Ηταν σαν σήμερα, 14 Αυγούστου του 1946 όταν ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Κώστας Βιτάλης δολοφονείται μετά από άγρια βασανιστήρια από τους συμμορίτες του Σούρλα. Το πώς έχασε την ζωή του ο δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» από τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών, ληστών και δολοφόνων που αποτελούσαν αυτή την εξοπλισμένη από αγγλικά όπλα και με «προστασία» του επίσημου κράτους συμμορία, το παραθέτουμε παρακάτω από εκτενή αποσπάσματα του βιβλίου του Λάζαρου Αρσενίου «Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη».
Θεωρήσαμε σκόπιμο να αναπαράγουμε κείμενα από το ίδιο βιβλίο που μας δείχνουν την κατάσταση που επικράτησε στην Θεσσαλία –ανάλογη κατάσταση επικρατούσε και σε όλη την Ελλάδα– μετά την εγκληματική συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ.
Δυο λόγια για τον ηρωικό δημοσιογράφο Κώστας Βιδάλη: Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ενωσης Συντακτών, δυναμικός συνδικαλιστής. Εξορίστηκε στα Κύθηρα έπειτα από αποκάλυψη σκανδάλου με πρωταγωνιστή τον επιχειρηματία της εποχής Μποδοσάκη.
Το 1941 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Με την έναρξη της Εθνικής Αντίστασης γίνεται γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ. Καθοριστική ήταν η συμβολή του στην κυκλοφορία του παράνομου Τύπου στην Κατοχή. Στην έκδοση της «Ελεύθερης Ελλάδας», του «Απελευθερωτή», της «Επιμελητείας του Αντάρτη», στην αναζήτηση τυπογραφικών μηχανημάτων. Στο ξετρύπωμα και στη μεταφορά «σιδερικών» με… καροτσάκια για μωρά, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα, δίπλα ακριβώς στο θάνατο.
Αποσπάσματα από το βιβλίο που αναφέραμε:
…. Στην ύπαιθρο της Θεσσαλίας συμβαίνουν συγκλονιστικά γεγονότα. Σχεδόν αμέσως με την εγκατάσταση κρατικών Αρχών στις πόλεις και την παράδοση των όπλων από τις μονάδες του ΕΛΑΣ, εμφανίζονται στην ύπαιθρο συμμορίες ενόπλων της Δεξιάς, που παίρνουν το όνομα από τον αρχηγό τους. Στην περιοχή Φαρσάλων, π.χ. εμφανίζονται οι Σούρληδες, με αρχηγό τον Γρηγόρη Σούρλα, στην περιοχή του Βόλου οι Καλαμπαλίκηδες και Αρχιμανδρίτηδες, στον Αλμυρό οι Κουντούρηδες, στη δυτική Θεσσαλία οι Βουρλάκηδες και Μπισδαίοι, οι Ταμπούρηδες αλλού κ.λ.π.
Τον πρώτο καιρό, όλες οι συμμορίες αριθμούν κάμποσες εκατοντάδες μέλη. Τα πιο δυναμικά από αυτά είναι πρώην συνεργάτες των κατακτητών, ληστοτρόφοι και γνωστοί κλέφτες της υπαίθρου. Τα άλλα προέρχονται από βασιλόφρονες και δεξιούς, παρασυρμένους αγρότες και νομάδες αντιΕΑΜίτες. Ο οπλισμός τους είναι καινούργιος αγγλικός με αυτόματα και η στολή μερικών επίσης καινούργια αγγλική. Πού τα βρήκαν όλα αυτά; Τους τα έδωσαν με «τρόπο» οι Αγγλοι, που στρατοπέδευαν στη Θεσσαλία.
Κάθε ομάδα κινείται σε περιοχή καθορισμένη από κάποια αόρατη αρχή, αλλά όλες ενεργούν με τον ίδιο τρόπο, συντονισμένα. Παριστάνουν τον προστάτη των δεξιών και όσων «υπέφεραν» από το ΕΑΜ. Τραγουδούν «Του αητού ο γιός». Προπαγανδίζουν την επάνοδο του βασιλιά και τέτοια. Κατόπιν φοβερίζουν και αρχίζουν να ξυλοκοπούν και να καταδιώκουν στελέχη της αντίστασης και δημοκρατικούς. Αυτό αναγκάζει πάμπολλους να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο, όπου δεν υπήρχε πλέον ασφάλεια, και να εγκατασταθούν σε πόλεις. Ετσι, από τα χωριά φεύγουν τα πιο δυναμικά στοιχεία και η μάζα των κατοίκων μένει ακέφαλη, στο έλεος των συμμοριών.
Αυτά συμβαίνουν από το Μάρτιο του 1945 μέχρι τον Απρίλη του 1946. Στο διάστημα αυτό, η τρομοκρατία διανύει το πρώτο στάδιό της και εκδηλώνεται μόνο από όργανα του «παρακράτους», είτε δηλαδή από άτομα που μένουν «άγνωστα», είτε από ομάδες ενόπλων της Δεξιάς, που συμπεριφέρονται σαν να ασκούν εξουσία.
…. Με τη νέα κυβέρνηση των Λαϊκών και τις νέες αρχές στη Θεσσαλία, η τρομοκρατία εισέρχεται σε νέο στάδιο, ανώτερο. Τώρα οι Σούρληδες και γενικά οι συμμορίες της Δεξιάς καίνε σπίτια, λεηλατούν περιουσίες και νοικοκυριά, αδιάκριτα από φρονήματα. Βιάζουν κορίτσια και γυναίκες, επίσης αδιάκριτα, και στο τέλος, εγκαινιάζουν τις δολοφονίες, μπαίνοντας ακόμα και στις πόλεις.
Οι αρχές επιδεικνύουν πλήρη αδιαφορία. Ανέχονται τη δράση των παρακρατικών ομάδων, σαν να ασκούν εξουσία.
Ακριβή στοιχεία για το όργιο της τρομοκρατίας των συμμοριών στη Θεσσαλία, δεν κατέστη δυνατό να συγκεντρωθούν ποτέ. Χονδρικά υπολογίζεται ότι οι βασανισθέντες από αυτές ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες, όπως χιλιάδες είναι και τα λεηλατηθέντα νοικοκυριά. Εκατοντάδες οι γυναίκες που ατιμάσθηκαν και πολλές εκατοντάδες οι θανατωθέντες.
… Εκτός όμως από Ελληνες που συνδέονται με τον παρακρατικό μηχανισμό, στη Θεσσαλία είναι και πάμπολλοι Αγγλοι, που κατέχουν καίριες θέσεις και από αυτές μπορούν να επιβλέπουν σαν «αφεντικά» αν όλα γίνονται όπως πρέπει. Στη Λάρισα π.χ. σύνδεσμος με το Β’ Σώμα είναι ο αντισυνταγματάρχης Μάγιερς και στην ανώτερα διοίκηση Χωροφυλακής ο αντισυνταγματάρχης Στότ. Στο Βόλο σύνδεσμος για τη Χωροφυλακή είναι ο Λίνακερ και για το στρατό άλλος. Για το Στότ είναι γνωστό ότι τον έτρεμαν όλοι οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής. Θεωρείται βέβαιο ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με το Ντόν Στότ, που στην Κατοχή, από μέρους της αγγλικής αποστολής ήταν σύνδεσμος με τις «αντικομμουνιστικές ομάδες», δηλαδή τα Τάγματα Ασφαλείας που είχαν συγκροτήσει ο Πάγκαλος με το Ράλλη. Ο Γερμανός ιστορικός Χάινς Ρίχτερ, γράφει σχετικά με αυτόν στο περιοδικό «ΑΝΤΙ» Μάιος .1975 σελίδα 27, τα εξής:
«…Οι Βρετανοί αξιωματικοί της BLO, που ήταν σύνδεσμοι μ’ αυτές τις ομάδες, είχαν ύποπτες πολλές φορές επαφές με τους Γερμανούς. Η γνωστότερη περίπτωση είναι του λοχαγού, Ντόν Στότ, που ήρθε σε διαπραγματεύσεις με το Νωυμπάχερ. Θέμα των διαπραγματεύσεων, η διεξαγωγή κοινού αγώνα Γερμανών και Βρεταννών εναντίον του μπολσεβικισμού στα Βαλκάνια»…
Ο Βιδάλης παίρνει το τρένο για να προχωρήσει το ρεπορτάζ του, που ήδη είχε ξεκινήσει.
… Στον Πλατύκαμπο, πρώτο σταθμό μετά τη Λάρισα, εφτά περίπου χιλιόμετρα ανατολικά από αυτήν, στις τέσσερις παρά δέκα το τραίνο κάνει την καθιερωμένη στάση. Μια ομάδα από είκοσι περίπου ενόπλους της δεξιάς, ορμά στα βαγόνια για έλεγχο. Αυτήν, όμως, την φορά ο έλεγχος δεν είναι συνηθισμένος. Οι Σούρληδες κάποιον περιμένουν. Τον Κώστα Βιδάλη. Ο Σπύρος Τριτάρης, από την Μελία, με την αφέλεια που τον διέκρινε, αφηγήθηκε σε πάμπολλους κατόπιν ότι ήταν και αυτός ένας από τούς ενόπλους, πού κατέβασαν τον Βιδάλη από το βαγόνι. Είχαν εντολή να τον συλλάβουν.
Επιβάτες από το ίδιο βαγόνι, όταν έφθασαν στην Αθήνα, αφηγήθηκαν έτσι τη σκηνή για τη σύλληψη του Βιδάλη και τη δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» την 20 Αυγούστου:
-Το τραίνο στον Πλατύκαμπο κυκλώθηκε από είκοσι με είκοσι πέντε ενόπλους, με αρχηγό τον Ηλία Αρχιμανδρίτη (εγκληματία πολέμου καταδικασμένο σε 15 χρόνια από το Κακουργιοδικείο της Λάρισας). Πήραν δύο, ανάμεσα στους οποίους και το Βιδάλη. Έμπορος που ταξίδευε στο ίδιο τραίνο, έδωσε τα χαρακτηριστικά του συλληφθέντος και αυτά ταιριάζουν με το Βιδάλη. Στο βαγόνι ταξίδευε ένας ανώτερος αξιωματικός και δύο κατώτεροι. Στα άλλα βαγόνια ταξίδευαν και άλλοι αξιωματικοί, παρόντες κατά τον έλεγχο των συμμοριτών».
Η ομάδα, κατά την αφήγηση του Τριτάρη, οδήγησε το Βιδάλη στη Μελία με αυτοκίνητο. Το ταξίδι μεσ’ την κάψα του μεσημεριάτικου ήλιου του Αυγούστου και τη σκόνη του παλιόδρομου, είναι βασανιστικό. Για τον Βιδάλη που βρίσκεται αιχμάλωτος συμμοριτών, είναι γεμάτο αγωνία. Ομως, με όλη την ανθρώπινη θλίψη που τον κατέχει, διατηρεί την ψυχραιμία του και την αξιοπρέπεια του. Οι ένοπλοι, για να τον ξεγελούν, λένε χαζά αστεία και σαχλαμάρες. Στην ερώτησή του «γιατί τον έπιασαν» και «πού τον πάνε», εκείνοι απαντούν αφηρημένα ότι «δεν είναι τίποτα», «τον πάνε στον αρχηγό για μια ανάκριση» και τέτοια.
Μια ώρα κατόπιν φτάνουν, με το αυτοκίνητο, στη Μελία, κάπου δεκαοχτώ χιλιόμετρα ανατολικά από τη Λάρισα, στη μέση από τον κάμπο της. Στη Μελία «στρατοπεδεύουν» οι Σούρληδες, κάθε φορά πού έρχονται από την περιοχή τους, από τα Φάρσαλα, για να «δράσουν» στον κάμπο της Λάρισας. Εκείνες τις μέρες στο «στρατόπεδο», λίγο πιο πέρα από το νεκροταφείο του χωριού, έχουν συγκεντρωθεί καμιά διακοσαριά ένοπλοι, με επικεφαλής τον ίδιο τον αρχηγό τους Γρηγόρη Σούρλα και τον αδελφό του Χρίστο. Από τους ενόπλους μια μεγάλη μάζα είναι νεαροί, που τους έχουν κυριολεκτικά αρπάξει από τα χωριά τους οι Σούρληδες. Αλλους με βία και άλλους με ξυλοδαρμό, τους ανάγκασαν να «πάρουν όπλο» και να τους ακολουθούν. Ολο αυτό το μπουλούκι είναι μοιρασμένο σε μικροομάδες, με επικεφαλής δυναμικούς Σούρληδες, από εκείνους που έχουν οργιάσει στην ύπαιθρο.
Φυσικά, κάθε φορά πού οι Σούρληδες στρατοπεδεύουν στη Μελία, το χωριό αναστατώνεται και δεινοπαθεί. Οι άνδρες σπεύδουν να εξαφανισθούν στα χωράφια δήθεν για δουλειές. Οι γυναίκες αποφεύγουν να κυκλοφορούν και τα κορίτσια και τα αγόρια κρύβονται όσο μπορούν. Τα πρώτα για να μη τα βιάσουν και τα δεύτερα, για να μη τα στρατολογήσουν στη συμμορία τους.
Τούτη τη φορά η μανία των Σούρληδων εστράφη κατά του Θανάση Δρίβα. Επειδή εγκατέλειψε το χωριό και εγκαταστάθηκε στο Βόλο, για ησυχία και ασφάλεια, τον χαρακτηρίζουν «μεγάλο στέλεχος» της Αριστεράς. Πιάνουν και σφάζουν τα ογδόντα πρόβατά του. Κάνουν «επίταξη» των φούρνων του χωριού και αναγκάζουν τις γυναίκες να τα ψήσουν σε ταψιά. Οι νεαροί κατόπιν υποχρεώνονται να τα μεταφέρουν μισή ώρα μακριά στο στρατόπεδο, όπου τα έφαγαν οι ένοπλοι, με άφθονο κρασί, αρπαγμένο και αυτό. Μετά όμως από το φαγοπότι, τους έπιασε το μένος της «εθνικοφροσύνης». Πάνε στο χωριό, μαζεύουν προσανάματα και βενζίνη και ετοιμάζονται να κάψουν το σπίτι και τις αποθήκες του Δρίβα. Πρόλαβε και τους σταμάτησε την τελευταία στιγμή ο Χρίστος Σούρλας.
Καταϊδρωμένοι και σκονισμένοι οι ένοπλοι με το Βιδάλη, κατεβαίνουν μπροστά από το μοναδικό σχεδόν μπακάλικο και καφενείο της Μελίας, του Χαρίλαου Τσιτσικλή, στην πλατεία κοντά. Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο ο Βιδάλης ρωτάει μια παρέα κατοίκων του χωριού, πού βρέθηκε εκεί.
– Ποιό είναι αυτό το βουνό, είπε και έδειξε ανατολικά.
– Ο Κίσσαθος, απάντησε κάποιος.
– Αυτός είναι ο Κίσσαθος που βγάζει τις περίφημες πατάτες; ξαναείπε ο Βιδάλης και θυμήθηκε τις πατάτες που κάποτε, στην Κατοχή είχε φάει.
Μια μικρή ομάδα από τούς ενόπλους με τον Βιδάλη μπαίνει στο καφενείο και κάθεται γύρω από το τραπέζι, στην αριστερή γωνία, και παραγγέλλει ούζα και καφέδες. Στον Βιδάλη προσφέρεται λουκούμι με νερό. Οι άλλοι σκορπίζουν μέσα κι έξω από το καφενείο σαν μπουλούκι. Στους παρατυχόντες κατοίκους τού χωριού μιλάνε για το «κατόρθωμά» τους.
– Είναι δημοσιογράφος, στον «Ριζοσπάστη», τον λένε Βιδάλη, Τον πιάσαμε με εντολή από την Αθήνα.
Κανένας δεν πιστεύει να ήταν τυχαία η σύλληψη του Βιδάλη. Οι Σούρληδες στα Φάρσαλα, όπου ήταν και το κέντρο τους, κατά τον έλεγχο του λεωφορείου, τον βρήκαν στους επιβάτες πριν τρεις μέρες, αλλά δεν τον έπιασαν, αν και το πέρασμά του είχε επισημανθεί στη Θήβα, έξι – επτά ώρες νωρίτερα. Δεν υπήρχε τότε εντολή να τον συλλάβουν. Και δεν υπήρχε ασφαλώς γιατί ο Βιδάλης δεν είχε μάθει ακόμα όσα είδε κι άκουσε μένοντας στη Λάρισα. Με αυτά είχε καταστεί επικίνδυνος για αποκαλύψεις. Ετσι, όχι απλώς δόθηκε η εντολή, αλλά δόθηκε από «υψηλά ιστάμενα πρόσωπα». Πρόσωπα που θα είχαν τη δύναμη να αδιαφορούν αν θα λείψει ένας δημοσιογράφος γνωστός ακόμα και στον πρωθυπουργό.
Γιατί η σύλληψη έγινε στον Πλατύκαμπο και όχι στη Μελία, δεύτερο σταθμό του τραίνου; Ισως επειδή ο Πλατύκαμπος είναι στάση, με κίνηση περιορισμένη και θα περάσει απαρατήρητη. Στη Μελία υπάρχει κίνδυνος να γίνει θόρυβος. Ο σταθμός παρουσιάζει κίνηση μεγαλύτερη, ενώ είναι γνωστό ότι εκεί εδρεύει και το «αρχηγείο» των σουρλικών. Η ίσως η εντολή για τη σύλληψη να είχε δοθεί σε όλες τις ομάδες και σε όλες τις κατευθύνσεις και να συνέπεσε πρώτη να τον βρει αυτή πού πήγε στον Πλατύκαμπο. Πάντως και στη μια και στην άλλη την περίπτωση, για να σταλεί ομάδα από τη Μελία με αυτοκίνητο στον Πλατύκαμπο με τέτοια αποστολή, έπρεπε η εντολή από τη Λάρισα να είχε μεταδοθεί στη Μελία τουλάχιστον δύο ώρες πριν αναχωρήσει το τραίνο από κει.
Αυτό σημαίνει ότι η εντολή ή είχε δοθεί πολύ νωρίτερα, προς «πάσαν κατεύθυνσιν», ίσως και από την προηγούμενη, όταν ακόμα δεν ήταν γνωστή ούτε η αναχώρηση του Βιδάλη από τη Λάρισα, ούτε το μέσο που θα χρησιμοποιούσε. Η είχε δοθεί μόνο στους Σούρληδες της Μελίας, αφού έγινε γνωστό ότι θα αναχωρήσει με τραίνο στις για το Βόλο. Αλλά στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε η πληροφορία για την αναχώρηση του Βιδάλη να είχε περιέλθει στους αρμοδίους της Λάρισας τουλάχιστο τέσσερις με πέντε ώρες νωρίτερα από την αναχώρηση του τραίνου, για να έχουν το χρόνο να ειδοποιήσουν τη Μελία με αυτοκίνητο. Τηλέφωνα την εποχή εκείνη δεν είχαν τα χωριά. Με τη Μελία υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία με το σιδηροδρομικό σταθμό. Αλλά για να χρησιμοποιηθεί για μια τέτοια εντολή, απαιτούσε αρκετό χρόνο, ώσπου να κληθεί στο σταθμό ο «αρχηγός» να μιλήσει με τον αρμόδιο της Λάρισας κλπ. Ετσι, πάλι χρειάζονταν ο ίδιος χρόνος. Αυτές φυσικά είναι λεπτομέρειες, που μάλλον δε θα εξιχνιασθούν ποτέ.
Εκδηλώσεις συμπάθειας
Κάτοικοι της Μελίας που ήταν στο καφενείο, όταν οι Σούρληδες οδήγησαν τον Βιδάλη εκεί, λένε ακόμα και τώρα, μετά τριάντα πέντε χρόνια.
-Τον Βιδάλη;… Αν τον θυμόμαστε; Ποιος θα ξεχάσει αυτόν τον ψηλό, ξανθό και ωραίο άνδρα; Καταστενοχωρημένος κάθονταν ανάμεσα στους Σούρληδες, σαν να ήξερε τι τον περίμενε, αλλά διατηρούσε την ψυχραιμία του και τη σοβαρότητά του.
Οι ίδιοι αφηγούνται:
– Από τη συμπεριφορά των σουρλικών καταλάβαμε ότι θα τον σκοτώσουν. Είχαμε μάθει καλά τα φερσίματά τους. Αλλωστε ήταν τόσο πρωτόγονοι και άγριοι και φέρονταν με τόση ασυδοσία, ώστε δεν ένοιωθαν καν την ανάγκη να κρύβονται η να κρατούν προσχήματα. Τον Βιδάλη ούτε τον γνωρίζαμε, ούτε ξέραμε αν υπάρχει τέτοιο άτομο. Ομως, τον συμπαθήσαμε όλοι με μιας. Σαν να ήταν άνθρωπός μας, χωρικός ή φίλος μας.
Η είδηση για τον Βιδάλη μεταδίδεται αστραπιαία στο χωριό και προκαλεί γενική συμπάθεια. Πολλοί κάτοικοι υπερνικούν το φόβο για τους σουρλικούς και πάνε στο καφενείο να δουν «αυτόν τον ωραίο άνδρα που θα σφάξουν οι σούρληδες». Αυτοί που αποτολμούν την επίσκεψη, είναι δεδηλωμένοι δεξιοί. Εκείνοι που κάποτε υπήρξαν απλώς φιλελεύθεροι, δεν τολμούν ούτε στην πλατεία του χωριού να βγαίνουν, όταν καταφθάνουν οι ένοπλοι.
Με τη δικαιολογία να πάρουν κάτι οι κάτοικοι, πηγαίνουν λίγοι – λίγοι στο μπακάλικο. Βλέπουν το Βιδάλη και η καρδιά τους σχίζεται. Τον περιεργάζονται, να τον «χορτάσουν» και τον κοιτούν στα μάτια, σαν να θέλουν να του συμπαρασταθούν. Καταλαβαίνοντας εκείνος το μήνυμά τους, τούς κοιτάζει σαν να θέλει να ζητήσει τη βοήθειά τους. Να τον σώσουν. Ολα αυτά γίνονται με κρυφές ματιές. Να μην αντιληφθούν οι σούρληδες. Αλλά όσο και να θέλουν οι κάτοικοι να βοηθήσουν το Βιδάλη, δεν μπορούν να κάμουν το παραμικρό. Ξέρουν ποια θηρία τον κρατούν. Ο,τι και αν έκαναν, όσους και να σκότωναν, δεν έδιναν λόγο σε κανέναν. Ηταν εθνικόφρονες. Ποιος, λοιπόν, ακόμα και δεξιός, τολμούσε να εκδηλώσει ενδιαφέρον για το Βιδάλη του «Ριζοσπάστη», όταν οι ένοπλοι δεν έπαιρναν από τέτοια ούτε για απλούς χωριάτες;
Οι κάτοικοι της Μελίας μένουν λίγο στο καφενείο. Κατόπιν φεύγουν και πάνε άλλοι κι άλλοι, αλλάζοντας όλοι κρυφές ματιές με το Βιδάλη, σαν να χαιρετούν ένα νεκρό, που ακόμα είναι ζωντανός. Πριν ακόμα νυχτώσει οι κάτοικοι έχουν αποσυρθεί στα σπίτια τους, γεμάτοι φόβο για τον εαυτό τους, Ποιος ήξερε τι μπορούσε να γίνει στο χωριό εκείνη τη νύχτα; Πολλοί, ακόμα και δεξιοί, πάνε προφυλακτικά να κοιμηθούν ανάμεσα σε αγκάθια και στα χωράφια. Νυχτώνοντας, κατά τις εννιά, οι Σούρληδες παίρνουν το Βιδάλη και φεύγουν προς το σιδηροδρομικό σταθμό Μελίας, είκοσι λεπτά περίπου νότια από το χωριό. Πιο πέρα είναι το αρχηγείο τους.
Οι πρώτες ανησυχίες
Με την άφιξη του τραίνου στο Βόλο, οι επιβάτες διαδίδουν τη σύλληψη του Βιδάλη. Μαθαίνουν κάτι δημοσιογράφοι και εκδηλώνουν αμέσως ενδιαφέρον. Ο Βασιλάκης Μιμίδης, διευθυντής τότε της «Θεσσαλίας», παίρνει αμέσως στο τηλέφωνο τον Χάρη Γραμματίδη.
– Τάκη, λέει, μαθαίνουμε ότι κάτι έγινε με το Βιδάλη. Τον έπιασαν Σούρληδες και τον πήγαν στη Μέλια;
– Ναι. Κάτι τέτοιο μάθαμε και εμείς εδώ.
– Φρόντισε να μάθεις περισσότερα. Σε λίγο θα βάλω να σε καλέσει στο τηλέφωνο ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού. Να τον ενημερώσεις. Θα τον παρακαλέσουμε να παρέμβει για να σώσουμε το Βιδάλη.
Ο Γραμματίδης θυμάται ότι πραγματικά σε λίγο τον πήρε στο τηλέφωνο κάποιος από το γραφείο του πρωθυπουργού.
– Κύριε Γραμματίδη, του λέει, ο πρωθυπουργός απουσιάζει από την Ελλάδα, αλλά ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά για τον Βιδάλη και ενδιαφέρεται προσωπικά για την τύχη του. Θέλουμε να μάθουμε τι έγινε και πού βρίσκεται τώρα.
Ο Γραμματίδης μετέδωσε όσα είχε μάθει από διαδόσεις και συνέστησε στον υπάλληλο του γραφείου του πρωθυπουργού να αποταθεί στις υπηρεσίες Χωροφυλακής.
Τι απέγινε μένει άγνωστο. Οι δημοσιογράφοι του Βόλου και της Λάρισας διατηρούν την εντύπωση ότι πραγματικά το γραφείο του πρωθυπουργού επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη Χωροφυλακή και επέδειξε ενδιαφέρον για το Βιδάλη. Η παρέμβαση όμως αυτή δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Είτε γιατί με το τηλεφώνημα και τις αναζητήσεις αρμοδίων χάθηκε χρόνος και η σχετική εντολή για απελευθέρωση του Βιδάλη έφθασε στον προορισμό της αργά, κατόπιν εορτής, είτε γιατί αυτοί που διέταξαν τη σύλληψη του Βιδάλη και καθόρισαν και την τύχη του άφησαν σκόπιμα να διαρρεύσει χρόνος και να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα.
Διαβήματα στην Αθήνα
Βαριά ανησυχία κατέλαβε τον Καραγιώργη, όταν έφθασε η Παρασκευή και ο Βιδάλης δεν εμφανίσθηκε στην Αθήνα. Με τον Μιλτ. Πορφυρογένη της Κ.Ε. του ΚΚΕ, επισκέπτονται τον υφυπουργό Τύπου Μπαλτατζή και τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σπ. Θεοτόκη, στο σπίτι του, όπου είναι άρρωστος. Αλλά «αυτοί δεν ξέρουν τίποτα». Παίρνει, κατόπιν, ο Καραγιώργης στο τηλέφωνο την ανωτέρα διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλίας, στη Λάρισα και αυτή τον βεβαιώνει ότι πραγματικά ο Βιδάλης έφυγε με τραίνο από τη Λάρισα, αλλά από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Αλλο τηλεφώνημα του Θεοτόκη προς το νομάρχη Βόλου βεβαιώνει ότι «ο Βιδάλης πιάσθηκε μέσα στο τραίνο από αγνώστους».
Ολα αυτά επιτείνουν τις ανησυχίες. Οι δημοσιογράφοι όλων των παρατάξεων και οι ξένοι ανταποκριτές ξέρουν όλοι το Βιδάλη και τον εκτιμούν. Και όλοι αναστατώνονται. Μαζί με την Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, κινούνται προς τον υπουργό Στ. Στεφανόπουλο, ζητώντας «δραστήρια κυβερνητική επέμβαση, για να σωθεί ο Βιδάλης, αν υπάρχει ακόμα καιρός». Οι αντιπρόσωποι της κυβερνήσεως υπόσχονται να κάμουν ό,τι μπορούν προς τις στρατιωτικές Αρχές της Θεσσαλίας, αλλά ούτε την Παρασκευή, ούτε το Σάββατο, παρέχεται άλλο νεώτερο στοιχείο.
Την Κυριακή 18 Αυγούστου ο Καραγιώργης παίρνει στο τηλέφωνο τον δημοσιογράφο Χρ. Γραμματίδη, στη Λάρισα, και μένει εμβρόντητος από όσα μαθαίνει. Τα γράφει ο ίδιος στον «Ριζοσπάστη» της 20 Αυγούστου: «Το μεσημέρι της Τρίτης – είπε ο Γραμματίδης – έφαγε με το Βιδάλη, ο οποίος τον αποχαιρέτησε στη 1.30 λέγοντάς του ότι φεύγει για το Βόλο. Πρόσθεσε δε ότι κυκλοφορούν φήμες ότι πιάσθηκε και οδηγήθηκε για ανάκριση στο Σούρλα, και άλλες, ότι εκτελέσθηκε από τούς συμμορίτες».
Στον Καραγιώργη δεν μένει καμιά αμφιβολία πλέον για την τύχη του Βιδάλη. Παρουσιάζοντας όλα αυτά τα στοιχεία στο «Ριζοσπάστη» της 20 Αυγούστου, γράφει: «Η κυβέρνηση κάνει μια συστηματική προσπάθεια για να σκεπάσει το έγκλημα και παρουσιάζει χοντροκομμένα μυθιστορήματα, πότε ότι ο Βιδάλης πήγε να συναντήσει τις “αριστερές συμμορίες” και πότε ότι πήγε μόνος του να συναντήσει το Σούρλα, εκ μέρους ανύπαρκτης αμερικανικής εφημερίδας. Οι αρχές της Λάρισας δεν δίστασαν να “εκφράσουν υπόνοια ότι θα εξαφανίσθηκε από τους ομοϊδεάτες του δια λόγους εντυπωσιακούς”».
Ανακοίνωση της κυβερνήσεως ανέφερε αυτά: «Τελευταία εμφάνισις του Βιδάλη σημειώνεται εις τα Φάρσαλα την πρωίαν της παρελθούσης Τετάρτης 14 τρέχοντος, οπόθεν ούτος, προερχόμενος εκ Λαρίσης και επιβαίνων μεγάλου λεωφορείου συγκοινωνίας μετ’ άλλων επιβατών, κατηυθύνετο προς Λαμίαν και ίσως προς Αθήνας. Τα ανωτέρω διεπιστώθησαν εκ της ερεύνης της ενεργηθείσης εις τα Φάρσαλα, επί των ταυτοτήτων των επιβατών, από τον μοίραρχον διοικητήν της υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Φαρσάλων. Από ωρισμένους δημοσιογράφους της Λαρίσης η διοίκησις Χωροφυλακής πληροφορείται ότι ο Βιδάλης επρόκειτο να κάμει έρευναν δια λογαριασμόν αμερικανικών εφημερίδων, προσπαθών να εξασφαλίσει απαντήσεις επί ερωτηματολογίου από τον αρχηγόν της συμμορίας Σούρλα, μετά του οποίου θα εφράντιζε να εξασφαλίσει επαφήν, πράγμα το οποίον θα του εξησφάλιζε συμφωνηθέν από τας αμερικανικός εφημερίδας «”δώρον”».
Σε απάντηση ο «Ριζοσπάστης» παρατηρεί ότι ο Βιδάλης από τα Φάρσαλα πέρασε την Κυριακή 11 Αυγούστου, όταν πήγαινε στη Λάρισα, και όχι την Τετάρτη 14, όπως αναφέρει η κυβερνητική ανακοίνωση. Η γυναίκα του Κάτια μίλησε με τα πρακτορεία αυτοκινήτων και τη βεβαίωσαν ότι όνομα «Βιδάλης» υπάρχει στην κατάσταση επιβατών που ταξίδευσαν προς Λάρισα την Κυριακή, αλλά δεν υπάρχει ούτε τη Δευτέρα, ούτε την Τρίτη, ούτε την Τετάρτη. Εκφράζοντας την ανησυχία του ο «Ριζοσπάστης», προτείνει να φύγει αμέσως στη Θεσσαλία επιτροπή από αντιπροσώπους της κυβερνήσεως, της Ενώσεως Συντακτών Αθηνών και του «Ριζοσπάστη», για να ερευνήσει τι έγινε ο Βιδάλης.
Ενας αυτόπτης μάρτυρας
Η κυβέρνηση αντιπαρέρχεται την πρόταση και συνεχίζει τις αοριστολογίες. Αλλά υπεισέρχεται ο απροσδόκητος παράγων. Από το θόρυβο των εφημερίδων παρακινείται κάποιος και παρουσιάζεται στα γραφεία του «Ριζοσπάστη». Λέει ότι ο Βιδάλης δολοφονήθηκε από τους Σουρλικούς και ότι έχει προσωπική αντίληψη γι’ αυτό. Τον παίρνει ο Καραγιώργης και αμέσως τον πηγαίνει στα γραφεία της Ενώσεως Συντακτών. Και εκεί προβαίνει σε συγκλονιστική περιγραφή της δολοφονίας, ενώπιον των κατωτέρω, που τον ακούνε άναυδοι: Ν. Κρανιωτάκη, προέδρου της ΕΣΗΕΑ, Κ. Οικονομίδη, διευθυντή της εφημερίδας «Εθνος», Τ. Θεοδοσοπούλου αντιπροέδρου, Ε. Θωμοπούλου γενικού γραμματέα, Διον. Σταματοπούλου ταμία, Γ. Βούρου και Φ. Κουντουριώτη μελών του διοικητικού συμβουλίου, Α. Ζαφειροπούλου, διευθυντή της εφημερίδας «Τα Νέα» και άλλων δημοσιογράφων,
Ο μάρτυρας αυτός είπε ότι είναι ιδιοκτήτης λεωφορείου και δεν έχει καμιά σχέση με τον κομμουνισμό, αλλά επιθυμεί ανωνυμία για λόγους ασφαλείας. Η συμμορία του Σούρλα είχε επιτάξει εκείνες τις μέρες το αυτοκίνητό του, μαζί με άλλα 45, για να μεταφέρουν προϊόντα λεηλασίας από τον κάμπο της Λαρίσης στα Φάρσαλα. Ετσι βρέθηκε στο στρατόπεδο της συμμορίας.
Στη Μελία, τη Χάλκη και άλλα χωριά, ζουν ακόμα αρκετοί που ξέρουν από «πρώτο χέρι» τη δολοφονία του Βιδάλη. Οι περιγραφές τους δεν διαφέρουν από εκείνη που έκαμε ο ανώνυμος μάρτυρας στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ και την δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» και άλλες αθηναϊκές εφημερίδες την 21 Αυγούστου 1946. Την αναδημοσιεύουμε από το «Ριζοσπάστη»:
«Είχαμε κατασκηνώσει στα Αλώνια, ανάμεσα Μελία Χάλκη, εφτακόσια μέτρα από τη σιδηροδρομική γραμμή. Εκείνο το βράδυ φέρανε εκεί ένα δημοσιογράφο…
Εγώ δεν τον είδα. Ητανε νύχτα, κοντά δέκα η ώρα και δεν μπορούσα να πλησιάσω για να ιδώ ποιος είναι, ούτε και να ρωτήσω για το όνομά του, γιατί φοβόμουνα το κεφάλι μου. Από τους συμμορίτες όμως άκουσα να λένε μεταξύ τους ότι αυτός που φέρανε είναι συντάκτης του “Ριζοσπάστη” και ότι θα περάσει από το μαχαίρι τους.
Άκουσα ότι τον άρπαξαν από το τραίνο στο σταθμό Πλατύκαμπου. Και ότι τον παρακολουθούν η ΕΒΕΝ από τη Θήβα, που πέρασε ανεβαίνοντας από την Αθήνα για τη Λάρισα. Αν λεγόταν Βιδάλης δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΞΕΨΥΧΗΣΕΙ.
Τον έφεραν στις δέκα το βράδυ. Τον πήγανε εκεί κοντά, κάπου εκατό μέτρα. Τον γδύσανε. Του βγάλανε τα παπούτσια και τον άφησαν μόνο με το σώβρακο και τη φανέλλα. Τα ρούχα του τα πήρε ένας από τους συμμορίτες, ο Κωνσταντάρας. Τη βαλίτσα του και τις σημειώσεις του που είχε μαζί του, τις πήρε ο Τζώρτζης. Αυτός είναι ένας Κύπριος κοντός ξανθός που ουσιαστικά διευθύνει τη συμμορία. Αυτός ανακρίνει όσους πιάνουν και αποφασίζει για την τύχη τους. Είναι μορφωμένος και ξέρει αγγλικά.
Αφού τον γδύσανε και του πήρανε τα χαρτιά, άρχισαν να τον χτυπάν με ρόπαλα και να τον ρωτούν. Τι τον ρωτούσαν όμως δεν μπόρεσα να ακούσω. Τον βασάνισαν έτσι ως τις τέσσερις το πρωί κι αφού έπεσε νεκρός, τον άφησαν και αποτραβήχτηκαν για λίγα λεπτά. Κάτι είπαν μεταξύ τους και μετά ξαναπήγαν, του έριξαν τέσσερις -πέντε σφαίρες, και μετά πήραν το πτώμα του σε αυτοκίνητο. Πού το πήγαν δεν ξέρω».
Τη συνέχεια θα την πάρουμε από κατοίκους της περιοχής, που ξέρουν τα γεγονότα από «πρώτο χέρι». Ο Βιδάλης υπέφερε τα μαρτύριά του με θάρρος και καρτερικότητα. Πέθανε παλικαρίσια. Στην άγρια δολοφονία του πήραν μέρος «πρωτοπαλίκαρα» της συμμορίας. Το πτώμα του το πέταξαν στη θέση Κούμια, σ’ ένα χαντάκι, ανάμεσα στα χωράφια Δρίβα και Χονδρονάσιου. Από πάνω έριξαν λίγο χώμα, σκόπιμα. Ηξεραν τι θα συμβεί.
Ξημερώνοντας μαθαίνει όλη η Μελία ότι το πτώμα του Βιδάλη είναι στην Κούμια. Αλλά από τούς κατοίκους κανένας δεν τολμά να περάσει τη σιδηροδρομική γραμμή και να πλησιάσει σε ακτίνα μικρότερη από πεντακόσια μέτρα. Φοβούνται όλοι τους Σουρλικούς. Μόνο ένας πιτσιρίκος περαστικός, που δεν είχε μάθει τι είχε συμβεί, πέρασε από εκεί. Ακόμα και τώρα διατηρεί ζωντανή την εικόνα: Το πτώμα σχεδόν γυμνό. Με τη φανέλλα και το σώβρακο. Το ένα χέρι αποκομμένο και πεταμένο παραπέρα.
Αταφο ουσιαστικά το πτώμα το μυρίζονται τα μαντρόσκυλα, που αφθονούν την εποχή εκείνη με τα πολλά πρόβατα. Για κάμποσες μέρες και νύχτες καταξεσχίζουν σάρκες, σέρνουν στα χωράφια γύρω κόκκαλα και γλείφουν όσα δεν μπορούν να τραγανίσουν. Ολο το χωριό κλαίει το Βιδάλη, σαν άνθρωπο δικό του, αλλά δεν μπορεί ούτε τα κόκκαλα από τους σκύλους να μαζέψει, όπως είναι οι πανάρχαιες συνήθειες του ελληνικού λαού για τους νεκρούς. Πολιτισμός «εθνικοφροσύνης»…
Μερικές βδομάδες κατόπιν, κάποια γριά, η Σουλτάνα Τζουβάρα, κατευθύνει τις γαλοπούλες για να βοσκήσουν προς την Κούμια και προφυλακτικά μαζεύει όσα από τα κόκκαλα βρίσκει στα χωράφια. Η συλλογή συνεχίζεται αρκετές μέρες, πάντοτε προφυλακτικά, για να μη την αντιληφθούν οι Σούρληδες. Τα κόκκαλα τα έθαψε κάπου εκεί κοντά. Στην εκκλησία και το νεκροταφείο άλλοι κάτοικοι «έριξαν» πάμπολλες φορές τρισάγιο για το Βιδάλη.
Μια έρευνα στα γύρω χωριά θα απεκάλυπτε και ποιοι τον σκότωσαν. Ολα τα ξέρουν οι κάτοικοί τους. Στη Μέλια π.χ. την επομένη της δολοφονίας κάποιο από τα πρωτοπαλίκαρα του Σούρλα πηγαίνει σε ένα σπίτι. Από το ζωνάρι του βγάζει μια τεράστια μαχαίρα και την αφήνει στο τραπέζι. Η νοικοκυρά πρόσεξε ότι ήταν στραβή στη μύτη. Με αφέλεια ρώτησε.
– Καπετάνιε το μαχαίρι σου στράβωσε.
– Πώς να μη στραβώσει; απάντησε εκείνος με καμάρι. Ολόκληρο θηρίο σκότωσε χθες.
Φυσικά η αναζήτηση των δολοφόνων δεν θα είχε κανένα άλλο λόγο παρά μόνο το στιγματισμό τους. Το αδίκημα έχει παραγραφεί. Οι ίδιοι οι δολοφόνοι ούτε γνώριζαν το Βιδάλη, ούτε είχαν μαζί του διαφορές. Υπάκουσαν σε εντολή «εξ Αθηνών». Αν τον σκότωσαν με τόσο άγριο τρόπο, αυτό ας αναζητηθεί στο είδος του πολέμου και του φανατισμού, που καλλιέργησε η αγγλική πολιτική με την «εθνικοφροσύνη» των μοναρχικών. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι πάντα δέκα, εκατό φορές πιο άγριος από κάθε άλλη μορφή πολέμου.
***
Ο Βιδάλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1904. Ηταν δηλαδή 42 χρονών όταν τον δολοφόνησαν. Στη δημοσιογραφία εισήλθε το 1928 και διέπρεψε. Αγγέλλοντας ο «Ριζοσπάστης» το θάνατό του στις 21 Αυγούστου 1946 τον νεκρολόγησε με αυτά τα λόγια:
«Δεν θέλουμε να κλάψουμε το Βιδάλη στις γραμμές αυτές. Δεν θα το ήθελε με κανένα τρόπο ο ίδιος. Ηταν ένας ολοζώντανος αγωνιστής και παραμένει για μας ολοζώνταντος στο πλευρό μας. Η καννιβαλική αποθηρίωση των “λαοπροβλήτων” τον είχε εξαγριώσει.
Οι ειδήσεις για τις “εκκαθαριστικές επιχειρήσεις” του Σπυρέτου Θεοτόκη και το ανήκουστο δράμα του θεσσαλικού πληθυσμού από τα σπιτφάϊερς, τα ρουκετοβόλα, τα τάϊφουνκ και τα τανκς, (που έριχναν βέβαια – έλεγε ο Βιδάλης – στο “γάμο του Καραγκιόζη”, όσον αφορά τον εκστρατευτικό αντικειμενικό σκοπό, αλλά που έκαμαν κόλαση τη ζωή του αμάχου πληθυσμού) τον είχαν ερεθίσει.
Δεν αγνοούσε ο Βιδάλης τη ζούγκλα που αποτελεί η επικράτεια του στρατηγού Γεωργούλη. Ούτε ότι ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως έχει τρεις υφυπουργούς του στη Θεσσαλία: το λήσταρχο Σούρλα, το λήσταρχο Καλαμπαλίκη και το λήσταρχο Τσαντούλα, κι έναν υπερυπουργό το Τζώρτζη …
Αλλά στηρίζονταν στην τόλμη του, στην τεράστια πράγματι δημοσιογραφική του πείρα, στην πασίγνωστη εξυπνάδα του, στο γεγονός ότι ήξερε να «μιλάει γλώσσα» σε όποιους ανθρώπους έβρισκε. Το λάθος του και το λάθος μας είναι ότι δεν υπολογίσαμε ότι στην επικράτεια Γεωργούλη θα είχε να κάνει με ανθρωπόμορφα εκτρώματα, χωρίς καμιά γλώσσα.
Ο Κώστας Βιδάλης, ο τίμιος άνθρωπος, το δυνατό και οξύ μυαλό, η μεγάλη και ελεύθερη καρδιά δε ζει. Η Αριστερά έχασε ένα σημαντικό κεφάλαιο, που στον τομέα του δύσκολα θα αναπληρωθεί. Αλλά και η ελληνική δημοσιογραφία έχασε έναν από τους δυο – τρεις καλύτερους εκπροσώπους της».
Η κυβέρνηση συνέχισε να μιλάει για ένα Βιδάλη, που αγνοείται η τύχη του, και ο Τύπος της δεξιάς να γράφει ειρωνικά ότι κατέφυγε στο «παραπέτασμα».
Την 1 Σεπτεμβρίου 1946, δεκαοχτώ μέρες από τη δολοφονία του Βιδάλη, διεξάγεται το δημοψήφισμα. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε πόσο ήταν μέσα στα πράγματα η αγγλική πολιτική, που διαπίστωσε από το 1943 ότι «το 80% τουλάχιστον του ελληνικού λαού» είναι δημοκρατικό. Με όλο το όργιο τρομοκρατίας, που κυριαρχεί μήνες στη Θεσσαλία και που μια πτυχή του εμφανίζεται σε τούτες τις σελίδες, το φρόνημα των κατοίκων της δεν είχε καμφθεί. Μέσα στη Λάρισα σε 4.878 ψηφίσαντες, η δημοκρατία πήρε 2.765 ή 57% και η βασιλεία 2.098 ή 43%. Στα τμήματα που ψήφισε χωροφυλακή, στρατός, η βασιλεία πήρε 2.560 ή 69% και η δημοκρατία 1.113 ή 31%. Στην ύπαιθρο, με τους Σούρληδες η δημοκρατία δεν πήρε ψήφους.
Λίγα αυτοβιογραφικά
Προσωπικότητες σπάνιες, προικισμένες με εξαίρετα προσόντα, σημαδεμένες από τη ζωή για να διαδραματίσουν ρόλο ήρωα, επιβάλλεται να παρουσιάζονται έστω και σκιαγραφικά, όπως θα το επιχειρήσουμε εδώ. Αλλά πριν γραφούν οι γνώμες συναδέλφων του που τον γνώρισαν ή καλύτερα που τον έζησαν από κοντά, θα παρατεθούν τα λίγα στοιχεία, που έγραψε ο ίδιος στο βιογραφικό του, λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του, για το «Ριζοσπάστη», του οποίου ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής και φυσικά και μέλος του κομματικού γραφείου της:
«Γεννήθηκα – γράφει – στην Αθήνα στα 1904 και έζησα στην Αθήνα. Αρχικά καθόμουνα μέχρι 4 χρόνων στο Βατραχονήσι και κατόπιν, τριάντα χρόνια, στη Νεάπολη… Ο πατέρας μου ήταν μαρμαράς και κατόπιν μικροεργολάβος. Η μητέρα μου δούλευε ράφτρα. Ο πατέρας μου πέθανε πριν 35 χρόνια. Η μητέρα μου πέθανε κι αυτή στο ’42. Μα ήταν πάντα δημοκρατικοί…
«Μέλος του Κόμματος έγινα το 1941 και με στρατολόγησε ο σ. Καραγιώργης. Μα από το 1924 που άρχισα να δουλεύω στο «Ριζοσπάστη», ήμουνα οπαδός του Κόμματος. Ο λόγος της εγγραφής μου στο κόμμα είναι η λογική συνέπεια της στάσης και των αγώνων μου μέσα στο επάγγελμα και στο σωματείο, καθώς και το ιδεολογικό μου καταστάλαγμα. Οργανωτικά δεν ανήκα σε καμιά άλλη πολιτική οργάνωση ή κόμμα, αλλά πάντα, όπως λέω και παραπάνω, ήμουν οπαδός του ΚΚΕ.
«…Στην περίοδο της δικτατορίας, όταν κηρύχτηκε, ήμουνα στην Ισπανία, απεσταλμένος του «Ριζοσπάστη». Επειτα ήρθα εδώ. Πιάστηκα το 1937 και μ’ έστειλαν εξορία στα Κύθηρα (Ποταμό), όπου έμεινα 8 μήνες. (Εκείνη την περίοδο, από την εφημερίδα «Πρωία», όπου δούλευα, αποκάλυψα το τραστ του Μποδοσάκη και γι’ αυτό, μαζί με την αποκάλυψη του σκανδάλου της αύξησης του τόκου των δανείων στο Λονδίνο, εξορίστηκα ένα χρόνο).
«Ένα μήνα πριν λήξει ο πόλεμος και πριν αρχίσει η κατοχή, πιάστηκα από τον Παξινό, με διαταγή του Μανιαδάκη, γιατί αποκάλυψα την υπόθεση Στογιαντίνοθιτς, του τότε Σέρβου πρωθυπουργού. Κλείστηκα σε απομόνωση στη Γενική Ασφάλεια επί 25 μέρες και την 26η, επειδή έπρεπε να παρουσιαστώ στο στρατό – είχε κληθεί η κλάση μου – αφέθηκα ελεύθερος.
Δεν τιμωρήθηκα, ούτε παρατηρήθηκα ποτέ από το Κόμμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου