«Το Πάσχα στους Τρεις Ιεράρχες»
Ήταν τα χρόνια που το Πάσχα στη Σκόπελο δεν ήταν απλώς γιορτή – ήταν ολόκληρη εποχή. Κι εγώ, παιδί της ενορίας των Τριών Ιεραρχών, ή, όπως τη λέγαμε όλοι, του Άη-Γιάννη, περίμενα αυτές τις μέρες σαν να ’τανε Πρωτοχρονιά και γενέθλια μαζί.
Ο παπα-Τζανετής, ο ιερέας μας, ήταν άνθρωπος σοβαρός, μα καλός. Από εκείνους που σου ενέπνεαν σεβασμό, όχι φόβο. Θυμάμαι ακόμα πόσο χαμογελούσε – σπάνια, μα ζεστά – όταν μας άφηνε να φάμε λίγο ύψωμα, το ευλογημένο ψωμί, κι ας ήμασταν μούλικα. Κάθε Πάσχα ντυνόμουν παπαδάκι, με την στολή να μου πέφτει λίγο μεγάλη, και τρέχαμε να στολίσουμε τον Επιτάφιο. Ανάμεσα στις τέσσερις ενορίες του νησιού, γινόταν ένας άτυπος "πόλεμος στολισμού". Ποια θα έχει τα πιο μυρωδάτα λουλούδια, ποια το πιο εντυπωσιακό πέρασμα.
Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Καθώς περνούσε η κάθε πομπή από τα σοκάκια, εμείς, τα παιδιά, φωνάζαμε με περηφάνια στους άλλους:
«Σας μπαταλάραμε!»
Η «Παναγία Φανερωμένη» με τον παπα-Βαγγέλη τον Κοσύφη, καλός και ήσυχος άνθρωπος.
Η «Γέννηση του Χριστού», ο μητροπολιτικός, με τον παπα-Χρήστο τον Ματσατσό, πιο αυστηρός αλλά τίμιος.
Και η «Παναγία Παπαμελετίου» με τον γλωσσοτη παπα βαγγελη που έκλεινε την τετράδα – όλες είχαν τη δική τους αρχοντιά.
Το βράδυ της Ανάστασης, όσο οι μεγάλοι ετοιμάζανε το σπίτι, εμείς οι πιτσιρικάδες ετοιμάζαμε... τα κόλπα μας. Μια μπομπίτσα από σωληνάκι, λίγος δυναμίτης κρυφά απ’ τον πατέρα, ή εκείνη η πατέντα με τον ασβέστη και τα κλειστά δοχεία – τα σκάγαμε και γελούσαμε μέχρι να μας πάρει κανείς χαμπάρι.
Και στο σπίτι, η γιαγιά η Σταματίτσα – αρχόντισσα της κουζίνας και των παραδόσεων – φώναζε απ’ την κουζίνα:
«Μη τολμήσεις και φας τη γίδα πριν χτυπήσει η καμπάνα! Δώδεκα ακριβώς!»
Κι εγώ να γλείφω τα δάχτυλα μου απ’ το ζουμί και να προσποιούμαι πως δεν άκουσα τίποτα.
Το νησί εκείνες τις νύχτες φεγγοβολούσε. Οι καμπάνες απ’ όλες τις εκκλησιές βαρούσαν μαζί, σαν να τραγουδούσαν η μία στην άλλη. Κι εμείς, παιδιά ακόμα, νιώθαμε βασιλιάδες σ’ ένα βασίλειο από κεριά, μοσχομυριστά λουλούδια και παραδόσεις που, χωρίς να το ξέρουμε τότε, έμελλαν να μας συνοδεύουν για πάντα.
«Το Πάσχα στους Τρεις Ιεράρχες» (Μέρος Β')
Το ξημέρωμα της Κυριακής, μετά την Ανάσταση, μας έβρισκε σχεδόν πάντα ξενυχτισμένους. Το κερί, ακόμη μαυρισμένο στις άκρες, στεκόταν φυλαγμένο στο τραπέζι. Είχε κάνει το καθήκον του. Είχε φέρει το φως στο σπίτι.
Η γιαγιά η Σταματίτσα είχε σηκωθεί από τα χαράματα. Όχι πως είχε κοιμηθεί και πολύ. Είχε βάλει τη γίδα στη φωτιά να σιγοβράζει, το αρνί περίμενε στην αυλή, δεμένο, λες και ήξερε. Ο πατέρας μου είχε βγει με τον θείο να στήσουν τη σούβλα, και κάπου πιο πέρα ακουγόταν ήδη το πρώτο ραδιόφωνο που έπαιζε παλιό λαϊκό.
Οι δρόμοι του χωριού μύριζαν κάρβουνο και ρίγανη. Οι γειτόνισσες φώναζαν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι:
– «Τι ώρα το βάλατε;»
– «Αχ, από τις εφτά… μη μας προλάβει το μεσημέρι!»
Το τραπέζι στρωνόταν σιγά σιγά. Αυγά κόκκινα σε κεραμικά μπολ, τυρί, κουλούρια, και φυσικά η μαγειρίτσα – αυτή η σούπα που μικρός τη σνόμπαρα αλλά μύριζε πάντα μαμαδίστικη αγκαλιά.
Και ύστερα… ερχόταν το «μεγάλο φαγοπότι». Γλεντούσαν οι μεγάλοι με το πρώτο κρασί, τα παιδιά τρέχαμε στις αυλές και στις στράτες, κυνηγούσαμε το ένα τ’ άλλο, με το μάγουλο βαμμένο απ’ το αυγό που σπάσαμε το βράδυ. Η γιαγιά με φώναζε: – «Έλα να φας, και μετά πήγαινε όπου θες!»
Μετά το φαΐ, έπιανε η τρέλα. Περνούσαν γείτονες, συγγενείς, φίλοι από το άλλο άκρο του νησιού. Ήταν η μέρα της μεγάλης παρέας. Το χωριό ξυπνούσε με τραγούδι και έκλεινε με παραμύθι.
Αργά το απόγευμα, πήγαινα με τον ξάδερφό μου μέχρι το λιμάνι. Καθόμασταν εκεί, με τα πόδια να κρέμονται από την άκρη, και βλέπαμε τον ήλιο να πέφτει πίσω απ’ τα καΐκια. Μασουλούσαμε ακόμα κανένα κομμάτι απ’ το ψητό, κρυμμένο σε χαρτοπετσέτα. Λέγαμε τις μπομπίτσες μας, ποιος τρόμαξε πιο πολύ, ποιος γλίτωσε για λίγο από τον πατέρα του.
Και μέσα μου ένιωθα... εκείνο το γλυκό βάρος της πληρότητας. Ότι όλα ήταν στη θέση τους. Οι άνθρωποι, το φαγητό, τα γέλια, οι μυρωδιές. Το Πάσχα στη Σκόπελο δεν ήταν μόνο γιορτή. Ήταν η καρδιά του νησιού που χτυπούσε πιο δυνατά από ποτέ.«Το Πάσχα στους Τρεις Ιεράρχες»
(Επίλογος)
Πολλά Πάσχα πέρασαν από τότε. Άλλα στο νησί, άλλα μακριά, με ξένες καμπάνες και άγνωστες φωνές. Μα όσο κι αν άλλαξαν οι καιροί, εκείνο το Πάσχα της παιδικής μου ηλικίας είναι που κουβαλάω πάντα μαζί μου.
Ο παπα-Τζανετής έχει φύγει εδώ και χρόνια. Η φωνή του όμως, βαριά και σίγουρη, ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου όταν ακούω το «Δεύτε λάβετε φως». Η γιαγιά η Σταματίτσα δεν είναι πια στην κουζίνα, αλλά κάθε φορά που μυρίζω γίδα βραστή, νομίζω πως θα τη δω να με κυνηγάει με την κουτάλα.
Οι ενορίες... ακόμα είναι εκεί. Ίσως όχι τόσο γεμάτες, ίσως χωρίς τις φωνές μας που φώναζαν «σας μπαταλάραμε», αλλά στέκουν περήφανες, σαν παλιοί φίλοι που περιμένουν να σε δουν.
Και κάθε Ανάσταση, όπου κι αν βρίσκομαι, μόλις ακούσω την καμπάνα, κλείνω τα μάτια. Κι εκεί είμαι πάλι:
Μπροστά στον στολισμένο Επιτάφιο, με το φως του κεριού να μου καίει το δάχτυλο, τον ξάδερφό μου να μου κάνει νόημα να τρέξουμε, και τη γιαγιά να φωνάζει από το παραθύρι:
«Πρόσεχε, παιδάκι μου, και μη φας πριν τις δώδεκα!»
Και τότε καταλαβαίνω πως, όσο κι αν περάσουν τα χρόνια, το Πάσχα στη Σκόπελο δεν ήταν απλώς γιορτή. Ήταν ρίζα. Ήταν πατρίδα. Ήταν σπίτι.
ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΒΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου