Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Περίληψη ομιλίας του Χρήστου Μπαλωμένου συνεργάτη της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ



Περίληψη ομιλίας του Χρήστου Μπαλωμένου
συνεργάτη της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
στην εκδήλωση της Ν.Ε. Μαγνησίας με θέμα : «Οικονομική κρίση και δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, συμπεράσματα για το σήμερα, στην εργατική εξουσία η διέξοδος»

Βόλος 23 Οχτώβρη 2012


Ποια είναι η σχέση μεταξύ ειρήνης και πολέμου στον καπιταλισμό;
Ποια είναι η σχέση της αστικής δημοκρατίας με τον φασισμό;
Ποιες είναι οι αιτίες του Β Παγκοσμίου Πολέμου;
Η περίοδος του Μεσοπολέμου στη Γερμανία αποτελεί μία περίοδο που προσφέρεται για να ξεκαθαριστούν όλα αυτά τα ερωτήματα.
Ο Πρώσος θεωρητικός του πολέμου Κλαούζεβιτς σημείωνε πολύ εύστοχα ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Έτσι, οι πόλεμοι δεν οφείλονται, όπως διατείνεται μερικές φορές η αστική προπαγάνδα σε κάποιους παρανοϊκούς ή σε κάποια έκτακτα γεγονότα αλλά αποτελεί συνέχεια της πολιτικής της προπολεμικής περιόδου. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας για να ανακαλύψουμε και τις αιτίες του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από την ορμητική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ από τη μία και από την πολύ βαθιά καπιταλιστική οικονομική κρίση που μαστίζει σχεδόν στο σύνολο του τον καπιταλιστικό κόσμο. Στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης οξύνονται οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και η πάλη για νέες αγορές γίνεται ζήτημα ζωτικής σημασίας για την έξοδο από την κρίση. Κάποιες αστικές τάξεις, μπροστά στην επερχόμενη πολεμική διεκδίκηση των αγορών που θεωρούν ότι δικαιούνται, ξεφορτώνονται την κοινοβουλευτική μάσκα της δικτατορίας τους και αρπάζουν το φασιστικό μαστίγιο. Τα διάφορα αστικά κράτη παλεύουν με όλα τα μέσα για τις αγορές και τις σφαίρες επιρροής παγκοσμίως.
Από την άλλη όλα τα αστικά κράτη, φασιστικά και κοινοβουλευτικά, έχουν έναν κοινό στόχο: την ανατροπή του πρώτου στην ιστορία εργατικού κράτους, της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό και στην προπολεμική περίοδο «σπρώχνουν» τη ναζιστική Γερμανία προς την ΕΣΣΔ (βλ. Ανοχή στις προσαρτήσεις προς την Ανατολή, Συμφωνία του Μονάχου το 1938 με την οποία παραδίδουν την Τσεχοσλοβακία στη Γερμανία κλπ), γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια του πολέμου κάνουν ό, τι περνάει από το χέρι τους για να τσακιστεί η ΕΣΣΔ (βλ. υπερβολικά καθυστερημένο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου με την απόβαση στη Νορμανδία, αποτροπή παρενόχλησης των γερμανών που «έριχναν» τις δυνάμεις τους στο Ανατολικό Μέτωπο κλπ).
Όσον αφορά λοιπόν το χαρακτήρα του Β Παγκοσμίου Πολέμου μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός άρα άδικος από την πλευρά όλων των αστικών κρατών. Ο ταξικός χαρακτήρας της Γερμανίας του Χίτλερ ήταν ο ίδιος με αυτόν της Αγγλίας του Τσόρτσιλ και των ΗΠΑ του Ρούζβελτ. Αντίθετα, από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων ήταν δίκαιος και επιβεβλημένος. Η Σοβιετική Ένωση έχοντας καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο είχε καταργήσει και το κίνητρο της συμμετοχής στο μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Υποχρεώθηκε σε έναν πόλεμο που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός και που η ίδια δεν τον ήθελε. Κι όμως η συνεισφορά προς όφελος των λαών ήταν τεράστια και αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά κατορθώματα.
Η περίοδος του μεσοπολέμου όμως στη Γερμανία προσφέρεται και για την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τη λεγόμενη «θεωρία των άκρων». Η λεγόμενη Δημοκοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) απέδειξε έμπρακτα ότι το ένα άκρο, ο φασισμός, και η καπιταλιστική «μέση οδός» λειτουργούν ως «δυο χέρια που το ‘να νίβει τ’ άλλο και τα δυο μαζί το πρόσωπο». Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (ΣΚΓ) που ήταν το μεγαλύτερο κυβερνητικό κόμμα την περίοδο 1918-1923 και την περίοδο 1929-1930 συνεργάστηκε ανοιχτά με τις ακροδεξιές, φασιστικές συμμορίες για το τσάκισμα των εργατικών εξεγέρσεων που κλόνιζαν όλη αυτή την περίοδο της Γερμανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΚΚΓ) Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν από τις παραστρατιωτικές ομάδες Freikorps τις οποίες χρηματοδότησε και στήριξε το ΣΚΓ για την κατάπνιξη της εργατικής εξέγερσης στο Βερολίνο το Γενάρη του 1919. Αντίθετα η Δημοκρατία της Βαϊμάρης στάθηκε υπερβολικά γενναιόδωρη απέναντι στους πρωταγωνιστές των δύο πραξικοπημάτων ανατροπής της, δηλαδή απέναντι στους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος Kupp (1920) και του λεγόμενου «πραξικοπήματος της μπυραρίας» (1923) του Χίτλερ.
Το ΣΚΓ εκτός από το μαστίγιο αξιοποίησε και το καρότο για τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος. Όπου χρειαζόταν δολοφονούσε ανοιχτά, όπου χρειαζόταν κολάκευε, εφησύχαζε και κορόιδευε (π.χ. βαφτίζοντας την κυβέρνηση που ήταν επιφορτισμένη με την αντεπανάσταση ως «Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων»). Παρέλυσε τα επαναστατικά αντανακλαστικά της γερμανικής εργατικής τάξης, διαδίδοντας τη λογική του «μικρότερου κακού», με βάση την οποία έφτασε στις Προεδρικές Εκλογές του 1932 να υποστηρίζει μέχρι και τον φανατικό φιλομοναρχικό και σφαγέα του Α Παγκοσμίου Πολέμου Χίντενμπουργκ ενώ προβληματιζόταν μήπως και ο ίδιος ο Χίτλερ αποτελούσε «μικρότερο κακό» απέναντι στον στρατηγό Σλάιχερ (τον προηγούμενο του Χίτλερ Καγκελαρίου).
Η ίδια σχέση αναπτύσσεται και σήμερα ανάμεσα στη Χρυσή Αυγή και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Και οι δύο εξυπηρετούν από διαφορετικές θέσεις τον ίδιο σκοπό, την περιφρούρηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Φασισμός και αστική δημοκρατία έχουν το ίδιο ταξικό περιεχόμενο και εναλλάσσονται ανάλογα με το πώς εξυπηρετείται κάθε φορά καλύτερα η επιδίωξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.  Γι’ αυτό και η καταπολέμηση του φασισμού δεν μπορεί να γίνεται μέσα από θολά αντιφασιστικά σχήματα και από συμμαχίες με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που παρουσιάζονται ως «υπερασπιστές» της μήτρας του φασισμού, δηλαδή της αστικής δημοκρατίας, αλλά μέσα από τις γραμμές του εργατικού κινήματος και της ενίσχυσης του ταξικού ρεύματος στις γραμμές του.
Η ιστορία αποδεικνύει ότι πράγματι υπάρχουν δύο άκρα απλώς δεν είναι αυτά που επικαλείται η αστική προπαγάνδα. Αυτά τα δύο άκρα καθορίζονται στο επίπεδο της οικονομίας, εκεί όπου φαίνονται καθαρά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των διάφορων τάξεων. Εκεί φαίνεται καθαρά ότι αυτά τα δύο άκρα είναι η εργασία και το κεφάλαιο. Αυτά τα δύο άκρα συγκρούονται σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία. Η εργατική τάξη πρέπει να διαφυλάξει την πολιτική της αυτοτέλεια και να βάλει πλώρη για την κατάργηση της καπιταλιστικής κοινωνίας που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, βάζοντας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τόσο το φασισμό όσο και τη μήτρα που τον γεννάει, την αποτρόπαια αστική Δημοκρατία της εκμετάλλευσης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger