Από τη ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Τα πολλά λόγια και οι μακροσκελείς αναλύσεις ίσως κρύβουν την κρισιμότητα των στιγμών. Τα πράγματα είναι σε οριακό σημείο για την Αριστερά, για το λαϊκό κίνημα και κατ’ επέκταση για το λαό και τη χώρα. Ενώ η κοινωνική και οικονομική καταστροφή κάτω από το μνημονιακό πλαίσιο βαθαίνει, η εναλλακτική λύση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πείθει ότι θα οδηγήσει σε βαθιές και ουσιαστικές αλλαγές.

Η Αριστερά στο σύνολό της βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Ένα κόμμα της, ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι μια ανάσα από την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά το αγωνιστικό φρόνημα έχει υποσταλεί, οι προσδοκίες κάθε μέρα χαμηλώνουν, η αναμενόμενη αλλαγή ξεφτίζει, τα σημάδια γραφής είναι απογοητευτικά, τα σήματα που εκπέμπονται είναι σε λάθος κατεύθυνση. Αν προκύψει κάποια σύγκρουση ως ατύχημα, ο λαός δεν είναι προετοιμασμένος διότι για περίπου τρία χρόνια νανουρίζεται ότι η αλλαγή που θα έρθει θα είναι βελούδινη, ομαλή και αποδεκτή από τα κέντρα εξουσίας. Όμως η φορά των πραγμάτων δεν είναι η σύγκρουση, ούτε καν ως ατύχημα. Είναι η συναίνεση, η αποδοχή των τετελεσμένων, ο κατευνασμός του συστήματος, οι ελάχιστες και μη ικανές μικροβελτιώσεις, η παραμονή στο καθεστώς της επιτήρησης και του αργού οικονομικού θανάτου.
Η Αριστερά και οι αριστεροί πρέπει να επιλέξουν. Η κατάσταση εδώ και καιρό, μοιάζει με το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης πορείας προς την ήττα ή την ενσωμάτωση. Το να κοιτάμε και να σχολιάζουμε αυτή την πορεία, το να προσφέρουμε παθητική στήριξη, ή να αναμένουμε την κατάληξη προσδοκώντας καλύτερες μέρες, δεν αποτελεί σοφή επιλογή. Η επόμενη μέρα είτε της ήττας, είτε της ενσωμάτωσης, δεν θα επιφυλάσσει τίποτα θετικό για κανένα χώρο της Αριστεράς. Η παθητική αναμονή των εξελίξεων γιατί «δεν μπορεί να γίνει τίποτα πέρα από το να περιμένουμε» είναι παραλυτικό ναρκωτικό για το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά. Όσοι συνεχίζουν όπως πριν, θεωρώντας ότι οι εξελίξεις θα τους «δικαιώσουν», μπορούν να ξαναζήσουν ένα νέο 89-91, όπου παρά την «επιμέρους» δικαίωση του ενός ή του άλλου, όλοι μοιράστηκαν την ήττα. Όσοι συνεχίζουν όπως πριν, κατανοώντας την κρισιμότητα των στιγμών, δεν μπορούν να αρκούνται στην αναμονή. Ή τώρα πρέπει να παρθούν πρωτοβουλίες, ή αύριο, θα είναι πλέον αργά.
Η κρίση υπήρξε μια επικίνδυνη ευκαιρία για να αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα και στην Αριστερά, για να δοκιμαστούν άλλα σχέδια, για να μπει στην ημερήσια διάταξη μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική αλλαγή, για να τεθούν οι βάσεις ενός άλλου κόσμου που είναι εφικτός και μπορεί να στηθεί ξανά ως όραμα είκοσι χρόνια μετά την «πτώση».
Δεν αδράχτηκε αυτή η ευκαιρία συνειδητά και οργανωμένα. Η Αριστερά στάθηκε για ιστορικούς λόγους, ως δύναμη φοβική και ηττημένη, χωρίς φιλοδοξίες ανατροπής και ηγεμονίας, συμπληρωματική του συστήματος. Απολογούμενη διαρκώς για ότι πρόβαλε και πάλεψε στο παρελθόν, με θεωρητική φτώχεια και πολιτική ανεπάρκεια. Είτε προσχώρησε στην αντίπαλη ιδεολογία –ανεξαρτήτως διακηρύξεων- είτε έμεινε ικανοποιημένη με το ρόλο μιας περιθωριακής και έξω από την κοινωνία δύναμης. Είτε έτσι, είτε αλλιώς η Αριστερά παραμένει σε απόσταση από τα κοινωνικά υποκείμενα, και με μικρή πραγματική απήχηση.
Ταυτόχρονα, και πέρα από τις ιστορικές αιτίες, η Αριστερά βρέθηκε απροετοίμαστη, δεν αντιλήφθηκε την κρίση, το βάθος και τις συνέπειες. Έχει αποδεχθεί ένα ισχυρό διεθνές πλαίσιο για το οποίο είτε δεν μιλά, εξωραΐζοντάς το, είτε συνθηματολογεί. Αλλά έχει αποδεχθεί και τον εαυτό της, την επαγγελματική σχέση με την πολιτική, τους ναρκισσισμούς, τις κομματικές ιδιοτέλειες και τη ναφθαλίνη του παρελθόντος.
Η υπερβολική αυτοπεποίθηση του αστικού μπλοκ και η άτεγκτη στάση της γερμανικής ηγεμονίας, έκαψε τις εναλλακτικές με τις οποίες λειτουργούσε επί χρόνια το πολιτικό σύστημα. Άλλωστε η μνημονιακή επίθεση δεν ήταν μια κλασική νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Αποτέλεσε σοκ και δέος και παρέσυρε στην ανυποληψία και την κρίση το πολιτικό δυναμικό που την διεκπεραίωσε. Ακόμη και σήμερα, οι κοινωνικές συμμαχίες που εκφράζονται πολιτικά από τη συγκυβέρνηση διαρκώς αποδιαρθρώνονται. Θεσμοί, πρόσωπα και σχήματα του παλιού πολιτικού και κομματικού σκηνικού απαξιώνονται. Αυτά, βοήθησαν στην εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση και στη βέβαιη πρωτιά του στις επόμενες εκλογές.
Όμως η αδυναμία οργάνωσης και κινητοποίησης από την Αριστερά και η καλλιεργημένη και συνειδητά διαχεόμενη πολιτική της ανάθεσης και της αναμονής, δημιουργεί μια κοινωνική κατάσταση που είναι πολλαπλά χρήσιμη για το σύστημα και την άρχουσα τάξη. Σήμερα, αλλά κυρίως στο μέλλον. Τέλος, όταν η λογική της τιμωρίας συγχέεται με το φόβο για τα χειρότερα, δημιουργεί μια ηττημένη λαϊκή ψυχολογία, χαμηλώνει τις ήδη χαμηλές προσδοκίες που εξαντλούνται στο «να φύγουν και βλέπουμε» ή «όπως και να ‘χει, χειρότεροι από τον Βενιζέλο και τον Σαμαρά δεν πρόκειται να υπάρξουν».
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε πρωταγωνιστική θέση, καθώς κάηκαν γρήγορα και αλόγιστα οι διαθέσιμες πολιτικές λύσεις του δικομματικού παιχνιδιού. Σε λίγες εβδομάδες, πριν τις εκλογές του Μάη του 2012, εκτινάχτηκε από ένα συμπαθητικό, αλλά περιορισμένο ποσοστό σε αξιωματική αντιπολίτευση. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει κυρίως μια μαζική ψήφο τιμωρίας και εμφανίζεται αντικειμενικά ανίκητος. Δεν εμφανίζει όμως κανένα από τα στοιχεία που θα περίμενε κανείς από μια τέτοια ανακατάταξη. Ουδείς ενθουσιασμός, καμιά αγωνιστικότητα, κανένα όραμα δεν πείθει, δεν συγκινεί, δεν συνεγείρει. Όχι μόνο ευρύτερα στρώματα λαού, αλλά ούτε καν τα ίδια τα μέλη και τους οπαδούς του. Η όποια λαϊκή προσμονή για διέξοδο από τα μνημονικά δεσμά, με αφετηρία την ανατροπή της συγκυβέρνησης έχει απομείνει, ψαλιδίζεται καθημερινά από τον εναγκαλισμό ΣΥΡΙΖΑ και συστήματος, από τις εντός πλαισίων και χαμηλών προσδοκιών εξαγγελίες του.
Η αξιωματική αντιπολίτευση ετοιμάζεται συντεταγμένα να κυβερνήσει χωρίς όμως όρους και συγκρούσεις. Με ελάχιστες δεσμεύσεις που κάθε μέρα ξεθωριάζουν και περισσότερο. Με διγλωσσία και μισόλογα. Με αποδοχή του πλαισίου στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα. Από το πλαίσιο αυτό –μην το ξεχνάμε- ξεπήδησε το μνημόνιο, η τρόικα, η επιτήρηση, η πτώχευση. Αντί για ολική ρήξη και προετοιμασία για σύγκρουση έχουμε συνομιλία με το σύστημα και προσπάθεια κατευνασμού του. Ενώ, η κυβέρνηση Αριστεράς αντικαθίσταται σταδιακά από κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» με ένα ελάχιστο πρόγραμμα «κοινωνικής ανακούφισης».
Το μνημόνιο φαίνεται ότι κλείνει τον πρώτο κύκλο ζωής, καθώς ολοκληρώνονται οι θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές. Πλέον αυτές οι αλλαγές έχουν γίνει πραγματικότητα, έχουν δημιουργήσει «κεκτημένα»: Το δημοσιονομικό πλεόνασμα, την τρομακτική υποτίμηση της εργασίας, τη στασιμότητα σε ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο μηδέν. Το ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αν θα αναγνωρίσει και θα αποδεχτεί αυτά τα κεκτημένα, κάνοντας απλώς παρεμβάσεις χωρίς δημοσιονομικό κόστος (πχ προστασία πρώτης κατοικίας), ή μέτρα που στην πραγματική ζωή δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις (πχ επαναφορά κατώτατου μισθού, με την ανεργία να ξεπερνά το 35%). Όλα δείχνουν ότι αυτή θα είναι η πορεία. Διατήρηση των σημαντικών και αιματηρών μνημονιακών κεκτημένων, μαζί με δειλά και οριακά μέτρα που θα δείχνουν τη «διαφορετικότητα» από τον Σαμαρά, αλλά που ταυτόχρονα θα αδυνατούν να ανατάξουν την κωματώδη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα και την φτώχεια και ανεργία που μαστίζει τον εργαζόμενο κόσμο.
Για να υπάρξει μια πραγματική τομή σημαίνει ότι το μνημονιακό κεκτημένο ξεθεμελιώνεται, ότι η επιτήρηση σπάει, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα αποδίδεται στους χαμένους της μνημονιακής περιόδου, και το κράτος –υπό μια κυβέρνηση της Αριστεράς- συνειδητά παρεμβαίνει χρηματοδοτώντας την ανάκαμψη, εθνικοποιώντας τράπεζες και επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας το σύνολο των οικονομικών και νομισματικών εργαλείων. Όλα τα παραπάνω φαίνεται να μην έχουν σχέση με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο δεν έχουν σχέση με την πραγματική πολιτική του. Η άρνηση ενός τέτοιου δρόμου, οδηγεί σε ένα οριακό «πρόγραμμα ανακούφισης», στην εθνική συνεννόηση, στη συμμαχία με άλλες κοινοβουλευτικές ομάδες, στο κάλεσμα στο «καλό» ΠΑΣΟΚ.
Το ΚΚΕ παραμένει πεισματικά έξω από τα επίδικα της περιόδου, σκιά ακόμη και του πρόσφατου – προ δεκαετίας – εαυτού του, καθόλου επικίνδυνο, καθόλου εχθρός του συστήματος. Με τη συντεταγμένη άρνηση των καλύτερων παραδόσεων, πρακτικών και θέσεων του κομμουνιστικού κινήματος (μέτωπα, πολιτική, αντιμπεριαλιστικά και αντικαπιταλιστικά καθήκοντα), έχει μετατραπεί σε σεχταριστική ομάδα που απλώς κληρονόμησε ένα μεγάλο τίτλο. Συνεχόμενα απογοητεύει μέλη και φίλους του, ασκεί γοητεία μόνο στις πιο περιθωριακές τροτσκιστικές αναφορές, οδηγείται στη λεηλασία από τον ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας μόνο στη μετά τη διάλυση δικαίωσή του.
Το κάδρο συμπληρώνει η διαλυτική αδυναμία και ο ναρκισσισμός της ηγετικής πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καταγεγραμμένη και αναγνωρίσιμη από μέλη και φίλους της που πλέον οδεύουν μαζικά είτε προς την ιδιώτευση και την αναμονή, είτε προς την κριτική και άκριτη στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς σχέδιο και χωρίς δυναμική, αναμένει επίσης το μοιραίο.
Η έννοια της Αριστεράς σήμερα αφορά τη σύγκρουση με το σύστημα – διεθνές και ντόπιο και την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων. Διευρύνεται ο κόσμος που ομολογημένα ή ανομολόγητα δεν πείθεται από τα υπαρκτά οργανωμένα σχήματα ακόμακαι αν στην απελπισία, την απόγνωση και το αδιέξοδο θα στηρίξει με μισή καρδιά και με ψαλιδισμένες προσδοκίες τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πολλοί αναγνωρίζουν τρεις κεντρικές ανάγκες: Πρώτον στη συνολική σύγκρουση με το σύστημα το οποίο επιλέγει πάντα την επίθεση και ποτέ την αυτοκτονία. Δεύτερον στο πρόγραμμα διεξόδου από τη κρίση αλλά και ανασυγκρότησης της χώρας. Και τρίτον στον αναγκαίο και καθοριστικό ρόλο του λαϊκού, του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος. Η παραδοξότητα είναι ότι ενώ υπάρχουν δυνάμεις που συμφωνούν σε αυτά, δεν προχωρούν σε μέτωπα ή σε κοινή δράση.
Φαίνεται πλέον, ότι απλά κληρονομήθηκαν τα σχήματα της Αριστεράς από μια προηγούμενη εποχή, και το μόνο ζητούμενο (για τις πλειοψηφίες αλλά και τις μειοψηφίες τους) είναι να διατηρηθούν αυτά τα σχήματα, ανεξαρτήτως ισχυρών διαφωνιών στο εσωτερικό τους και ισχυρών συμφωνιών με άλλα τμήματα και ρεύματα της Αριστεράς στο εξωτερικό τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα περίεργο χώρο χιλιάδων αριστερών, με χαρακτηριστικά παραίτησης, απογοήτευσης, καχυποψίας, επιφυλακτικότητας, αγνωστικισμού.
Το ερώτημα είναι: Μπορεί να υπάρξει δημιουργική διέξοδος, και αν ναι, σε ποιο χρόνο, με ποιο τρόπο, με ποιο πολιτικό και οργανωτικό σχέδιο;
Τι να κάνουμε; Ποιες επιλογές υπάρχουν, ποια σχέδια μπορούν να υλοποιηθούν;
Η πρώτη βαρύνουσα επιλογή είναι η στήριξη ή ακόμη και ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Ακολουθείται είτε ομολογημένα είτε ανομολόγητα από πολλούς, και συναντιέται με την έκκληση και τις εσωκομματικές επιδιώξεις της αριστερής του πτέρυγας. Ο στόχος είναι η αλλαγή των συσχετισμών. Το ερώτημα όμως είναι αν σήμερα αυτοί οι συσχετισμοί είναι δυνατόν να αλλάξουν μπροστά στο εκβιαστικό ενδεχόμενο της κατάληψης της κυβέρνησης, που και σε συνδυασμό με τη δημιουργία νοσηρών φιλοδοξιών, επιβάλει συμβιβασμούς και ευρυχωρίες; Υπάρχουν περιθώρια σήμερα για να αλλάξουν τα πράγματα εντός ΣΥΡΙΖΑ, όταν κατά βάση λειτουργεί ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ που δεν δέχεται καν επιβεβαίωση των συνεδριακών του θέσεων; Υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα ανευ και ερήμην μεγάλων κινημάτων; Υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα στον ΣΥΡΙΖΑ όταν δεν πιέζεται από τα αριστερά αλλά περικυκλώνεται από τα δεξιά;
Η δεύτερη προφανής επιλογή που επίσης υιοθετείται ομολογημένα ή ανομολόγητα, είναι να περιμένουμε το ατύχημα. Να κρατήσουμε στάση κριτικής υποστήριξης προπαγανδίζοντας συνθήματα και σλόγκαν, παραμένοντας μακριά από τον κόσμο, χωρίς να οικοδομούμε τίποτα. Με παράδοση στο διαλυτισμό και χωρίς να ασκούμε καμμιά επιρροή σε τίποτα και σε κανέναν. Αυτή η επιλογή είναι από αφελής έως επικίνδυνη. Δεν υπολογίζει δύο ορατούς κινδύνους: αυτόν της ιταλοποίησης της αριστεράς αλλά και τον κίνδυνο να ανοίξουν οι λεωφόροι των ακροδεξιών κρατικών και παρακρατικών κατάμαυρων πρακτικών.
Η τρίτη επιλογή είναι η συνέχεια στον ίδιο δοκιμασμένο δρόμο: Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα δικά της, αναμένοντας οι πιο ανήσυχοι μια συνδιάσκεψη που εκ των προτέρων γνωρίζουν ότι θα οδηγήσει στην ίδια παραλυτική κατάσταση. Το ΚΚΕ επίσης στην ίδια πορεία με τον ίδιο απωθητικό τρόπο και τα ίδια αποτελέσματα που οδηγούν στην «σταθεροποίηση» παρά στην αποσταθεροποίηση του συστήματος. Ίδια πρόσωπα, ίδιες ηγεσίες, ίδια «πρωτοτυπία».
Μια τέταρτη, δυσκολότερη και επίπονη επιλογή, που απαιτεί υπερβάσεις, τομές, ρήξεις, και αρνήσεις του κληρονομημένου μας εαυτού, είναι να πάρουμε πρωτοβουλίες που να στοχεύουν στη θετική υπέρβαση και απάντηση του ερωτήματος «μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, τι;». Αυτό σημαίνει μια τριπλή κίνηση και διαδικασία: (α) Την ενότητα αριστερών ομάδων, οργανώσεων και ανθρώπων χωρίς αποκλεισμούς. (β) Την πλατιά ενότητα στη βάση πολιτικών κατευθύνσεων και οικοδόμησης προγράμματος. Αφορά απαντήσεις και όχι συνταγές για κάθε χρήση. (γ) Την προσπάθεια να πάμε στον κόσμο, να στήσουμε ζωντανούς χώρους,να αποκτήσουμε πραγματικούς δεσμούς. Πράγμα απαιτητικό που προϋποθέτει αλλαγές σε γλώσσα, μορφή και χαρακτηριστικά. Αυτός ο συγκροτημένος πολιτικός χώρος θα προσπαθεί να συνομιλεί με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Θα προετοιμάζεται από τώρα, πολιτικά, κοινωνικά και προγραμματικά, και θα βρίσκεται σε θέσεις μάχης για τυχόν ατυχήματα και συγκρούσεις με το σύστημα. Θα ασκεί συγκεκριμένη και εμπεριστατωμένη κριτική και αντιπαράθεση στην καθημερινή δεξιά διολίσθηση της ηγετικής ομάδας. Δε μπορεί όμως να συγκροτηθεί ετεροκαθοριζόμενος από το ΣΥΡΙΖΑ, με βάση μια τακτική στιγμή.
Η δημιουργία ενός τέτοιου χώρου απαιτεί πάνω από όλα ρήξεις και τομές στα υπάρχοντα σχήματα. Δεν είναι συνηθισμένες τέτοιες «εκκλήσεις» αλλά σήμερα, ίσως χρειάζεται να γίνει πράξη η ρήση «να υπερβούμε το παρελθόν και τα σχήματα και ιδεολογικά ρεύματα που μας κληροδότησε για να ενωθούμε σε μια ανώτερη βάση». Σε διαφορετική περίπτωση το χρονικό είναι προδιαγεγραμμένο και η κατάληξη προαναγγελθείσα. Ουδείς δικαιούται να παριστάνει εκ των υστέρων τον έκπληκτο ή τον απατημένο. Σε μια περίοδο που η αντισυστημική και κομμουνιστική Αριστερά περνάει ισχυρή υπαρξιακή κρίση, απαιτούνται τολμηρές κινήσεις και υπερβάσεις. Απαιτείται να οικοδομηθεί ένας πολιτικός χώρος αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που να είναι γειωμένος στην κοινωνία και στα προβλήματά της, να προσπαθεί να δώσει απαντήσεις που θα πατάνε στη δυνατότητα –και όχι στην επιθυμία- επίλυσης του κοινωνικού προβλήματος. Αυτός ο χώρος, παρά τις ωραιοποιήσεις και τα φτιασιδώματα σήμερα δεν υπάρχει. Ένα βήμα σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι η συγκέντρωση δυνάμεων στη Μετωπική Συμπόρευση. Αυτό όμως δεν αρκεί. Απαιτούνται ευρύτερες ενότητα και περισσότερες δυνάμεις.
Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να παραβλέψει το άνοιγμα της απαγορευμένης συζήτησης για την κομμουνιστική Αριστερά. Η υποστολή του κομμουνιστικού προτάγματος, η κρίση και διάλυση κομμουνιστικών οργανώσεων και αναφορών, η αλλαγή των συσχετισμών μέσα στην Αριστερά, επιβάλει ένα νέο κύκλο αποπειρών και προσπαθειών. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει όσους επιθυμούν ή δηλώνουν κομμουνιστές, χωρίς αποκλεισμούς και ταμπουρώματα στα ιστορικά ρεύματα και σχήματα του παρελθόντος. Η απόπειρα για μια τέτοια διαδικασία συσσώρευσης δυνάμεων θα είναι παράλληλη και θα δοκιμάζεται μέσα από τον ενωτικό πολιτικό και μετωπικό χώρο, παρόλο που δεν τον αφορά όλο.
Σήμερα κάθε αριστερός πρέπει να κάνει επιλογές. Όχι εύκολες, όχι σίγουρες, όχι βολικές, αλλά με το βλέμμα στο μέλλον. Το ευρύτατο δυναμικό που αναφέρεται στην κοινωνική αλλαγή και στον κομμουνισμό, μπορεί να είναι τραυματισμένο, κουρασμένο ή απογοητευμένο. Όμως, όσο δεν αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες, κινδυνεύει να εκλείψει για πολλά χρόνια και η ελπίδα αλλά και η ικανότητα των ανθρώπων και της Αριστεράς να αλλάζουν την ιστορικά διαμορφωμένη μοίρα.
Μπορούμε να μείνουμε όπως είμαστε. Να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του δράματος από την πλατεία ή τον εξώστη, με καλύτερη ή χειρότερη θέα, και με την ελπίδα να γλυτώσουμε από τα θραύσματα της έκρηξης ή το δηλητήριο της διάλυσης. Μπορούμε έτσι να σώσουμε ένα μικρόκοσμο ακόμα πιο μικρό από τον σημερινό και να αναμένουμε για αρκετές ακόμα δεκαετίες μια επόμενη ευκαιρία. Ή μπορούμε να επιχειρήσουμε σήμερα, και όχι αύριο, να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της εποχής. Χωρίς βεβαιότητα ότι θα πετύχουμε. Αλλά με τη γνώση και τη συνείδηση ότι πράξαμε αυτό που ήταν σωστό και αναγκαίο.