Λίλα Μήτσουρα
Μυρίζει άσχημα. Μυρίζει θάνατο.
Ετούτος ο χειμώνας θα είναι πράγματι βαρύς. Θα κουβαλάει πτώματα.
Θα κουβαλάει πεθαμένες συνειδήσεις. Θα κουβαλάει ανύπαρκτες
επαναστάσεις. Αυτός ο χειμώνας μυρίζει άσχημα. Μυρίζει σαπίλα. Κλείσε τα
παράθυρα σου γρήγορα! Θα μπει η οσμή μέσα στο σπίτι σου και θα σου
χαλάσει την εορταστική ατμόσφαιρα.
Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Στόλισες δέντρο? Φτιάξε και κουραμπιέδες πολλούς, να πάρει την οσμή του θανάτου το φρέσκο βούτυρο. Μην επιτρέψεις σε κανέναν και τίποτα να σε βγάλουν από την νιρβάνα σου. Παίξτο και για λίγο πονόψυχος και καλός άνθρωπος και σβήσε τις ενοχές σου με μια τσάντα τρόφιμα από το Σούπερ Μάρκετ για τους πεινασμένους. Όλα καλά λοιπόν.
Προσπέρνα βιαστικά εκείνον τον άστεγο που κοιμάται σε ένα τετράγωνο χαρτόκουτο, στα στενά κάτω από την Ακρόπολη. Σου χαλάει την διάθεση. Σε στεναχωρεί. Και αυτή η μαύρη γάτα που κρατάει αγκαλιά.....Ίσως αν σε ξαναβγάλει ο δρόμος από εκεί να περάσεις να του αφήσεις μια κουβέρτα.
Κλείσε καλά τα παράθυρα, βρέχει πολύ αυτές τις μέρες.
Παρασέρνει κόπους, ιδρώτα, ανθρώπους. Η φύση είναι θυμωμένη. Γιατί άραγε? Κλείσε και τα εξώφυλλα να προστατευθείς καλύτερα. Τα πτώματα περνούν από μπροστά σου. Ένα δάκρυ τους πρέπει τι λες? Ευτυχώς εσύ είσαι καλά ακόμα. Λυπήθηκες τι άλλο να κάνεις? Ευτυχώς που δεν ήταν δικός σου άνθρωπος. Ξένος πόνος.
Μπήκε ο χειμώνας. Έπιασε κρύο. Ένα παιδί πέθανε από αναθυμιάσεις από το μαγκάλι που έβαλε η μάνα του να ζεσταθεί. Έλα, περιμένω... Πες κάτι για αυτήν την ανεύθυνη μάνα. Μα καλά μυαλό δεν είχε? Μη κάνεις το λάθος να μπεις στη θέση της. Εκείνην την ώρα που προσπαθεί να ξυπνήσει το παιδί της. Εκείνην την ώρα που του τρίβει τα χέρια για να το ζεστάνει, να το ζωντανέψει. Μην ακούσεις τις κραυγές της για βοήθεια. Μην αισθανθείς τις ενοχές της. Μη νιώσεις την τρέλα της.
Τη σάρκα από την σάρκα της ήθελε να ζεστάνει. Το αίμα από το αίμα της. Και αυτό έφυγε τελικά παγωμένο. Έλα κρίνε την από θέση ισχύος. Κρίνε την από τη βολή του καναπέ σου. Μα τι ηλίθια που ήταν! Σωστά?
ΕΕΕ ΣΚΑΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!! ΣΚΑΣΕ! και γίνε για λίγο άνθρωπος!
Νιώσε το παγωμένο κορμάκι στην αγκαλιά σου. Νιώσε το παγωμένο κορμί της μάνας. Το νεκρό κορμί της μάνας. Ανόητε! θα μπορούσες να ήταν το δικό σου παιδί αυτό που κείτεται νεκρό. Θα μπορούσες να ήσουν εσύ αυτός που παρέσυρε το ρεύμα της βροχής. ΕΣΥ!!!!!
Βάλε τα παπούτσια του άστεγου, του μετανάστη, του άνεργου, ζήσε για λίγο τη ζωή του. ΝΙΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ!!! Νιώσε το πανικό του την αγωνία του, τον πόνο του. Σου είπε κανείς ότι έχεις υπογράψει συμβόλαιο με τον Θεό σου και θα ζεις αιώνια και όπως θες εσύ? Ποιος είσαι τελικά? Επειδή το παίζεις συμπονετικός και χύνεις και κάποιο δάκρυ, κάπου κάπου, πας και μερικά τρόφιμα και ρούχα για τους άστεγους, έκλεισες ως άνθρωπος?
Ο χειμώνας ήρθε. Βαρύς και ασήκωτος. Κουβαλάει ήδη πτώματα με το έμπα του.
Μυρίζει άσχημα σου λέω. Μυρίζει θάνατο, που να πάρει. Φοβάμαι μήπως μυρίζουμε εμείς έτσι. Ζωντανοί νεκροί γίναμε. Είμαστε ήδη παγωμένοι, το αίμα δεν κυλάει πια στις φλέβες μας. Σαπίσαμε στους καναπέδες. Καμπουριάσαμε από το βάρος των νεκρών. Ασήκωτο βάρος σου λέω. Το βάρος της ευθύνης για αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε. Το βάρος της ευθύνης που μας άφησαν αυτοί που ήταν αδύναμοι. Καμπουριάσαμε καημένε!!!! Οι νεκροί είναι στην πλάτη μας. Τι και αν δεν είμαστε οι αυτουργοί?
Είμαστε οι αυτουργοί μιας ζωής που ψυχορραγεί. Είμαστε αυτουργοί μιας κοινωνίας σκλάβων. Είμαστε παρόντες απόντες. Είμαστε εδώ κλαίγοντας δήθεν. ΔΗΘΕΝ. Δήθεν πονέσαμε το παιδάκι που πέθανε από το κρύο. Που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Ένα παιδί που έμεινε για πάντα παιδί. Ένα παιδί που κρύωνε και έφυγε μες στο κρύο και την παγωνιά. Και ξέρεις δεν υπάρχει τίποτα πιο παγωμένο από δήθεν ανθρώπους.
Μυρίζει θάνατο σου λέω. Μη κλείσεις τα παράθυρα σε παρακαλώ.
Άνοιξε τα διάπλατα να δεις τον μαύρο ουρανό. Να δεις την βαρυχειμωνιά που έρχεται. Να μυρίσεις την πτωμαΐνη. Μπορεί να σε ξυπνήσει. Να σε κάνει να θέλεις να τρέξεις για να σώσεις τα δικά σου παιδιά. Να σε κάνει να θέλεις να φωνάξεις. Να βγεις στους δρόμους και να σταματήσεις το ρέμα της βροχής που παρασέρνει ανθρώπους.
ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΠΩΣ ΕΣΥ ΚΑΙ ΕΓΩ.
Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Στόλισες δέντρο? Φτιάξε και κουραμπιέδες πολλούς, να πάρει την οσμή του θανάτου το φρέσκο βούτυρο. Μην επιτρέψεις σε κανέναν και τίποτα να σε βγάλουν από την νιρβάνα σου. Παίξτο και για λίγο πονόψυχος και καλός άνθρωπος και σβήσε τις ενοχές σου με μια τσάντα τρόφιμα από το Σούπερ Μάρκετ για τους πεινασμένους. Όλα καλά λοιπόν.
Προσπέρνα βιαστικά εκείνον τον άστεγο που κοιμάται σε ένα τετράγωνο χαρτόκουτο, στα στενά κάτω από την Ακρόπολη. Σου χαλάει την διάθεση. Σε στεναχωρεί. Και αυτή η μαύρη γάτα που κρατάει αγκαλιά.....Ίσως αν σε ξαναβγάλει ο δρόμος από εκεί να περάσεις να του αφήσεις μια κουβέρτα.
Κλείσε καλά τα παράθυρα, βρέχει πολύ αυτές τις μέρες.
Παρασέρνει κόπους, ιδρώτα, ανθρώπους. Η φύση είναι θυμωμένη. Γιατί άραγε? Κλείσε και τα εξώφυλλα να προστατευθείς καλύτερα. Τα πτώματα περνούν από μπροστά σου. Ένα δάκρυ τους πρέπει τι λες? Ευτυχώς εσύ είσαι καλά ακόμα. Λυπήθηκες τι άλλο να κάνεις? Ευτυχώς που δεν ήταν δικός σου άνθρωπος. Ξένος πόνος.
Μπήκε ο χειμώνας. Έπιασε κρύο. Ένα παιδί πέθανε από αναθυμιάσεις από το μαγκάλι που έβαλε η μάνα του να ζεσταθεί. Έλα, περιμένω... Πες κάτι για αυτήν την ανεύθυνη μάνα. Μα καλά μυαλό δεν είχε? Μη κάνεις το λάθος να μπεις στη θέση της. Εκείνην την ώρα που προσπαθεί να ξυπνήσει το παιδί της. Εκείνην την ώρα που του τρίβει τα χέρια για να το ζεστάνει, να το ζωντανέψει. Μην ακούσεις τις κραυγές της για βοήθεια. Μην αισθανθείς τις ενοχές της. Μη νιώσεις την τρέλα της.
Τη σάρκα από την σάρκα της ήθελε να ζεστάνει. Το αίμα από το αίμα της. Και αυτό έφυγε τελικά παγωμένο. Έλα κρίνε την από θέση ισχύος. Κρίνε την από τη βολή του καναπέ σου. Μα τι ηλίθια που ήταν! Σωστά?
ΕΕΕ ΣΚΑΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!! ΣΚΑΣΕ! και γίνε για λίγο άνθρωπος!
Νιώσε το παγωμένο κορμάκι στην αγκαλιά σου. Νιώσε το παγωμένο κορμί της μάνας. Το νεκρό κορμί της μάνας. Ανόητε! θα μπορούσες να ήταν το δικό σου παιδί αυτό που κείτεται νεκρό. Θα μπορούσες να ήσουν εσύ αυτός που παρέσυρε το ρεύμα της βροχής. ΕΣΥ!!!!!
Βάλε τα παπούτσια του άστεγου, του μετανάστη, του άνεργου, ζήσε για λίγο τη ζωή του. ΝΙΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ!!! Νιώσε το πανικό του την αγωνία του, τον πόνο του. Σου είπε κανείς ότι έχεις υπογράψει συμβόλαιο με τον Θεό σου και θα ζεις αιώνια και όπως θες εσύ? Ποιος είσαι τελικά? Επειδή το παίζεις συμπονετικός και χύνεις και κάποιο δάκρυ, κάπου κάπου, πας και μερικά τρόφιμα και ρούχα για τους άστεγους, έκλεισες ως άνθρωπος?
Ο χειμώνας ήρθε. Βαρύς και ασήκωτος. Κουβαλάει ήδη πτώματα με το έμπα του.
Μυρίζει άσχημα σου λέω. Μυρίζει θάνατο, που να πάρει. Φοβάμαι μήπως μυρίζουμε εμείς έτσι. Ζωντανοί νεκροί γίναμε. Είμαστε ήδη παγωμένοι, το αίμα δεν κυλάει πια στις φλέβες μας. Σαπίσαμε στους καναπέδες. Καμπουριάσαμε από το βάρος των νεκρών. Ασήκωτο βάρος σου λέω. Το βάρος της ευθύνης για αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε. Το βάρος της ευθύνης που μας άφησαν αυτοί που ήταν αδύναμοι. Καμπουριάσαμε καημένε!!!! Οι νεκροί είναι στην πλάτη μας. Τι και αν δεν είμαστε οι αυτουργοί?
Είμαστε οι αυτουργοί μιας ζωής που ψυχορραγεί. Είμαστε αυτουργοί μιας κοινωνίας σκλάβων. Είμαστε παρόντες απόντες. Είμαστε εδώ κλαίγοντας δήθεν. ΔΗΘΕΝ. Δήθεν πονέσαμε το παιδάκι που πέθανε από το κρύο. Που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Ένα παιδί που έμεινε για πάντα παιδί. Ένα παιδί που κρύωνε και έφυγε μες στο κρύο και την παγωνιά. Και ξέρεις δεν υπάρχει τίποτα πιο παγωμένο από δήθεν ανθρώπους.
Μυρίζει θάνατο σου λέω. Μη κλείσεις τα παράθυρα σε παρακαλώ.
Άνοιξε τα διάπλατα να δεις τον μαύρο ουρανό. Να δεις την βαρυχειμωνιά που έρχεται. Να μυρίσεις την πτωμαΐνη. Μπορεί να σε ξυπνήσει. Να σε κάνει να θέλεις να τρέξεις για να σώσεις τα δικά σου παιδιά. Να σε κάνει να θέλεις να φωνάξεις. Να βγεις στους δρόμους και να σταματήσεις το ρέμα της βροχής που παρασέρνει ανθρώπους.
ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΠΩΣ ΕΣΥ ΚΑΙ ΕΓΩ.
πηγή: Η ΣΦΗΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου