Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Αυτή τη φορά, όμως, δεν μπορούμε, δεν δικαιούμαστε να διαλέξουμε το δρόμο της Βάρκιζας. Αλλά το μονοπάτι του Άρη. Και να νικήσουμε.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ Η iskra, με πρόθεση να συμβάλλει εποικοδομητικά στον ανοιχτό διάλογο ανάμεσα στα ριζοσπαστικά αριστερά ρέυματα, φιλοξενεί ένα ενδιαφέρον κείμενο συντρόφων. Ήδη, στις 3/10, είχε δημοσιευθεί στη σελίδα μας το πρώτο μέρος υπό τον τίτλο " Η μεγάλη καπιταλιστική κρίση".Δημοσιεύουμε στη συνέχεια και πάλι το πρώτο μέρος αλλά και το σύνολο του κειμένου.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ . . .
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα συμπτώματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Επιχείρησαν να πείσουν τους λαούς ότι ο καπιταλισμός είναι παντοδύναμος και περίπου αιώνιος, χαρακτηρίζοντας τα συμπτώματα αυτά ως περιφερειακά ή και συγκυριακά. Στην πραγματικότητα όμως τα επεισόδια της κρίσης, που έκαναν περιοδικά, αλλά επίμονα, την εμφάνισή τους στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, είχαν τα τυπικά χαρακτηριστικά της προσεισμικής ακολουθίας. Ώσπου ο σεισμός του 2008, τον οποίο πολλοί θεωρούν ως προάγγελο του κύριου σεισμικού γεγονότος που επίκειται, σκόρπισε τις αυταπάτες. Πρόκειται, λοιπόν, για μια μακρά διαδικασία δομικής κρίσης του καπιταλισμού, για κρίση κερδοφορίας του, για «κλασική» καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, σε κλίμακα, όμως, που δεν έχει προηγούμενο. Κρίση που απαιτεί καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων τέτοια, που σπρώχνει τον καπιταλισμό στα όριά του, καθιστώντας τους όρους της κοινωνικής σύγκρουσης ανελέητους. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων, κυρίως για την κατανομή των απωλειών, δυναμώνει πολλαπλασιαστικά, υπενθυμίζοντας πως στο βάθος υπάρχει ο φασισμός κι ο πόλεμος.
Η κλίμακα, ωστόσο, είναι αυτή που διαφοροποιεί την παρούσα κρίση από προηγούμενες. Κλίμακα που απεικονίζεται με ευκρίνεια στη δομή του σύγχρονου καπιταλισμού και στην «οργανική σύνθεση» του κεφαλαίου. Κατ’ αρχάς στην «εκτατική», τη γεωγραφική του επέκταση, μέσω της παγκοσμιοποίησης. Με αδηφάγο τρόπο – κυρίως μέσω των διεθνών μηχανισμών της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης και λιγότερο με τους κλασσικούς τρόπους ιμπεριαλιστικής αποικιοκρατικής κατάκτησης εδαφών - ενσωματώθηκαν στη διαδικασία της ολόπλευρης εκμετάλλευσης τεράστιες ζώνες του πλανήτη. Εξίσου άπληστα ο καπιταλισμός ιδιοποιήθηκε τις σύγχρονες τεχνολογικές επαναστάσεις στην πληροφορική και τη βιοτεχνολογία για τη μείωση του κόστους παραγωγής, μετατρέποντας κυριολεκτικά τα πάντα σε εμπόρευμα. Αλλά και απαξιώνοντας δραματικά την αξία της εργατικής δύναμης, τόσο σχετικά όσο και απόλυτα.
Ίσως όμως το χαρακτηριστικότερο δομικό στοιχείο, εκείνο που διαφοροποιεί αποφασιστικά την κλίμακα από άλλες περιόδους, είναι η «χρονική» του επέκταση στο μέλλον, μέσω της έξω από κάθε όριο συσσώρευσης χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων και «αξιών». Γι’ αυτό και η κρίση δανεισμού και κρατικού χρέους είναι από τα κυριότερα συμπτώματά της. Πάνω από χίλια τρισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερα από το 20πλάσιο του παγκόσμιου Α.Ε.Π. (που ωστόσο, μόλις και μετά βίας επαρκεί, ολόκληρο, κατανεμημένο ισόποσα, να διαμορφώσει κατά κεφαλή εισόδημα 9.000 $, παραπλήσιο μ’ αυτό των κατοίκων του Μεξικού), είναι επενδεδυμένα στα ενεργητικά και τα χαρτοφυλάκια τραπεζών και κάθε λογής funds - ο τρόπος σώρευσής τους αποτελεί αντικείμενο της σύγχρονης μυθολογίας. Που απαιτούν εναγωνίως κερδοφορία. Αν ξεκολλήσουν από την «πραγματική οικονομία» κέρδη έστω της τάξης του 1% ετησίως, συνεπάγεται ότι το 20% και πλέον του παγκόσμιου παραγόμενου προϊόντος θυσιάζεται στο σύγχρονο μινώταυρο. Άνθρωποι, κοινωνίες, υποδομές, κράτη, οικοσυστήματα καταδικάζονται σε μαρασμό και θάνατο. Την ίδια ώρα, οι «πυραμίδες» χρεών, παραγώγων, και χρηματοπιστωτικών αξιών, συνεχίζουν να χτίζονται με ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς, φέρνοντας ακόμη κοντύτερα, φυσικά, το «σημείο μηδέν».
Η εκρηκτική ύλη, λοιπόν, που σωρεύεται μέσα στις σύγχρονες αντιθέσεις του καπιταλισμού, κρύβει ενέργεια μεγατόνων. Γι’ αυτό και η έκβαση των συγκρούσεων στο έδαφος της παρούσας κρίσης του, δύσκολα θα παράξει συμβιβασμούς διαχειρίσιμους εντός του συστήματος.

. . . OΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ . . .
Η αστική τάξη είναι μια τάξη με τέσσερις αιώνες ιστορία. Με βαθιά γνώση και σοφία, κατακτημένη μέσα από την ιστορική της εμπειρία και την ιδιοποίηση των προϊόντων της ανθρώπινης διανόησης. Από την κρίση της τουλίπας, το μεγάλο κραχ του ’29-30 και παλιότερα ακόμα, γνωρίζει ότι η περιοδικότητα των κρίσεων είναι εγγεγραμμένη στο DNA του καπιταλισμού, είναι αναπόφευκτη νομοτέλεια. Και προετοιμάζεται όχι για την αποφυγή των κρίσεων αλλά για την επιβίωσή της μέσα από τις κρίσεις – όχι αναγκαστικά της τάξης της εν συνόλω αλλά κυρίως στρατηγικά, ως διάσωση δηλαδή της αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Και φυσικά τα ισχυρότερα τμήματά της επιδιώκουν να επωφεληθούν τόσο σε βάρος άλλων πιο αδύναμων τμημάτων της αστικής τάξης και των μεσοστρωμάτων όσο και, πρωτίστως, έναντι του ταξικού της εχθρού, των δυνάμεων της εργασίας. Ο πόλεμος, λοιπόν, που διεξάγεται στο έδαφος των κρίσεων, ψυχρά, υπολογισμένα, συνειδητά, εκ μέρους των αστικών ελίτ εναντίον της εργασίας, λαμβάνει χαρακτηριστικά εκθετικής σκληρότητας.
Από τον ταξικό συμβιβασμό που προέκυψε κατά το ξεπέρασμα της προηγούμενης μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού, που δεν έγινε κατορθωτό παρά μόνο με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αστική τάξη και οι δεξαμενές σκέψης που δουλεύουν γι’ αυτήν προετοιμάζονται για τον επόμενο γύρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νεοφιλελευθερισμός, η ιδεολογία του σύγχρονου καπιταλισμού, παράχθηκε, αρχικά σε ακαδημαϊκά εργαστήρια, στη δεκαετία του ’50. Και θα παρέμενε απλώς ένα προϊόν εργαστηρίου, αν δεν συναντιόταν με τις ανάγκες του παγκόσμιου κορπορατισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μαζί με τα πρώτα σημάδια της κρίσης αλλά και αν δεν συγκροτούσε την απάντηση των ιθυνουσών ελίτ στην απειλή της ανόδου περιφερειακών επαναστατικών, εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων όπως και κινημάτων αμφισβήτησης στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Για να εφαρμοστεί πρώτη φορά επί του πεδίου, στη Χιλή του Πινοσέτ. Οι θιασώτες του, έκτοτε, πραγματικοί ιεραπόστολοι, διατρέχουν την υφήλιο, υπηρετώντας αιμοσταγή καθεστώτα (Ινδονησία, χώρες του νότιου κώνου της Λ. Αμερικής, Ν. Αφρική), κατακτώντας τις καπιταλιστικές μητροπόλεις (Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Βερολίνο, Βρυξέλες, Σαγκάη) και ενορχηστρώνοντας τις μεγάλες αντιμεταρρυθμίσεις της εποχής μας (Ν.Α. Ασία, Ρωσία του Γέλτσιν, Α. Ευρώπη). Αν δεν προκαλούν οι ίδιοι περιφερειακές κρίσεις, σίγουρα τις μετατρέπουν σε ανθρωπιστικές καταστροφές. Αν δεν προκαλούν οι ίδιοι μείζονες φυσικές καταστροφές ή περιφερειακούς πολέμους, σίγουρα τους μετατρέπουν σε πάρτι πολυεθνικών. Οι αρχές τους συνίστανται στην απαλλαγή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από «εξωαγοραίες στρεβλώσεις», τη «νόθευση» του παρεμβατισμού και της δημοκρατίας. Όλων εκείνων δηλαδή των κοινωνικών, νομικών, πολιτειακών θεσμίσεων, που προέκυψαν από τον ταξικό συμβιβασμό που σφράγισε την έξοδο του καπιταλισμού από την προηγούμενη μεγάλη του κρίση. Δόγμα τους η απόλυτη ελευθερία. Για ποιον; Μα φυσικά τον κορπορατισμό. Και πίστη τους η αγία τριάδα: απελευθέρωση των αγορών, αποκρατικοποίηση, ελαστικοποίηση-υποτίμηση της εργασιακής δύναμης.

. . . ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Η Αριστερά, στο διάστημα των δεκαετιών αυτών, δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει το αντίπαλο δέος. Ο πρώτος, ο κύριος λόγος είναι ότι τα βασικά ιστορικά της ρεύματα αποτελούν προϊόντα στρατηγικής ήττας. Κοντά σ’ αυτό, το γεγονός ότι κανένα απ’ αυτά, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το καθένα, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν το μη ανατάξιμο της ήττας – αν το επιχείρησαν κιόλας.
Το «ορθόδοξο» ρεύμα, στο βαθμό που αρνείται να πραγματώσει βαθιά τομή στην ανάγνωση του «υπαρκτού» και να ξεφύγει από τα σύνδρομα των διαδοχικών διασπάσεων, είναι καταδικασμένο να οδηγείται βαθύτερα στο σεχταρισμό, την περιχαράκωση και σε θνησιγενείς μάχες οπισθοφυλακών.
Τα πολιτικά μορφώματα που προέρχονται από την ευρωκομουνιστική μήτρα, δέσμια της αφήγησης του «ιστορικού συμβιβασμού», που αποτελεί εν πολλοίς τη δική τους εσωτερίκευση της ήττας, έχουν οδηγηθεί στην αποδοχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, αμφισβητώντας ορισμένες «ακραίες» μόνο πλευρές της πολιτικής του και, στο πλαίσιο του «μεταρρυθμισμού», ου μην και του κυβερνητισμού, ρέπουν προς παραπληρωματικούς ρόλους της σοσιαλδημοκρατίας.
Για παρεμφερείς λόγους, που ανάγονται σε εμμονές στις δικές τους επίσης αφηγήσεις και σε σύνδρομα διασπάσεων που αναπαρήγαγαν τον ετεροκαθορισμό ως αυτοσκοπό, οι τεταρτοδιεθνιστικές και οι μαοϊκές οργανώσεις δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν εναλλακτικές εκδοχές με προοπτική, αντίθετα αποτέλεσαν μέρος του συνολικού προβλήματος της αριστεράς. Ορισμένες αξιόλογες συμβολές από εξωκοινοβουλευτικές αντικαπιταλιστικές οργανώσεις δεν κατόρθωσαν κι αυτές να αποφύγουν την παρακμή της έλλειψης του φρέσκου αέρα και της γονιμοποίησης με τα μαζικά κινήματα.
Έτσι λοιπόν, απέναντι στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, μια αριστερά σε κρίση ιδεολογική, κρίση ταυτότητας και στρατηγικής, αντιπαρατέθηκε δίνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, αποσπασματικές μάχες υπεράσπισης κατακτήσεων, που αντιστοιχούν όμως στην προηγούμενη ιστορική φάση του κεϋνσιανισμού. Και γι’ αυτό κυρίως δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο της αντεπίθεσης.
Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, κάνει την εμφάνισή του το κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με τα συνθήματα: οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη, ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Δημιουργείται το παγκόσμιο και ύστερα το ευρωπαϊκό κοινωνικό φόρουμ. Αναπτύσσονται δράσεις και πρωτοβουλίες από τα κάτω, αδιαμεσολάβητες από τις κυρίαρχες αφηγήσεις, απαλλαγμένες από τις αποσκευές της ήττας. Μια νέα αριστερά αναδύεται. Πιο κοινωνική και ασφαλώς πιο πληθυντική. Με όλα φυσικά τα χαρακτηριστικά, τα προβλήματα, τις αδυναμίες αλλά και την ορμή, τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα της νηπιακής, παιδικής και εφηβικής της ηλικίας. Διατρέχεται από αναζητήσεις προς διάφορες – ακόμη και αντιφατικές - κατευθύνσεις: μεταμοντέρνα ρεύματα αμφισβήτησης, ολιστικές οικολογικές προσεγγίσεις, αντι-ντετερμινιστικές κριτικές κλπ. Έντονες εμφανίζονται οι επιρροές του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και της αυτονομίας.
Σιγά-σιγά όμως, μέσα – και όχι έξω, πάνω ή απέναντι - σ’ αυτό το σύγχρονο πολύχρωμο εργαστήρι, αρχίζει να δημιουργείται μια όλο και πιο αξιόλογη παραγωγή αντικαπιταλιστικής διανόησης. Κομμάτι της ξαναπιάνει το νήμα, με κριτική ματιά και απαλλαγμένη από τις κάθε είδους δογματικές αναγνώσεις, της μαρξιστικής θεωρίας και κοσμοαντίληψης. Σε πολλά πανεπιστήμια, στην οικονομία, την πολιτική φιλοσοφία, δημιουργούνται σχολές μαρξιστικής εκκίνησης και κατεύθυνσης. Και μπολιάζουν σημαντικά τμήματα του ευρύτερου αυτού κινήματος.
Στη Λατινική Αμερική, ρωμαλέα λαϊκά κινήματα με μπολιβαριανές, γκεβαρικές αλλά και ελευθεριακές παραδόσεις και αναφορές, φέρνουν στην εξουσία δυνάμεις αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης, κόβουν τα δεσμά με τους βορειοαμερικανικούς και παγκόσμιους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, χτίζουν χώρους αλληλεγγύης και περιφερειακής συνεργασίας, πραγματοποιούν βήματα αυτοδύναμης ανάπτυξης και κοινωνικά δικαιότερης κατανομής. Στο μεγάλο αυτό πειραματικό εργαστήρι της εποχής μας, η κοινωνική και πολιτική αριστερά αν δεν είναι πλειοψηφική, είναι πάντως παρούσα, μαχόμενη και σφριγηλή. Η νίκη των δυνάμεων αυτών όσο είναι επισφαλής, εκτεθειμένη στις συνεχείς ιμπεριαλιστικές επιθέσεις αλλά και σε εσωτερικές τους αδυναμίες και αντιφατικότητες, άλλο τόσο είναι σημαντική, γιατί ανοίγει τροχιοδεικτικούς δρόμους για το λαϊκό κίνημα σ’ όλο τον κόσμο.
Τμήμα της ελληνικής αριστεράς έρχεται σε γόνιμη συνάντηση με τα νέα κινήματα, δημιουργείται το ελληνικό κοινωνικό φόρουμ. Τέκνο της συνάντησης αυτής είναι και το πρωτότυπο συμμαχικό εγχείρημα του Σύριζα. Η πορεία ριζοσπαστικοποίησής του δεν είναι όμως ευθύγραμμη. Αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό του, ακινησίες μηχανισμών, συστημικές αγκυλώσεις, δημιουργούν αναχώματα, δεν μπορούν ωστόσο να ακυρώσουν εν συνόλω τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει ανεπιστρεπτί. Με το Δεκέμβρη η Ευρώπη κρατάει την αναπνοή της. Και ξεφυσά ανακουφισμένη, αφού βέβαια στο εσωτερικό η αναμέτρηση έχει ξεχωρίσει τις συστημικές από τις αυθεντικά αντισυστημικές δυνάμεις.
Κι ύστερα έρχεται η κρίση. Και η αραβική άνοιξη. Και οι πλατείες. Ο λαϊκός παράγοντας, σαν την πλημμυρίδα και την άμπωτη, κάνει ορμητικά την εμφάνισή του. Και σπρώχνει την αριστερά, στο έδαφος της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο. Ο Σύριζα, κεφαλαιοποιώντας πολιτικά τα ριζοσπαστικά, κινηματικά, μετωπικά χαρακτηριστικά του, αναδεικνύεται σε σημείο αναφοράς των ευρωπαϊκών – και όχι μόνο – κινημάτων και της αριστεράς.
Και τώρα, τι κάνουμε; Η συναίσθηση, έστω και ενστικτώδης, ότι η έκβαση της σύγκρουσης είναι ιστορική, ότι είναι «όλα ή τίποτα», είναι φυσικό να κάνει τα πόδια να λυγίζουν. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε πίσω. Με αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στο λαϊκό παράγοντα θα δώσουμε τη μάχη. Αυτός είναι ο ιστορικός μας προορισμός, γι’ αυτό διανύσαμε το δρόμο μέχρις εδώ. Και θα τον φτάσουμε μέχρι το τέλος.

Η ΕΥΡΩΖΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Σε αντίθεση με ορισμένους επικριτές του, υποστηρίζουμε ότι το «σύστημα του ευρώ» δεν εδράζεται ούτε σε παραλογισμούς ούτε σε αποσπασματικές θεωρήσεις των οικονομικών νομοτελειών. Η αρχιτεκτονική του, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από σημαντική εσωτερική συνοχή και υπηρετεί και στόχο και όραμα, που συνίσταται στην πειθάρχηση των εθνικών οικονομιών στις δυνάμεις της αγοράς. Και την πλήρη πρόσδεση-υποταγή των πολιτικών θεσμών, των εθνικών και υπερεθνικών μηχανισμών, στις στρατηγικές επιδιώξεις των ηγέτιδων μερίδων του κεφαλαίου – με προεξάρχοντα το ρόλο του συμπλέγματος της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας.
Το σύστημα του ευρώ οικοδομήθηκε έτσι ώστε να απαλλάξει από «εξωαγοραίες στρεβλώσεις» και κοινωνικούς περιορισμούς την περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος στη «βέλτιστη οικονομική περιοχή» της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ). Η πλήρης επίτευξη του στόχου-οράματος θα επισυμβεί με την ολοκλήρωση, όταν και όποτε λάβει σάρκα και οστά, του εποικοδομήματος-σταδίου της «Πλήρους Οικονομικής Ένωσης».
Τα κράτη που ανήκουν στη ΖτΕ, είτε το επιθυμούν είτε όχι, ακριβώς για τη διατήρηση του ενιαίου νομίσματος, αναγκάζονται, με τον ίδιο πάντοτε τρόπο και με τα ίδια πάντοτε ελάχιστα και μονόπλευρα μέσα-εργαλεία (περικοπές μισθών και δημοσίων δαπανών) να ανταποκρίνονται στη συγκυρία, παρά να τη διευθετούν ή, έστω, να την επηρεάζουν. Η διαβόητη «εσωτερική υποτίμηση» δεν είναι, λοιπόν, κάποιου τύπου νεοφιλελεύθερος δογματισμός, απλώς επιβεβαιώνει ότι η ένταξη στο σύστημα του ευρώ σημαίνει αυτονόητα την οριστική και αμετάκλητη κατάργηση του οιουδήποτε ενεργού ρόλου της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για στατιστική αστοχία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αλλά απλούστατα για το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εγγενούς δυναμικής του.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται δραματικά από τα δεδομένα της παρούσας κρίσης. Η δημοσιονομική πλευρά της, η τρέχουσα έκρηξη των προβλημάτων των δημοσίων ελλειμμάτων και του εξωτερικού δημόσιου χρέους, δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά η αντανάκλαση της σώρευσης εμπορικών ελλειμμάτων σε κάποιες χώρες της ΖτΕ και αντίστοιχα πλεονασμάτων σε κάποιες άλλες, κατά την περίοδο που μεσολάβησε από το κλείδωμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών – και πολύ εντονότερα από την περίοδο νομισματοποίησης και κυκλοφορίας του ευρώ - μέχρι και σήμερα. Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αλλά υπηρετείται νομοτελειακά από την ίδια την αρχιτεκτονική του συστήματος του ευρώ, με τους ακόλουθους μηχανισμούς:
ü Η παραγωγή των διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων μεταφέρεται, όλο και περισσότερο, σ’ εκείνες μόνον τις επιχειρήσεις που σημειώνουν την απολύτως υψηλότερη, ενδοζωνικά, συνολική παραγωγικότητα (εργασίας και κεφαλαίου).
ü  Υπό την πίεση που αναπτύσσει κυρίως η αναγκαιότητα της ενδοζωνικής αντιστοίχισης των μισθών με τη συνολική παραγωγικότητα (και δευτερευόντως η ελεύθερη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού), αναδιαρθρώνεται εν συνόλω (δηλαδή από το εκπαιδευτικό μέχρι και το συνταξιοδοτικό σύστημα) η διαδικασία αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης και συστήνεται «απελευθερωμένη, ευέλικτη και ευρωπαϊκά ενιαία αγορά εργασίας».
ü  Οι χώρες με χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας στρέφονται, εκούσες-άκουσες, στην παραγωγή παραδοσιακών ή εντάσεως φυσικών πρώτων υλών και ανειδίκευτης εργασίας και πάντως διεθνώς μη εμπορεύσιμων εμπορευμάτων. Γεγονός που έχει, χωρίς αμφιβολία, οδυνηρές συνέπειες για τα εξωτερικά και δημόσια ελλείμματα και χρέη, καθώς επίσης και για την απασχόληση. Ενώ οι χώρες με υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας αναπτύσσουν περαιτέρω την παραγωγή εντάσεως τεχνολογίας και εξειδικευμένης εργασίας εμπορευμάτων. Οι λόγοι είναι: Η ύπαρξη οικονομιών κλίμακας. Η ευθυγράμμιση του ενδοζωνικού προτύπου παραγωγικής εξειδίκευσης με την κλίμακα των εν ενεργεία συγκριτικών και των εν δυνάμει απόλυτων πλεονεκτημάτων. Η έκφραση όλων των ενδοζωνικών τιμών σε ένα και το αυτό «σκληρό» νόμισμα, το ευρώ, η οποία εξασθενεί σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των χωρών της ΖτΕ που οι οικονομίες τους εμφανίζουν χαμηλή παραγωγικότητα ως προς τον υπόλοιπο κόσμο (μετρούμενη σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας).
Η υιοθέτηση, λοιπόν, του συστήματος του ευρώ καθόλου δεν αφορά μια ταξικά ουδέτερη και άχρωμη διαδικασία. Αντίθετα οδηγεί μαθηματικά όλες τις χώρες και την καθεμία ξεχωριστά στην εσωτερίκευση του νεοφιλελεύθερου προτύπου και την απεμπόληση βασικών οικονομικών εργαλείων - απάμβλυνσης έστω και των ακραίων συνεπειών αυτής της διαδικασίας. Επί παραδείγματι, έχει τη σημασία της η πρόσφατη δημόσια ομολογία του Ρουμελιώτη, πως η «διάσωση» του Δ.Ν.Τ. ήταν εξαρχής υπονομευμένη, αφού ήταν αδύνατη η υποτίμηση του νομίσματος.
Και γιατί άραγε, θα ρωτήσει καλόπιστα κάποιος αμύητος, δεν είναι δυνατή μια άλλη πορεία εντός ευρώ; Μα γιατί γι’ αυτό ακριβώς σχεδιάστηκε και οικοδομήθηκε το ευρώ. Αποτελεί την απάντηση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, με την ηγεμονία φυσικά της γερμανικής ως επικεφαλής της συμμαχίας τους, στον ανταγωνισμό τους με τα υπόλοιπα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, που προϋποθέτει την ισοπέδωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και σήμερα, στις συνθήκες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η ΖτΕ αποτελεί το προκεχωρημένο φυλάκιο της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης επίθεσης σε πλανητική κλίμακα. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι όλες - κυριολεκτικά όλες - οι χώρες της ευρωζωνικής περιφέρειας βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της κρίσης.
Μήπως όμως θα μπορούσαν να επιβληθούν, μέσω ευνοϊκότερων πολιτικών συσχετισμών, «διορθωτικές» αλλαγές σ’ αυτό το μηχανισμό; Θεωρητικά και τεχνικά η απάντηση είναι βεβαίως καταφατική: Με τη δημιουργία αυτοματισμών και μηχανισμών μεταβίβασης του συνόλου των πλεονασμάτων – και ίσως ακόμη μεγαλύτερων πόρων – προς τις ελλειμματικές χώρες και περιοχές. Ή - και γιατί όχι - με τη μεταβίβαση πλούτου από τους πλούσιους στους φτωχούς και πάει λέγοντας. Μήπως όμως αυτό το θεωρητικό υπόδειγμα περιγράφει κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι η ΖτΕ και η Ε.Ε.; Απ’ αυτό που η Ε.Δ.Α. – ναι η Ε.Δ.Α. στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 – περιέγραφε ως «λάκκο των λεόντων»;
Και γιατί, θα ρωτήσουν οι πρώην αριστεροί και εσαεί φεντεραλιστές, δεν είναι απάντηση η εμβάθυνση της ομοσπονδοποίησης της ΖτΕ; Μα ακριβώς αυτή είναι και η απάντηση της Μέρκελ: Προϋπόθεση για κάποιου τύπου αμοιβαιοποίηση των χρεών είναι η τραπεζική, δημοσιονομική, πολιτική ένωση. Η οποία βεβαίως (όπως περιγράφει στην απόφαση της Π.Σ.Ε. της 31/7/2012 ο Σύριζα) συνιστά «την περαιτέρω ενοποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών στη βάση του πιο ακραία ταξικού νεοφιλελεύθερου παραδείγματος». Και, μεταξύ μας, αυτή είναι και η μόνη συγκροτημένη πρόταση που είναι συμβατή με το ίδιο το οικοδόμημα του ευρώ. Που δεν είναι άλλη από το εξαρχής προσχεδιασμένο, εγγεγραμμένο στην ίδια την αρχιτεκτονική του ευρωζωνικού συστήματος, στάδιο-εποικοδόμημα της «Πλήρους Οικονομικής Ένωσης». Όλα τα υπόλοιπα αφορούν αυταπάτες που αναφέρονται σε ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς.
Συνεπώς, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι μεταβατικό πρόγραμμα, που να βάζει φρένο στην περιδίνηση της ύφεσης, της ανεργίας, της καταστροφής εν συνόλω της εργασιακής δύναμης (βλ. εσωτερική υποτίμηση), να δημιουργεί προϋποθέσεις παραγωγικής ανασυγκρότησης και ν’ αφήνει ανοιχτό τον ορίζοντα για ευρύτερες προοδευτικές αλλαγές, σε όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας, δεν είναι συμβατό με την παραμονή στο σύστημα του ευρώ. Αντίθετα, επιτάσσει, από μια κυβέρνηση της αριστεράς, που θα στηρίζεται στη λαϊκή πλειοψηφία και θα είναι αποφασισμένη να προωθήσει βαθιές, ριζοσπαστικές συγκρούσεις και ανατροπές, την ανάκτηση εργαλείων άσκησης οικονομικής πολιτικής. Πρώτα απ’ όλα την ανάκτηση του νομισματικού εργαλείου και του ελέγχου της ΤτΕ. Και να το υπερασπίσει αποτελεσματικά: με τη διατήρηση, για ένα τουλάχιστον αναγκαίο χρονικό διάστημα, του πλεονεκτήματος της άσκησης διοικητικής - και όχι ελεύθερα διαμορφούμενης στις αγορές – συναλλαγματικής ισοτιμίας. Με χτύπημα κάθε μορφής διπλής κυκλοφορίας και με αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων.
Η παραπάνω θέση προϋποθέτει αυτόματα και την έξοδο από την Ε.Ε.; Ίσως όχι απαραίτητα. Ίσως να είναι και σκόπιμη, για ένα ορισμένο μεταβατικό χρονικό διάστημα, η επιδίωξη της προσωρινής παραμονής, προκειμένου λ.χ. να εκμεταλλευτεί εξαγωγικά η εύθραυστη ακόμη ελληνική οικονομία τα πλεονεκτήματα της πραγματικής υποτίμησης και το δασμολογικό καθεστώς. Είναι βέβαιο πάντως ότι, σε μια προοπτική, η έξοδος από την Ε.Ε. θα καταστεί επιβεβλημένη. Και οπωσδήποτε, τα ζητήματα αυτά δεν μπορεί παρά να απαιτήσουν, σε κάθε κρίσιμη καμπή, τη λαϊκή επιδοκιμασία και στήριξη, μέσα φυσικά από μια διαδικασία ολόπλευρης ενημέρωσης και διαλόγου. Αλλά αυτό προϋποθέτει, αν μη τι άλλο, την εγκατάλειψη εκ μέρους της ηγετικής ομάδας ευρωπαϊστικών καταναγκασμών και εμμονών, όπως επίσης και της αδιέξοδης, ανόητης και εν τέλει μαζοχιστικής επικοινωνιακής γραμμής της ενοχοποίησης της δραχμής, η οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν υπάρχει σε καμία συλλογική επεξεργασία του Σύριζα.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Το «πακέτο μέτρων», που η τριφασική κυβέρνηση Σαμαρά, παρά τις υποκριτικές ή και υπαρκτές εσωτερικές αντιθέσεις στην τρόικα εσωτερικού και εσωτερικού, επιχειρεί να περάσει, δεν θα είναι το τελευταίο. Άλλωστε, η επιδείνωση της ύφεσης που κάθε πακέτο, με μαθηματική νομοτέλεια, επιφέρει, χειροτερεύει τα δημόσια οικονομικά και, συνεπώς, καθιστά αναγκαίες και νέες περικοπές με την εφιαλτική περιοδικότητα ενός φαύλου κύκλου, που εξελίσσεται σε σπιράλ θανάτου για την κοινωνία.
Αυτό που έχουμε μπροστά μας φαντάζει να υπερβαίνει το τυπικό νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα και τις γνωστές δοσολογίες του δόγματος του σοκ. Είναι μια συνολική αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος. Τα αλλεπάλληλα συντριπτικά χτυπήματα στο εισόδημα και τις εργασιακές σχέσεις, η συνολική αποδιάρθρωση δημόσιων αγαθών και κοινωνικών θεσμίσεων, δεν συνεπάγονται μόνο ριζική αλλαγή καταναλωτικών προτύπων, αλλά συνιστούν μια βίαιη επιχείρηση ανατροπής των κοινωνικών συντεταγμένων, αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας κοινωνίας μηδενικών προσδοκιών.
Συνιστά ταυτόχρονα και αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος. Η στροφή προς την εξωτερική ανταγωνιστικότητα, σε συνθήκες συρρίκνωσης της εσωτερικής ζήτησης, μέσω του διαβόητου μηχανισμού της εσωτερικής υποτίμησης, προσανατολίζει αναγκαστικά προς εξαγωγές κλάδων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ταυτόχρονα, επίσης νομοτελειακά, οδηγεί στη διάλυση των κλάδων έντασης κεφαλαίου, υψηλής ειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας – όσων απ’ αυτούς τουλάχιστον έχουν απομείνει όρθιοι από τη λαίλαπα του ευρώ.
Οι θλιβερές αυτές προοπτικές υπογραμμίζονται εντονότερα από την εφιαλτική αύξηση της ανεργίας, που ήδη οδηγεί σε κύματα μετανάστευσης νέων τεχνικών και επιστημόνων και συνεπώς σε περαιτέρω απίσχναση των παραγωγικών δυνατοτήτων αλλά και από την επιχείρηση ριζικής αποδιάρθρωσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Ενώ η συρρίκνωση της δημόσιας υγείας καθιστά το ζήτημα της επιβίωσης πραγματικό, θυμίζοντας μαλθουσιανές αντιλήψεις του 19ου αιώνα ότι η αυξημένη θνησιμότητα των φτωχών είναι μηχανισμός ρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Μια χώρα φτωχότερη, με αφυδατωμένο αναπτυξιακό μοντέλο και σαφώς υποβαθμισμένη θέση μέσα στον εμπεδωμένο ευρωπαϊκό και το διαμορφούμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας, θα έχει και υποδεέστερη γεωπολιτική θέση. Έτσι, ακόμη και οι διαφαινόμενες δυνατότητες άντλησης υδρογονανθράκων δεν πρόκειται να τροφοδοτήσουν αναπτυξιακές δυναμικές, εφόσον οι όροι εκμετάλλευσής τους θα είναι αποικιοκρατικοί.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι μ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: η κοινωνική κρίση τείνει να πάρει χαρακτηριστικά ολόπλευρης εθνικής κρίσης, με την έννοια της διακύβευσης του μέλλοντος μιας ολόκληρης κοινωνίας. Είναι σαφές ότι οι δυνάμεις του κεφαλαίου έχουν κάνει τις επιλογές τους. Για να διατηρήσουν την εξουσία τους και την πρόσδεση στο ευρωπαϊκό κέντρο, που αποτελεί και βασικό πυλώνα της διαιώνισης της ηγεμονίας τους στο εσωτερικό, αποδέχονται τη συνθήκη υποβάθμισης και κοινωνικής απαξίωσης. Γι’ αυτό και σταδιακά αναδιπλώνονται στον καθεστωτικό κυνισμό, ενισχύοντας τις φασιστικές συμμορίες, σπέρνοντας το δηλητήριο του κοινωνικού κανιβαλισμού, υιοθετώντας την ατζέντα της ακροδεξιάς και προλειαίνοντας το έδαφος για ακόμη πιο αυταρχικές εκτροπές.
Για όποιον, λοιπόν, εντός της αριστεράς, δεν έχει κάποιου είδους σοβαρή απώλεια των νοητικών λειτουργιών, θα έπρεπε να έχει γίνει απολύτως ευκρινές ότι διέξοδος από την κρίση, σωτηρία του λαού, της κοινωνίας και της χώρας, δεν μπορεί να υπάρξει μέσα από έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με την αστική άρχουσα τάξη. Ορισμένα κατώτερα τμήματά της, ιδιαίτερα στο έδαφος της κρίσης, μπορούν ίσως – και θα πρέπει - να οδηγηθούν σε στάση ανοχής ή και ευμενούς ουδετερότητας. Η αστική ελίτ, όμως, πιστή στον ιστορικό της ρόλο, έχει προσδεθεί ψυχή και σώματι στην υπεργολαβική εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δανειστών και εταίρων της, γνωρίζοντας ότι η συνέχιση της κυριαρχίας της εξαρτάται απόλυτα από τη στήριξή τους.
Συνεπώς, η πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν μπορεί να είναι γραμμή υπεύθυνης αντιπολίτευσης, κοινοβουλευτικής λαγνείας, αυτοπεριορισμού στα όρια της αστικής νομιμότητας, ούτε γραμμή άνευρου κυβερνητισμού, που φιλοδοξεί να ασκήσει, στην καλύτερη περίπτωση, μια δικαιότερη διαχείριση. Δεν μπορεί παρά να είναι γραμμή ανατροπής. Και να έχει κατεύθυνση αντικαπιταλιστική. Με την έννοια ότι η έκβαση της παρούσας σύγκρουσης δεν μπορεί παρά να οδηγεί στα όριά του το σημερινό σύστημα, να δημιουργεί ρήγματα στο κέλυφός του, να αφήνει ανοιχτό το σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υιοθετήσουμε τη γραμμή ότι αύριο κιόλας, σε συνθήκες μιας περίκλειστης χώρας, προχωράμε στη σοσιαλιστική οικοδόμηση – άλλοι, των οποίων ορισμένοι σύντροφοί μας τελευταία αρέσκονται να εμφανίζονται ως εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι, ήταν που διακήρυτταν «στις 18 σοσιαλισμός». . .
Κατά τη γνώμη μας, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας ένα πείραμα μιας άλλου τύπου συγκρότησης της κοινωνίας θα πρέπει να γίνει σε περιφερειακό επίπεδο. Τουλάχιστον. Και μας συναρπάζει η ιδέα μιας κοινής απόπειρας με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, ειδικά της Νότιας Ευρώπης. Η πολιτική τους εμπειρία, οι εγγεγραμμένες στη συλλογική τους συνείδηση απόπειρες στο παρελθόν, η κάποια πολιτική και ιδεολογική κινητικότητα και φρεσκάδα που τους διακρίνει, τους κάνει ελκυστικούς συνοδοιπόρους σε μια πορεία προς τα μπρος.
Ούτε βεβαίως είμαστε θιασώτες των αντιλήψεων της «καθ’ ημάς ανατολής». Ίσα-ίσα είμαστε ιδεολογικά τέκνα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Και των καλύτερων διεθνιστικών παραδόσεων του κομουνιστικού κινήματος αλλά και όλων των απελευθερωτικών σκιρτημάτων, στην πορεία προς την κοινωνική χειραφέτηση.
Κατά τη γνώμη μας, η πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα του σήμερα, πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στην ιδέα του αδύναμου κρίκου. Στην υπαρκτή και απόλυτα ρεαλιστική δυνατότητα, σήμερα, εδώ, να σπάσει ο κρίκος της αλυσίδας. Των ιμπεριαλιστικών δεσμών που καθιστούν για την κάθε χώρα περίπου υποχρεωτική την εσωτερίκευση του νεοφιλελεύθερου οδοστρωτήρα. Και να προκαλέσει αλυσιδωτές ρήξεις και ανατροπές. Αλλά και ανάσες συνεργασίας.
Θέλουμε, λοιπόν, το Σύριζα ως σημείο αναφοράς όλων των ευρωπαϊκών – και όχι μόνο – κινημάτων και της αριστεράς. Όχι ως ουρά του Κ.Ε.Α. και ως παράκλητου της θλιβερής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά ως εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου λαϊκού μετώπου, που θα είναι το πραγματικό υποκείμενο της ανατροπής. Εδώ, σήμερα, με προοπτική αλλά και διακηρυγμένο στόχο να προκαλέσει ντόμινο προοδευτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή.

ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για το μέτωπο; Αρκετές απ’ αυτές, εν δυνάμει τουλάχιστον, ναι. Μετατόπιση συνειδήσεων. Συσσώρευση, σε πυκνό πολιτικό χρόνο, πολύτιμων συγκρουσιακών εμπειριών. Συγκέντρωση δυνάμεων με σαφείς κοινωνικές αναφορές. Δράσεις και πρωτοβουλίες από τα κάτω. Μαζικές, μαχητικές κινητοποιήσεις, που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί, όμως, η ευθύγραμμη και κλιμακούμενη συνέχειά τους. Ελλείψεις και ανεπάρκειες: η οργάνωση και ο συντονισμός. Η συγκρότηση, σε ανώτερο επίπεδο, οργάνων του λαϊκού κινήματος. Η απογραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων και η οργανική ένταξή τους στους λαϊκούς αγώνες. Το πεδίο αυτό συνιστά τιτάνια πρόκληση για τη ριζοσπαστική αριστερά.
Το μέτωπο δεν μπορεί να υπάρξει ως συμφωνία κορυφών. Ούτε συζήτηση ότι η συνεργασία – έστω, σε πρώτη φάση, η αποκατάσταση φυσιολογικών σχέσεων - ανάμεσα στις ηγεσίες της πολιτικής αριστεράς θα έδινε φτερά στην υπόθεση του μετώπου. Το κρίσιμο όμως είναι η κατάκτηση μιας αυθεντικά ενωτικής κουλτούρας ώσμωσης και συνθέσεων, πρώτιστα μέσα στους μαζικούς χώρους, στα πρωτοβάθμια σωματεία και τα κινήματα πόλης, στα στέκια αλληλεγγύης που πρέπει επειγόντως να στηθούν σ’ όλες τις γειτονιές. Και οπωσδήποτε, η προώθηση μετωπικών διεργασιών μέσα στη νεολαία, στα σχολειά και τα πανεπιστήμια, που πρέπει και μπορεί να ξεδοντιάσει τους φασίστες της χρυσής αυγής. Γιατί δεν απέχουμε πολύ απ’ το σημείο όπου η άνοδός τους, ιδιαίτερα στα πιο πληβειακά στρώματα – και του λαού αλλά και της νεολαίας - θα περάσει το όριο του μη αντιστρέψιμου.
Αυτό είναι για μας το περιεχόμενο που νοηματοδοτεί ουσιαστικά το αίτημα για κυβέρνηση της αριστεράς. Η συγκρότηση – κατά Γκράμσι - του «ιστορικού» μπλοκ των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής, που θα διεκδικήσει την εξουσία και θα αποτελέσει το φορέα μεγάλων ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών αλλαγών.

ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Κρίσιμο ζήτημα για τη συγκρότηση του πλειοψηφικού και νικηφόρου λαϊκού μετώπου, είναι το ζήτημα του προγράμματος. Που δεν μπορεί παρά να είναι μεταβατικό και να βρίσκεται σε συνάρθρωση με το σημερινό επίπεδο της λαϊκής συνείδησης. Όχι να υποκύπτει στις αντιφατικότητες και ατέλειές του, αλλά να πατάει πάνω στις αποκτημένες εμπειρίες του λαϊκού παράγοντα και να τους δίνει προωθητική δύναμη, να συμβάλει στο χτίσιμο μιας βαθύτερα ριζοσπαστικής συνειδητότητας.
Το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, να μην υποκύπτει στην ευκολία του συμβιβασμού ακόμη και μ’ εκείνες τις αντιλήψεις που ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταφέρει να καταστήσει στην κοινωνία ηγεμονικές. Να περιέχει, έστω και εν σπέρματι, έστω και ως πρόπλασμα, τα οραματικά στοιχεία του σοσιαλιστικού αύριο.
Να απαντάει, γειωμένα, εμπεριστατωμένα και με επάρκεια, στις πιεστικές ανάγκες της άμεσης διεξόδου από τη μέγγενη της κρίσης, της ανακούφισης του λαού και της σωτηρίας της χώρας – απ’ αυτό το τελευταίο, άλλωστε, θα κριθούμε.
Ένα τέτοιο προγραμματικό πλαίσιο του κοινωνικού και πολιτικού μετώπου είναι το ακόλουθο:
-          Άμεση, μονομερής παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους. Λογιστικός έλεγχος, με συμμετοχή κοινωνικών φορέων και διαπραγμάτευση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Με εξαρχής διακηρυγμένη τη θέση ότι η μη επιτυχής έκβαση της διαπραγμάτευσης θα επιφέρει μονομερείς ενέργειες.
-          Κατάργηση όλων των νομοθετημάτων των μνημονίων και ξερίζωμα των μηχανισμών επιτροπείας και υποτέλειας.
-          Έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων. Εθνικοποίηση της ΤτΕ.
-          Πέρασμα του τραπεζικού συστήματος στον έλεγχο του δημοσίου χωρίς αποζημίωση. Ουσιαστική ανάκτηση των υφιστάμενων πιστωτικών εργαλείων, με μεταρρυθμίσεις αντίστροφες της μέχρι σήμερα διαδικασίας «φιλελευθεροποίησης» και «απορρύθμισης» και οργανική ένταξη του τραπεζικού συστήματος σε μια σχεδιασμένη κρατική πολιτική, με παρόντα τον κοινωνικό και εργατικό έλεγχο.
-          Σεισάχθεια – διαγραφή μεγάλου μέρους των ιδιωτικών χρεών νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ρύθμιση του υπολοίπου, μέτρα εκ των ουκ άνευ αναγκαία για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
-          Στοχευμένη ενίσχυση παραγωγικών δράσεων. Έμφαση στην εξασφάλιση της διατροφικής και ενεργειακής επάρκειας, την ανασυγκρότηση κρίσιμων τμημάτων του δευτερογενούς τομέα, την ανάπτυξη υποδομών, την προώθηση συνεταιριστικών πρωτοβουλιών, το χτύπημα της ανεργίας. Επανίδρυση των ινστιτούτων και φορέων επιστημονικής έρευνας και τεκμηρίωσης και αξιοποίηση όλου του διαθέσιμου επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού, που πρέπει να στρατευτεί στην προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης.
-          Άμεσα μέτρα ενίσχυσης του λαϊκού εισοδήματος
-          Φορολογική μεταρρύθμιση. Κατάργηση των φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου, των υπεράκτιων εταιριών και των εφοπλιστών. Βαριά φορολόγηση των πολυεθνικών.
-          Επανάκτηση στρατηγικών τομέων από το δημόσιο. Εθνικοποίηση των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων και απόδοσή τους σε κοινωνικούς φορείς.
-          Εφαρμογή περιορισμών και αυστηρών ελέγχων στην αγορά εργασίας και στο εμπόριο, με έμφαση στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Χτύπημα των ολιγοπωλίων και των καρτέλ.
-          Βαθιά δημοκρατική μεταρρύθμιση στο δημόσιο. Αξιολόγηση λειτουργών, στελεχών, τομέων και οργανισμών, με κριτήρια κοινωνικής ανταποδοτικότητας. Εισαγωγή θεσμών (λ.χ. στο εκπαιδευτικό σύστημα) εθελοντικής προσφοράς. Καλλιέργεια, πρώτα και κύρια στους δημόσιους φορείς, νέων παραγωγικών προτύπων, χτύπημα νοοτροπιών παρασιτισμού, ελάσσονος προσπάθειας και συμπεριφορών εχθρικών προς τον πολίτη.
-          Τομές και μεταρρυθμίσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και την Περιφερειακή οργάνωση, με ορμητική είσοδο της λαϊκής συμμετοχής και εφαρμογή διαδικασιών δημοκρατικού προγραμματισμού.
-          Εκδημοκρατισμός στους θεσμούς της δικαιοσύνης, τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. Κατάργηση των ΜΑΤ. Χωρισμός κράτους και εκκλησίας.
-          Εισαγωγή λειτουργικών θεσμών κοινωνικού ελέγχου παντού. Εφαρμογή διαδικασιών ανακλητότητας, λογοδοσίας, απολογισμού σε όλα τα επίπεδα. Σε πρώτη φάση, σε κάθε θεσμό που άμεσα ή έμμεσα χρηματοδοτείται από δημόσιο χρήμα και υπηρετεί «καταστατικά» δημόσιο, κοινωνικό ή κοινωφελές συμφέρον.
-          Προετοιμασία μιας μεγάλης συνταγματικής μεταρρύθμισης, που πρέπει ν’ αποτελέσει διαδικασία ολόπλευρης και ενεργού λαϊκής συμμετοχής. Τέτοια που θα καταργεί τις νοθεύσεις του νεοφιλελευθερισμού, θα κατοχυρώνει τις αξίες της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, της ουσιαστικής ισονομίας και ισοτιμίας, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών, θα ευνοεί την ανάπτυξη νέων συνεταιριστικών, συλλογικών μορφών ιδιοκτησίας και παραγωγικής δράσης. Θα νοηματοδοτεί με ουσιαστικό περιεχόμενο τη δημοκρατία.

Σε μεγάλο βαθμό είναι απόλυτα συμβατό με το προγραμματικό πλαίσιο του Σύριζα, που παρουσιάστηκε στην Αθηναΐδα.

Η δυναμική αυτού του προγράμματος δεν αφορά μόνο ή κυρίως προεκλογικές σκοπιμότητες. Είναι πρωτίστως πρόγραμμα πάλης, που πρέπει να γονιμοποιηθεί από τη συλλογική επεξεργασία μαζί με τον αγωνιζόμενο κόσμο της εργασίας, να εξειδικευτεί σε επιμέρους χώρους και τομείς, να συναρθρωθεί με τα συμφέροντα των συμμαχικών κοινωνικών στρωμάτων. Είναι προφανές ότι η εφαρμογή του από μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν προσκρούει απλώς σε τεχνικές δυσκολίες – υπάρχουν ασφαλώς και τέτοιες - αλλά η βήμα το βήμα κατάκτησή του θα συναντά τη λυσσώδη αντίσταση των κυρίαρχων κύκλων: των αστικών ελίτ τόσο των εγχώριων όσο και των διεθνών – και κυρίως φυσικά των ευρωπαϊκών. Ορισμένες εκτιμήσεις μερίδας της ηγετικής ομάδας του ΣΥΝ ότι θα μπορούσε μια κυβέρνηση της αριστεράς να συνάψει έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό με τους ιθύνοντες μηχανισμούς της ευρωζώνης είναι, κατά τη γνώμη μας, επικίνδυνα αφελείς και θα πρέπει να αναθεωρηθούν το συντομότερο δυνατό.
Ο αγώνας για την εφαρμογή του προγράμματος προϋποθέτει αφενός τη μέγιστη δυνατή συγκέντρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και αφετέρου την ολόπλευρη προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα για τις μεγάλες δυσκολίες που θα απαντώνται σε κάθε καμπή της μάχης. Συνεπώς, τα επικοινωνιακά κόλπα, οι τακτικισμοί, η πολυγλωσσία ανάλογα με το ακροατήριο και οι κάθε είδους διφορούμενοι «χρησμοί» λίγη αξία έχουν. Το πρόγραμμα της αριστεράς δεν μπορεί να έχει κρυφές σελίδες και κεφάλαια επτασφράγιστα στο συρτάρι.
Είναι, επίσης, σαφές ότι η παραπάνω προγραμματική πρόταση δεν απαντά στο επίμαχο θέμα της ευρωζώνης, του ευρώ και της Ε.Ε. Καθώς, είναι γνωστό ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις εντός της αριστεράς είναι υπαρκτές. Όπως επίσης και οι αντιφατικότητες που παρουσιάζει το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης. Είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι θα πρέπει να υπάρξει, ως ικανή και αναγκαία συνθήκη, μια ελάχιστη προγραμματική δέσμευση, που θα εξασφαλίζει ότι δεν θα διαψευστούν οι λαϊκές προσδοκίες που επενδύονται πάνω μας: ότι δεν θα σταθεί για μας όριο η διάσωση του ευρώ, η εξασφάλιση της τροϊκανής χρηματοδότησης και η πιθανότητα ρήξης με τη ΖτΕ και την Ε.Ε., προκειμένου να προχωρήσουμε στην υλοποίηση των προγραμματικών μας στόχων. Έτσι όπως άλλωστε αυτοί συγκροτήθηκαν, στην ελάχιστη βάση ενότητας και παρουσιάστηκαν στην Αθηναΐδα. Κι αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνεται με σαφήνεια στη Διακήρυξη που θα συντάξει η επικείμενη Πανελλαδική Συνδιάσκεψή μας.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΙΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Ο Σύριζα αποτελεί τον κορμό των δυνάμεων του μετώπου για την ανατροπή και την προοδευτική αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας. Οφείλει, χωρίς ηγεμονισμούς και προπάντων χωρίς προσχηματική φιλολογία περί ενότητας, να επιμείνει στη γραμμή της μετωπικής συμπόρευσης με τις άλλες αριστερές δυνάμεις: Κ.Κ.Ε., Ανταρσύα, Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής.
Ο ίδιος ο Σύριζα είναι ένα προνομιακό πεδίο ιδεολογικών και πολιτικών διεργασιών. Οι οποίες, όμως, στην πορεία προς την ενιαιοποίησή του, δεν μπορεί ν’ αποτελέσουν επίδικο μηχανισμών και συμψηφισμών κορυφής. Αντίθετα πρέπει ν’ αναδυθούν και να γίνουν αντικείμενο ευρείας συζήτησης, ώσμωσης, αντιπαράθεσης και προωθητικών συνθέσεων.
Στη συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει και αφορά τη φυσιογνωμία μας, εμείς τοποθετούμαστε με σαφήνεια: Δεν μας αφορά η προοπτική της μετεξέλιξης του Σύριζα σε μεγάλη δημοκρατική παράταξη. Αντίθετα είμαστε στρατευμένοι με προσήλωση στην υπόθεση της συγκρότησης μιας ευρύχωρης, μαχητικής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Δεν μας αφορά η διολίσθηση σ’ έναν κομματικό φορέα που θα προσομοιάζει περισσότερο με εκλογικό μηχανισμό, ενιαίο μεν προεδρικό δε. Αποκρούουμε τη φιλολογία που αναπτύσσεται – κατά τη γνώμη μας σχεδιασμένα και συνειδητά – να ενισχυθεί προεδροκεντρικά ο Σύριζα ώστε δήθεν να αναπτυχθεί ένα υπερτροφικό κέντρο εξουσίας και ισχύος που θα εγγυάται την ενότητα και την «ενιαία έκφραση». Αυτή η λογική αντιστοιχεί σε ποπουλιστικά κόμματα και δεν έχει σχέση με την παράδοση και τις αρχές της αριστεράς. Θέλουμε το Σύριζα κόμμα των μελών του, ως πρωτότυπο, αντιφατικό, συμμαχικό εγχείρημα της πληθυντικής αριστεράς: των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων και όχι άθροισμα και μέσο όρο των παραγόντων και των μηχανισμών.
Δεν μας αφορά ένας κάποιος πλαδαρός δημοκρατισμός, ο οποίος κατ’ ουσία θα επισημοποιεί την κυριαρχία των ηγετικών ομάδων και της κάστας των επαγγελματικών στελεχών. Αλλά η καταστατική εδραίωση των αρχών της δημοκρατίας των μελών, της ανακλητότητας, της λογοδοσίας, του περιορισμού των θητειών, της κατάργησης των αριστίδην εκπροσώπων. Και η οργανική σύνθεση αυτών των αρχών με την ανάγκη να οικοδομήσουμε ένα μεγάλο, ανατρεπτικό και προπάντων αξιόμαχο πολιτικό φορέα.
Δεν συμμεριζόμαστε κάποια φοβικά σύνδρομα συντρόφων - και μάλιστα κοντινών σε μας ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων - απέναντι στην προοπτική να «ανοίξει» ο Σύριζα. Ίσα-ίσα, με εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση στην ιδεολογικοπολιτική μας συγκρότηση, πρέπει να πρωτοστατήσουμε σ’ αυτό το άνοιγμα μέσα στην κοινωνία και πιστεύουμε ότι πρέπει οι δικές μας απόψεις να συναντηθούν γόνιμα μ’ αυτή την ορμητική είσοδο του αυθεντικού λαϊκού ριζοσπαστισμού.
Τα ζητήματα αυτά θα κριθούν πριν απ’ όλα από το κατά πόσο οι δυνάμεις εντός του Σύριζα, μαρξιστικής εκκίνησης και αντικαπιταλιστικής αναφοράς, θα μπορέσουν μέσα από ανασυνθετικές και διαφανείς διαδικασίες να βρουν έναν κοινό βηματισμό στην κατεύθυνση να συγκροτηθεί μια ισχυρή αριστερή πτέρυγα. Και απευθύνουμε ανοιχτά την πρόσκληση για τη συνάντηση αυτή ενόψει της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης.
Οι παραπάνω σκέψεις πολύ απέχουν από το να είναι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την οργανωτική ανασυγκρότηση του Σύριζα. Σκιαγραφούν αδρά όμως τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές για τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά μιας πορείας προς τη διαδικασία της ανασυγκρότησης, που έχει ανοίξει. Και αναμένουν να συναντηθούν με όλα τα υπόλοιπα ρεύματα εντός του Σύριζα, με τα οποία έχουμε κοινές αφετηρίες και κοινές επιδιώξεις.

ΤΟ «PLAN B»
Ο Σύριζα έχει διακηρύξει σταθερά και επανειλημμένα ότι εφόσον κληθεί να αναλάβει τις τύχες της διακυβέρνησης της χώρας θα προβεί άμεσα στην κατάργηση των μνημονίων και θα επαναδιαπραγματευθεί τη δανειακή σύμβαση. Ότι θα αντικαταστήσει το μνημόνιο με ένα πρόγραμμα προοδευτικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Με την ισχυρή παρέμβαση του δημόσιου-κοινωνικού τομέα. Με ένα γενναίο πρόγραμμα άμεσων δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες μάλιστα θα πρέπει, τουλάχιστον για ένα μεταβατικό διάστημα, να μην προσμετρώνται στο δημοσιονομικό έλλειμμα. Με ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και ανάκτησή τους υπό δημόσιο-κοινωνικό έλεγχο ως βασικών εργαλείων άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Η κυβέρνηση της αριστεράς, με την ενεργητική στήριξη μιας ισχυρής κοινωνικής πλειοψηφίας, λοιπόν, ως πρώτο βήμα της θα νομοθετήσει την κατάργηση των μνημονίων, προχωρώντας επίσης στο ξήλωμα των μηχανισμών της επιτροπείας και θα συγκροτήσει μια δυνατή ομάδα για να διαπραγματευθεί με τους εταίρους, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών, τις δανειακές συμβάσεις. Με άλλα λόγια τη συνέχιση με μη επαχθείς όρους της χρηματοδότησης.
Σενάριο Α: Οι διεθνείς συγκυρίες, οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί που ευνοούν τη σύμπηξη μετώπου των χωρών του Νότου, η συνεκτίμηση του μεγάλου κόστους του κέντρου από την πιθανή έξοδο μιας χώρας από το σύστημα του ευρώ, όλα αυτά και άλλα ακόμη οδηγούν τη διαπραγμάτευση σε αίσια έκβαση. Διαγράφεται μεγάλο μέρος του χρέους, η πρόταση για μορατόριουμ πληρωμής τόκων γίνεται αποδεκτή, προωθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο μηχανισμοί αμοιβαιοποίησης των χρεών, η ΕΚΤ γίνεται δανειστής χωρών τελευταίας καταφυγής και η Μέρκελ αποδέχεται να χρηματοδοτεί τα ανορθωτικά μας προγράμματα.
Σενάριο Β: Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων από την κυβέρνηση της αριστεράς, η Μέρκελ και τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια, βάζουν μπροστά το σενάριο «Ιφιγένεια», προς τιμωρητικό παραδειγματισμό οιουδήποτε απείθαρχου. Διαμηνύουν στον Αλέξη Τσίπρα να μην μπει καν στον κόπο να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Διακόπτουν πάραυτα τη διασωλήνωση της χώρας και προκαλούν ατάκτως την περιβόητη GREXIT. Οι υγειονομικές τους ζώνες – που, βεβαίως, δημιουργήθηκαν και εξαιτίας της απίστευτης υποτέλειας του ελληνικού αστικού πολιτικού προσωπικού – αποδεικνύονται επαρκείς, παρέχοντας τον απαραίτητο χρόνο και τα περιθώρια ελιγμών και διορθωτικών κινήσεων. Έχουν, άλλωστε, από την πλευρά τους έτοιμα αρκετά εναλλακτικά σχέδια αντιμετώπισης της ευρωζωνικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση ο ακρωτηριασμός είναι προτιμότερος από την εξάπλωση του καρκινώματος. Και το πολιτικό μήνυμα προς στο εσωτερικό της ΖτΕ αλλά και προς τις διεθνείς χρηματαγορές είναι τόσο δραστικό, που ισχυροποιεί – έστω και πρόσκαιρα, αλλά πάντως αποφασιστικά - το ευρωπαϊκό κέντρο.
Όπως είναι γνωστό, ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, υπάρχουν τεράστιες περιοχές του γκρι. Και στην πραγματική ζωή, στην ταξική πάλη, οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις δεν είναι «μονόχρωμες», σπάνια έχουν ευθύγραμμη, μονοσήμαντη έκβαση. Γι’ αυτό λοιπόν το πρώτο σενάριο “is too good to be true” ενώ το δεύτερο θεωρείται από πολλούς έγκυρους αναλυτές υπερβολικά ακραίο.
Επιχειρώντας να περιγράψουμε τις σκηνές του μέλλοντός μας, με όση δόση αβεβαιότητας δικαιολογείται για την περίσταση, θεωρούμε ότι θα ζήσουμε για ένα μάλλον όχι και τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ακροβατώντας κυριολεκτικά πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Οι «εταίροι» μας θα ασκήσουν απίστευτους εκβιασμούς, με το όπλο φυσικά της χρηματοδότησης, αφού τα «κλειδιά» βρίσκονται στις Βρυξέλες και τη Φρανκφούρτη, υποβάλλοντας το λαό και τη χώρα στο μαρτύριο της σταγόνας. Ταυτόχρονα θα ενισχύουν ανοιχτά και απροκάλυπτα το εσωτερικό μέτωπο της αντίδρασης, το οποίο με τη σειρά του θα αποδυθεί σ’ ένα λυσσώδη αγώνα ρεβανσιστικής ανατροπής. Στο βαθμό μάλιστα που η κυβέρνηση της αριστεράς δεν θα έχει τους πόρους να προχωρήσει στην άμεση και γενναία ανακούφιση του λαού και στις απαραίτητες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, τα ερείσματα του αντιδραστικού μπλοκ σε λαϊκά, μικροαστικά και μεσαία στρώματα αντικειμενικά θα ενισχύονται. Κάποιος, είχε γράψει σχετικά πρόσφατα, πολύ εύστοχα, πως η πίεση που θα ασκηθεί από τα εξωτερικά και εσωτερικά κέντρα ισχύος στην κυβέρνηση της αριστεράς θα έχει πολλαπλάσια σφοδρότητα απ’ αυτή που είχε ασκηθεί στη Χιλή του Αλιέντε.
Και φυσικά, οι δολιχοδρομίες που κρύβονται στις καμπές της περιδίνησης της παγκόσμιας – αλλά και ευρωζωνικής – καπιταλιστικής κρίσης, δεν αποκλείουν, ίσα-ίσα καθιστούν πιθανότατο το ενδεχόμενο να επισυμβεί ανά πάσα στιγμή, ακαριαία, οποιοδήποτε απροσδόκητο μοιραίο «ατύχημα».
Συνεπώς, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς και το λαϊκό κίνημα οφείλουν - από χθες κιόλας - να προετοιμάζονται πάνω στο «plan B». Όχι μόνο για την αξιοποίησή του ως διαπραγματευτικού όπλου αλλά ως απαραίτητου εργαλείου ανάσχεσης και αποτροπής των πλέον αρνητικών συνεπειών και του καταστροφικού πανικού, εξαιτίας της ανά πάσα στιγμή πιθανότητας να διαρρηχθούν οι σχέσεις της χώρας με το ευρωπαϊκό κέντρο.
Το εναλλακτικό αυτό σχέδιο, το σχέδιο Β, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται σε κάποιου τύπου σύγχρονους αστικούς μύθους, οφείλει να απαντά με επάρκεια στα ερωτήματα: Τι θα συμβεί στην περίπτωση που μας κόψουν τη χρηματοδότηση; Πώς θα καλυφθεί το πρωτογενές έλλειμμα; Πώς θα ανακεφαλαιοποιήσουμε τις χρεοκοπημένες τράπεζες, πώς θα κάνουμε την απαραίτητη σεισάχθεια; Πώς θα χρηματοδοτήσουμε την παραγωγική ανασύνταξη; Πώς θα πολεμήσουμε την ανεργία; Πώς θα ζωντανέψουμε την εγχώρια ζήτηση; Πώς θα αποκαταστήσουμε – έστω και εν μέρει στην αρχή – τις απώλειες στα μεροκάματα, τους μισθούς, τις συντάξεις, τα επιδόματα; Πως θα αναστήσουμε τις κοινωνικές υποδομές;
Οι απαντήσεις δεν είναι απλές ή μονοσήμαντες. Όπως είδαμε όμως, δεν μπορεί να συγκροτεί απάντηση η λογική ότι θα επιτύχουμε οπωσδήποτε έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό με το ευρω-διευθυντήριο, στον οποίο υποτίθεται ότι η Μέρκελ θα αποδεχθεί να χρηματοδοτεί τα προγράμματα μιας ριζοσπαστικής αριστερής κυβέρνησης. Κι αν όχι, τότε τι; Θα οδηγηθούμε σε παραίτηση ή σε διολίσθηση από το πρόγραμμά μας, όπως ακριβώς επικεντρώνουν όλα τα πυρά του αστικού μπλοκ και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης; Μα αυτό θα είναι στρατηγική ήττα, χωρίς να δώσουμε καν τη μάχη. Κι εν πάσει περιπτώσει θα πρέπει να κριθεί μέσα από ευρεία λαϊκή διαβούλευση αλλά και εσωκομματική πλατειά διαδικασία το αποτέλεσμα του όποιου δυνητικού συμβιβασμού. Γιατί θεωρούμε πως υπάρχουν δυνάμεις στην αριστερά αλλά και στο λαό που σε καμία περίπτωση δεν θα αποδεχθούν να αυτο-ακυρωθούν σε μια πορεία διαχείρισης ενός ηπιότερου μνημονίου.
Οι απαντήσεις δεν μπορούν, επίσης, να δοθούν μόνο στη βάση του οικονομισμού. Ασφαλώς και θα πρέπει να διαθέτει το σχέδιο Β οικονομοτεχνική επάρκεια, αλλά ταυτόχρονα οφείλει να λαμβάνει υπόψη του – και μάλιστα σε μια δυναμική - τις πολιτικές, γεωπολιτικές, κινηματικές παραμέτρους. Και κυρίως, να μιλήσουμε ανοιχτά με τον κόσμο, έπρεπε να έχουμε αρχίσει να το κάνουμε από χτες κιόλας. Γιατί η επιτυχία του όποιου σχεδίου Α, Β, Γ και πάει λέγοντας, θα κριθεί κυρίως από την ύπαρξη και την ενεργητική στήριξη ενός ισχυρού εσωτερικού κοινωνικοπολιτικού μετώπου.
Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να δώσουμε κάποιες απαντήσεις, όχι ως θέσφατα αλλά ως βάση για περαιτέρω συζήτηση, διόρθωση, εμπλουτισμό. Απευθύνοντας πρόσκληση προς όλα τα ρεύματα της αριστεράς ότι η συζήτηση αυτή πρέπει επιτέλους να ανοίξει.
1.  Στην περίπτωση που ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών και επισυμβεί η διακοπή της χρηματοδότησης, η κυβέρνηση της αριστεράς οφείλει, ως πρώτη δυναμική συμβολική κίνηση, να απευθυνθεί σε όλους τους λαούς του κόσμου και να διακηρύξει ότι η πολιτική της συνιστά «νόμιμη άμυνα» έναντι των κυρίαρχων κύκλων της ΟΝΕ, που αποτελούν τον κοινό ταξικό εχθρό, προσβλέποντας και επιδιώκοντας την ανάπτυξη ενός μεγάλου διεθνιστικού, πριν απ’ όλα ευρωπαϊκού, κινήματος αλληλεγγύης και συνεργασίας.
2. Από σήμερα, από χθες κιόλας, θα πρέπει ο τομέας των διεθνών σχέσεων του Σύριζα να ενισχυθεί αποφασιστικά. Και επιτέλους να πάψουμε να αλληθωρίζουμε μόνο προς βορειοδυτική κατεύθυνση. Με την επίγνωση πως σήμερα δεν υπάρχει ένα ανταγωνιστικό προς το καπιταλιστικό κέντρο συγκροτημένο στρατόπεδο αλλά με την κατανόηση της πολυπολικότητας του σημερινού κόσμου, που αναδεικνύει προβλήματα αλλά και δυνατότητες. Όχι για να πάρουμε δάνειο από τον Πούτιν αλλά για να ανιχνεύσουμε δυνατότητες διμερών εμπορικών συναλλαγών, στη βάση της αμοιβαίας ωφέλειας και για να προετοιμαστούμε για την άσκηση μιας ενεργητικής, φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή μας.
3.  Στο αμιγώς οικονομικό πεδίο: Η επιβολή κάποιου είδους μονομερούς ενέργειας επί των πληρωμών του χρέους (άρνηση, παύση πληρωμών, μορατόριουμ κλπ.), που περιλαμβάνεται έστω και ατελώς στο πρόγραμμά μας, είναι αναγκαία, όχι όμως από μόνη της ικανή προϋπόθεση για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων χρηματοδότησης των ανορθωτικών και προοδευτικών προγραμμάτων. Όπως επίσης και η δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, σε μια αγορά που έχει «στεγνώσει» και σε συνθήκες βαριάς ύφεσης, είναι βέβαιο ότι ελάχιστα θα αποδώσει.
4.  Συνεπώς, η έκδοση νομίσματος, η εθνικοποίηση της ΤτΕ, η ανάκτηση οικονομικών εργαλείων και η εφαρμογή αυστηρών, προστατευτικού χαρακτήρα, ελέγχων και περιορισμών, φαντάζει μονόδρομος. Η «αγωνία» διαφόρων κύκλων για την έκρηξη δήθεν του πληθωρισμού, σε συνθήκες τέτοιας ξηρασίας, θυμίζει αυτόν που φοβάται ότι θα πλημμυρίσει η έρημος με ένα κουβά νερό.
5.  Η νομισματική πολιτική, στο πρώτο δύσκολο μεταβατικό στάδιο, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: α) διατήρηση του πλεονεκτήματος καθορισμού διοικητικής – και όχι ελεύθερα διαμορφούμενης στις αγορές – ισοτιμίας, με αξιοποίηση των πρόσφατων εμπειριών (Αργεντινή, Ρωσία) ώστε να μη χαθεί κρίσιμος χρόνος και πολύτιμοι πόροι για τη στήριξη μιας «σκληρής» ισοτιμίας, β) χτύπημα της διπλής κυκλοφορίας και αυστηρά μέτρα επιβολής του εθνικού νομίσματος σε όλες τις εγχώριες συναλλαγές.
  1. 6.    Η εισαγωγή του εθνικού νομίσματος θα ανακοινωθεί χωρίς προειδοποίηση (μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο) και οι τράπεζες θα παραμείνουν κλειστές για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα θα ανακοινωθούν μέτρα ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων.
Η ανάκτηση του νομισματικού εργαλείου δεν είναι ασφαλώς το μόνο αλλά τουλάχιστον είναι το απολύτως απαραίτητο μέσο για να επιτευχθεί όχι μόνο η αναγκαία και επείγουσα χρηματοδότηση των ελλειμμάτων αλλά και η υλοποίηση ενός μεγάλου προγράμματος δημόσιων επενδύσεων. Το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει βασικό, βραχυπρόθεσμης απόδοσης και μεσο-μακροπρόθεσμης πνοής, εργαλείο, για την αποτελεσματική αναστροφή του καλπασμού της ανεργίας και την ανακοπή του φαινομένου της επιστημονικής μετανάστευσης. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να εκπονηθεί άμεσα, από χθες κιόλας, να εξειδικευθεί κατά κλάδους, να ποσοτικοποιηθεί και να προσδιοριστεί σε ενδιάμεσους αλλά και επιμέρους στόχους, που θα ελέγχονται αυστηρά και να προβλεφθούν εξαρχής οι μηχανισμοί άμεσης διόρθωσης και επίκαιρης προσαρμογής του. Να περιλαμβάνει οπωσδήποτε ένα ακόμη πιο άμεσης απόδοσης ενδιάμεσο πρόγραμμα δημιουργίας εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, χρηματοδοτούμενο από άμεσες δημόσιες επενδύσεις, σε τομείς έντασης εργασίας, όπως οι υποδομές και οι κοινωνικές υπηρεσίες.
Η κατεύθυνση του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, στο πρώτο μεταβατικό διάστημα, θα πρέπει να στοχεύσει κυρίως στην άμεση ανόρθωση των κλάδων που μπορούν σε ελάχιστο χρόνο να ανακτήσουν την εσωτερική ζήτηση – και δευτερευόντως στις εξαγωγές. Για μια σειρά κρίσιμους κλάδους και δραστηριότητες αυτό θεωρούμε ότι είναι απόλυτα εφικτό και μάλιστα πολύ σύντομα, μέσω των εργαλείων του νέου υποτιμημένου νομίσματος – στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διαδικασία διόρθωσης της πραγματικής ισοτιμίας του - και των εθνικοποιημένων τραπεζών. Στη δεύτερη, μεσοπρόθεσμη φάση, θα πρέπει να υπάρξει κεντρικός και περιφερειακός σχεδιασμός και πρόγραμμα ανασυγκρότησης του δευτερογενούς τομέα (κλαδική βιομηχανική πολιτική στη μεταποίηση, τη βαριά βιομηχανία, την κατασκευή μηχανών, εξαρτημάτων, ανταλλακτικών κλπ.) πάντα στην κατεύθυνση της αυτοδυναμίας – όχι απαραίτητα της αυτάρκειας.
Ας έχουμε επίγνωση ότι κάθε μήνας που περνάει καθιστά ακόμη δυσκολότερη την προσπάθεια ανόρθωσης, ενώ λύσεις χωρίς κοινωνικό κόστος απλά δεν υπάρχουν. Εδώ που είμαστε οι προοπτικές είναι δύο: η μία μέσα στην ευρωζώνη, με προδιαγεγραμμένη την έκβαση υπέρ του κεφαλαίου και συντριβή των δυνάμεων της εργασίας και η αντίστροφη, που αφήνει ανοιχτή στους συσχετισμούς της ταξικής πάλης τη διέξοδο υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.
Οι αποταμιεύσεις, που θα δραχμοποιηθούν, θα προστατευθούν με κρατική εγγύηση, ενώ θα ήταν σκόπιμη και η πριμοδότησή τους, σε αντίστροφη αναλογικότητα με το ύψος τους. Άλλωστε, στη θέση του άκρατου καταναλωτισμού και της πλαστικής φούσκας, η κυβέρνηση της αριστεράς θα πρέπει να καλλιεργήσει και να ενισχύσει το θεσμό της αποταμίευσης της λαϊκής οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να προωθηθούν και μέτρα για το δημόσιο, βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο, εσωτερικό δανεισμό. Και να εκπονηθεί μια ολοκληρωμένη πολιτική επιτοκίων.
Οι αξίες των ακινήτων ασφαλώς θα εκφράζονται σε – υποτιμημένη – δραχμή και συνεπώς θα υποστούν πραγματική υποτίμηση. Αυτή όμως η απαξίωση συντελείται και σήμερα, με μαθηματική βεβαιότητα ότι θα οδηγήσει σύντομα σε ακόμη μεγαλύτερη πραγματική υποτίμηση των αξιών τους, ειδικά για τα εκτεταμένα στη χώρα μας στρώματα μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών, μέσω της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης και των χαρατσιών. Κυρίως όμως μέσω της πολιτικής των τραπεζών, δεδομένης μάλιστα της εκτεταμένης ιδιοκτησίας μέσω δανεισμού, αφού οι εγγεγραμμένες υποθήκες είναι πολλαπλάσιου ύψους από την τρέχουσα εμπορική αξία των ακινήτων, που βαίνει συνεχώς μειούμενη.
Οποιαδήποτε προσπάθεια, περιλαμβανόμενης της ανάκτησης του νομισματικού εργαλείου, είναι βέβαιο ότι θα είναι αλυσιτελής, αν η κυβέρνηση της αριστεράς δεν προχωρήσει ταυτόχρονα: στην εθνικοποίηση των τραπεζών, στην προώθηση μεταρρυθμίσεων αντίστροφων της «απορρύθμισης» και «φιλελευθεροποίησης» στο χρηματοπιστωτικό τομέα και αν δεν προβεί σε εκτεταμένη σεισάχθεια. Η γενναία διαγραφή χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι μέτρο εκ των ουκ άνευ αναγκαίων για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Και θα πρέπει να κατανοηθεί ότι το δραστικότερο εργαλείο για να επιτευχθεί η σεισάχθεια είναι ακριβώς το νομισματικό.
Θα υπάρξουν προβλήματα; Ασφαλώς ναι. Θα απαιτηθεί αρχικά – για διάστημα αρκετών μηνών ίσως – αυστηρή παρέμβαση στην αγορά και έλεγχος στη διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Προβλήματα που συνδέονται με την προσφορά εισαγόμενων ειδών πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης (βενζίνη, γάλα, φάρμακα), θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα, με στιβαρό χέρι στο τιμόνι και με την ενεργοποίηση κάθε διαθέσιμου, οργανωμένου, κρατικού αλλά και συλλογικού ιστού. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για τις οργανώσεις μας, που θα έπρεπε να προετοιμάζονται από τώρα κι όχι κάποιοι να βιάζονται να ράψουν κοστούμια.
Είναι βέβαιο ότι θα πρέπει επίσης να γίνει σοβαρή, επιστημονικά υποστηριγμένη, καμπάνια ενημέρωσης για την υιοθέτηση καταναλωτικών – διατροφικών κυρίως – προτύπων, συμβατών με τα προϊόντα στα οποία η χώρα διαθέτει σχετική επάρκεια (λ.χ. κατανάλωση αιγοπρόβειου κρέατος έναντι του βόειου). Και άμεσες, απτές προσπάθειες ενεργοποίησης των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων, στην κτηνοτροφία, την παραγωγή σιτηρών, την παραγωγή γενόσημων φαρμάκων, την εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων, την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, τα ναυπηγεία, τις κατασκευές και υποδομές, την προώθηση ποιοτικού τουρισμού και συναλλαγματοφόρων υπηρεσιών.
Η πορεία αυτή, παρά τις βραχυπρόθεσμες δυσκολίες, πολύ σύντομα θα κάνει ορατό το γεγονός ότι κάθε εβδομάδα, κάθε μήνας που θα περνάει θα είναι καλύτερος, έστω και λίγο, από τον προηγούμενο. Για τον άνεργο, το νέο επιστήμονα, τον επισφαλώς απασχολούμενο, το μισθοσυντήρητο, το συνταξιούχο, τον κόσμο του μόχθου, που η έγνοια του είναι η σκληρή καθημερινότητα της επιβίωσης, αλλά και τον αυτοαπασχολούμενο και το μικρομεσαίο. Όχι φυσικά γι’ αυτόν που η ονείρωξή του είναι τα ψώνια στις μπουτίκ του Μιλάνου και στα Harrods. Η σημερινή πορεία, όμως, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μετατροπή της τεράστιας πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας σε ζόμπι. Και η αριστερά οφείλει να μιλήσει «ήρεμα, ήσυχα κι απλά» στον άνθρωπο του μόχθου και να του πει με ειλικρίνεια ότι θα πρέπει επιτέλους να αυτονομηθεί από τις φοβίες των «από πάνω», που έντεχνα οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί τις διοχετεύουν στο συλλογικό υποσυνείδητο. Στο χαμηλοσυνταξιούχο και τον άνεργο να σταματήσει να «συμπάσχει» με τον «αναξιοπαθούντα» επενδυτή αμοιβαίων ή τον κάτοικο της Εκάλης και του Ψυχικού, ο οποίος ξοδεύει για τη συνδρομή του στο τένις κλαμπ περισσότερα από την ετήσια σύνταξη του Ι.Κ.Α. Αυτό σε τελική ανάλυση σημαίνει ότι η αριστερά οφείλει να κάνει πολιτική με ταξικές προτεραιότητες. Όπως άλλωστε κάνει και ο αντίπαλος. Και να κερδίζει τα μικροαστικά στρώματα, όχι χαϊδεύοντας τις φοβίες τους και υποκύπτοντας σ’ αυτές, αλλά με το μόνο ρεαλιστικό τρόπο που έχει αναδείξει ιστορικά η ταξική πάλη: με το συσχετισμό δύναμης, που είναι ο καθοριστικός παράγοντας για να οδηγηθούν στη συμμαχία με τις δυνάμεις της εργασίας.
Καταλύτης γι’ αυτή την πορεία, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε έστω και σε αδρές γραμμές, θα είναι η ύπαρξη ενός ισχυρού, αρραγούς εσωτερικού μετώπου. Το οποίο θα είναι αποφασισμένο όχι μόνο να αντισταθεί στις έξωθεν πιέσεις και εκβιασμούς αλλά και να στηρίζει ενεργητικά και μαχητικά τις συγκρούσεις που θα διεξάγονται στο εσωτερικό της χώρας απέναντι στο αντιδραστικό μπλοκ. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση της αριστεράς θα πρέπει, σε κάθε φάση, να έχει το λαό ενημερωμένο και όχι να διεξάγει μυστική διπλωματία. Κατά τη γνώμη μας, για παράδειγμα, ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης της αριστεράς θα πρέπει να είναι η εθνικοποίηση των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, με απόδοσή τους σε κοινωνικούς φορείς και το σπάσιμο του μονοπωλίου της πληροφόρησης και της χειραγώγησης από το αστικό στρατόπεδο. Θα πρέπει, επίσης, να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στις αποφάσεις με κάθε πρόσφορο μέσο, με νέους θεσμούς λαϊκής διαβούλευσης, με θεματικά, τοπικά, περιφερειακά ή και πανεθνικά δημοψηφίσματα κλπ. Και κυρίως θα πρέπει, για να διατηρεί ισχυρό και αρραγές το μέτωπο, να προχωρεί αποφασιστικά σε όλο και ριζοσπαστικότερες μεταρρυθμίσεις και όχι να οδηγείται σε συμβιβασμούς που θα δημιουργούν ρήγματα στο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο και εν τέλει θα ενδυναμώνουν τις θέσεις και τα αναχώματα της αντίδρασης.
Υπάρχουν σύντροφοι, που θεωρούν καλόπιστα ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας κατεύθυνσης οδηγεί στην εθνική αναδίπλωση και την αναβίωση των εθνικών ανταγωνισμών. Χωρίς να παραβλέπουμε την ύπαρξη εφεδρικών δυνάμεων εντός του αστισμού, που πιθανόν να επενδύσουν σ’ αυτή την προοπτική, θεωρούμε ότι η ρήξη με την ευρωζώνη, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της αριστεράς, είναι η μόνη γραμμή που υπηρετεί με συνέπεια τη διεθνιστική γραμμή. Θα οδηγήσει σε σπάσιμο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, εδώ στον αδύναμο κρίκο της και θα σηματοδοτήσει μια απελευθερωτική πορεία για όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Και θα δημιουργήσει προϋποθέσεις για να υπάρξουν και στο έδαφος των χωρών του νότου κρίσιμες και χρήσιμες ανάσες συνεργασίας.
Υ.Γ. Το Γενάρη του ’45, λίγες μέρες μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στη μάχη της Αθήνας, παραμονές της Βάρκιζας, ο στρατηγός Σκόμπι, δήλωνε: Αν δεν υλοποιήσω το σχέδιο της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας, το νόμισμα θα καταρρεύσει και ο λαός θα πεινάσει. Η ομοιότητα είναι ανατριχιαστική, προφανώς όμως διόλου συμπτωματική. Στο έδαφος της σύγχρονης μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, σήμερα, εδώ μπροστά μας, ορθώνεται μια ανάλογη ιστορική σύγκρουση. Η κατανόηση της σφοδρότητάς της, η επίγνωση – έστω και ενστικτώδης - ότι πράγματι διακυβεύεται το ή εμείς ή αυτοί είναι φυσικό να κάνει τα πόδια όλων μας να λυγίζουν. Αυτή τη φορά, όμως, δεν μπορούμε, δεν δικαιούμαστε να διαλέξουμε το δρόμο της Βάρκιζας. Αλλά το μονοπάτι του Άρη. Και να νικήσουμε.
http://www.iskra.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger