Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Νέα δίκη για τη ΣΠΦ, πακέτο με άλλες υποθέσεις - 11η συνεδρίαση, Δευτέρα 3.12.12

  Νέα δίκη για τη ΣΠΦ, πακέτο με άλλες υποθέσεις - 11η συνεδρίαση, Δευτέρα 3.12.12
Μπορεί μια σκληρά κατασταλτική τοποθέτηση να ξεχωρίζει από τον συρμό, επειδή αυτός που τη διατυπώνει την επενδύει με φιλελεύθερη και δημοκρατική φλυαρία; Ο τακτικός εισαγγελέας της έδρας του τρομοδικείου, Σ. Μπάγιας, θεωρεί πως αρκούν κάποιες φραστικές περικοκλάδες για να τον διαχωρίσουν από την «αντιτρομοκρατική» υστερία που διακατέχει τους συναδέλφους του. Οπως θα δούμε στη συνέχεια, όμως, αυτό κάθε άλλο παρά διαφοροποίηση στην κατεύθυνση μιας φιλελεύθερης προσέγγισης του αστικού ποινικού δικαίου συνιστά. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
 
Ο Β. Σπύρου, διορισμένος συνήγορος του Γερ. Τσάκαλου, έκανε τη δική του τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα του «πολιτικού εγκλήματος». Επεσήμανε ότι στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει ορισμός του πολιτικού αδικήματος, γεγονός που έχει επιτρέψει τη διατύπωση διάφορων θεωριών (αντικειμενική, υποκειμενική, μικτή), οι οποίες εφαρμόζονται ανά περιόδους.
Αφού αναφέρθηκε σ’ αυτές τις θεωρίες, ο συνήγορος επεσήμανε ότι, τελικά, είναι ζήτημα τόλμης των δικαστών να πάρουν τη σωστή απόφαση. Συνέδεσε τη δράση της ΣΠΦ με την πολιτική και κοινωνική συγκυρία των τελευταίων ετών, περίοδο κατά την οποία το ισχύον σύνταγμα έχει γίνει σουρωτήρι. Εγώ, κατέληξε ο συνήγορος, είμαι 37 χρόνων, έχω γυναίκα και μικρό παιδί. Αυτό που έκαναν τα μέλη της ΣΠΦ δεν μπορώ να το κάνω. Επειδή ξέρω πως σκέφτεται ο δικαστής, επειδή έχω πατέρα αρεοπαγίτη, μπορώ να πω ότι αυτό που σας ζητάμε με τη συγκεκριμένη ένσταση, δηλαδή ν’ αναγνωρίσετε ως πολιτικό έγκλημα τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται τα μέλη της ΣΠΦ, θέλει θάρρος, είναι πολύ δύσκολο, όμως είναι απολύτως δίκαιο.
 
Επειδή ο συνήγορος σε κάποιο σημείο της αγόρευσής του, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για αυστηρά προσωπική του άποψη, είχε διαφοροποιήσει τη δράση της ΣΠΦ απ’ αυτή της 17Ν, αμέσως μετά παρενέβη ο Χρήστος Τσάκαλος κάνοντας την εξής σύντομη τοποθέτηση.
 
«Θέλω να διευκρινίσω κάποια πράγματα. Καταρχάς, άκουσα με πολλή προσοχή την τοποθέτηση του συνηγόρου και παρ’ όλο ότι προερχόμαστε από δύο διαφορετικούς χώρους, όπως είπε, καθώς εμείς έχουμε επιλέξει το δρόμο της αναρχικής παράνομης εξέγερσης κι εκείνος έχει επιλέξει το δρόμο της νομιμότητας, εκτιμώ πάρα πολύ κάποια πράγματα τα οποία είπε και πραγματικά βλέπω ότι δούλεψε πάρα πολύ στο να προσεγγίσει τον πυρήνα της σκέψης της οργάνωσής μας, της ΣΠΦ. Και σε πολλά απ’ αυτά που είπε, αν και εγώ δεν είμαι νομικός και όχι μόνο αυτό, αλλά απαξιώνω τους νόμους, αναγνωρίζω την προσέγγιση την οποία έκανε και σαφέστατα δεν έχω καμία διαφωνία σε σχέση μ’ αυτό. Ομως, θέλω να κάνω μια επισήμανση για κάποια πράγματα που μένουν. Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι στο όνομα της οργάνωσής μου, της ΣΠΦ, επειδή ειπώθηκε κάτι σε σχέση με την ΕΟ 17Ν. Δεν είναι καμιά μομφή προς τον συνήγορο. Αλλωστε, διευκρίνισε ότι αυτό που είπε αποτελεί προσωπική του άποψη, αντίληψη, ιδέα. Ομως, επειδή δεν πρέπει να μένει τίποτα αναπάντητο, έωλο και μετέωρο σ’ αυτή τη διαδικασία, πρέπει να τονίσουμε τα εξής. Η ΕΟ 17Ν –και τονίζω τις λέξεις, γιατί ήταν μια επαναστατική οργάνωση– σαφέστατα έχουμε κάποιες διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά το επιχειρησιακό μας πεδίο ή τις ιδέες μας σε κάποια επιμέρους ζητήματα, όμως αυτά τα ζητήματα δεν αφορούν το δικαστήριο, ούτε είναι θέματα κάποιας δικαστικής αίθουσας. Με αυτούς τους ανθρώπους που ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη και παρέμειναν αμετανόητοι –γιατί υπάρχουν δεκαεπτανοεμβρίτες που είναι αμετανόητοι– μας ενώνει και φιλία και συντροφικότητα. Σαφέστατα, λοιπόν, θα ξεκαθαρίσουμε ότι η ΣΠΦ, αν και προέρχεται από το αναρχικό αντάρτικο πόλης και δεν έχει σχέση με τις μαρξιστικές υποδομές, παρολαυτά βλέπει, αισθάνεται και νιώθει άμεση συγγένεια με συντρόφους όπως είναι αυτοί της ΕΟ 17Ν. Και θέλω να επισημάνω και κάτι άλλο, γιατί ακούστηκε αναφορά στην ανθρωποκτονία. Νομίζω για την ανθρωποκτονία, όχι όσον αφορά τη δυνητική αξιολόγησή της, αλλά κατά πόσο η έννοια της ανθρωποκτονίας, που εγώ τη μεταφράζω στην έννοια της πολιτικής εκτέλεσης, που έχουν εφαρμόσει ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις στην Ελλάδα –και η 17Ν και η Σέχτα Επαναστατών και άλλες οργανώσεις– αποτελεί κομμάτι το οποίο εμείς υιοθετούμε απόλυτα, γιατί είναι ένα μέσο αγώνα της αναρχικής ένοπλης δράσης. Σαφέστατα, η ζωή από μόνη της δεν αποτελεί κάποια αυταξία. Η ζωή αποτελεί αξία βάσει των επιλογών που κάνει ο καθένας. Ετσι, λοιπόν, όσοι σύντροφοι επέλεξαν να πάρουν τα όπλα και να εκτεθούν εκτελώντας αξιωματούχους της εξουσίας, εμείς βρισκόμαστε δίπλα τους. Είναι μια επιλογή που υιοθετεί και η ΣΠΦ. Αυτό θέλω να κατατεθεί και να μείνει σαν παρακαταθήκη για την αντίληψη που έχει η ΣΠΦ».
 
Ακολούθησε αγόρευση-ποταμός του Ι. Φωτόπουλου (υπεράσπιση Μαυρόπουλου) για το πολιτικό αδίκημα. Αφού αναφέρθηκε στην εξέλιξη των νομικών θεωριών πάνω στο ζήτημα, αλλά και στην εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων, ο συνήγορος έθεσε το κρίσιμο θέμα: το πολιτικό αδίκημα δεν είναι ζήτημα θεωριών. Είναι ζήτημα πιο απλό και συνάμα πιο δύσκολο και μας το θέτει η ίδια η προσωπικότητα των κατηγορούμενων. Τι έχουμε εδώ, κατσικοκλέφτες ή πορνοβοσκούς; Η ιδεολογία τους είναι γραμμένη ανεξίτηλα στο πετσί τους και την κουβαλούν σαν σταυρό. Δεν έχουμε ανθρώπους που μιλούν για αναρχία τρώγοντας αστακομακαρονάδες στη Μύκονο. Εχουμε ανθρώπους που δεν ασκούν καν το δικαίωμα σιωπής, αλλά αναλαμβάνουν με σταθερότητα την ευθύνη των πράξεών τους. Γιατί το πολιτικό αδίκημα παραπέμπεται στα Μικτά Ορκωτά; επεσήμανε ο Ι. Φωτόπουλος. Γιατί το ίδιο το κράτος παραδέχεται ότι δεν έχει πλήρη νομιμοποίηση για να δικάσει τους πολιτικούς του αντιπάλους και θέλει και το λαό στην έδρα, τους ενόρκους. Κλείνοντας, διάβασε απόφαση με υπογραφή εισαγγελέα, η οποία εκδόθηκε μια βδομάδα πριν την έναρξη της δίκης και εγγράφει τον Θ. Μαυρόπουλο στον κατάλογο των «τρομοκρατών». Σας θεωρούν δικαστήριο-σκιά, απλούς εντολοδόχους, τόνισε ο συνήγορος, καταλήγοντας με τη φράση: «Δικαιούμαι, λοιπόν, να ρωτήσω: ποιος δικάζει σ’ αυτόν τον τόπο;».
 
Η Αφροδίτη Νατιώτη (διορισμένη συνήγορος του Δ. Μπολάνο) έκλεισε τον κύκλο των αγορεύσεων επικεντρώνοντας την τοποθέτησή της σε δυο ζητήματα. Πρώτο, στην αοριστία του περιβόητου άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, που οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του κατηγορητήριου και δεύτερο στην καταγραφή των στοιχείων ταυτότητας των προσερχόμενων στη δίκη, που δεν στηρίζεται σε καμιά νομική διάταξη ή κανονισμό, αλλά υπηρετεί άλλες σκοπιμότητες. Τέλος, αναφερόμενη στην ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, η συνήγορος επεσήμανε και αυτή την αντίφαση ανάμεσα στο 187Α, που ορίζει την «τρομοκρατία» ως δράση που απειλεί τις θεμελιώδεις δομές της χώρας και στη νομολογία που υιοθετεί τη στενή αντικειμενική θεωρία, θεωρώντας ότι τα αδικήματα δεν είναι πολιτικά, διότι δεν είναι πρόσφορα. Αν δεν είναι πρόσφορα, τότε δεν απειλούν τις θεμελιώδεις δομές του κράτους.
 
Και έφτασε η ώρα του εισαγγελέα, μετά το μεγάλο διάλειμμα. Ο Σ. Μπάγιας αναφέρθηκε εισαγωγικά στο υψηλό επίπεδο της θεωρητικής και πρακτικής αιτιολόγησης των απόψεών τους από τους συνηγόρους, επισημαίνοντας ταυτόχρονα το αυτονόητο. Οτι η νομολογία έχει επιλύσει με σταθερό τρόπο τα ζητήματα που τέθηκαν, όμως μπορεί το δικαστήριο να διαφοροποιηθεί. Ο ίδιος, πάντως, δεν διαφοροποιήθηκε επί της ουσίας ούτε κατά κεραίαν.
 
Στο θέμα της κακής σύνθεσης του δικαστηρίου ο εισαγγελέας μίλησε με μια ρηχότητα που ούτε τα προσχήματα δεν μπόρεσε να διασώσει. Και στη σχετική διάταξη του συντάγματος και στην ΕΣΔΑ κυρίαρχο ζήτημα είναι η σύνθεση των δικαστηρίων να καθορίζεται «σύμφωνα με το νόμο», είπε ο εισαγγελέας, «ξεχνώντας» ότι εν προκειμένω ο σχετικός νόμος (Ν. 3090/2002) ψηφίστηκε εσπευσμένα ένα μόλις μήνα πριν ξεκινήσει η δίκη της 17Ν, για να εξασφαλίσει την επιλογή των δικαστών μέσα από έναν μικρότερο κατάλογο. Σύμπτωση ήταν άραγε; Αυτό το ξεπέρασε ο κ. Μπάγιας, ο οποίος –για να μη φανεί ότι κρύβεται πίσω από την ύπαρξη του νόμου, αλλά πάει και στην ουσία– επικαλέστητε σαν σημαντικότερο επιχείρημα της δικαιολογητικής βάσης του σχετικού νόμου το γεγονός ότι υπάρχουν λόγοι υγείας σε ορισμένους δικαστές και εισαγγελείς, που δε θα μπορούσαν να αντέξουν σε μια δίκη μεγάλης διάρκειας.
 
Μ’ αυτό το επιχείρημα ο κ. Μπάγιας αδίκησε δυο φορές τον εαυτό του, προσβάλλοντας βάναυσα την κοινή λογική. Αλήθεια, δεν υπήρχαν προηγουμένως δίκες μακράς διάρκειας; Αυτές «ανακαλύφτηκαν» ξαφνικά ένα μήνα πριν την πρώτη δίκη για τη 17Ν; Και προηγουμένως πώς λυνόταν το ζήτημα με τους δικαστές μειωμένης αντοχής; Προφανώς ζητούσαν την εξαίρεσή τους για λόγους υγείας. Γιατί, λοιπόν, δεν ακολουθήθηκε η ίδια πρακτική και έκτοτε, αλλά αποφασίστηκε η προεπιλογή; Και γιατί η προεπιλογή εφαρμόζεται μόνο στις λεγόμενες «δίκες τρομοκρατίες»; Εύκολο είναι να παρουσιάζεσαι στα λόγια ως φιλελεύθερος δικαστής, όμως κριτήριο είναι τελικά η πράξη και αυτό το ξέχασε ο κ. Μπάγιας, ο οποίος εκτέθηκε ακόμη περισσότερο στη συνέχεια, με την τοποθέτησή του πάνω στην ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, λόγω πολιτικού αδικήματος.
 
Αφού έκανε έναν ύμνο στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, σημειώνοντας πως όσο πιο ενισχυμένο είναι το αστικοδημοκρατικό καθεστώς τόσο πιο ενισχυμένος είναι ο ρόλος των ΜΟΔ, τα οποία χαρακτήρισε εγγύηση για το αίσθημα δικαίου που έχει ο κατηγορούμενος, ο εισαγγελέας θέλησε να αρθεί –υποτίθεται– πάνω και από την αντικειμενική και από τον υποκειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα. Με σοφιστείες χαμηλού επιπέδου, υποστήριξε πως άλλη είναι η κοινωνιολογική και άλλη η νομική προσέγγιση της έννοιας του πολιτικού αδικήματος, χωρίς να συνειδητοποιεί μάλλον, ότι μ’ αυτή τη διάκριση ουσιαστικά αναγόρευσε αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως νομική επιστήμη σε εργαλείο πολιτικών σκοπιμοτήτων, επιβεβαιώνοντας εμμέσως πλην σαφώς αυτά που προηγουμένως είχε επισημάνει ο συνήγορος Ι. Φωτόπουλος, για το γερμανικής προέλευσης «δίκαιο του εχθρού», που απαιτεί άλλοι νομικοί κανόνες να ισχύουν στις κοινές υποθέσεις και άλλοι στις υποθέσεις που αφορούν εχθρούς του συστήματος. Αν τα αδικήματα κοινωνιολογικά χαρακτηρίζονται ως πολιτικά, τότε και νομικά θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται ως τέτοια, αλλιώς η νομική επιστήμη ομολογεί ευθέως ότι αποτελεί ένα εργαλείο διεκπεραίωσης των σκοπιμοτήτων του συστήματος.
 
«Ξεπερνώντας», λοιπόν, και την αντικειμενική και την υποκειμενική θεωρία, ο κ. Μπάγιας κατέληξε στη… στενή αντικειμενική θεωρία. Και το έκανε με τόσο αβασάνιστο, με τόσο επιστημονικά φτηνό τρόπο! Κατά τη γνώμη μου, είπε, δεν αρκεί μόνο το κίνητρο και η πρόθεση του δράστη (υποκειμενική θεωρία), αλλά απαιτείται να είναι και πρόσφορη η δράση του, δηλαδή να μπορεί αυτή η δράση να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη (αντικειμενική θεωρία). Οταν, όμως, μπαίνει αυτή η προϋπόθεση, τότε καταλήγουμε μόνο στην καραμπινάτη αντικειμενική θεωρία και μάλιστα στην πιο στενή εκδοχή της!
Δεν ξέρουμε τι θα πουν οι συνήγοροι στις δευτερολογίες τους, εμείς πάντως αισθανθήκαμε ότι ο εισαγγελέας της έδρας προσπάθησε να υποτιμήσει τη νοημοσύνη μας, περιπλανώμενος δήθεν σε δύσβατες θεωρητικές ατραπούς, για να καταλήξει σε «μία από τα ίδια», δηλαδή στη στενή αντικειμενική θεωρία, που θεωρεί πολιτικό αδίκημα μόνο την απόπειρα πραξικοπήματος μέσα από τους μηχανισμούς του αστικού κράτους.
 
Ο κ. Μπάγιας δεν κατάφερε να γίνει Τερτσέτης, Πολυζωίδης ή Δελαπόρτας, όπως αναρωτιόμασταν στο ρεπορτάζ μας από την προηγούμενη συνεδρίαση. Εμεινε αυστηρά προσηλωμένος στο κυρίαρχο κατασταλτικό μοντέλο της «αντιτρομοκρατικής» εκστρατείας. Ελπίζουμε, τουλάχιστον, να παραμείνει… Μπάγιας μέχρι το τέλος της δίκης.
Εξηγούμαστε. Ο εισαγγελέας είπε χωρίς περιφράσεις, πως αναμφίβολα δεν μπορεί να αποδοθεί στους κατηγορούμενους οποιοσδήποτε ατομικός ιδιοτελής σκοπός. Γι’ αυτό και χαρακτήρισε τα αδικήματα «πολιτικά από κοινωνιολογική άποψη». Περιμένουμε, λοιπόν, απ’ αυτόν, στο τέλος της δίκης, να προτείνει –όπως έχει δικαίωμα και υποχρέωση, πλέον– να αναγνωριστεί σε όσους κατηγορούμενους καταδικαστούν το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, μολονότι τα μέλη της ΣΠΦ έχουν δηλώσει ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν δέχονται κάτι τέτοιο και δεν πρόκειται να το ζητήσουν. Θα περιμένουμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε αν ο κ. Μπάγιας θα παραμείνει συνεπής με τον εαυτό του ή θα ξεχάσει όσα είπε και θα μείνει μόνο με το παθητικό μιας δικολαβίστικης προσέγγισης στο ζήτημα του πολιτικού αδικήματος.
 
Κλείνοντας την αγόρευσή του ο εισαγγελέας της έδρας παραδέχτηκε ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο 187Α του Ποινικού Κώδικα και την κατηγορία, δήλωσε ότι δεν έχει κατανοήσει γιατί θεσπίστηκε το 187Α κι ότι κοίταξε την αιτιολογική του έκθεση και πραγματικά δεν βρήκε τίποτα που να το αιτιολογεί. Δεν τοποθετήθηκε, όμως, επ’ αυτής της ένστασης, διότι –όπως είπε– πρώτα το δικαστήριο πρέπει ν’ αποφασίσει αν έχει συγκροτηθεί νόμιμα και αν είναι αρμόδιο και μετά να συζητηθούν τα επόμενα ζητήματα.
 
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 10 Δεκέμβρη.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger