική συνέχεια, αφού η τερατώδης συμφωνία των
υποτιθέμενων εταίρων δεν θα μπορούσε να υπερψηφιστεί από όλους τους βουλευτές
της συγκυβέρνησης με αποτέλεσμα την επί της ουσίας απώλεια της δεδηλωμένης.
Η κυβέρνηση μας ζητά να πούμε όχι στην
πρόταση των δανειστών, αλλά δεν μας αναφέρει τι προτείνει η ίδια να γίνει. Να
αποδεχτούμε τη δική της πρόταση των περίφημων πια 47 σελίδων, που μας οδηγεί
στο ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα με εκείνο των δανειστών, ή να συνεχιστεί μια
ατέρμονη και στο διηνεκές διαπραγμάτευση με τη χώρα να καταστρέφεται και το λαό
να εξαθλιώνεται;
Διότι προφανώς το δημοψήφισμα θα είχε
νόημα, αν σε αντιπαραβολή ετίθεντο από τη μια πλευρά οι «προτάσεις» των
δανειστών και από την άλλη πλευρά μια ρηξικέλευθη πρόταση διεξόδου με άρνηση
όλων των πολιτικών που μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο.
Δεν τίθεται όμως έτσι το δίλημμα προς τον
ελληνικό λαό. Διότι τότε θα γίνονταν σε όλους φανερό, ότι ομαλή πορεία της
χώρας με σεβασμό στη δημοκρατία και με οικονομική ανάπτυξη, είναι αδύνατη στο
στενό πλαίσιο που έχουν επιβάλει οι δανειστές και έτσι η ανατροπή και η ρήξη
μαζί τους -κήρυκας των οποίων υπήρξε κάποτε και ο ΣΥΡΙΖΑ- είναι αναπόδραστη.
Παρ’ όλα αυτά, η ευκαιρία που δίνεται στον
ελληνικό λαό με την αποτύπωση ενός βροντερού ΟΧΙ στο αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος είναι μεγάλη. Αφού -και εφ’ όσον βέβαια πραγματοποιηθεί τελικά
το δημοψήφισμα- αυτό που θα κυριαρχήσει δεν θα είναι τα παραπειστικά ερωτήματα
που θέτει η κυβέρνηση αλλά θα είναι το ΝΑΙ στην υποδούλωση της Ελλάδας, ή το ΌΧΙ στο νέο
Ράιχ, το χρέος και το ευρώ.