Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Παπαδιαμάντης και οι γραικύλοι - η άρνηση της ταυτότητας

Ο Παπαδιαμάντης και οι γραικύλοι - η άρνηση της ταυτότηταςΤου Φώτιου Αρ. Δημητρακόπουλου, καθηγητού Βυζαντινής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

«τούτ’ η που ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους», Νίκος Καρούζος

Ο τελευταίος γραικυλισμός ως νόσημα της ελληνικής διανόησης απορρέει από ένα παλαιό σύμπτωμα μειονεξίας απέναντι στη Δύση, συνοδευόμενο με αίσθημα προκατάληψης κατά του Βυζαντίου, ένεκα παντελούς αγνοίας της ελληνορθόδοξης θέασης του κόσμου.
 Το νόσημα παρουσιάζει συγκεκριμένα παθολογικά φαινόμενα, που τα αποτυπώνει ολοκάθαρα ο Παπαδιαμάντης στο ατελές μυθιστόρημά του «Το λάβαρον», και προσβάλλει κυρίως τους νεοέλληνες λογίους, διανοουμένους και πολιτικούς. Ως ιδεολογικό σύνδρομο εμφανίζεται γενικώς ως κρίση
ταυτότητας, ως απόρριψη των ημετέρων και θαυμασμός των αλλοτρίων, ήγουν ως πλέγμα εθνικού αισθήματος κατωτερότητας. Ο γραικυλισμός εμφανίζεται και ως οξεία μορφή της χρονίου νόσου του μιμητισμού και της ξενομανίας, ακυρώνει τον πατριωτισμό, παραλύει το εθνικό φρόνημα, καταργεί κάθε εθνική θεωρία, συχνά οδηγεί τα θύματά του να μεταβληθούν σε άτυπους εξωμότες. Εν άλλοις λόγοις βρίσκεται στον αντίποδα του σωβινισμού.
Στο παπαδιαμαντικό κείμενο, πέρα από την απερίφραστη, γνωστή ρήση που περιέχεται στο προοίμιο του διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης» για τους «γραικύλους της σήμερον», είναι διάσπαρτες οι αντιδυτικές του απόψεις, όπως θα δούμε, όμως, μόνον στο Κεφάλαιον Η΄ του «Λαβάρου» έχουμε μία ολοκληρωμένη περιγραφή ενός γραικύλου.
Δεν είχανε κλείσει έξι χρόνια από τότε που ο Παπαδιαμάντης πρωτοδημοσίευσε διήγημα, το εορταστικό χριστουγεννιάτικο «Το Χριστόψωμο» στην εφημ. «Εφημερίς», 26 Δεκ. 1887, ίσαμε τη δημοσίευση του «Λαμπριάτικου ψάλτη» στην εφημ. «Ακρόπολις», 27-31 Μαρτίου 1893.
Εικοσιεφτά διηγήματα σε πεντέμισυ χρόνια, τα περισσότερα στις δύο παραπάνω εφημερίδες και στο περιοδικό «Εστία», στο μεγαλύτερο μέρος τους με υπόθεση συνδεδεμένη με το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων η το Πάσχα, και δημοσιευμένο τις μέρες των γιορτών. Το εορταστικό- θρησκευτικό-περιεχόμενο των διηγημάτων ως εξωτερικό αίτιο, κι η ζήλια ως αφανής λόγος επίκρισης, είχαν κάνει κάποιους κριτικούς να δηλώσουν τη δυσφορία τους έναντι του Παπαδιαμάντη. Σ’ αυτούς απαντά στον πρόλογό του ο κυρ-Αλέξανδρος, ήπια, αλλά και ειρωνικά, και με αρκετό θυμό προς το τέλος. Μνημονεύει τη συγγραφική του πρόθεση, τις πηγές της έμπνευσής του, το αναγνωστικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα διηγήματά του, την έλλειψη επιζητημένης και βεβιασμένης υπόθεσης η πλοκής, την άντληση της θεματικής από την πραγματικότητα χωρίς κάτι το απίθανο, και, τέλος, πως εργάζεται ο ίδιος ως δημιουργός.

Ο Παπαδιαμάντης συνεχίζει υπογραμμίζοντας τα σημεία που ενοχλούν τους επικριτές του: η θρησκευτική υπόθεση των έργων του, η άποψή του περί συνεχείας του ελληνισμού διά μέσου του ελληνικού μεσαίωνα, η αδιαφορία του για τον κακώς νοούμενο εκπολιτισμό και την πρόοδο. Αλλά εκεί που επιτίθεται λαύρος ο Παπαδιαμάντης είναι στα συμπτώματα του γραικυλισμού, που προέρχονται από τον μιμητισμό και την ξενομανία.

Συχνά παρατηρούμε στο παπαδιαμαντικό κείμενο ότι ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να εισέρχεται στη νοοτροπία του άλλου η των άλλων και να ομιλεί με τους δικούς τους όρους. Αυτό προσδίδει τη χαρακτηριστική και μη καταπιεστική αντιρρητική άνεση στο κείμενο και επιτρέπει στον Παπαδιαμάντη να αποδεικνύει ενίοτε στους άλλους ακόμη και πως θα μπορούσαν να είναι «συνεπείς προς εαυτούς».
Τι μιμούνται μετά μανίας οι γραικύλοι της εποχής του; Την αθεία και τον κοσμοπολιτισμό. «Μη θρησκευτικά προς Θεού! Το ελληνικόν έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί συμβαδίζουν με άλλα έθνη». Η ειρωνική αυτή δήλωση του Παπαδιαμάντη στρέφεται γενικώς κατά του πνεύματος των καιρών, την παραγνώριση και περιφρόνηση του Βυζαντίου και της ορθόδοξης αντίληψης, πνεύμα ακόμα κυρίαρχο παρά το ότι είχε προ ετών εκδοθεί η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Παπαρηγόπουλου.
Αλλά το 1866 είχε εκδοθεί «Η Πάπισσα Ιωάννα» του Ροίδη και το 1877 «Ιουλιανός ο παραβάτης» του Κλέωνος Ραγκαβή και ενώ έχει υποστηριχθεί ότι τον δεύτερο υπονοεί ο Παπαδιαμάντης, φρονώ ότι κατά συμφυρμό και τους δύο έχει κατά νούν στο προοίμιο του διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης», όταν αναφέρει τα σχετικά προς τον Ιουλιανό, γράφοντας: «όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών ιστορικο – φανταστικόν δράμα, όπου προέτασσε χυδαία αληθώς προλεγόμενα, δι’ ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του». Μόνον, εξάλλου, ο Ροίδης, διακριτικά και ασχολίαστα, ειρωνεύτηκε και το αίσθημα «ευγνωμοσύνης προς την λυτρώσασαν ημάς από του ξένου ζυγού Εκκλησίαν, δι’ ης ηλπίζομεν τάχιον η βράδιον και την πραγματοποίησιν της μεγάλης ιδέας, την απελευθέρωσιν δηλαδή της Ηπείρου και Θεσσαλίας».
Ο Παπαδιαμάντης, στο προοίμιό του, απαντά: «Δία να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός, όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή ως διασπαράσσεται, φεύ! ήδη.
Ο τρέχων πρε- πει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη να τρέχη, ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην η να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται, οίμοι! Ανικανώτερον, όπως δώση χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος η Γερμανός η Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης η αναρχικός η άθεος η οτιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλη να κάμη δημοσία τον άθεον η τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις το ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον έχη και θα έχη διά παντός ανάγκην της θρησκείας του».
Συμπεράσματα: η αθεία, η απόρριψη των θρησκευτικών, συνεπιφέρει την απόρριψη του Βυζαντίου και ανάγει την διαδοχή των σημερινών Ελλήνων κατ’ ευθείαν στους αρχαίους. Δεν είναι τυχαία καθόλου η χρήση των όρων, αν και δεν έχη καθόλου προσεχθεί, στον Παπαδιαμάντη: «το Ελληνικόν Έθνος», οι «Βυζαντινοί», οι «αρχαίοι», η προσπάθεια καθορισμού δηλαδή εθνικής ταυτότητας, κάτι το οποίο δεν ίσχυε και δεν ενδιέφερε τους μεσαιωνικούς και αρχαίους μας προγόνους. Κι από την άλλη, ο κοσμοπολιτισμός, ότι δεν ζούμε πιά στις μικρές μας πατρίδες αλλά στον κόσμο ολάκερο. Στην «Απάντησιν εις τον Ζ. της «Εφημερίδος» το 1891 φαίνεται σαφώς τι εννοεί λέγοντας «κοσμοπολίτης» ο Παπαδιαμάντης: «εννόει απλώς, καθώς εγώ το ηρμήνευσα, ότι φεύγω ενίοτε από τον τόπο της γεννήσεώς μου και δεν προσκολλώμαι αποκλειστικώς εις τας αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας μου.
Έγραψεν Αμερικανός, αντί να γράψη κοσμοπολίτης». Επομένως, κοσμοπολιτισμός για τον Έλληνα σημαίνει και αδιαφορία περί τα πάτρια, δεν είναι μόνον εγκατάλειψη της εμμονής στην εντοπιότητα, είναι άρνηση επιτέλεσης του πατριωτικού χρέους να κτίσει μεγάλη πατρίδα. Αντιθέτως, για τους Ευρωπαίους, Άγγλους, Γερμανούς, Γάλλους, η αθεία, ο αναρχισμός, ο κοσμοπολιτισμός είναι πολυτέλεια την οποία έχουν την ελευθερία να επαγγέλονται, ενώ το ελληνικόν έθνος θα έχει διά παντός ανάγκη της θρησκείας του.
Προς άρσιν πάσης παρεξηγήσεως πρέπει να λεχθεί εδώ ότι ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν κανενός είδους εμμανής σωβινιστής, αποκλειστικός, ξενοφοβικός. Άλλωστε, ο ίδιος γράφει στο προοίμιο του «Λαμπριάτικου ψάλτη» ότι «εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ο,τι πράγματι είναι ξενισμός από ο,τι δύναται να είναι, εκ της φύσεως των πραγμάτων, κοινόν εις πάντα τα έθνη». Ούτε, ας πούμε στα λογοτεχνικά του χρέη, έπαυσε να διαβάζει και να παραπέμπει στον Βύρωνα, τον Μίλτωνα, τον Σέξπηρ, τον Θερβάντες, ούτε φυσικά αγνοούσε την ευρωπαική λογοτεχνία η ειδησεογραφία, αυτός ο εργαζόμενος ως μεταφραστής ευρωπαικών εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων. Και αυτή η έλλειψη προγραφών στον Παπαδιαμάντη δεν αφορά μόνον στην εικόνα των Ευρωπαίων, αλλά και στην εικόνα των Τούρκων, ας θυμηθούμε τον «Ξεπεσμένο δερβίση» και το άρθρο του «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις».
Μ’ άλλα λόγια, το καλό δεν ανθεί μόνο στην Ελλάδα και το κακό στα ξένα, ούτε όμως και αντίστροφα, δεν είναι όμορφο και καλό ο,τι έρχεται από την προηγμένη Δύση, και άσχημο και κακό ο,τι έχουμε στην Ελλάδα! Σε καμμιά από τις δύο θέσεις δεν βρίσκεται ο Παπαδιαμάντης, ενώ στην πρώτη βρίσκονται οι πατριδοκάπηλοι σωβινιστές και στη δεύτερη οι συμπλεγματικοί γραικύλοι.
Ως γνήσιος ορθόδοξος ο Παπαδιαμάντης δεν εξεγείρεται από την παρατήρηση ότι υπάρχει αμαρτία, αλλά από τον δόλο και την υποκρισία. Ας πούμε, η Χριστίνα η δασκάλα στο «Χωρίς στεφάνι» είναι μία αμαρτωλή αστεφάνωτη, αλλά σώζεται από την αγάπη που έδειχνε, παρά τον δακτυλοδεικτούμενο βίο της δίπλα σ’ έναν άθλιο πολιτικάντη που έχει μάθει να εκμεταλλεύεται τους πάντες. Βλέπει λοιπόν και τα δικά μας ελαττώματα και την αμαρτία στη δική μας κοινωνία, όμως γνωρίζει ότι το πολιτικό πρόβλημά μας είναι ότι είμαστε ανάμεσα στον λατινικό δόλο και στην τουρκική βία, που μας καταδυναστεύουν· έτσι γράφει στο άρθρο του «ο Μπάυρων» λίγα χρόνια αργότερα, το 1896, δανειζόμενος ένα στίχο του βρετανού ποιητή: «Η τουρκική βία και ο λατινικός δόλος!» Αι λέξεις αύται δεν είναι ιστορικόν σύμβολον, παραστατικόν του πολυπαθούς Ελληνισμού;

Πόσον ενδομύχως ησθάνετο και κατενόει ο μέγας Βρετανός την θέσιν της Ελλάδος, την τότε και την διαρκή και την παντοτινήν! Και πόσον απέχομεν ημείς να την ενοήσωμεν και να την αισθανθώμεν!» Αυτή η θέση του, η σαφώς, αλλά και επιλεκτικά αντιδυτική, μένει ως το τέλος, όπως για παράδειγμα γράφει το 1907, στο σπουδαίο άρθρο του «Γλώσσα και Κοινωνία»: «Δεν έπαυσαν τ’ άχυρα και τα σκύβαλα του πολιτισμού να μας έρχονται διαρκώς με την πνοήν των ανέμων. Όλοι οι αργέσται και οι ζέφυροι και οι ιάπυγες μας φέρνουν τ’ απορρίμματα, τα καθάρματα των δογμάτων και των θεωριών, των μεθόδων και των τρόπων, των ηθών και των έξεων από την Εσπερίαν». Ούτε, στο ίδιο άρθρο, έχει ξεχάσει τον Ροίδη: «Δεν ηξεύρω γιατί, προ χρόνων, όταν εσκεπτόμην αν έπρεπε να γράψω την παρούσαν μελέτην, εσχεδίαζα να την επιγράψω «Τα ξόανα».
Διατί άρα; Μήπως εσκόπουν ν’ απαντήσω εις «Τα είδωλα» του μακαρίτου Ροίδου;». Και σ’ ένα άλλο, θρησκευτικό, αυτή τη φορά άρθρο για το Μεγάλο Σάββατο, στα ίδια χρόνια, το 1892, περιλαβαίνει τον Ροίδη και την Πάπισσα, αλλά και τον νεαρό λογογράφο, ανώνυμα, που είναι ο Ξενοπουλος. Πολλά θα είχε κανείς να αποδελτιώσει από τα άρθρα του Παπαδιαμάντη. Θα αρκεσθώ να παραθέσω όμως από ένα άρθρο του 1900, «Η διορθωσιομανία και τα θύματά της», τα ακόλουθα: «Το μεταλλείον της ποιήσεως της ανατολικής είναι άλλο, και οι τρόποι, αι μεταφοραί και εικόνες της γλώσσης των Ιερών Γραφών δεν θα γίνωσι ποτέ νεωτερικαί ούτε δυτικαί».

Αλλά τι γίνεται με τον νεαρό Παπαδιαμάντη των μυθιστορημάτων; Στη «Μετανάστιν» το μόνο που δείχνει μία επιφύλαξη προς το δυτικό πνεύμα είναι στην αρχή, μία φράση του γέρου ναυτικού στον γιό του Ζέννα: «νομίζεις ότι αι νέαι όσαι ανετράφησαν εις την Ευρώπην, λαμβάνουν υπό σπουδαίαν σκέψιν την γνώμην των γονέων των προκειμένου περί γάμου; Είσαι πολύ μακράν».

Όπως όλοι ξέρουμε, η αντιδυτική στάση του Παπαδιαμάντη γίνεται ολοφάνερη στα δύο του επόμενα έργα, στους «Εμπόρους των εθνών» και στη «Γυφτοπούλα». Οι δύο σελίδες που δείχνουν τον ενετικό κυνισμό, πολιτικό, οικονομικό, θρησκευτικό, είναι χαρακτηριστικές: «ο λέων του Αγίου Μάρκου βουλιμιά. – Ακονά τους οδόντας του – Χρυσόν, χρυσόν! Η Βενετία μόνη εύρε την φιλοσοφικήν λίθον. – Τα έντομα πετώσι διά τα στρουθία, τα στρουθία διά τον ιέρακα. – Και τα έθνη διά την Βενετίαν. – Αλλά τα έθνη δεν πετώσι. – Διότι η Βενετία έκοψε τα φτερά των. – Η Βενετία πωλεί τον Χριστόν και αγοράζει τον Μωάμεθ. – Θα κάμη καλά να τους πωλήση και τους δύο. – Αρκεί να εύρη συμφέρουσαν τιμήν». Και ακόμη, από την καταδίκη της Βενετίας, στην καταδίκη της πολιτικής και των πολιτικών:
«Τι εζήτει η Βενετία πέμπουσα τους στόλους τούτους εις το Αιγαίον; Ο,τι ζητεί ο σφαγεύς παρά του θύματος, τας σάρκας αυτού, ίνα κορέση την πείναν του. Διατί αι ιδιωτικαί αύται και κεκυρωμέναι με τα σήματα του Αγίου Μάρκου επιχειρήσεις;
Διατί οι τοσούτοι εργολάβοι των κατακτήσεων, των ως διά δημοπρασίας εκτελουμένων; Η Βενετία προσηγόρευεν εαυτήν Πολιτείαν, και είχεν υιούς τυράννους. Τοις έδιδε το χρίσμα της και τους έπεμπεν ίνα κατακυριεύσωσιν της γης. Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτική. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή. Τότε διά της βίας, τώρα διά του δόλου… και διά της βίας. Πάντες αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι, οι Αγίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτως τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά διά τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…».

Στη «Γυφτοπούλα» υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο, το Α΄ του Δευτέρου Μέρους, με τίτλο «Ιστορική Παρέκβασις». Εκεί, συνοπτικά μνημονεύω, αναφέρεται ο Πλήθων ως «ο μετά τον Παραβάτην [Ιουλιανόν] δεύτερος Παραβάτης», η εποχή του Παπαδιαμάντη ως «απροσδιόριστος εποχή» όπου η μόνη θρησκεία είναι «η έλλειψις πάσης θρησκείας», η ιστορική κριτική, εις ην ουδεμίαν έχομεν [=ο Παπαδιαμάντης] εμπιστοσύνην».
«Μόνον μετά την άλωσιν της βασιλευούσης έπεσον οι πλείστοι των λογίων το έσχατον τούτον οικτρόν πτώμα [=η εγίνονταν αρχαιολάτραι ως ο Πλήθων η ενεκολπούντο τα δόγματα της Ρώμης]», καταδικάζεται το «αίσχος του αυτομόλου και δραπέτου» Βησσαρίωνος, υμνείται ο Μάρκος ο Ευγενικός και δίδεται παραπομπή στο «σύγγραμα του Αθανασίου του Παρίου το επιγραφόμενον «Ο Αντίπαπας»».
Ειρήσθω εν παρόδω ότι κανείς δεν έλαβε τον κόπο να παραβάλει το σύγγραμμα αυτό με το κείμενο του Παπαδιαμάντη. Όπως και κανείς, πλην του γράφοντος, δεν προσπάθησε να εντοπίσει τις ιστορικές πηγές των μυθιστορημάτων του Παπαδιαμάντη. Στο βιβλίο όπου κατέγραψα το Αρχείο Αποστόλου Γ. Παπαδιαμάντη αφιέρωσα κάποιες σελίδες, στις οποίες απέδειξα ότι πηγή για τους «Εμπόρους» υπήρξε η Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου και για τη «Γυφτοπούλα» η «Νεοελληνική Φιλολογία» του Σάθα, και προσέθεσα ότι σε άγνωστο ως τότε θρησκευτικό άρθρο του Παπαδιαμάντη, το 1876 κιόλας, μνημονεύεται ο Νικόλαος Πολίτης και ο Παπαρηγόπουλος. Αν θυμηθούμε και την ανακοίνωση της Καίτης Πολυμέρου-Καμηλάκη ότι στο αρχείο Πολίτη σώζονται δύο ανέκδοτα γράμματα του Παπαδιαμάντη στον Πολίτη, συμπεραίνουμε, πράγμα όλως ενδιαφέρον, ότι ο Παπαδιαμάντης γνώριζε το έργο τους και συμμεριζόταν τις ελληνοκεντρικές τους θέσεις. Δεν θα πρέπει, επίσης, να αποσιωπήσουμε κάτι που έχει κι αυτό μείνει ασχολίαστο, στο ίδιο κεφάλαιο:
«Ο Γεώργιος Γεμιστός, προς τοις άλλοις αυτού ε λ α τ τ ω μ α σ ι , είχε και εν ελάττωμα άγνωστον και ανήκουστον κατ’ εκείνον τον χρόνον. Ήτο εις εκ των ολιγίστων, οίτινες είχον συνείδησιν του εθνισμού, και η καρδία του εφλέγετο υπό φιλοπατρίας». Το να γράφει ο Παπαδιαμάντης για «συνείδηση του εθνισμού» εκείνα τα χρόνια ως «άγνωστον και ανήκουστον» και να χρησιμοποιεί για τον όρο αυτό, αμφίσημα, τη λέξη «ελάττωμα» είναι κάτι που εξεικονίζει την οξυδέρκεια και λεπτότητα των παρατηρήσεών του και σε ιστορικά ζητήματα.
Εντάσσοντας την απέχθεια του Παπαδιαμάντη κατά των γραικύλων στο ευρύτερο αντιδυτικό αίσθημά του, θα παραθέσουμε ορισμένα χωρία από το έργο του, προς επίρρωσιν των λεγομένων:

«Αλλά τι θα εχρειάζετο η Θεολογική Σχολή, αν έμελλε ν’ ασχολήται αποκλειστικώς εις «τετριμμένα» θέματα, και να εμπνέεται απολύτως από τα συναξάρια; Τόσοι σοφοί άνδρες, φωστήρες εκ της Εσπερίας ανατείλαντες, με τόσον παχείς μισθούς, και να μη μεταγγίσουν ολίγον αθειστικόν πνεύμα εις την Ελλάδα!».
» Ο ιατρός ήτο καλός νέος, πλησιάζων εις το τεσσαρακοστόν, υψηλός, λιγνός, πρόθυμος, όχι πολύ σκληρός ούτε πλεονέκτης. Ήτο απόφοιτός του εν Αθήναις πανεπιστημίου, και δεν τον είχε κολλήσει μανία, αν και είχε τα μέσα, να μεταβή εις την Εσπερίαν, όπως αγοράση σοφίαν. […]
» των τριών νεαρών ηρώων των προμάχων της πίστεως και των εθνικών παραδόσεών των […]
» εισάγων εις τους ιερούς ναούς κοινά και ξενότροπα, νόθα και απαγορευμένα […]
» Αλλά τότε δεν υπήρχεν ιδέα φυλετισμού μεταξύ των ορθοδόξων λαών, υπήρχε μόνον κοινός σύνδεσμος μεταξύ ομοπαθών και ομοδούλων, ενώ τώρα; […]
» η νοθεία η επιγενομένη εις τον θρησκευτικόν βίον υπό καλλιτεχνικήν μάλιστα έποψιν.

Ο από του Βορρά κατελθών χείμαρρος έφερεν εκτός των ρουβλίων και των πολιτικών σκοπών, έθιμα τινά και ιδέας απαδούσας εις γνησίας βυζαντινάς παραδόσεις […] Ούτως είναι ελπίς, ενόσω τα ευαγή ταύτα ιδρύματα υπάρχουν (και θα υπάρχωσιν ενόσω ο έξω Ελληνισμός δεν συνδιαφθαρή φεύ! θρησκευτικώς τέλεον μετά της ελευθέρας γωνίας), είναι ελπίς να αντισταθή εκεί ο Ελληνισμός εις την επιδρομήν των ξένων. Διότι εκ της ελευθέρας Ελλάδος ουδεμίαν ελπίδα συνδρομής βλέπομεν. Η σημερινή δυνατόν να υπηρετή την Ελλάδα ως κράτος, δεν την υπηρετεί όμως ως Έθνος, τούτο νομίζομεν ημείς.

Αυτό το μειονέκτημα ημών, αν είναι μειονέκτημα, εν αποδεικνύει, ότι ημείς εξωκειώθημεν άρα με τα πάτρια, και τα πονούμεν, ενώ αυτοί δεν τα εγνώρισαν και δεν τα στέργουσι. Διότι αν ανετρέφοντο μ’ αυτά, θα ήσαν ευχαριστημένοι, και δεν θα εζήτουν την μεταβολήν.
» Και όμως ευρίσκονται από καιρού εις καιρόν εκ των ημετέρων τινές, τόσον εκφυλισμένοι, ώστε να θαυμάζωσι τα της Παπικής Εκκλησίας!.
» Τώρα αναγκάζεταί τις να αναγνωρίση ότι οι Ουνίται εκείνοι, καίτοι δογματικώς εκπεσόντες, καλώς έπραττον τηρούντες τα πάτρια ως προς τους τύπους τουλάχιστον, και μη εκφυλιζόμενοι, μη απορροφώμενοι από την Λατινικήν Εκκλησίαν.

Αι ευλαβείς κυρίαι ακρατώς ευρωπαίζουσι, εγκαταλειπούσαι από δεκάδων ετών ήδη τους οχληρούς γυναικονίτας, διεχύθησαν εφ’ εκάτερα του ναού […].
» Να παύση π.χ. η συστηματική περιφρόνησις της θρησκείας εκ μέρους πολιτικών ανδρών, επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να συμμορφωθή με τα έθιμα της χώρας, αν θέλη να εγκλιματισθή εδώ. Να γίνη προστάτις των πατρίων, και όχι διώκτρα. Να ασπασθή και να εγκολπωθή τας εθνικάς παραδόσεις.

» Να μη περιφρονή αναφανδόν ο,τι παλαιόν, ο,τι εγχώριον, ο,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός. Να μη νοθεύονται τα θρησκευτικά και τα οικογενειακά έθιμα. Να καλλιεργηθή η σεμνοπρεπής βυζαντινή παράδοσις εις την λατρείαν, εις την διακόσμησιν των ναών, την μουσικήν και την ζωγραφικήν.
» Να μη μιμώμεθα πότε τους Παπικούς και πότε τους Προτεστάντας. Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια.
» Είναι της εσχάτης εθνικής αφιλοτιμίας να έχωμεν κειμήλια, και να μη φροντίζωμεν να τα διατηρήσωμεν. Ας σταθμήσωσι καλώς την ευθύνην των οι έχοντες την μεγίστην ευθύνην.

» Να εμφυσηθή ζωή χωρίς να υπάρχη, να δοθή έμπνευσις εκεί όπου λείπει η ψυχή!… Και που είναι οι δόκιμοι ποιηταί μας;… Και εάν τοιούτοι υπάρχουν, αυτοί ενδιαφέρονται περισσότερον διά τον Νιτς και τον Ίψεν παρά διά τα κατ’ αυτούς σκουριασμένα ντόπια πράγματα.

» Μόνον παρ’ Ασιανοίς […] ταύτα είναι το εν άκρον. Το άλλο άκρον απαντά εις τα ήθη των Εσπερίων […] οποίον φ ρ α γ κ ι κ ο ν άρωμα […] Ο ελληνικός πολιτισμός, όπως και ο Ο ρ θ ο δ ο ξ ο ς Χριστιανισμός και αυτό το προιόν και ο ορθός λόγος, θέλουσι την εν μέτρω προσπέλασιν και παρρησίαν των δύο φύλων […].
» Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger