κολαούζος αρσενικό
- αυτός που προπορεύεται και δείχνει το δρόμο προς έναν τόπο, ο οδηγός σε πορεία
- ※ Αν δεν το ξέρει ο καπετάνιος καλά το πέρασμα, δεν μπορεί να περάσει χωρίς κολαούζο. (Στρατής Δούκας Τα Μοσκονήσια, η χαμένη μου πατρίδα [διήγημα])
- ο φορτικός άνθρωπος, που προσκολλάται δίπλα σε κάποιον και του κάνει τα θελήματα
- ο σπειροτόμος ή ο ελικοτόμος, εργαλείο διάνοιξης εσωτερικού σπειρώματος (αρσενικό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου