Χορτιάτης
Σαν σήμερα 2 Σεπτεμβρίου το 1944 εισβάλουν τα ναζιστικά στρατεύματα στον μαρτυρικό Χορτιάτη, εκτελούν 149 ανθρώπους και πυρπολούν περίπου 300 σπίτια.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
Στις 2 του Σεπτέμβρη 1944 δυο δεκαοχτάχρονοι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο Γιώργος Φαρσακίδης και ο Σταύρος Δήμου (Σταύρακας), κατόπιν εντολής του καπετάν Χορτιάτη, στήνουν ενέδρα στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο του Χορτιάτη και χτυπάνε ένα γερμανικό αυτοκίνητο, αναγνωριστικό και προπομπό γερμανικού στρατεύματος που ερχόταν να χτυπήσει την περιοχή που θεωρούνταν ότι έκρυβε αντάρτες του ΕΛΑΣ της περιοχής.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου τραυματίζεται βαριά, όμως οι άλλοι δύο Γερμανοί, ύστερα από ανταλλαγή πυρών, καταφέρνουν να διαφύγουν.
Δύο ώρες αργότερα τα Γερμανικά στρατεύματα κινούνται προς Χορτιάτη. Η διμηρία φεύγει προς το χωριό και ενημερώνει τον Καπετάν Φλωριά και τους άντρες του που βρίσκονται εκεί. Οι ΕΛΑΣίτες μαζεύουν τους κατοίκους και αποχωρούν προς το βουνό για να τους προστατέψουν. Αρκετοί όμως κάτοικοι παραμένουν κάτω από τις προτροπές του προέδρου Χρήστου Μπατάτσιου και του ιερέα Δημήτρη Τομαρά, να μη φύγουν γιατί αυτοί θα πείσουν τους Γερμανούς να μη τους κάνουν κακό.
Μια παρένθεση εδώ. Ο Φρίτς Σούμπερτ (ή Πέτρος Κωνσταντινίδης), τον Σεπτέμβριο του 1943, στην Κρήτη, συγκροτεί (κυρίως από επιλεγμένα από τις φυλακές εγκληματικά στοιχεία) απόσπασμα. Οι «Σσυμπερταίοι» φορούν γερμανικές στολές και στο ενεργητικό τους, μόνον από τον Αύγουστο μέχρι το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, καταγράφονται 200 εκτελέσεις αμάχων. Το δυνάμωμα του ΕΑΜικού απελευθερωτικού κινήματος είχε οδηγήσει τους Γερμανούς στην αποδοχή οποιασδήποτε βοήθειας των εξοπλισμένων τμημάτων, των οποίων η φήμη δεν οφειλόταν στη στρατιωτική τους αξιοσύνη, αλλά στις ικανότητες του σφαγέα.
Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές, ενώ οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν με σφιγμένη την καρδιά -μια συνέχεια που μάλλον δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δυο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια λεηλατούν ότι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το οποίο φορτώνουν στα οχήματά τους. Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία και το εξοχικό κέντρο «Κήπος» του Χρ. Μπατάτσιου, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια. Την ίδια ώρα ταγματασφαλίτες που έχουν ακροβολιστεί πέριξ του χωριού, φωνάζοντας πως είναι Έλληνες ή παριστάνοντας τους αντάρτες καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους δίνοντάς τους ψεύτικες διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους. Άλλοι απλά πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό.
Εν τω μεταξύ, οι κάτοικοι (στη συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά) έχουν μαζευτεί υπό τις γερμανικές απειλές στα δύο σημεία συγκέντρωσης. Οι Γερμανοί δεν δείχνουν καμία διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και φαίνονται αποφασισμένοι για την αποτρόπαια συνέχεια. Ο ιερέας του χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες άτομα, σπεύδει να μεσολαβήσει, όμως επί ματαίω. Λίγο αργότερα αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται.
Περισσότερα από 80 γυναικόπαιδα, την ώρα που οδηγούνταν από το καφενείο στον φούρνο του Στ. Γκουραμάνη για να καούν ζωντανά, μαζί με την εξαμελή οικογένεια του ιδιοκτήτη του φούρνου, τα «ψυχαγωγούσε» ένας «Σουμπερταίος» παίζοντας στο βιολί του έναν εύθυμο σκοπό. Ο Σούμπερτ ουρλιάζοντας διέταξε τους φρουρούς να πυροβολούν όποιον θα τόλμαγε να ξεφύγει. Ένας ταγματασφαλίτης άρπαξε το μωρό της Δ. Γιαννούδη, το κομμάτιασε χτυπώντας το πάνω στον βράχο και στη συνέχεια σκότωσε τη μάνα. «Βιασμούς μετά φόνων» διέπραξαν και άλλοι στο σώμα του Σούμπερτ.
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν.
Ολοκαύτωμα Χορτιάτη: Με τη ματιά ενός 22χρονου που η οικογένεια του έχασε 24 μέλη
Ο Μιχάλης Τραχαλιός είναι ένα από τα νεότερα μέλη της οικογένειας Γκουραμάνη που πλήρωσε βαρύ το φόρο του αίματος και έχασε 24 μέλη –από τα συνολικά 149 θύματα- στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.
Οι διηγήσεις πολλές, όσο περνούν τα χρόνια ξεθωριάζουν, όπως ξεθωριάζουν και οι μαρτυρίες όσων τα βίωσαν και σιγά σιγά φεύγουν από την ζωή. Όμως η μνήμη παραμένει ζωντανή μέσα από όλους εκείνους τους εκπροσώπους της δεύτερης και τρίτης γενιάς που βίωσαν τις ημέρες και τα χρόνια μετά. Που άκουσαν αλλά προπαντός ένιωσαν και κουβαλούν και αυτοί με τη σειρά τους στις πλάτες τους το φορτίο της μνήμης και της ιστορίας. Της ιστορίας των δικών τους, όσων χάθηκαν και όσων έζησαν. Της ιστορίας της χώρας και των εγκλημάτων των γερμανών ναζί αλλά και των ελλήνων «συμπατριωτών» μας που τότε ήταν ταγματασφαλίτες και συμμετείχαν στα εγκλήματα, τους βιασμούς, τους ξυλοδαρμούς και τις δολοφονίες αλλά παρέμειναν ατιμώρητοι.
Μία τέτοια περίπτωση όπου άκουσε πολλές τέτοιες διηγήσεις από τους δικούς του είναι ο 22χρονος μουσικός Μιχάλης Τραχαλιός.
«Είναι η ιστορία του παππού μου που είναι η πιο κοντινή σε μένα και είναι από άτομο το οποίο γνώρισα και έζησα. Δεν έχει -μέσα στην τραγικότητα της- κανένα φοβερό σασπένς. Αυτό που συνέβη είναι ότι ο παππούς πήρε τον αδερφό του και τον πατέρα του και κατέβηκαν στα χωράφια να δουλέψουν και όταν γύρισαν βρήκαν το σπίτι τους καμένο και τη μητέρα και τις αδερφές του σκοτωμένες», περιγράφει ο Μιχάλης.
«Αλλά μέσα σε αυτό το σύνθετο συρφετό συνέβησαν ιστορίες οι οποίες δεν είναι της οικογένειας αλλά εγώ τις μάθαινα επειδή ήμουνα συγχωριανός με αυτούς που το έπαθαν όπως ας πούμε για ένα κορίτσι -τώρα είναι ηλικιωμένη γυναίκα- η οποία γλίτωσε μέσα από το φούρνο που ήταν οι πυρκαγιές και έβλεπε όλους να παθαίνουν αυτά που πάθαιναν και να ξεψυχάν μέσα στο φούρνο», λέει και μεταφέρει πως «όταν γύρισε στο βουνό που ήταν όλοι οι χωριανοί μαζεμένοι και τη ρωτούσαν ‘’τον τάδε τον είδες’’, ‘’ τον τάδε τον είδες’’, ‘’εκεί είναι η αδερφή μου τι κάνει’’ και όλοι αυτοί, όλους όσους έλεγαν τους ήξερε. Όλοι πια είχαν καεί στο φούρνο».
«Εγώ μπαίνοντας στο πετσί αυτής της γυναίκας δεν ξέρω τι δύναμη είχε για να συνεχίσει να προχωρήσει στη ζωή της μετά. Από αυτό που προφανώς ήταν ένα σημάδι για να προχωρήσει στη ζωή της. Λύτρωση από αυτό το πράγμα που γλίτωσαν μόλις ελάχιστα άτομα. Έπρεπε να το κάνει», λέει ο Μιχάλης.
Στην ερώτηση πως βίωσε ο ίδιος από μικρή ηλικία την ιστορία του χωριού επισημαίνει πως «υπήρχε πάντα μία πολύ μυστήρια για μένα ως πιτσιρικάς ενέργεια στις μέρες 1 και 2 Σεπτεμβρίου και υπήρχε μία ενέργεια στην οικογένεια στο σπίτι, τον παππού μου, που δεν μπορούσα να την εξηγήσω κάπως. Όσο μεγάλωνα και μάθαινα τι είχε συμβεί καταλάβαινα πιο πολύ το μέγεθος της συγκίνησης και της φόρτισης που υπήρχε κατά τη διάρκεια του χρόνου».
«Εγώ αυτά που μάθαινα είναι ήταν όταν είχε όρεξη ο παππούς και η γιαγιά να μου πούνε ιστορίες από το τι συνέβη και πώς. Δεν είναι μόνο για το συμβάν αυτό καθαυτό αλλά είναι και η ζωή μετά. Αυτό είναι δηλαδή το οποίο είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια από πλευράς χρόνου και αυτό το οποίο έπρεπε να κληθεί ο παππούς μου και ο αδερφός του και ο πατέρας του -ακόμα περισσότερο ο προπάππος μου δηλαδή- να το κουβαλήσουν τις πλάτες τους μέχρι να φύγουν από αυτόν τον κόσμο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό και αυτό περνούσε και σαν ενέργεια μέσα στην καθημερινότητά μας», αναφέρει ο Μιχάλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου