Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Χριστούγεννα συντροφιά με τον Παπαδιαμάντη και τον Ντίκενς

 

Τα Χριστούγεννα του 1887 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε άρθρο του σε αθηναϊκή εφημερίδα, έγραφε: «Ολόκληρον φιλολογίαν αποτελούσι τα λεγόμενα Contes de Noel, τα χριστουγεννιάτικα δηλ. παραμύθια, ων τινα, εξόχων συγγραφέων έργα, είναι ωραιότατα, βιβλιοθήκην δε ολόκληρον δύνανται να γεμίσωσι τα κατ' έτος εκδιδόμενα Christmas Numbers, τα έκτακτα δηλ. φυλλάδια των εικονογραφημένων περιοδικών, τα δημοσιευόμενα επί τη εορτή των Χριστουγέννων, μετά πολλών εικόνων και ποικιλωτάτης τερπνής ύλης»1. Με τη βαθιά του γνώση για τα λογοτεχνικά πράγματα και το καλλιτεχνικό του ένστικτο, «ο μεγαλύτερος Νεοέλληνας συγγραφέας», όπως τον χαρακτήρισε ο Κώστας Βάρναλης, διαπίστωσε πρώτος στον τόπο μας την ανάπτυξη ενός καινούργιου πεζογραφικού είδους, στο οποίο εντάσσονται παραμύθια, διηγήματα και νουβέλες με κεντρικό θέμα τα Χριστούγεννα. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μια νέα λογοτεχνική παράδοση, η οποία αρχίζει να δημιουργείται λίγο πριν από τα μισά του 19ουαιώνα. Τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στη Ρωσία, «έξοχοι συγγραφείς», όπως ο Ντίκενς, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσέχοφ, αλλά και μεγάλοι παραμυθάδες, όπως οι αδελφοί Γκριμ και ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, έγραψαν αριστουργήματα, τα οποία συνεχίζουν και σήμερα να μας προκαλούν συγκίνηση, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε.

***

Αυτός που εγκαινίασε το νέο λογοτεχνικό είδος ήταν ο Κάρολος Ντίκενς, όταν το 1843 δημοσίευσε την περίφημη νουβέλα του «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» (A Christmas Carol), η οποία έγινε δεκτή από το αναγνωστικό κοινό με ενθουσιασμό και χαρακτηρίστηκε ο σημαντικότερος χριστουγεννιάτικος μύθος της νεότερης λογοτεχνίας. Ο Ντίκενς, ωστόσο, έγραψε άλλες τέσσερις χριστουγεννιάτικες ιστορίες2, όχι τόσο διάσημες όσο τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον σύγχρονο αναγνώστη. Αξίζει να αναφερθούμε στη νουβέλα που έγραψε έξι μήνες μετά τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», τον Ιούνη του 1844, με τίτλο «Οι καμπάνες: Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία με ξωτικά». Και εδώ ο Ντίκενς, ενώ παρασύρει τον αναγνώστη του στο όνειρο και τη φαντασία, τον προσγειώνει, ταυτόχρονα, στη σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας και της κοινωνικής ανισότητας. Η ταλάντευση ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη ρομαντική φαντασία είναι μια συνειδητή επιλογή του συγγραφέα για να αποκαλύψει την κοινωνική δυστοπία της βιομηχανικής Αγγλίας του 19ου αιώνα.


«Οι καμπάνες» είναι μια ιδιαίτερα γοητευτική ιστορία, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνεχίζει το νήμα της σκέψης του συγγραφέα μετά τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα». Στην πρώτη χριστουγεννιάτικη νουβέλα του ο Ντίκενς εστιάζει το ενδιαφέρον του στην επίδραση που ασκεί η γιορτή των Χριστουγέννων στην ηθική αναγέννηση ενός αστού. Αυτό που, κυρίως, επιδιώκει είναι να αφυπνίσει τη συνείδηση της αστικής τάξης της εποχής του, ώστε αυτή να κατανοήσει την αδήριτη ανάγκη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις μέσα στη λεγόμενη «πεινασμένη δεκαετία του '40» (The Hungry Forties). Στις «Καμπάνες», η σκέψη του συγγραφέα προχωράει πιο μακριά. Επιδιώκει, δηλαδή, με πιο δραστικό τρόπο να αλλάξει τις αντιλήψεις των συγχρόνων του για την κατάσταση της εργατικής τάξης. Επιλέγει, λοιπόν, ως ήρωα έναν φτωχό προλετάριο, τον Τόμπι Βεκ (ή Τρότι), ο οποίος υποτάσσεται στη μοίρα του, επειδή πιστεύει ότι αυτός και οι όμοιοί του δεν αξίζουν καλύτερη τύχη, γιατί είναι από τη φύση τους ανάξιοι. Αυτή η στάση της υποταγής και του συμβιβασμού, συνηθισμένη σε ένα μεγάλο μέρος του αγγλικού προλεταριάτου της εποχής, κάθε άλλο παρά βοηθούσε ώστε να αλλάξουν οι άθλιες συνθήκες ζωής των φτωχών και των απόκληρων. Θα αντιληφθεί, άραγε, ο Τρότι, μετά τα εφιαλτικά του όνειρα, ότι η φτώχεια δεν είναι εγγενές ελάττωμα του ανθρώπου αλλά αποτέλεσμα εκμετάλλευσης σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί το κέρδος; Αυτό μένει στον αναγνώστη να το ανακαλύψει.

«Οι καμπάνες» γνώρισαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία, μόλις δημοσιεύτηκαν. Τα σκληρά, όμως, κοινωνικά σχόλια του Ντίκενς αλλά και η καυστική κριτική που ασκεί στη φιλανθρωπία των αστών ενόχλησαν πολλούς από τους κριτικούς της εποχής, οι οποίοι θεώρησαν τη νουβέλα επικίνδυνα ριζοσπαστική (για την εποχή της αναμφίβολα είναι) με αποτέλεσμα, μετά την πρώτη εκδοτική επιτυχία, να χαθεί κάτω από τη σκιά της ιστορίας του γερο - τσιγκούνη Σκρουτζ.

***

Στη χώρα μας η χριστουγεννιάτικη λογοτεχνία, τόσο η πεζογραφία όσο και η ποίηση, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Πολλοί συγγραφείς έγραψαν διηγήματα για τα Χριστούγεννα, ανάμεσα σ' αυτούς ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Δημοσθένης Βουτυράς κ.ά., θεμελιωτής, ωστόσο, και σημαντικότερος εκπρόσωπος της χριστουγεννιάτικης λογοτεχνίας θεωρείται - και είναι - ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Θαυμαστής και από τους καλύτερους μεταφραστές του Ντίκενς, ακολούθησε τον δρόμο των «εξόχων συγγραφέων», έξοχος συγγραφέας κι ο ίδιος, και δημοσίευε, κάθε Χριστούγεννα, για 25 περίπου χρόνια (1887 - 1910), χριστουγεννιάτικα διηγήματα.

Θα περίμενε κανείς ότι η βαθιά θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη θα επισκίαζε κάθε άλλη πτυχή των χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Ωστόσο, ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μόνον «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», είναι, κυρίως, ένας μεγάλος τεχνίτης του λόγου, ο σπουδαιότερος πεζογράφος μας. Οταν, λοιπόν, γράφει διηγήματα για τα Χριστούγεννα, δεν τα παρουσιάζει αποκομμένα από την κοινωνική ζωή, και μάλιστα τη ζωή των φτωχών λαϊκών ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι οι ήρωες και οι ηρωίδες ούτε εξαγνίζονται ξαφνικά επηρεασμένοι από το πνεύμα των Χριστουγέννων ούτε αλλάζει η σκληρή τους μοίρα. Αντίθετα, «τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», η αρρώστια, η ξενιτιά, ο ανθρώπινος πόνος, ο σκληρός αγώνας για την επιβίωση δεν εξαφανίζονται ως διά μαγείας αλλά συμβαδίζουν με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα του διηγήματος. Από «Το χριστόψωμο», που ήταν το πρώτο χριστουγεννιάτικο διήγημα που δημοσίευσε, μέχρι την εμβληματική «Σταχομαζώχτρα» και τα επεισοδιακά «Χριστούγεννα του τεμπέλη», έξοχο δείγμα παπαδιαμαντικού χιούμορ, ο συγγραφέας δείχνει τη βαθιά αγάπη του για τον άνθρωπο του μόχθου και ρίχνει φως στη δύσκολη ζωή των ανθρώπων του λαού, η οποία φαίνεται να γίνεται δυσκολότερη την περίοδο των Χριστουγέννων. Αξίζει να διαβάσει κανείς, παράλληλα με τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, το έξοχο διήγημα του Κώστα Βάρναλη «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη». Ο Βάρναλης είναι, ίσως, ο καλύτερος αναγνώστης του Παπαδιαμάντη. Δεν θαύμαζε μόνον το συγγραφικό του έργο αλλά ένιωθε γι' αυτόν βαθιά αγάπη και σεβασμό. Μιμούμενος με μαεστρία το παπαδιαμαντικό ύφος, γράφει μια από τις πιο εύστοχες ψυχογραφίες του κυρ Αλέξανδρου και, ταυτόχρονα, χαρτογραφεί το παπαδιαμαντικό σύμπαν.

***

Διαβάζοντας ή ξαναδιαβάζοντας τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Ντίκενς και του Παπαδιαμάντη, έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι δύο σπουδαίοι πεζογράφοι προσεγγίζουν το θέμα των Χριστουγέννων στα διηγήματά τους. Τα Χριστούγεννα είναι μια μεγάλη γιορτή μέσα στην καρδιά του χειμώνα, γεμάτη συμβολισμούς, μυστηριακή ομορφιά και νοσταλγία για την παιδική μας αθωότητα. Τα Χριστούγεννα, όμως, είναι και μια γιορτή λαμπερή, γεμάτη δώρα, παιχνίδια, στολισμένα δέντρα, όμορφα ρούχα, νόστιμα φαγητά και γλυκίσματα και, κυρίως, θαλπωρή μέσα σε ζεστά σπίτια. Ολα αυτά, όμως, δεν μπορούν να τα χαρούν όλοι. Ο πλούσιος απολαμβάνει την ευμάρειά του, ενώ ο φτωχός κρυώνει και πεινάει. Η φτώχεια με τον πλούτο συγκρούονται πάλι, και μάλιστα πιο έντονα αυτήν τη φορά. Πρόκειται για μια σύγκρουση που καμιά φιλανθρωπία, όπως τουλάχιστον την εννοούν οι αστοί, δεν μπορεί να συγκαλύψει. Η γιορτή των Χριστουγέννων στις καπιταλιστικές κοινωνίες, παρά το λαμπερό της περιτύλιγμα, δεν μας αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις, αλλά φανερώνει, με ανελέητο τρόπο, την ταξική ανισότητα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι δύο μεγάλοι συγγραφείς, έχοντας βιώσει και οι ίδιοι την ανέχεια, στρέφουν την προσοχή τους στον φτωχό, απροστάτευτο λαϊκό άνθρωπο και, με τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά τους, δεν αποκαλύπτουν μόνον αλλά και καταγγέλλουν, έμμεσα ή άμεσα, την κοινωνική αδικία. Αν και οι αντιλήψεις τους για τον άνθρωπο και τον κόσμο έχουν διαφορετική ιδεολογική αφετηρία - βαθιά θρησκευόμενος ο Παπαδιαμάντης, οπαδός των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων ο Ντίκενς - με τον βαθύ ανθρωπισμό τους και τους οραματισμούς τους για μια καλύτερη ζωή, κατορθώνουν να μας θυμίσουν ότι αυτός ο κόσμος πρέπει επιτέλους να αλλάξει.

Παραπομπές

1. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Απαντα», κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Δόμος», Αθήνα 1982, τόμος Ε, σ. 133

2. «Οι καμπάνες: Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία με ξωτικά» (1844), «Το τριζόνι στο τζάκι» (1845), «Η μάχη της ζωής: Μια ιστορία αγάπης» (1846), «Ο κυνηγημένος άνθρωπος κι ένα παζάρι με το φάντασμα» (1848)


Μαρία Κ. ΠΕΣΚΕΤΖΗ
Διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger