Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

ΣΚΟΠΕΛΟΣ Σκιά στον ήλιο του Σταφύλου ...Παντρεμένος έπιασε τη γυναίκα του με τουρίστα

 

Ιστορία έγινε πριν αρκετά χρόνια και για ευνόητους λόγους έχω αλλάξει τα ονόματα

Ήταν απόγευμα Μεγάλης Πέμπτης όταν ο Παναγιώτης, γνωστός ψαράς και παλιός καραβοκύρης της Σκοπέλου, πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας του Αγίου Ρηγίνου. Αναζητούσε τη γυναίκα του, τη Μαρία, που του είχε πει πως θα πήγαινε για τον Επιτάφιο.

Η εκκλησία, γεμάτη κόσμο και μυρωδιές από λουλούδια και λιβάνι, δεν του έδωσε την απάντηση που περίμενε. Γύρισε, έψαξε στα στενά, και τότε τον πλησίασε ο Στέλιος, ο γείτονας:
— Πάνο… την είδα κάτω στο Στάφυλο, πιο πέρα, προς το Βελανιό…

Ο Παναγιώτης έσφιξε τα χείλη. Ήξερε καλά τι ήταν το Βελανιό – η παραλία που μόνο οι πιο τολμηροί επισκέπτονταν. Ήξερε επίσης πως η Μαρία δεν πήγαινε ποτέ μόνη της σε τέτοια μέρη.

Με το αμαξι του πηγε στον σταφυλο και κατέβηκε στα γρήγορα στο Βελανιό, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Κρυμμένος πίσω από τους βράχους, είδε εκείνο που κανένας άντρας δεν θέλει να δει: τη Μαρία, ολόγυμνη, να γελάει και να αγκαλιάζεται με έναν ξανθό τουρίστα – Σουηδός ή Γερμανός, δεν είχε σημασία.


Μπήκε στη μέση χωρίς κουβέντα. Οι φωνές τους σκεπάστηκαν απ’ το παφλασμό του κύματος και τις κατάρες του Παναγιώτη. Τα χέρια του μίλησαν πιο γρήγορα απ’ τα λόγια. Ο τουρίστας έφυγε ματωμένος, τρομαγμένος, και η Μαρία έτρεξε πίσω του γυμνή, με τα μαλλιά να ανεμίζουν στο ανοιξιάτικο μελτέμι.

Η αστυνομία δεν έμαθε τίποτα – κανείς δεν ήθελε μπλεξίματα. Μα η είδηση διαδόθηκε στη Σκόπελο σαν φωτιά σε ξερόχορτο. Από τα καφενεία μέχρι τον φούρνο και το λιμάνι, όλοι ψιθύριζαν:
— «Η Μαρία του Πάνου… στο Βελανιό με τουρίστα!»
— «Τους έπιασε στα πράσα ο ίδιος…»
— «Δεν πήγε εκκλησία η κυρία… πήγε για εξομολόγηση αλλού!»

Ο Παναγιώτης δεν ξαναμίλησε για το περιστατικό. Ούτε και η Μαρία. Αλλά από εκείνη τη μέρα, η παραλία του Βελανιού δεν ήταν πια απλά ένας παράδεισος γυμνιστών. Ήταν το σκηνικό ενός έρωτα που έλιωσε κάτω από τον ήλιο και το ξύλο ενός πληγωμένου άντρα.


Σκιά στον ήλιο του Σταφύλου – Μέρος Β'

Η Σκόπελος, αν και νησί, είχε αυτιά μεγαλύτερα κι απ' τα κύματα. Την επόμενη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, ολόκληρη η χώρα συζητούσε μόνο ένα πράγμα. Ο φούρναρης δεν ζύμωνε χωρίς να λέει στους πελάτες για το… «καβγαδάκι» στην παραλία. Η γιαγιά Φρόσω, απ’ το μπαλκόνι της, είπε πως δεν είχε δει τέτοιο ρεζιλίκι από τότε που η Μάρθα είχε φύγει με τον μουσικό το ’98.

Ο Παναγιώτης, όμως, δεν είπε λέξη. Μάζεψε λίγα ρούχα, μπήκε στο καΐκι και έφυγε για Πιπέρι να ψαρέψει. Ήθελε να ξεφύγει. Ήθελε να σκεφτεί. Όχι για τη Μαρία. Εκείνη, μέσα της, είχε ήδη φύγει από καιρό – το είχε καταλάβει.

Η Μαρία, από την άλλη, δεν έκλαψε. Δεν έτρεξε να απολογηθεί. Δεν έφταιγε ο τουρίστας – ένας Στέφαν ήταν, με μάτια γαλανά και μια καρδιά που την έκανε να νιώθει πάλι κορίτσι. Δεν ήθελε να πληγώσει τον Παναγιώτη, αλλά ήθελε να νιώσει κάτι. Οτιδήποτε.

Κλείστηκε στο σπίτι. Δεν πήγε ούτε στην περιφορά. Την επόμενη μέρα, το Μεγάλο Σάββατο, ο Στέφαν επέστρεψε. Όχι για τη Μαρία – είχε ήδη κλείσει εισιτήριο για Σκιάθο. Αλλά της άφησε ένα σημείωμα στο καφενείο του Κώστα:

«Εσύ ήσουν η θάλασσα, εγώ το κύμα. Δεν ήρθα να μείνω, ήρθα να σε ξυπνήσω.»

Η Μαρία το διάβασε και χαμογέλασε πικρά. Το έσκισε, το πέταξε στον αέρα και το φύσηξε ο βοριάς.

Τη Δευτέρα του Πάσχα, ο Παναγιώτης γύρισε. Δεν είπαν τίποτα. Μόνο κάθισαν απέναντι, με ένα πιάτο φάβα στη μέση και δυο ποτήρια τσίπουρο. Η σιωπή ανάμεσά τους δεν ήταν θυμός πια. Ήταν παραδοχή.

Η Σκόπελος, μετά από λίγες μέρες, βρήκε νέο κουτσομπολιό – ένας παπάς λέει πήγε για ρακές με τουρίστριες στην Αγνώντα. Έτσι είναι το νησί. Καίει για λίγο… και μετά σβήνει.

Αλλά το Βελανιό; Εκείνη η παραλία θα κουβαλάει για καιρό ακόμα τον ψίθυρο της Μαρίας και του Στέφαν, χαραγμένο πάνω στα βράχια.


Σκιά στον ήλιο του Σταφύλου – Μέρος Γ'

Πέρασαν πέντε καλοκαίρια από εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη. Η Σκόπελος άλλαξε – ή μάλλον, οι άνθρωποι της άλλαξαν. Ο Παναγιώτης γέρασε λίγο πιο απότομα. Το πρόσωπό του, που κάποτε ήταν γεμάτο αλάτι και ζωή, έμοιαζε τώρα πιο βαρύ. Η θάλασσα τον κράτησε στα πόδια του, μα του πήρε το χαμόγελο.

Η Μαρία… δεν έφυγε ποτέ απ’ το νησί. Δεν είχε λόγο. Έμεινε στο πατρικό της, χώρια απ’ τον Παναγιώτη αλλά χωρίς χαρτιά, χωρίς φασαρία. Την έβλεπες να περπατάει στο λιμάνι κάθε απόγευμα, πάντα με ένα μαντήλι στα μαλλιά και βλέμμα στραμμένο προς το Βελανιό. Όχι από ενοχή – εκείνο το κομμάτι της ζωής της, απλά… υπήρξε.

Ένα καλοκαίρι, ο Στέφαν ξαναφάνηκε. Ήταν πια διαφορετικός. Είχε μαλλιά πιο κοντά, μερικές ρυτίδες και βλέμμα κουρασμένο. Ήρθε με μια ιστιοπλοϊκή παρέα, μα από την πρώτη μέρα, ήξερε πως ήθελε να τη βρει.

Τη βρήκε στο καφενείο του Κώστα, μόνη της με έναν ελληνικό και τρία τσιγάρα αναμμένα στο τασάκι. Δεν είπαν πολλά. Μονάχα αυτός: — «Ήρθα να δω αν με θυμάσαι ή αν ήμουν όνειρο.»
Κι εκείνη: — «Μόνο τα όνειρα μένουν για πάντα. Όλα τ’ άλλα περνούν.»

Περπάτησαν ξανά μαζί στο Βελανιό. Δεν ακούμπησαν. Δεν φίλησαν. Κάθισαν σε μια γωνιά του βράχου, όπως τότε. Ο Στέφαν της μίλησε για τη ζωή του. Εκείνη του είπε ότι δεν μετάνιωσε. Που τον γνώρισε. Που την πλήγωσε. Που έζησε.

Ο Παναγιώτης δεν αντέδρασε όταν έμαθε ότι ήρθε ο Στέφαν. Ίσα-ίσα, τον είδε από μακριά και τον χαιρέτησε με το κεφάλι. Όσο μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις πως δεν σε πονάει ο έρωτας. Σε πονάει η σιωπή.

Την τελευταία μέρα, ο Στέφαν της άφησε ένα γράμμα στο ίδιο τραπέζι του καφενείου:

«Εσύ είσαι το νησί μου. Όχι η παραλία, ούτε το σώμα σου. Η ψυχή σου, αυτή με κράτησε ξάγρυπνο τόσα χρόνια. Αν δεν σε ξαναδώ, να ξέρεις, δεν ήμουν περαστικός. Ήμουν χαμένος.»

Η Μαρία το κράτησε αυτή τη φορά. Το φύλαξε μέσα σ’ ένα παλιό κουτί, δίπλα σε κάτι φωτογραφίες από τα νιάτα της. Και κάθε καλοκαίρι, πηγαίνει μια φορά στο Βελανιό. Κάθεται στην άκρη της παραλίας, με θέα τη θάλασσα. Ίσως περιμένει. Ίσως θυμάται. Ίσως απλώς αγαπά.


Αν θες, μπορώ να γράψω και ένα επίλογο ή να δούμε την ιστορία από τη μεριά του Στέφαν. Τι σου λέει;

Επίλογος – Το κύμα και το νησί

Τα χρόνια κύλησαν σαν νερό από τα βράχια του Βελανιού. Η Σκόπελος άλλαξε πρόσωπο – νέα μαγαζιά, καινούργιοι τουρίστες, διαφορετικές κουβέντες στα καφενεία. Κανείς πια δεν μιλούσε για το «σκάνδαλο της Μαρίας». Οι παλιοί ή το ξέχασαν ή το φύλαξαν στα μυστικά που λέγονται μόνο με τσίπουρο και σβηστό φως.

Η Μαρία, πλέον με άσπρα μαλλιά και μάτια ήσυχα, συνέχισε να πηγαίνει κάθε καλοκαίρι στο Βελανιό. Μία φορά, πάντα την ίδια μέρα – τη Μεγάλη Πέμπτη. Καθόταν στην ίδια πέτρα, χωρίς πετσέτα, χωρίς παρέα. Μόνο με μια σκέψη: "Ήταν έρωτας ή ήταν ελευθερία;"

Ο Παναγιώτης πέθανε ένα φθινόπωρο ήσυχα, στο καΐκι του, με τα χέρια ακόμα μυρωμένα από θάλασσα. Δεν ξαναμίλησε γι’ αυτήν τη μέρα. Μόνο άφησε πίσω του ένα παλιό ημερολόγιο, και σ’ εκείνη τη σελίδα – Μεγάλη Πέμπτη – έγραφε μόνο:

«Την αγάπησα. Ακόμα κι όταν την έχασα.»

Ο Στέφαν δεν ξαναγύρισε. Ίσως δεν χρειάστηκε. Ίσως επειδή ήξερε ότι ο τόπος δεν φυλάει ανθρώπους, αλλά αναμνήσεις. Κι η Μαρία… ήταν πια το ίδιο το νησί: ήρεμη, σταθερή, γεμάτη ιστορίες που κανείς δεν τις λέει φωναχτά, μόνο τις νιώθει.

Και το Βελανιό; Εκεί, οι πέτρες θυμούνται. Το κύμα λέει ακόμα την ιστορία της γυναίκας που για μια στιγμή έζησε ολοκληρωτικά. Και ίσως, μόνο ίσως, αυτό να είναι ο έρωτας.

ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΒΙΑΣ 

Υ/Γ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΕΑΝ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΠΕΣΤΕ ΜΟΥ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ ΝΑ ΑΝΕΒΑΖΩ ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΦΤΑ ΜΟΥ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger