Μιλώντας στη Βουλή το μεσημέρι της περασμένης Τετάρτης, ο Α. Τσίπρας
κατηγόρησε τον Σαμαρά και τους συνεταίρους του στη συγκυβέρνηση για φόβο
έναντι της Μέρκελ. Υποστήριξε πως κάνουν ό,τι κάνουν όχι γιατί έχουν
κάποια στρατηγική, αλλά γιατί φοβούνται να υψώσουν ανάστημα στη Μέρκελ.
Γι’ αυτό, άλλωστε, το επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ έχει καθιερώσει
εσχάτως τον όρο «μερκελιστές».
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να διαπιστώσει κανείς ότι η
συγκεκριμένη προσέγγιση είναι σκοπίμως ταξικά αποϊδεολογικοποιημένη. Δεν
έχουν άραγε στρατηγική ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Κουβέλης; Είναι απλά
ένα τσούρμο φοβισμένοι πολιτικοί; Δεν υπηρετούν τα συμφέροντα της
ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και του συστήματός της; Βλάφτουν με το φόβο
τους τα συμφέροντα του συστήματος; Η διαχωριστική γραμμή είναι ανάμεσα
σε φοβισμένους και ατρόμητους πολιτικούς ή σε υπηρέτες του κεφάλαιου και
σε εκπροσώπους του εργαζόμενου λαού;
Αν επρόκειτο για φοβισμένους που κάνουν γενική ζημιά, τότε το ίδιο το
σύστημα θα είχε φροντίσει να τους ξεφορτωθεί. Αντίθετα, κάνει τα πάντα
για να τους κρατήσει στην εξουσία (κάτι ξέρει επ’ αυτού και ο Τσίπρας). Η
τοποθέτηση Τσίπρα/ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, διαβάζεται και αλλιώς. Επειδή το
πρόβλημα είναι οι φοβισμένοι «μερκελιστές», αρκεί μια τυπική κυβερνητική
αλλαγή για να λυθεί. Το υπαινίχθηκε και ο Τσίπρας στο κλείσιμο της
ίδιας ομιλίας του. Σύντομα ο λαός θα φέρει στην εξουσία εκείνους που θα
υψώσουν ανάστημα στη Μέρκελ, είπε. Οπότε, δεν χρειάζεται να ψαχνόμαστε
για ανατροπές και άλλα τέτοια… πολεμοχαρή, αρκεί μια ήρεμη κυβερνητική
αλλαγή.
Αν θεωρείτε «τραβηγμένο» αυτό το συμπέρασμα, δεν έχετε παρά ν’
αναζητήσετε (στο διαδίκτυο βρίσκεται εύκολα) το άρθρο που έγραψε στο
«Βήμα» της περασμένης Κυριακής ο εκ των οικονομικών εγκεφάλων του ΣΥΡΙΖΑ
Γ. Σταθάκης, υπό τον τίτλο «Αλλαγές στον αντίποδα του μνημονίου».
Είναι ό,τι πιο δεξιό, ό,τι πιο διαχειριστικό έχει γραφεί από πλευράς
ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους μήνες. Ξεπερνά τις «προσαρμογές» που είχαν κάνει
ο Δραγασάκης με τον Σταθάκη κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο.
Αποδέχεται τα Μνημόνια, αποδέχεται ακόμα και το πακέτο των 13,5 δισ.που
ετοιμάζεται να ψηφίσει η συγκυβέρνηση και το οποίο –κατά τα άλλα–
κατακεραυνώνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο άρθρο
γράφτηκε για το «Βήμα», την πιο έγκυρη ίσως φωνή της ελληνικής
κεφαλαιοκρατίας. Είναι άρθρο γραμμένο για τα στελέχη της
κεφαλαιοκρατίας. Τους περνάει το μήνυμα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να
θέσει εν αμφιβόλω τις κατακτήσεις της «μνημονιακής» περιόδου, αλλά θα
προσπαθήσει να ασκήσει μια διαφορετική διαχείριση, πάνω στο έδαφος που έχει διαμορφωθεί με τα Μνημόνια.
Το άρθρο δεν μιλά για καταγγελία του Μνημόνιου, αλλά για «αλλαγές στον
αντίποδα του μνημονίου» (σκόπιμα σιβυλλικός ο τίτλος, σαφής εντούτοις
σε μια δεύ-τερη ανάγνωσή του). Η πρώτη κιόλας πρόταση του άρθρου εισάγει
κατευθείαν στο θέμα: «Η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει πρωτίστως το πρόβλημα της σταθεροποίησης».
Οσοι γνωρίζουν την πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου θυμούνται
ασφαλώς πως ο όρος «σταθεροποίηση» εισήχθη για πρώτη φορά από το ΠΑΣΟΚ
το φθινόπωρο του 1985 (τοποθετήθηκε «τσάρος» της Οικονομίας ο Σημίτης
για να εφαρμόσει το πρώτο «σταθεροποιητικό» πρόγραμμα) και έκτοτε
συνοδεύει πάντοτε μικρά ή μεγάλα προγράμματα δημοσιονομικής λιτότητας
και αντεργατικών ανατροπών.
Ο σκιώδης υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ δεν μας αφήνει σε αγωνία ή αμφιβολία.
Διατυπώνει τις θέσεις του κόμματός του με λιτότητα και σαφήνεια: «Η διέξοδος από την κρίση συναρτάται από τρεις βασικές και παράλληλες αλλαγές πολιτικής στον αντίποδα του μνημονίου. Τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών και των μισθών στα σημερινά τους επίπεδα, την επίλυση του τραπεζικού προβλήματος και την αναζήτηση αναπτυξιακών πρωτοβουλιών ταχείας αποτελεσματικότητας». Το πρώτο, γράφει, «είναι σχετικά εύκολο». Πώς; «Οι δημόσιες δαπάνες “παγώνουν” στο σημερινό τους επίπεδο, περίπου δηλαδή στο 40%-41% του ΑΕΠ. Οι επιβεβλημένες αλλαγές (ενιαίο μισθολόγιο, πάταξη της κατασπατάλησης πόρων σε δημόσια έργα, προμήθειες, υπεργολαβίες, διαχείριση δαπανών υγείας, δημοτικές επιχειρήσεις, κ.λπ.), αναμένεται να εξοικονομήσουν πόρους της τάξης του 10%-15% των δημοσίων δαπανών ή περίπου 5-6 δισ. ετησίως». Και συνεχίζει: «Το
δεύτερο είναι η σταθεροποίηση των δημοσίων εσόδων στο 38%-39% του ΑΕΠ
με αναδιανομή των φορολογικών βαρών από τα ασθενέστερα στα πιο
ευκατάστατα στρώματα και τη μετατόπιση από την έμμεση στην άμεση
φορολογία». Εδώ έχουμε μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου υπόσχεση για
φορολογική δικαιοσύνη, η οποία εν τοις πράγμασι θ’ αποδειχτεί ανέφικτη
και δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί. Αλλά ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι
κάτι μπορεί να γίνει, αυτό θα είναι απειροελάχιστο μπροστά στη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο δημοσιονομικός (και όχι μόνο) εφιάλτης θα διατηρηθεί άθικτος, όπως ακριβώς έχει διαμορφωθεί σήμερα.
Μετά εκδηλώνεται το αμέριστο ενδιαφέρον για τις τράπεζες: «Η άμεση
κρατικοποίηση των τραπεζών είναι επιβεβλημένη. Η ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών διατηρώντας ανέπαφες τις υπάρχουσες μετοχικές και διοικητικές
δομές έχει αποτύχει πλήρως. Η καλύτερη λύση είναι φυσικά η “αμερικανική”, ή κάποια παραλλαγή της».
Μην παρεξηγήσει κανείς την έννοια κρατικοποίηση. Κρατικοποίηση
αμερικανικού τύπου εννοούν. Δηλαδή, ανακεφαλαίωση, εξυγίανση και
επιστροφή των τραπεζών στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι φυσικά μπορεί να
παραμείνουν στη διοίκηση και κατά την περίοδο της κρατικοποίησης.
Τι μένει; Η διαχείριση του δημόσιου χρέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει αυτό που πλέον λέει δημόσια και το ΔΝΤ: «Η
αποπληρωμή των τόκων ύψους 100 δισ. μέχρι το 2020 (από τις
ιδιωτικοποιήσεις 50 δισ. και το πλεόνασμα του προϋπολογισμού, άλλα 50
δισ.) είναι εξωπραγματικό». Και τι πρέπει να γίνει; Οχι επιτροπές
λογιστικού ελέγχου, ανακάλυψη και διαγραφή «απεχθούς χρέους» και άλλα
τέτοια. Πολιτισμένα πράγματα, ανεκτά από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό
σύστημα: «Η αναδιάρθρωση του χρέους αναπόφευκτα περιέχει το άμεσο “κούρεμα” ή κάποια μορφή “κουρέματος” συμβατή με την προσέλκυση πόρων και από τις διεθνείς χρηματαγορές,
όπου τα ομόλογα έχουν μεταβαλλόμενη τιμή ανάλογα με την ανάπτυξη της
πραγματικής οικονομίας (ρήτρα ανάπτυξης δηλαδή όχι μόνο στην αποπληρωμή
των διακρατικών δανείων, αλλά και προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στη διαδικασία αυτή)».
Το τελικό συμπέρασμα κάθε άλλο παρά με τις μπαλκονάτες διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ συνάδει: «Σε
κάθε περίπτωση το πρόβλημα της σταθεροποίησης της οικονομίας φαντάζει
εξαιρετικά δύσκολο. Η ανάσχεση της ύφεσης απαιτεί όλο και περισσότερους
επενδυτικούς πόρους. Τώρα πλέον θα χρειαστούν 40-60 δισ. προκειμένου η
οικονομία να σταθεροποιηθεί και να αντιστραφεί η καθοδική πορεία προς
μία πορεία ανάπτυξης». Βλέπετε πουθενά ελπίδα για τον ελληνικό λαό,
για τους εργάτες, τους φτωχούς αγρότες, τους νέους; Το μόνο που υπάρχει
είναι μια σκληρή δημοσιονομική πολιτική, χωρίς να θιχτεί σε τίποτα ο
καπιταλισμός.
Πέτρος Γιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου