Η ελιά είναι ένα αιωνόβιο
δέντρο που επηρεάζεται εξαιρετικά από περιβαλλοντικές συνθήκες που
επεμβαίνουν στο δρόμο της ανάπτυξης της και αντιδρά στη φροντίδα του
παραγωγού της.
Μάλιστα, το χαρακτηριστικό της αιωνοβιότητάς
της προκύπτει και από τους φλοιούς της (λανθάνοντες οφθαλμοί) και
ιδιαίτερα εκείνους του λαιμού της που είναι πάντα σε ετοιμότητα να
δώσουν νέους κλάδους. Ακόμα και αν ο κορμός της ξεραθεί αναφύεται άλλος
από την ρίζα. Επίσης, τα δερματώδη μικρά φύλλα της, σκεπασμένα στην
πάνω επιφάνεια τους από αδιάβροχη ουσία (την κουτίνη) κι από κάτω
πλούσια σε βαθιούς λάρυγγες με μικρά στόματα, της δίνουν μεγάλη
ανθεκτικότητα στα ξηρά κλίματα.
Επίσης, η ελιά έχει την ιδιότητα να καρποφορεί στο ξύλο της προηγούμενης χρονιάς κι αυτό δυναμώνει την τάση της να καρποφορεί κάθε δεύτερο χρόνο, να παρενιαυτοφορεί. Με τον όρο παρενιαυτοφορία γενικά περιγράφεται το φαινόμενο της αυξομείωσης της παραγωγής του ελαιοδένδρου, χρονιά παρά χρονιά, χωρίς την επίδραση παθολογικών ή κλιματολογικών παραγόντων. Η τάση αυτή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες οι κυριότεροι από τους οποίους είναι η ποικιλία, το κλάδεμα και το μέγεθος του φορτίου της χρονιάς της μεγάλης παραγωγής. Αν και έχει επικρατήσει η τάση ότι η παρενιαυτοφορία της ελιάς είναι μια φυσιολογική διαδικασία, πρέπει να σημειωθεί ότι ο περιορισμός της εκδήλωσης του φαινομένου συνιστά βασικής σημασίας μέριμνα για τον ελαιοπαραγωγό. Αδράνεια και έλλειψη εφαρμογής κατάλληλων μέτρων σημαίνει εντέλει αύξηση του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, τη χρονιά της υψηλής παραγωγής η ελιά παρουσιάζει μια μεγάλη μείωση στα επίπεδα αζώτου, καλίου και φωσφόρου, με ταυτόχρονη αύξηση της περιεκτικότητας του ασβεστίου. Αποτέλεσμα αυτών των μεταβολών είναι η αδυναμία εκ μέρους του δένδρου να αποδώσει την επόμενη χρονιά, παρουσιάζοντας επιπρόσθετα γηραντικά φαινόμενα. Ο περιορισμός της έντασης εκδήλωσης της παρενιαυτοφορίας βασίζεται σε καλλιεργητικά μέτρα, όπως η λίπανση και το κλάδεμα. Η έγκαιρη και σωστή εφαρμογή των προαναφερόμενων μέτρων συμβάλλει αποφασιστικά στην εξάλειψη του φαινομένου, ενώ φαίνεται ότι η άρδευση και η διαδικασία της συγκομιδής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο.
Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι τα «μάτια» της ελιάς διαφοροποιούνται σημαντικά. Συγκεκριμένα, τα «μάτια» στην άκρη των βλαστών καθώς κι ένα μέρος των ματιών που βρίσκονται στις μασχάλες των φύλλων είναι ξυλοφόρα. Τα υπόλοιπα μάτια που βρίσκονται στις μασχάλες των φύλλων δίνουν μιά μικρή βλάστηση κι αν οι συνθήκες το επιτρέπουν ανθίζουν και καρποφορούν. Η στροφή αυτή των ματιών προς την καρποφορία, η διαφοροποίηση τους, γίνεται γύρω τους 2 με 3 μήνες πριν την άνθιση. Για αυτό η λίπανση για να έχει μια καλή επίδραση πρέπει να γίνεται πριν ( στο τέλος του χειμώνα) ακριβώς για να διευκολύνει τη διαφοροποίηση των ματιών.
Τέλος, οι ρίζες της ελιάς είναι επιφανειακές. Για αυτό το δούλεμα του εδάφους δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20-25 εκατοστά. Ακόμα, η ελιά έχει την τάση ιδιαίτερα όταν έχει αρχίσει να «γερνάει», να πετάει εύκολα ζωηρούς βλαστούς, τους λεγόμενους «λαίμαργους». Πρόκειται για βλαστούς που δεν καρποφορούν και για αυτό πρέπει να αφαιρούνται, εκτός αν μπορούν να χρησιμεύσουν για τη δημιουργία καινούργιων μπράτσων για να κοπούν τα πιο γερασμένα.
Επίσης, η ελιά έχει την ιδιότητα να καρποφορεί στο ξύλο της προηγούμενης χρονιάς κι αυτό δυναμώνει την τάση της να καρποφορεί κάθε δεύτερο χρόνο, να παρενιαυτοφορεί. Με τον όρο παρενιαυτοφορία γενικά περιγράφεται το φαινόμενο της αυξομείωσης της παραγωγής του ελαιοδένδρου, χρονιά παρά χρονιά, χωρίς την επίδραση παθολογικών ή κλιματολογικών παραγόντων. Η τάση αυτή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες οι κυριότεροι από τους οποίους είναι η ποικιλία, το κλάδεμα και το μέγεθος του φορτίου της χρονιάς της μεγάλης παραγωγής. Αν και έχει επικρατήσει η τάση ότι η παρενιαυτοφορία της ελιάς είναι μια φυσιολογική διαδικασία, πρέπει να σημειωθεί ότι ο περιορισμός της εκδήλωσης του φαινομένου συνιστά βασικής σημασίας μέριμνα για τον ελαιοπαραγωγό. Αδράνεια και έλλειψη εφαρμογής κατάλληλων μέτρων σημαίνει εντέλει αύξηση του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, τη χρονιά της υψηλής παραγωγής η ελιά παρουσιάζει μια μεγάλη μείωση στα επίπεδα αζώτου, καλίου και φωσφόρου, με ταυτόχρονη αύξηση της περιεκτικότητας του ασβεστίου. Αποτέλεσμα αυτών των μεταβολών είναι η αδυναμία εκ μέρους του δένδρου να αποδώσει την επόμενη χρονιά, παρουσιάζοντας επιπρόσθετα γηραντικά φαινόμενα. Ο περιορισμός της έντασης εκδήλωσης της παρενιαυτοφορίας βασίζεται σε καλλιεργητικά μέτρα, όπως η λίπανση και το κλάδεμα. Η έγκαιρη και σωστή εφαρμογή των προαναφερόμενων μέτρων συμβάλλει αποφασιστικά στην εξάλειψη του φαινομένου, ενώ φαίνεται ότι η άρδευση και η διαδικασία της συγκομιδής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο.
Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι τα «μάτια» της ελιάς διαφοροποιούνται σημαντικά. Συγκεκριμένα, τα «μάτια» στην άκρη των βλαστών καθώς κι ένα μέρος των ματιών που βρίσκονται στις μασχάλες των φύλλων είναι ξυλοφόρα. Τα υπόλοιπα μάτια που βρίσκονται στις μασχάλες των φύλλων δίνουν μιά μικρή βλάστηση κι αν οι συνθήκες το επιτρέπουν ανθίζουν και καρποφορούν. Η στροφή αυτή των ματιών προς την καρποφορία, η διαφοροποίηση τους, γίνεται γύρω τους 2 με 3 μήνες πριν την άνθιση. Για αυτό η λίπανση για να έχει μια καλή επίδραση πρέπει να γίνεται πριν ( στο τέλος του χειμώνα) ακριβώς για να διευκολύνει τη διαφοροποίηση των ματιών.
Τέλος, οι ρίζες της ελιάς είναι επιφανειακές. Για αυτό το δούλεμα του εδάφους δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20-25 εκατοστά. Ακόμα, η ελιά έχει την τάση ιδιαίτερα όταν έχει αρχίσει να «γερνάει», να πετάει εύκολα ζωηρούς βλαστούς, τους λεγόμενους «λαίμαργους». Πρόκειται για βλαστούς που δεν καρποφορούν και για αυτό πρέπει να αφαιρούνται, εκτός αν μπορούν να χρησιμεύσουν για τη δημιουργία καινούργιων μπράτσων για να κοπούν τα πιο γερασμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου