Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Προβιάς - Η βουτιά

Ήταν οι πρώτες μας ώρες στο νησί. Αφού φθάσαμε στο ξενοδοχείο, λίγο νωρίτερα, και παρά το ότι ήταν περασμένες έξι, αποφασίσαμε να κάνουμε μακροβούτι, και μάλιστα με το κεφάλι, στις διακοπές μας! Παρατήσαμε τις βαλίτσες, πήραμε πετσέτα και μαγιό και ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο δρόμος προς την πιο διάσημη και όμορφη παραλία του νησιού ήταν γεμάτος στροφές και ακολουθούσε μία διαδρομή που μας χάρισε μία εξαιρετική πρώτη εικόνα του τόπου που θα περνούσαμε μία υπέροχη Αυγουστιάτικη βδομάδα. Το απέναντι ρεύμα κυκλοφορίας είχε πολλή κίνηση, ήταν η ώρα που οι περισσότεροι επέστρεφαν από το μπάνιο, αλλά στη δική μας πλευρά του δρόμου, τίποτε δεν μας εμπόδιζε να πατάμε το γκάζι όσο θέλουμε. Κανένα φρένο δεν έμπαινε στην καλή μας διάθεση.
Φθάσαμε στο τέλος του οδικού δικτύου του νησιού, εκεί όπου ήταν η γνωστή σε όλον τον κόσμο παραλία, σε λιγότερο από μισή ώρα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε σημείο του τεράστιου αλλά άδειου parkingδίπλα στην ακτή και περπατήσαμε τα λίγα βήματα ως τη θάλασσα. Ήμασταν αμίλητοι και συγκινημένοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους – εγώ για την επιστροφή σε αυτόν το μυστήριο τόπο της παιδικής μου ηλικίας, ο Β γιατί είχε τόσο ανάγκη την ξεκούραση – αλλά επίσης, και οι δύο, διότι η παραλία που απλωνόταν μπροστά μας ήταν ακόμα πιο παραδεισένια από τις φωτογραφίες στο internet και τις καρτ – ποστάλ.

Ναι, ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου καλυμμένη με σειρές από ψάθινες ξαπλώστρες. Ναι, είχε τρία ή τέσσερα bar, δύο από τα οποία είχαν ανταγωνισμό στην ένταση της μουσικής. Ναι, τον ελάχιστο ελεύθερο χώρο τον περιόριζαν ακόμα περισσότερο τα θαλάσσια ποδήλατα, τα κανό, τα σκι και οι φουσκωτές μπανάνες και σχεδίες των επιχειρήσεων θαλάσσιων σπορ... ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δεν έκανε το τοπίο λιγότερο τρυφερό στο βλέμμα, το νερό λιγότερο πρόθυμο να ενωθεί μαζί σου και να σε αναζωογονήσει, και το μπλε, το πράσινο και το χρυσαφί λιγότερο ικανά να αφήσουν ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ψυχή σου.
Πιάσαμε δύο ξαπλώστρες, εκεί, στην άκρη της παραλίας χωρίς να προχωρήσουμε προς τη μέση όπου ήταν τα δύο σαματατζίδικα bars. Κάναμε από μακριά νόημα στο στρουμπουλό, χωρίς μαλλιά κύριο που μέτραγε κέρματα σε ένα τραπεζάκι. «τίποτε» μας έδειξε εκείνος το ρολόι του κουνώντας το κεφάλι. Καμία χρέωση. Πόσο θα καθόμασταν πριν πλακώσει η νύχτα και τα κουνούπια; Το πολύ μιάμιση ώρα. Ευχαριστήσαμε. Γδύθηκα ανυπόμονα, λαίμαργα. Η θάλασσα με καλούσε.

Ήμουν 20 λεπτά στο νερό, κάνοντας κατακόρυφα, μακροβούτια με ανοιχτά μάτια, βγάζοντας και φορώντας το μαγιό μου και πετώντας νερό στον Β. που δεν ήθελε να κολυμπήσει, τώρα που ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα βουνά, όταν μου τράβηξε την προσοχή ένας άντρας με ιδιαίτερο περπάτημα.
Ερχόταν από το σημείο που είχαμε έλθει και εμείς, κρατούσε μία παλιομοδίτικη ψάθινη τσάντα και φορούσε μακρύ παντελόνι, δετά παπούτσια και πουκάμισο με μανίκια κατεβασμένα. Και κουμπωμένα. Το ένα του χέρι, πιο μικρό από το άλλο, ατροφικό, έκανε ένα αφύσικο στρίψιμο και ήταν κολλημένο στο κορμό. Το πόδι, πολύ αδύνατο, έκανε μία ελαφρά καμπύλη προς τα μέσα, σαν κλείσιμο παρένθεσης. Ο άντρας περπατούσε δύσκολα. Πριν από κάθε βήμα με το λειψό πόδι έμενε μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος, σαν να το σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει, σαν να προετοιμαζόταν. Ύστερα, μία σπασμωδική κυματιστή κίνηση σε όλο το σώμα του, και κάλυπτε ακόμα λίγη απόσταση. Πέρασε ώρα μέχρι να μας φτάσει αρκετά ώστε να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του. 35χρονος, με μαύρα μαλλιά, πυκνά, αφρόντιστα αλλά κοντά κουρεμένα. Αδύνατος. Σημάδια της αναπηρίας του υπήρχαν και στο πρόσωπό του, η αριστερή πλευρά των χειλιών πεσμένη, το ένα μάτι χαμηλότερα από το άλλο.
Ο στρουμπουλός κύριος τον πλησίασε:
-         Καλώς τον; Να βοηθήσω;
Κούνησε έντονα, με λύσσα σχεδόν το κεφάλι.Είχε όμως τρυφερό χαμόγελο. Όχι, δεν ήθελε βοήθεια. Είχε φτάσει μόνος μέχρι εδώ και τώρα ξεκουραζόταν σε μία κοντινή μας ξαπλώστρα πριν ξεκινήσει να γδύνεται.
-         Είχε κόσμο το λεωφορείο; συνέχισε αμήχανα ο άλλος
Όχι, κούνησε ξανά το κεφάλι. Πιο απαλά αυτή τη φορά.
-         Καλό μπάνιο!
Ο νεοφερμένος χαμογέλασε πιο πλατιά, και ακούμπησε την παλάμη του καλού χεριού στο σημείο της καρδιάς. «Ευχαριστώ»
Τον παρατηρούσα διαρκώς μέχρι να φύγουμε, μία ώρα αργότερα. Όσο πιο διακριτικά ήταν δυνατό, στην αρχή μέσα από τη θάλασσα και ύστερα από μία ξαπλώστρα πίσω και δεξιά του, που την διάλεξα ώστε να μην μπορεί να δει το πρόσωπό μου. Εκείνος δεν μας έριξε ούτε μία ματιά. Μας έδωσε αυτό που ήθελε να του προσφέρουμε.
Αφού ξεκουράστηκε από το περπάτημα άρχισε να γδύνεται. Έβγαλε τα παπούτσια, ύστερα τις ελαφρά βρόμικες κάλτσες, δυσκολεύτηκε να βγάλει το παντελόνι... Όχι, η λέξη δεν είναι σωστή. Δεν δυσκολεύτηκε σε καμία φάση της προσπάθειάς του να μπει στην θάλασσα. Είχε τον ρυθμό του. Τον τρόπο του. Τη μέθοδό του. Το σύστημά του. Με παύσεις για ξεκούραση, με μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να σταθεί όρθιος, με περίπλοκες στα μάτια μου κινήσεις που όμως κάπου κατέληγαν. Και ύστερα, έτοιμος πια, με το παλιομοδίτικο μαγιό του και ένα βατραχοπέδιλο στο μυώδες γερό πόδι, και αφού είχε τακτοποιήσει και τα ρούχα του, βούτηξε στα νερά των Σποράδων. Έφθασε με άρρυθμες απλωτές πολύ βαθιά. Όταν σταμάτησε μπορούσα να ακούσω παρά την απόσταση τα γέλια του από το νερό.
Έπαιζε και κολυμπούσε ακόμα όταν αρχίσαμε να μαζεύουμε για να επιστρέψουμε. Είχαμε μόλις απομακρυνθεί από την τελευταία σειρά με ξαπλώστρες όταν συναντήσαμε μία νεαρή γυναίκα, με ξανθά μαλλιά με μαύρες ρίζες και ένα φθηνό φωσφοριζέ παρεό που πήγαινε, φουριόζα, προς την θάλασσα. Ήταν λίγα μέτρα πίσω μας όταν την ακούσαμε να φωνάζει:
-         Ρε Μιχάλη, γιατί ρε πούστη μου το κάνεις αυτό, γιατί;
Γύρισα να δω. Σε μία δραματική κίνηση κρατούσε ανακουφισμένη το κεφάλι της. Ο Μιχάλης, από τα ρηχά, γελώντας πονηρά, της κουνούσε ενθουσιασμένος, σε χαιρετισμό το χέρι. Το πειραγμένο.
Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι κειμενογράφος και συγγραφέας με συμμετοχή στο συλλογικό έργο «Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός Διηγήματος» (εκδ. Ιανός).

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

[url=http://orderclomiddirectly.com/#uzwfe]clomid online without prescription[/url] - buy clomid 50 mg , http://orderclomiddirectly.com/#juvsw buy cheap clomid

Powered By Blogger