Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Περιπλάνηση στις Σποράδες

του Μανώλη Ευγενιτάκη (Thalassa No 46)
Μικρονήσια των ΣποράδωνΜεγάλα νησιά, αλλά και μικρότερα ακατοίκητα, γαλάζια νερά συνδυασμένα με καταπράσινες ακτές, μαγευτικοί υπήνεμοι κόλποι και πλούσιοι βυθοί συνθέτουν ένα μαγικό κόσμο, σε απόσταση εκατόν πενήντα ναυτικών μιλίων από την Αθήνα, και εβδομήντα περίπου μιλίων από τη Χαλκιδική.

Το φουσκωτό κυλάει και απελευθερώνεται από τα δεσμά του τρέιλερ, κινείται για λίγο αργά, σαν να μην ξέρει πώς να διαχειριστεί την ελευθερία που του προσφέρει η απέραντη γαλάζια επιφάνεια, και μετά τον αρχικό δισταγμό του στρέφει την πλώρη του και κινείται αποφασιστικά προς τα ανοιχτά του κόλπου της Αναβύσσου.

Η πορεία στην οθόνη του GPS, σαφής και ακριβής: Πλεύση ανατολικά μέχρι τις Καβοκολώνες, στενό Μακρονήσου, ακτές ανατολικής Αττικής, νότιος και βόρειος Ευβοϊκός, δίαυλος Ωρεών και κατάληξη στο Πευκί. Συνολικά 140 μίλια περίπου, τα οποία θα προσπαθούσαμε να καλύψουμε μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας.
Με ταχύτητα 26-27 κόμβων πλεύσαμε το στενό της Μακρονήσου, σε μια απόλυτα ήρεμη θάλασσα και μετά με 2-3 μποφώρ στα πρίμα περάσαμε το νότιο Ευβοϊκό απολαμβάνοντας τα θαλασσινά τοπία, τον θαλασσινό αέρα και αυτή την απίστευτη αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει το θαλασσινό ταξίδι. Είχαμε μπροστά μας ένα ολόκληρο μήνα που θα μοιραζόμασταν με αγαπητούς φίλους τριγυρίζοντας στις Σποράδες, κυρίως τα μικρότερα νησιά που παρουσίαζαν για μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μετά το δίαυλο και την παλιά γέφυρα της Χαλκίδας, ο βόρειος Ευβοϊκός μας Λεφτός Γιαλόςυποδέχτηκε στρωμένος σαν γαλάζιο βελούδικο χαλί. Η Ευτυχία ανέλαβε να με ξεκουράσει στο τιμόνι και ξαπλωμένος στην πλώρη του φουσκωτού που έσκιζε θροΐζοντας τη μεταξωτή επιφάνεια του νερού, απολάμβανα το ταξίδι που μας πρόσφερε ο «ήρεμος» Ευβοϊκός. Όμως λίγο πριν από το βουνό Καντήλι της Εύβοιας, ο διπρόσωπος Ευβοϊκός άρχισε να μας δείχνει την άλλη του πλευρά, που εμφανίστηκε αρχικά με ένα ρυτίδιασμα της επιφάνειας του νερού, στη συνέχεια σαν μικρά αθώα προβατάκια που έτρεχαν χαρούμενα στο μπλε λιβάδι, για να μεταβληθούν, λίγο πριν τη Λίμνη, σε άγρια θηρία. Αθεράπευτα καλοπερασάκιας -μου αρέσει να ταξιδεύω με ήρεμες θάλασσες και τα «εξαράκια» και τα «εφταράκια», που κάποιοι ισχυρίζονται ότι απολαμβάνουν, εμένα μου προκαλούν απέχθεια- σκέφτηκα να πλησιάσω τις δυτικές ακτές της Εύβοιας όπου ο δαιμονισμένος αέρας που κατέβαινε από τα βουνά δεν προλάβαινε να σηκώσει κύματα, σκέψη όμως που απέρριψα αφού η παρέκκλιση αυτή θα μας στοίχιζε πολύ σε χρόνο.
Έτσι, με τον δυνατό καιρό στο πλάι ακολούθησα την ευθεία γραμμή του GPS μέχρι το σημείο που έφτανε κοντά στη στεριά, μερικά μίλια μετά την Αιδηψό. Λίγο μετά τις εγκαταστάσεις του Club Meditterane, αράξαμε κοντά στην ακτή για μια σύντομη στάση. Εδώ η γαλαζοπράσινη θάλασσα ήταν απόλυτα ήρεμη, τα πεύκα έφταναν μέχρι την ακτή και αφού περάσαμε αρκετή ώρα κολυμπώντας στα καθαρά νερά, ήπιαμε τον καφέ μας ξαπλωμένοι στα μαξιλάρια της πλώρης, απολαμβάνοντας όσα μας χάριζε απλόχερα η θάλασσα, από τις πρώτες κιόλας ώρες του ταξιδιού μας. Ήταν τόσο ωραία που, προς στιγμή, σκεφτήκαμε να διανυκτερεύσουμε εκεί και να συνεχίσουμε την επόμενη μέρα το ταξίδι μας, αλλά η σκέψη ότι στην Αλόννησο μάς περίμεναν ήδη ο Νίκος και η Ελευθερία, ενώ στη Θεσσαλονίκη ο Θωμάς περίμενε να φτάσουμε στις Σποράδες για να ξεκινήσει κι αυτός από τη Χαλκιδική, μας έκανε να τα μαζέψουμε και να συνεχίσουμε την πορεία μας προς το Πευκί.
Αργά το απόγευμα σηκώσαμε άγκυρα και λίγο αργότερα περνούσαμε το στενό των νησίδων Λιχάδες και βγήκαμε στο στενό των Ωρεών έχοντας στα όρτσα τον καιρό που είχε πέσει πια στα 3-4 μποφώρ. Λίγο πριν το σούρουπο μπαίναμε στο Πευκί, με βαριά γκρίζα σύννεφα να έχουν σκεπάσει τον μέχρι τότε καθαρό απογευματινό ουρανό.
Στο Πευκί, για ανεφοδιασμό και διανυκτέρευσηΣτο μικρό λιμανάκι μάς περίμενε ο Στέλιος, καλός φίλος που παραθέριζε στο Πευκί, για να μας υποδείξει το σημείο που θα δέναμε, αφού στο μικρό αλιευτικό καταφύγιο του χωριού τα αλιευτικά σκάφη είναι τόσα πολλά που τα γρι Πευκίγρι δένουν σε ντάνες των δύο ή και των τριών σκαφών. Ο Στέλιος με οδήγησε προς τα ρηχά και, αφού ρίξαμε την άγκυρα της πρύμνης ανάμεσα σε μερικές βαρκούλες δεμένες αρόδου, δέσαμε κάτω από την πλώρη ενός τεράστιου γρι γρι, με μερικά μόνο μέτρα ρηχής θάλασσας να μας χωρίζουν από την παραλία.
Αν περάσετε ποτέ από εκεί θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το μικρό λιμανάκι δεν προσφέρεται για διανυκτέρευση, λόγω των πολλών αλιευτικών σκαφών που δένουν εκεί, ενώ η προστασία που παρέχει δεν περιλαμβάνει τους δυτικούς καιρούς που πολύ συχνά είναι ιδιαίτερα έντονοι στην περιοχή. Προσφέρεται όμως για μια σύντομη στάση για ανεφοδιασμό σε καύσιμα (Γ. Βούλγαρης, τηλ. 6972-526396) και τρόφιμα, από τα πολλά super market που βρίσκονται κοντά στην παραλία ή -αν είστε τυχεροι- από τη μικρή υπαίθρια αγορά φρούτων και λαχανικών που αναπτύσσεται κάποιες μέρες στο χώρο δίπλα στο λιμάνι. Αφού δέσαμε πήραμε μερικά πράγματα από το φουσκωτό και πήγαμε στο σπίτι του Στέλιου όπου θα διανυκτερεύαμε. Το βράδυ μάς βρήκε στο γειτονικό Ασμήνι, στην ταβέρνα του φίλου Κώστα Ευθυμίου, να απολαμβάνουμε μερικά τσίπουρα και τους εύγευστους μεζέδες της Δέσποινας.
Το πρωί της επόμενης μέρας είχε βγάλει ένα τεσσάρι δυτικό και αφού φουλάραμε με καύσιμα αποχαιρετίσαμε τους φίλους, φύγαμε από το Πευκί με προορισμό την Αλόννησο.
Σύντομη στάση στο Ποντικονήσι
Βόρεια ΕύβοιαΜερικά μίλια ανατολικά, το Ποντικονήσι, ένα καταπράσινο νησάκι με υπήνεμα κολπάκια και ένα παλιό φάρο, μας έβαλε σε πειρασμό και λίγο αργότερα κολυμπούσαμε στα γαλάζια νερά του υπήνεμου μικρού κόλπου, στον οποίο υπάρχει μόνιμο ρεμέντζο για να δένουν τα καΐκια των ψαράδων της περιοχής.
Ο δυτικός καιρός είχε πέσει και η θάλασσα ήταν απόλυτα ήρεμη όταν βάλαμε πλώρη για τα δυτικά της Σκοπέλου, ένα πέρασμα 20 περίπου ναυτικών μιλίων. Πριν προλάβουμε να απολαύσουμε την ήρεμη πορεία μας, η θάλασσα άρχισε να αγριεύει και ο βόρειος καιρός έφτανε στα 6 μποφώρ, δημιουργώντας πολύ ψηλό κυματισμό κάτω από το μπουγάζι Σκιάθου - Σκοπέλου. Με τον καιρό στο πλάι φτάσαμε μέχρι τα δυτικά της Σκοπέλου και κάναμε μια ακόμη μικρή στάση στο Στάφυλο για μπάνιο και επικοινωνία με τους υπόλοιπους της παρέας. Ο Νίκος και η Ελευθερία έπιναν καφέ στη Χώρα της Αλοννήσου, απολαμβάνοντας τη θέα προς τη Σκόπελο, και ο Θωμάς είχε ξεκινήσει από το Παλιούρι για την Αλόννησο.
Στο Πατητήρι της Αλοννήσου
Μετά από λίγη ώρα, και αφού διαπίστωσα ότι κάπου μεταξύ Ποντικονησιού και Στάφυλου είχα χάσει το αγαπημένο μου καταδυτικό ρολόι, μπαίναμε στο Πατητήρι αναζητώντας το σκάφος του Νίκου που είχε δέσει εκεί, όταν είδαμε ένα λιμενικό να πλησιάζει οδηγώντας ένα μικρό μηχανάκι. Αφού μας καλημέρισε ευγενικά, μας ζήτησε να κατευθυνθούμε στην άλλη πλευρά του λιμανιού όπου υπήρχαν θέσεις για να δέσουμε. Κατευθυνθήκαμε αργά προς το σημείο που μας υπέδειξε και όταν φτάσαμε εκεί μας περίμενε για να μας κατευθύνει στο σωστό σημείο.
Πατητήρι της ΑλονήσουΟμολογώ ότι μου έκανε εντύπωση η άψογη συμπεριφορά των λιμενικών, που όσες φορές πιάσαμε στο Πατητήρι -σταθμό ανεφοδιασμού σε καύσιμα, τρόφιμα και πάγο όσες μέρες μείναμε στις Σποράδες-, είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε. Αεικίνητοι οι λιμενικοί, βρίσκονταν πάντα στο σημείο που προσέγγιζε κάποιο σκάφος για να δέσει, κάνοντας ό,τι είναι δυνατόν για να διευκολύνουν τα σκάφη και να βολέψουν τους πάντες, σε ένα λιμάνι που έσφυζε από σκάφη.
Αφού ολοκληρώσαμε τον εφοδιασμό του σκάφους και ήπιαμε τον καφέ μας σε μια από τις καφετέριες που βρίσκονται στο λιμάνι, έφτασαν ο Νίκος, η Ελευθερία και η Ρόουζ, η σκυλίτσα τους, που κατέβηκαν από τη Χώρα με τα πόδια, ακολουθώντας την ωραία διαδρομή που χαράζει στο πευκόφυτο τοπίο το λιθόστρωτο μονοπάτι που τη συνδέει με το Πατητήρι.
Μετά από λίγο τα δύο φουσκωτά άφηναν το λιμάνι με κατεύθυνση τις νότιες ακτές της Περιστέρας, όπου σε ένα μικρό κολπίσκο μάς περίμενε ο Θωμάς που είχε φτάσει αρκετή ώρα πριν, έχοντας διανύσει την απόσταση που μας χώριζε από το Παλιούρι κάτω από κακές καιρικές συνθήκες, με μια απειλητική καταιγίδα να τον ακολουθεί συνεχώς.
Ο καιρός είχε χαλάσει, βαριά σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό και ο Στέλιος μάς ενημέρωσε ότι στη βόρεια Εύβοια ήδη είχε ξεσπάσει καταιγίδα, η οποία κατευθυνόταν προς τις Σποράδες.
Καταιγίδα στο Λεφτό Γιαλό
Έπρεπε να βρούμε ένα σίγουρο αγκυροβόλιο για να περάσουμε τη νύχτα και αργά το απόγευμα, αφού περάσαμε από τη Στενή Βάλα στην προβλήτα της οποίας τα σκάφη στριμώχνονταν ασφυκτικά, μπήκαμε στο Λεφτό Γιαλό, όπου ανακαλύψαμε μια μικρή προβλήτα στα δεξιά του κόλπου, λίγο πριν από την παραλία. Με τον καιρό να φορτώνει συνεχώς δέσαμε τα σκάφη και έσπευσα να τοποθετήσω την τέντα ύπνου, πριν ξεσπάσει η βροχή και βραχούν τα μαξιλάρια της πλώρης στα οποία θα κοιμόμασταν.
ΣκάντζουραΜε το πρώτο σκοτάδι και υπό τους ήχους των κεραυνών που έπεφταν πολύ κοντά πια, φτάσαμε στην ταβέρνα που απέχει μερικά μέτρα από την παραλία. Πριν φτάσουν τα τσίπουρα που παραγγείλαμε, η καταιγίδα ξέσπασε με μανία. Οι ουρανοί άνοιξαν, η δυνατή βροχή έπεφτε σαν καταρράκτης και οι κεραυνοί με τις αστραπές φώτιζαν εκκωφαντικά το νυχτερινό τοπίο της πρώτης μας νύχτας στις Σποράδες!
Παρακολουθώντας την απίστευτη ποσότητα του νερού που έπεφτε από τον νυχτερινό ουρανό μακάριζα τον εαυτό μου που έστω και την τελευταία στιγμή έφτιαξα μια τέντα ύπνου για το σκάφος, η οποία, όπως απεδείχθη, είναι απαραίτητη για αυτή την περιοχή. Επειδή μου αρέσει το ανοιχτό φουσκωτό σκάφος δεν φτιάχνω ποτέ μόνιμη τέντα και βρήκα τη λύση μιας ελαφριάς κατασκευής με δύο λυόμενες αψίδες την οποία τοποθετώ και αφαιρώ εύκολα μέσα σε πέντε λεπτά, εξασφαλίζοντας προστασία από την υγρασία, η οποία τη συγκεκριμένη νύχτα ήταν λίγο πιο έντονη! Αν τύχει να διανυκτερεύσετε στο Λεφτό Γιαλό πρέπει να γνωρίζετε ότι ο υπήνεμος κόλπος δεν παρέχει προστασία από τον ανατολικό καιρό και ότι κατά τις δέκα το πρωί έρχονται από το Πατητήρι δύο καΐκια τα οποία κατεβάζουν στη μικρή προβλήτα τουρίστες που έρχονται για να κάνουν το μπάνιο τους στην παραλία.
Το πρωί τίποτα δεν θύμιζε όσα είχαν γίνει την προηγούμενη νύχτα. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, ο ήλιος έλαμπε και το πρωινό μπάνιο ήταν απόλαυση. Μετά από ένα πλούσιο πρωινό αποφασίσαμε να βάλουμε πλώρη για τα Σκάντζουρα, πρώτο σταθμό της περιπλάνησης μας στα μικρονησια των Σποράδων. Το δελτίο καιρού που εξέδωσε... ο Στέλιος από το Πευκί προέβλεπε καλό καιρό και αφήσαμε πίσω μας την Αλόννησο με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Η πορεία μας περνούσε κοντά από τις νησίδες Αδέλφια και λίγο αργότερα προσεγγίζαμε τα Σκάντζουρα που απέχουν από το Πατητήρι περίπου 13 μίλια.
Στα Σκάντζουρα
Ο Θωμάς, ο οποίος είχε επισκεφθεί πολλές φορές την περιοχή, μας οδήγησε στα νότια του νησιού και αφού προσπεράσαμε το νοτιότερο κάβο του, στρέψαμε αριστερά και μπήκαμε σε ένα υπέροχο κόλπο με γαλαζοπράσινα νερά, όπου θα διανυκτερεύαμε. Σε μια σύντομη σύσκεψη, τα σχέδια για επίσκεψη στο παλιό μοναστήρι του νησιού Σκάντζουρααναβλήθηκαν για την επομένη και αποφασίσαμε να περάσουμε την υπόλοιπη μέρα απολαμβάνοντας τη θάλασσα. Με τα υπέροχα νερά να μας καλούν ρίξαμε βιαστικά άγκυρα και σκορπίσαμε κολυμπώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, εξερευνώντας το βυθό του υπέροχου κόλπου.
Τα Σκάντζουρα διαθέτουν πολλούς μικρούς κόλπους που παρέχουν προστασία από όλους σχεδόν τους καιρούς και στη δυτική πλευρά τους ξετυλίγεται μια κορδέλα από βραχονησίδες με κατεύθυνση από βοριά προς νότο. Πιο εντυπωσιακή η βραχονησίδα «Γλύφα» στα βόρεια, το κεντρικό μέρος της οποίας έχει καταβυθιστεί, με τα δύο άκρα της που έμειναν στην επιφάνεια να προκαλούν τη φαντασία του επισκέπτη. Στο εσωτερικό, μοναδικό αξιοθέατο το ερειπωμένο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας στο ψηλότερο σημείο του νησιού, το οποίο μπορεί να επισκεφθεί κάποιος αφού προσεγγίσει από τα δυτικά και στη συνέχεια ακολουθώντας το μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του λόφου.
Νωρίς το απόγευμα τα τρία φουσκωτά, εφοδιασμένα με καλάμια ελαφριάς συρτής, άρχισαν να χτενίζουν αργά τις ακτές του νησιού για να εξασφαλίσουμε το βραδινό φαγητό της παρέας. Η ελαφριά συρτή είναι ένα απλό και ευχάριστο ψάρεμα που γίνεται με ταχύτητα τριών περίπου κόμβων, στο οποίο μπορεί να συμμετέχει όλη η παρέα και είναι τόσο αποδοτικό ώστε να εξασφαλίζει φρέσκα ψάρια σε όλη τη διάρκεια των διακοπών.
Ο νεοφώτιστος Θωμάς κυνήγησε με πάθος τα μελανούρια στις νότιες ακτές, ο Νίκος με την Ελευθερία στα δυτικά, κι εγώ με την Ευτυχία στα ανατολικά. Την απολαυστική απογευματινή βαρκάδα, πάντα με το απαραίτητο καφεδάκι, διέκοπτε κάθε τόσο ο ήχος του μηχανισμού που ξετυλιγόταν από το τράβηγμα κάποιου πιασμένου μελανουριού σεβαστού μεγέθους.
ΣποράδεςΜια ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα συγκεντρωθήκαμε στον κόλπο που θα διανυκτερεύαμε και δέσαμε με την πλώρη στην ομαλή βραχώδη ακτή, που μας εξασφάλιζε εύκολη πρόσβαση στη στεριά.
Ο απαραίτητος εξοπλισμός μεταφέρθηκε στα βράχια και το βράδυ τα πεντανόστιμα τηγανιτά μελανούρια συνδυάστηκαν με μια πλούσια ντοματοσαλάτα, υπέροχο σπιτικό τσίπουρο, που είχε φέρει μαζί του ο Θωμάς, και μια εξ ίσου υπέροχη νυχτερινή θάλασσα, που πάνω της καθρεφτιζόταν τρεμοπαίζοντας μια λεπτή φέτα φεγγαριού.
Νωρίς το απόγευμα της επόμενης μέρας και αφού είχαμε εξερευνήσει όλες τις ακτές του νησιού προσεγγίσαμε τη δυτική πλευρά του νησιού και δέσαμε τα σκάφη στο σημείο από το οποίο αρχίζει το μονοπάτι που οδηγεί στο μοναστήρι που φαίνεται από τη θάλασσα. Τα βράχια στο σημείο αυτό της ακτής είναι κάθετα, σαν κύβοι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, κι ανάμεσά τους βρίσκονται σφηνωμένα κάθετα μερικά καδρόνια που χρησιμεύουν για το δέσιμο των σκαφών που προσεγγίζουν. Η παρέα γούσταρε καφεδάκι, λουκούμια και βανίλια-υποβρύχιο στο μοναστήρι. Τοποθετήσαμε λοιπόν όλα τα χρειώδη σ' ένα σακκίδιο, ανηφορίσαμε ακολουθώντας το χαραγμένο στο έδαφος μονοπάτι που μας οδήγησε μέσα από το δάσος προς το μοναστήρι. Μετά από είκοσι περίπου λεπτά πεζοπορίας βρεθήκαμε μπροστά στα μισοερειπωμένα πέτρινα κτίσματα του μικρού μοναστηριού που έδειχνε να έχει εγκαταλειφθεί πολλά χρόνια πριν στην τύχη του. Με προσοχή αρχίσαμε να εξερευνούμε το εσωτερικό των ετοιμόρροπων κτισμάτων και τα σκονισμένα απομεινάρια της προηγούμενης ζωής τους που κρέμονταν από τους παλιούς τοίχους ή βρίσκονταν σκόρπια στις σανίδες των ξύλινων πατωμάτων. Μέσα από τα ανοίγματα των μικρών παραθύρων αγναντέψαμε τις ίδιες θαλασσινές εικόνες που έβλεπαν μερικούς αιώνες πριν τα μάτια των απομονωμένων μοναχών. Μέσα σ' ένα μικρό περίβολο ανακαλύψαμε την είσοδο της εκκλησιάς που δέσποζε με τον τρούλο της στο θαλασσινό τοπίο. Ήταν το πιο καλοδιατηρημένο κτίσμα χάρη στις φροντίδες των πιστών και κάποιου φύλακα που, όπως μάθαμε αργότερα, ζούσε μέχρι πρόσφατα εκεί. Τα εξωτερικά σκαλιά του γειτονικού κτιρίου μάς οδήγησαν σε μια μικρή αίθουσα με ένα μεγάλο τοξωτό παράθυρο που έβλεπε δυτικά. Ξεχωρίσαμε τα «Δύο Αδέλφια» και πίσω τους τον μακρόστενο όγκο της Αλοννήσου. Ήπιαμε τον απογευματινό καφέ μέσα στο παλιό δωμάτιο, που στο πάτωμά του υπήρχε το στόμιο μιας δεξαμενής που συγκέντρωνε το βρόχινο νερό, και όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει πίσω από τη κορυφογραμμή της Αλοννήσου πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Χρήσιμα...
βελάκιΑν βρεθείτε στο Πατητήρι ή στη Στενή Βάλα, για καύσιμα καλέστε στο κινητό 6977-774382 (πρατήριο της ELIN). Πάγο θα βρείτε μόνο στο λιμάνι του Πατητηριού, κοντά στην αφετηρία των λεωφορείων, στο παγοποιείο του Συνεταιρισμού Αλιέων του νησιού, και νερό στην προβλήτα που δένουν τα τουριστικά σκάφη, αφού συνεννοηθείτε με τον υπάλληλο του Δήμου που το διαχειρίζεται. Ο πάγος σε φολίδες που παράγει το παγοποιείο δεν περιέχει αμμωνία, πράγμα που σημαίνει ότι μπορείτε να τον χρησιμοποιήσετε στα ποτά και τον καφέ σας, αλλά δεν κρατάει πολύ και χρειάζεται ανανέωση πιο συχνά. Για τα τρόφιμα, τα φρούτα και το πόσιμο νερό -αν σας ενοχλεί η νοοτροπία της αρπαχτής και η αισχροκέρδεια- προτιμήστε τα super market που βρίσκονται στο εσωτερικό του οικισμού, κατά μήκος των δρόμων που οδηγούν στο λιμάνι. Αν θελήσετε να επισκεφθείτε την πανέμορφη Χώρα, μπορείτε να το κάνετε είτε με το λεωφορείο της άγονης γραμμής, το οποίο κάνει το δρομολόγιο κάθε μισή ώρα, ή με ταξί, το οποίο θα σας ανεβάσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προλάβει την επόμενη κούρσα, και στη συνέχεια, μπορείτε να απολαύσετε τον περίπατο σας στα γραφικά δρομάκια της Χώρας της Αλοννήσου, τη θέα από ψηλά, τον καφέ, τα παγωτά και - κυρίως!- τα υπέροχα γλυκά στο «Χαγιάτι», και φαγητό στις ταβέρνες που έχουν βγάλει τα τραπεζάκια τους στο λιθόστρωτο.
Από νωρίς το απόγευμα είχε αρχίσει να φυσάει νοτιοανατολικός, που δυνάμωνε συνεχώς. Έτσι αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε στη δυτική πλευρά του νησιού και επιστρέφοντας από το μοναστήρι κατευθυνθήκαμε νότια, προς ένα μικρό υπήνεμο κόλπο που βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τη νησίδα Πράσσο. Εκεί είδαμε ότι είχαν δέσει πλάι πλάι μερικά καΐκια επαγγελματιών ψαράδων και δέσαμε κοντά τους για να περάσουμε τη νύχτα.
Στην Περιστέρα, καταιγίδα και νέοι φίλοι
Την επόμενη μέρα βάλαμε πλώρη για το Πατητήρι, το σταθμό ανεφοδιασμού μας, και από κει είχαμε σκοπό να φύγουμε προς τον επόμενο σταθμό του ταξιδιού μας, την Κυρά Παναγιά, αν μια σειρά καθυστερήσεων δεν μας κράταγε μέχρι αργά το απόγευμα στο λιμάνι. Το ίδιο απόγευμα έφτασαν ο Μιχάλης και η Μαρία που ήρθαν από την Αθήνα με το φουσκωτό τους, ανεβάζοντας τον αριθμό των φουσκωτών της παρέας στα τέσσερα σκάφη.
Αξιοποιήσαμε τις τελευταίες ώρες της μέρας με κολύμπι και ψάρεμα και λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα δέσαμε σε μια υποτυπώδη μικρή προβλήτα στη νότια πλευρά του μεγάλου κόλπου που βρίσκεται στη μέση της δυτικής πλευράς της Περιστέρας.
ΠεριστέραΌταν μετά το βραδινό φαγητό -με φρέσκα ψάρια βέβαια- αποσυρθήκαμε για ύπνο, η Μαρία διαπίστωσε ότι όλα τους τα ρούχα καθώς και τα sleeping bags, είχαν γίνει μούσκεμα από το νερό μιας εύκαμπτης δεξαμενής νερού που πλημμύρισε το ταμπούκι. Απελπισμένη η Μαρία, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν είχαν πλέον κανένα ρούχο στεγνό! Αφού τους βολέψαμε με ένα τρίτο sleeping bag που είχαμε μαζί μας, πέσαμε για ύπνο. Ήταν περίπου μια μετά τα μεσάνυχτα και βρισκόμασταν στον πρώτο μας ύπνο, όταν η ήρεμη θάλασσα μεταβλήθηκε ξαφνικά σε κόλαση από ένα ισχυρό δυτικό άνεμο, αναγκάζοντάς μας να λύσουμε γρήγορα, να σηκώσουμε άγκυρα και να αναζητήσουμε απάγκιο μέσα στο πυκνό σκοτάδι, υπό τον ήχο των κεραυνών που έπεφταν δυτικά. Στη συνεννόηση που κάναμε με τα VHF, πρότεινα να μετακινηθούμε προς την Αλόννησο που απάγκιαζε, αλλά ο Θωμάς επέμενε να κινηθούμε προς τη βόρεια πλευρά του κόλπου, σ' ένα σημείο που είχε δει το απόγευμα, και που έκρινε ότι προφυλασσόταν από όλους τους καιρούς.
Πλεύσαμε αργά μέσα στο σκοτάδι, και το ίδιο έκαναν όλα σχεδόν τα σκάφη που είχαν αγκυροβολήσει σε διάφορα σημεία του ανοιχτού κόλπου. Μετά από λίγο βρεθήκαμε σε ένα μικρό κολπίσκο στον οποίο βρίσκονταν αραγμένα πολλά σκάφη, μεταξύ των οποίων και δύο μεγάλες ανεμότρατες. Φωτίζοντας με τους φακούς εντοπίσαμε δύο μικρές προβλήτες που πλαισίωναν τις εγκαταστάσεις ενός παλιού καρνάγιου και καταφέραμε να βολευτούμε δένοντας δύο σκάφη στη μια και τα άλλα δύο στην άλλη, όπου υπήρχε ήδη δεμένο ένα καΐκι.
Μοναστήρι στα ΣκάντζουραΤο Βασιλικό, έτσι ονομάζεται ο μικρός κόλπος της Περιστέρας, δικαίωσε την επιλογή του Θωμά και ασφαλείς πλέον πέσαμε και πάλι για ύπνο, υπό τους ήχους των κεραυνών που πλησίαζαν απειλητικά. Η καταιγίδα έφτασε σε μας νωρίς το πρωί και η καταρρακτώδης βροχή μας ανάγκασε να ενισχύσουμε τις τέντες των σκαφών για να αποφύγουμε το νερό που θα έμπαινε από τις ραφές ή τα φερμουάρ. Μια ελαφριά τετράγωνη τέντα ηλίου απεδείχθη σωτήρια όταν τοποθετήθηκε διαγώνια πάνω από την τέντα του σκάφους και δέθηκε πρόχειρα στις τέσσερις γωνίες της. Η καταιγίδα απομακρύνθηκε κατά τις εννιά το πρωί, δίνοντας τη θέση της σε ένα συννεφιασμένο ουρανό που άφηνε ελάχιστες ευκαιρίες στις ακτίνες του ήλιου να φτάσουν στη γη. Όταν βεβαιωθήκαμε ότι η ταλαιπωρία μας είχε τελειώσει βγάλαμε ένα τραπεζάκι και καρέκλες στη μικρή προβλήτα, απλώσαμε τα συμπράγκαλά μας και φτιάξαμε ζεστό καφέ τυλιγμένοι στις νιτσεράδες μας, ενώ ο Μιχάλης με τη Μαρία βρήκαν την ευκαιρία να απλώσουν τα βρεγμένα τους ρούχα, ανάμεσα σε δύο συκιές που βρίσκονταν στην παραλία.
Γρήγορα η πρόχειρη... καφετέρια που στήσαμε στην προβλήτα έγινε τόπος συνάντησης, γνωριμίας και συζήτησης με τους λιγοστούς κατοίκους του Βασιλικού. Κάποια στιγμή μια μικρή βάρκα ξέκοψε από την τράτα «Άνεμος» και έδεσε στη μικρή προβλήτα που είχαμε καταλάβει. Ο Παναγιώτης, ιδιοκτήτης της ανεμότρατας, προστέθηκε στην παρέα και λίγο αργότερα μας κάλεσε για φαγητό στην τράτα, όπου έμενε το καλοκαίρι με τη σύζυγο του, φιλοξενώντας και τον εγγονό του.
ΨάρεμαΝωρίς το μεσημέρι, η μικρή βαρκούλα, με δύο δρομολόγια, μας μετέφερε στο μεγάλο σιδερένιο σκάφος.
Όσο η κυρία Αλεξάνδρα ολοκλήρωνε την προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, ο Παναγιώτης μάς ξενάγησε στα άδυτα της ανεμότρατας, εξηγώντας μας τον τρόπο ψαρέματος, δείχνοντάς μας τις καλάδες στις οθόνες των οργάνων που γέμιζαν το πιλοτήριο. Το τραπέζι, το οποίο βρισκόταν στρωμένο στο κατάστρωμα, στολίστηκε λίγο αργότερα με τηγανητά ψάρια, μια πλούσια ντοματοσαλάτα, υπέροχες στριφτές τυρόπιττες και ντόπιο τσίπουρο. Αρχίσαμε να τρώμε, γουργουριζοντας σαν γάτες από την ευχαρίστηση όποτε δαγκώναμε τις στριφτές τηγανιτές τυρόπιττες της Αλέξανδρας, και σε λίγο είχαν απομείνει στο τραπέζι μόνο άδεια πιάτα και μισογεμάτα ποτήρια με τσίπουρο. Ώρα για συζήτηση λοιπόν κι ο Παναγιώτης είχε πολλές ιστορίες να μας διηγηθεί από την πολύχρονη ενασχόλησή του με τη θάλασσα. Μακρινές ιστορίες που χάνονταν στο βάθος του χρόνου, εικόνες μιας Ελλάδας που χάνεται αργά και αμετάκλητα, σαν παλιό σπασμένο σκαρί που τα απομεινάρια του σαπίζουν μισοθαμμένα στην άμμο της παραλίας. Κάποια στιγμή η συζήτηση ξεστράτισε στο ψάρεμα κι όταν ο Παναγιώτης έμαθε ότι πιάναμε μελανούρια με ελαφριά συρτή έδειξε να εντυπωσιάζεται αφού, όπως μας είπε, με τον αδελφό του τραβούσαν με τις ώρες συρτή χωρίς να καταφέρνουν πολλά πράγματα. Έχοντας αποφασίσει να μείνουμε στο Βασιλικό εκείνη τη μέρα και να φύγουμε την επομένη για την Κυρά Παναγιά, τον κάλεσα για ψάρεμα το απόγευμα, ώστε να μάθει με ποιο τρόπο πιάνουμε τα μελανούρια που με τόσο πάθος προσπαθούσε να πιάσει τόσο καιρό.
Πράγματι, το απόγευμα φύγαμε με το σκάφος μου και αρχίσαμε το ψάρεμα κινούμενοι αργά κοντά στις δυτικές ακτές της Περιστέρας. Ο Θωμάς, η Ελευθερία και η Μαρία θα αξιοποιούσαν το απόγευμα για περπάτημα μέχρι την πηγή που βρισκόταν ψηλά, πάνω από το σημείο που είχαμε δέσει την προηγούμενη νύχτα, στα δυτικά του κόλπου.
Στις θήκες, που βρίσκονται τοποθετημένες στις δύο πλευρές της κονσόλας του φουσκωτού βρίσκονταν τοποθετημένα δύο ελαφριά καλάμια spinning και όταν το πρώτο μελανούρι χτύπησε στο μικρό τεχνητό δόλωμα που τραβούσαμε άρχισα να το μαζεύω, συνιστώντας στον Παναγιώτη να παρακολουθήσει με προσοχή τον τρόπο που χειριζόμουνα το καλάμι. Όταν το δεύτερο μελανούρι χτύπησε, του έδειξα το καλάμι και του ζήτησα να βγάλει το Βασιλικόψάρι. Μετά τον πρώτο δισταγμό πήρε το καλάμι στα χέρια του και άρχισε να μαζεύει, λίγο άγαρμπα στην αρχή, μέχρι που το ψάρι έφτασε στο σκάφος. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη με την αποτελεσματικότητα της τεχνικής, και λίγο αργότερα, μετά το τέταρτο - πέμπτο ψάρι που είχε βγάλει, τον ακούσαμε έκπληκτοι να μονολογεί: Λέμε κι εμείς μετά ότι είμαστε ψαράδες! Βάλαμε τα γέλια με την Ευτυχία -ο Νίκος ήταν απασχολημένος με ένα μεγάλο μελανούρι που έβγαζε εκείνη την ώρα- με το συλλογισμό αυτού του ανθρώπου που έβγαζε τόνους ψάρια κάθε μέρα με την ανεμότρατά του. Εν τω μεταξύ, οι άλλοι είχαν κατέβει από το βουνό κουβαλώντας τρία τεράστια πλαστικά μπουκάλια με νερό της πηγής και μια λεκάνη πλυμένα ρούχα και ο Θωμάς -μανιώδης ψαράς πλέον- άρχισε να ψαρεύει κι αυτός. Το σούρουπο, όταν επιστρέψαμε στο Βασιλικό, στα ψάρια που είχαμε πιάσει προστέθηκε και η ψαριά του Θωμά, και όλα μαζί τα προσφέραμε στον Παναγιώτη, αφού το δείπνο μας εκείνη τη μέρα προέβλεπε μακαρονάδα, και μάλιστα σε διάφορες παραλλαγές, από τα χέρια του Θωμά! Επιστρέφοντας λοιπόν ο Παναγιώτης στην τράτα με μια λεκάνη ψάρια, δέχτηκε την επιτιμητική ματιά της Αλεξάνδρας και το σχόλιο: «Αυτοί είναι ψαράδες, βρε Παναγιώτη, όχι εσύ!». Το περιστατικό μάς το διηγήθηκε γελώντας ο Παναγιώτης, το πρωί της επόμενης μέρας, την ώρα που πίναμε τον καφέ μας στη μικρή προβλήτα. Μετά το μεσημέρι, αφού αποχαιρετίσαμε τους νέους μας φίλους, εγώ και η Ευτυχία πήγαμε μέχρι τη Στενή Βάλα για να γεμίσουμε τις δεξαμενές του σκάφους με νερό -υπάρχουν λάστιχα για αυτό το σκοπό έξω από τις ταβέρνες που βρίσκονται κατά μήκος της προβλήτας - και η υπόλοιπη παρέα έφυγε για την Κυρά Παναγιά, όπου θα τους βρίσκαμε αργότερα.
Τέλος του πρώτου μέρους
Διαβάστε το 2ο μέρος εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger