Είναι κάποιες στιγμές που έχω την αίσθηση ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Ένας λαός που ξεχνά τόσο γρήγορα , όσο γρήγορα θυμάται όταν τον συμφέρει. Βλέπω στην TV όλους αυτούς που πηγαίνουν και χειροκροτούν τους «βιαστές» τους. Βλέπω ακόμα να υπάρχουν μέσω των ΜΜΕ κάτι τύποι σαν τον Σαμαρά ή τον Βενιζέλο. Βλέπω ένα «λαό» να ασχολείται ακόμα με το «τί» θα ψηφίσει. Έναν «λαό» που μυαλό δεν βάζει. Έναν «λαό» που αφού δεν μπορεί να βρει μία καινούργια ιδέα, ένα καινούργιο πρόταγμα, μοιάζει να επιστρέφει ψυχαναγκαστικά στις βεβαιότητες που τον καταδίκασαν στη στέρηση των όποιων δικαιωμάτων είχε. Ένας «λαός» που επειδή αδυνατεί να γεννήσει μία καινούργια ιστορία, επαναφέρει μέσα από το μπαούλο του την ίδια, παλιότερη ιστορία, προκειμένου να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του.
Μία κοινωνία που οι εξουσιαστές, τους οποίους η ίδια επέλεξε μέσα από ένα σύστημα που δεν της επιτρέπει κάτι άλλο, την εξαφάνισαν πολιτικά. Τώρα προσπαθεί μέσω του ίδιου συστήματος, των εκλογών, να αποδείξει στον εαυτό της, ότι μπορεί ακόμα να σκέφτεται προκειμένου να φτιάξει μία νέα πραγματικότητα. Όλη της η πραγματικότητα όμως περνά μέσα από τα φίλτρα των ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων και των συμβάντων των τελευταίων τριών ετών που της έκαναν το καλό να ξυπνήσει πολιτικά για λίγο και να… αλλάξει πλευρό. Κάτι είναι και αυτό. Αδυνατεί να κατανοήσει όσα έχουν συμβεί, ίσως ζαλισμένη από τα απανωτά «σοκ», αν δεχθούμε τη σωστή κατά την γνώμη μου θεωρία της Ναόμι Κλέϊν, ίσως όμως και εξαιτίας της ανυπαρξίας των απαιτούμενων νοητικών εργαλείων για μια τέτοιου είδους κατανόηση. Την ίδια στιγμή δεν μπορεί να κοιτάξει μπροστά, τί θα κάνουν αυτοί που πρόκειται να εκλέξει; Γιατί θα τους εκλέξει. Αυτό είναι το σίγουρο.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Μήπως βιώνουμε μία κατάσταση διαρκούς επανάληψης; Είμαστε υποχρεωμένοι να παίξουμε ξανά το ίδιο έργο, αφού όποιο σενάριο και να σκεφτούμε έχει ήδη υλοποιηθεί. Αυτή την περίοδο βιώνουμε μία απροσδιόριστη αναπαραγωγή ιδανικών, ονείρων ή ιδεολογιών που υπήρχαν πάντοτε πίσω μας αλλά πρέπει εμείς να τα αναπαράγουμε τώρα. Και αυτό κάνουμε. Μόνο που τώρα δεν τολμάμε να το κάνουμε παντελώς αδιάφορα, όπως στο παρελθόν. Αυτό που ζητάμε είναι πάλι… η απελευθέρωση μέσω της ιδέας των εκλογών. Μία απελευθέρωση όμως που είναι σίγουρο ότι θα χαθεί αμέσως μόλις κλείσουν οι κάλπες, όπως ακριβώς έχει γίνει όλες τις προηγούμενες φορές.
Πολύ συχνά, όταν η ιδέα χάνει την πραγματική της έννοια, την αξία της, την ουσία της ή τον σκοπό της, εισέρχεται σε μία φάση επ’ άπειρον αυτοαναπαραγωγής. Τα πράγματα εξακολουθούν να λειτουργούν παρόλο που η ιδέα τους έχει εκλείψει. Εξακολουθούν να λειτουργούν μέσα σε μία πλήρη αδιαφορία για το ίδιο τους το περιεχόμενο. Έτσι, ενώ η ιδέα του «πολιτικού» έχει εκλείψει εδώ και χρόνια με πλήρη ευθύνη των πολιτικών και των συνενόχων τους ΜΜΕ, η πολιτική συνεχίζεται κομίζοντας μία πλήρη αδιαφορία όχι μόνο για το ίδιο της το διακύβευμα , αλλά για το αν η ίδια έχει κάποιο διακύβευμα. Όταν το κάθε τι είναι πολιτικό , τίποτε δεν είναι πολιτικό, η ίδια η λέξη δεν έχει πια νόημα. Η ιδέα των εκλογών έχει μεγάλη σημασία όταν αυτές γίνονται σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Αντίθετα, σε ένα ολιγαρχικό καθεστώς όπως αυτό που υπάρχει σήμερα, οι εκλογές χάνουν το νόημά τους. Χρησιμοποιούνται ως μία διαδικασία κατευνασμού της οργής των ανθρώπων και συγκάλυψης της ευθύνης όλων. Πολιτικών και «πολιτών».
Τίποτε ουσιαστικό δεν γίνεται κατανοητό, επειδή σημαντικότατες έννοιες όπως της ευθύνης ή της αντικειμενικής αιτίας , έχουν εντελώς εξαφανιστεί. Τα ΜΜΕ φρόντισαν και γι’ αυτό. Αντιστρέφουν εντέχνως τις θέσεις του θύματος και του δήμιου. Οι εκλογές θα τοποθετήσουν το λαό στη θέση του δήμιου των πολιτικών, αλλά… εικονικά. Αυτό ακριβώς κάνουν τώρα. Προσπαθούν να πείσουν ότι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην επιλογή αφού υπάρχουν «πολλές» επιλογές. Είναι όμως οι δικές τους προκατασκευασμένες επιλογές, γεννημένες από τα σπλάχνα του ίδιου συστήματος. Προσπαθούν να αλλάξουν την εικόνα των πολιτικών για να απομακρύνουν την πραγματικότητα των αποτελεσμάτων της πολιτικής τους. Ο «λαός» θα γίνει δήμιος του εαυτού του, μέσω της «συλλογικής ευθύνης». Μετά, ποιος θα δώσει αμνηστεία σε ποιον και ποιος θα καταδικάσει ποιον , όταν όλος ο «λαός» είναι ένοχος; Η ευθύνη θα φύγει από τους πραγματικά υπεύθυνους και θα έλθει στα κεφάλια των ανθρώπων που ψήφησαν. Εδώ υπάρχει ένα μικρό κόλπο που θέλουν να κάνουν μέσω των εκλογών: όσο περισσότερο παύει να υπάρχει η ευθύνη, τόσο περισσότερο τείνει στο να μην υπήρξε ποτέ!!! Όσο περισσότερο τους επιτρέπουμε να λένε ότι έπραξαν το καθήκον τους, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε μετά από δέκα χρόνια να βρεθούμε ως «λαός» υπόλογοι όχι μόνο στους ίδιους μας τους εαυτούς, αλλά στα ίδια τα παιδιά μας , αφού εμείς θα έχουμε επικροτήσει αυτά που έγιναν αλλά και αυτά που θα γίνουν . Αδιαφορώντας για τη μνήμη, αδιαφορούμε και για την ιστορία, ξεχνώντας ότι ιστορία δεν είναι μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον.
Ίσως έλθει μία μέρα που θα αναρωτηθούμε αν όντως είχε ευθύνη ο Παπανδρέου ή ο Παπακωνσταντίνου. Δεν θα μπορούμε να εντοπίσουμε τον υπεύθυνο γιατί δεν υπάρχει υπεύθυνος. Υπεύθυνο είναι το «σύστημα» που γεννά τέτοιους ανθρώπους. Είναι άχρηστο να καταδικάσεις έναν δύο ή δέκα από αυτούς, τη στιγμή που με την ψήφο σου αναπαράγεις το σύστημα που τους εξέθρεψε. Μην ξεχνάμε ότι πριν από τριάντα χρόνια περίπου καταδικάσαμε τους υπεύθυνους της χούντας και σήμερα ζούμε μία χούντα ξανά.Το έγκλημα που έκαναν πέρασε στο επίπεδο του μύθου γιατί εντέχνως δόθηκε τέλος στην ιστορική του πραγματικότητα. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι τίποτε δεν έγινε στο Πολυτεχνείο και ότι όλα αυτά είναι δημιουργήματα της φαντασίας της αριστεράς. Το πραγματικό νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου χάθηκε μέσα στον λαβύρινθο των αποτυχιών της γενιάς του, σε όλα τα επίπεδα.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι επικίνδυνος από μόνος του. Περισσότερο επικίνδυνη όμως είναι η παθολογική αναπαραγωγή ενός καταστροφικού παρελθόντος. Η συμμετοχή σε αυτή τη διαδικασία μέσω της ψήφου , σε καθιστά ενεργό συντελεστή και οιονεί συνένοχο. Από την άλλη πλευρά, η άρνηση είναι το εύκολο. Αυτός είναι και ο λόγος που τόσοι πολλοί στέκονται απέναντι από την κυβέρνηση και το μνημόνιο. Η άρνηση από μόνη της μπορεί να ενώσει, και ενώνει μέσω της «αρνητικής ψήφου». Μπορείς σήμερα να συναντήσεις στα ίδια κόμματα από αριστερούς πατριδοκάπηλους μέχρι ακροδεξιούς αντικομουνιστές. Όλους αυτούς τους ενώνει μία αδιαφοροποίητη δύναμη της άρνησης. Μπορούν να αρνηθούν τα πάντα. Κυρίως όμως μπορούν να απορρίψουν οποιοδήποτε πρόταγμα τους ξεπερνά. Αυτός είναι και ο λόγος που απορρίπτουν την αποχή. Συνειδητή αποχή από τις εκλογές δεν σημαίνει αποχή από την πολιτική αλλά ούτε και αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει. Το αντίθετο. Σήμερα, η άρνηση είναι καθορισμένη, το πρόταγμα όχι. Η συνειδητή αποχή αποτελεί κομμάτι της «βιοπολιτικής» αποχής. Η «βιοπολιτική» αποχή ή «κοινωνική» αποχή, είναι ένα είδος διαμαρτυρίας κατά τη διάρκεια του οποίου οι συμμετέχοντες απέχουν από όλες αυτές τις πρακτικές που δίνουν ζωή σε αυτό το είδος κοινωνίας. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας τώρα.
Δεν είναι λύση το να δώσει κάποιος την ψήφο του στην αριστερά ή σε κάποιο μικρό κόμμα προκειμένου να μην πάρουν αυτοδυναμία τα δύο αστικά «μικρομέγαλα» πλέον κόμματα. Η αριστερά με τα κόμματά της , στήριξε το μνημόνιο. Μιλώ βέβαια για τις ηγεσίες των κομμάτων της αριστεράς και όχι για τους οπαδούς τους . Το έκανε έμμεσα , από τη στιγμή που στο πρώτο κιόλας μνημόνιο δεν αποχώρησε από τη βουλή καταγγέλλοντας τήν τότε διαδικασία και την κατάλυση του Συντάγματος. Κανένα αριστερό κόμμα δεν κινήθηκε εναντίον του υπάρχοντος διαδικαστικού επί της ουσίας . Είναι άλλο πράγμα το «καταγγέλλω» και άλλο πράγμα το «στηρίζω την καταγγελία μου με πράξεις». Μπορεί ο Τσίπρας να αποκαλούσε τον Βενιζέλο «Συνταγματάρχη», αλλά όχι μόνο δεν έφυγε ποτέ από τη βουλή αλλά πήγε να συγχαρεί και τον Παππαδήμο όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία αναγνωρίζοντας μία διορισμένη κυβέρνηση. Γιατί δεν αποχώρησαν ποτέ από την βουλή τα κόμματα της αριστεράς , αφού η κυβέρνηση λειτουργούσε ως «χούντα», όπως έλεγαν και οι ίδιοι; Επειδή τα σημερινά αριστερά κόμματα, ζουν και τρέφονται από τον νεοφιλελευθερισμό!!! Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν. Και δεν θα υπήρχαν επειδή αδυνατούν να συλλάβουν και να παρουσιάσουν στους ανθρώπους μία «άλλη» κοινωνία. Οι μισή αριστερά είναι προσκολλημένη σε ένα αποτυχημένο μοντέλο και η άλλη μισή παλεύει για έναν «ανθρώπινο καπιταλισμό». («Ανθρώπινος καπιταλισμός»: Εδώ μπορείς να γελάσεις)
Η βασική ικανότητα του νέου Έλληνα είναι η μεταβίβαση ευθηνών δικαιολογώντας πάντοτε πρωτίστως τον εαυτό του. Αυτό που χρειάζεται από εδώ και μπρος είναι ο «εσωτερικός διάλογος». Ένας διάλογος που πρέπει καθένας από εμάς να κάνει με τον εαυτό του. Είναι αναγκαίο να πάψουν οι πρόχειρες και βολικές απαντήσεις . Τη θέση τους πρέπει να πάρουν οι δύσκολες και άβολες ερωτήσεις. Τί δημοκρατία θέλουμε ; Τη δημοκρατία του πεζοδρομίου, όπου το δίκιο της συντεχνίας είναι δίκιο του κράτους και επιβάλλεται διά των κομμάτων; Θέλουμε η ελευθερία να μας παρέχεται ως κοινωνικό αγαθό ή πρέπει να κερδίζεται μέσα από την ατέρμονη προσπάθεια για αυτονομία; Θέλουμε μία πολιτική της παροχής ασφάλειας και του «εύ ζήν» ή το δικαίωμα στη συμμετοχή για τη δημιουργία ή την ακύρωση των θεσμών;
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν ταυτόχρονα από «πολίτες» και πολιτικούς. Δεν είναι καινούργια. Το γνωρίζω καλά αυτό , όπως το γνωρίζουμε όλοι μας. Γιατί όμως δεν τα έχουμε απαντήσει εδώ και τόσα χρόνια; Επειδή μπροστά από τις απαντήσεις ορθώνεται το τείχος του συμφέροντος. Οι πολιτικοί και οι κατασκευασμένοι «πολίτες» τους , ενώνονται με την πιο δυνατή κόλλα που εντέχνως ονομάζεται σχέση… πελατειακή. Στην πραγματική δημοκρατία δεν υπάρχει κανενός είδους σχέση μεταξύ πολιτικού και πολίτη. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει «πολιτικός», υπάρχει μόνο Πολίτης. Ο διαχωρισμός αυτός είναι εφεύρημα των σύγχρονων κοινωνιών, προκειμένου να μπορεί η εξουσία εντέχνως να αποκλείει από όλες τις σημαντικές αποφάσεις το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Έτσι , προκειμένου να αποφύγει τις συγκρούσεις , έδωσε την ονομασία «πολίτης» σε όλους αυτούς που άφησε έξω από τις «δημοκρατικές διαδικασίες». «Πολίτη» ονομάζουν τον βιομήχανο που στηρίζει και στηρίζεται από τα κόμματα, αλλά «Πολίτης» ονομάζεται και ο άστεγος που ζει και κοιμάται κάτω από γέφυρες. Και οι δύο έχουν τα ίδια «δημοκρατικά δικαιώματα». Ο βιομήχανος αν θέλει μπορεί να κοιμηθεί κάτω από τη γέφυρα. Είναι «δημοκρατικό δικαίωμα». Μία αξιακά κατεστραμμένη κοινωνία θα στηρίξει ένα αξιακά κατεστραμμένο πολιτικό σύστημα και αντίστροφα.
Επίλογος.
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και συνεχίζω να ζω σε μία κοινωνία που η εξουσία της, με παρέκαμπτε πάντοτε όταν επρόκειτο να πάρει μία απόφαση για τη ζωή, τη δική μου. Το μοναδικό δικαίωμα που μου παρέχει είναι το να αποφασίσω ποιος θέλω να με κυβερνήσει. Έ, λοιπόν, αποφάσισα ότι δεν θέλω να με κυβερνά κανείς. Για άλλη μία φορά θα παρακάμψω εγώ το σύστημα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν μόνοι τους να αυτοκυβερνηθούν και να λύσουν τα προβλήματα μέσω της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης. Αυτό ίσως είναι ένα όνειρο για κάποιους, μια ουτοπία. Ακόμα όμως και όταν δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο δεν σημαίνει ότι πρέπει να το παρατήσεις. Αισθάνομαι ότι έχω υποχρέωση να παρακάμψω αυτό το καραγκιοζιλίκι που ονομάζεται «εκλογές». Κάποτε το έκανα γιατί ήμουν ηλίθιος και πίστευα ότι το να ασχολείσαι με την πολιτική ήταν χάσιμο χρόνου. Αυτό με είχαν μάθει. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια το κάνω επειδή έμαθα την άμεση δημοκρατία και έκτοτε πιστεύω σε αυτή . Θεωρώ ότι πριν από οποιεσδήποτε εκλογές προέχει το να ζητήσουμε να αλλάξει το Σύνταγμα. Αν η μεγάλη πλειονότητα των ψηφοφόρων αυτής εδώ της χώρας δεν πάει να ψηφήσει , ζητώντας ταυτόχρονα αλλαγή του Συντάγματος, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να σταθεί οποιαδήποτε κυβέρνηση έχοντας ως νομιμοποίηση τις ψήφους των λίγων κομματόσκυλων.
Γνωρίζω ότι η άποψή μου δεν έχει καμία βαρύτητα και ότι αυτό το κείμενο θα περάσει απαρατήρητο όπως και τόσα άλλα. Δεν ονομάζομαι Μάϊκλ Άλμπερτ, ούτε Νόαμ Τσόμσκι, ούτε Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ούτε τίποτε από αυτά. Αν είχα κάποιο από αυτά τα ονόματα, οι απόψεις μου θα εκλαμβάνονταν διαφορετικά. Όμως δεν γράφω το κείμενο για να πείσω και άλλους να μην πάνε να ψηφήσουν. Το γράφω για να έχω μία απόδειξη απέναντι στο παιδί μου πρώτα, στον εαυτό μου έπειτα αλλά και απέναντι σε όλους , ότι ακόμα και σε μία δύσκολη περίοδο για την κοινωνία και τους ανθρώπους της, αποφάσισα να παραμείνω πιστός στις αρχές και τα ιδεώδη της άμεσης δημοκρατίας, της μοναδικής δημοκρατίας. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα σύστημα που ζει από τη φτώχεια, την ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό των ανθρώπων που υποτίθεται ότι προστατεύει. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που έχει τον πόλεμο, την πείνα και τις δολοφονίες αθώων ανθρώπων ως βασικό μέσο ανάπτυξης και πλουτισμού μερικών προνομιούχων. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα σύστημα που επιτρέπει σε μερικές οικογένειες να εξουσιάζουν έναν ολόκληρο πληθυσμό. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα σύστημα που το μόνο που μου επιτρέπει είναι το να αποφασίζω ποιος θα αποφασίζει για μένα. Ένα σύστημα που με κοροϊδεύει, λέγοντάς μου ότι ενώ δεν καταλαβαίνω από πολιτική, μπορώ να καταλάβω ποιος καταλαβαίνει και… να τον ψηφήσω.
Όσο και αν φανεί παράξενο, μέσα μου εύχομαι να κάνω λάθος. Εύχομαι να κάνουν λάθος όλοι όσοι συνειδητά δεν θα πάνε να ψηφήσουν. Αυτό που επιζητώ, είναι η δημιουργία μιας αυτόνομης κοινωνίας. Αν κάτι τέτοιο μπορεί να έρθει μέσα από εκλογές, καλώς να ορίσει και θα το στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις. Ποτέ μου δεν διεκδίκησα το «αλάθητο» και ούτε έχω σκοπό να το κάνω. Ως τότε όμως, θα πορεύομαι έχοντας ως οδηγώ μου τη φράση του Κορνήλιου Καστοριάδη : «Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την ιστορία του»
Μία κοινωνία που οι εξουσιαστές, τους οποίους η ίδια επέλεξε μέσα από ένα σύστημα που δεν της επιτρέπει κάτι άλλο, την εξαφάνισαν πολιτικά. Τώρα προσπαθεί μέσω του ίδιου συστήματος, των εκλογών, να αποδείξει στον εαυτό της, ότι μπορεί ακόμα να σκέφτεται προκειμένου να φτιάξει μία νέα πραγματικότητα. Όλη της η πραγματικότητα όμως περνά μέσα από τα φίλτρα των ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων και των συμβάντων των τελευταίων τριών ετών που της έκαναν το καλό να ξυπνήσει πολιτικά για λίγο και να… αλλάξει πλευρό. Κάτι είναι και αυτό. Αδυνατεί να κατανοήσει όσα έχουν συμβεί, ίσως ζαλισμένη από τα απανωτά «σοκ», αν δεχθούμε τη σωστή κατά την γνώμη μου θεωρία της Ναόμι Κλέϊν, ίσως όμως και εξαιτίας της ανυπαρξίας των απαιτούμενων νοητικών εργαλείων για μια τέτοιου είδους κατανόηση. Την ίδια στιγμή δεν μπορεί να κοιτάξει μπροστά, τί θα κάνουν αυτοί που πρόκειται να εκλέξει; Γιατί θα τους εκλέξει. Αυτό είναι το σίγουρο.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Μήπως βιώνουμε μία κατάσταση διαρκούς επανάληψης; Είμαστε υποχρεωμένοι να παίξουμε ξανά το ίδιο έργο, αφού όποιο σενάριο και να σκεφτούμε έχει ήδη υλοποιηθεί. Αυτή την περίοδο βιώνουμε μία απροσδιόριστη αναπαραγωγή ιδανικών, ονείρων ή ιδεολογιών που υπήρχαν πάντοτε πίσω μας αλλά πρέπει εμείς να τα αναπαράγουμε τώρα. Και αυτό κάνουμε. Μόνο που τώρα δεν τολμάμε να το κάνουμε παντελώς αδιάφορα, όπως στο παρελθόν. Αυτό που ζητάμε είναι πάλι… η απελευθέρωση μέσω της ιδέας των εκλογών. Μία απελευθέρωση όμως που είναι σίγουρο ότι θα χαθεί αμέσως μόλις κλείσουν οι κάλπες, όπως ακριβώς έχει γίνει όλες τις προηγούμενες φορές.
Πολύ συχνά, όταν η ιδέα χάνει την πραγματική της έννοια, την αξία της, την ουσία της ή τον σκοπό της, εισέρχεται σε μία φάση επ’ άπειρον αυτοαναπαραγωγής. Τα πράγματα εξακολουθούν να λειτουργούν παρόλο που η ιδέα τους έχει εκλείψει. Εξακολουθούν να λειτουργούν μέσα σε μία πλήρη αδιαφορία για το ίδιο τους το περιεχόμενο. Έτσι, ενώ η ιδέα του «πολιτικού» έχει εκλείψει εδώ και χρόνια με πλήρη ευθύνη των πολιτικών και των συνενόχων τους ΜΜΕ, η πολιτική συνεχίζεται κομίζοντας μία πλήρη αδιαφορία όχι μόνο για το ίδιο της το διακύβευμα , αλλά για το αν η ίδια έχει κάποιο διακύβευμα. Όταν το κάθε τι είναι πολιτικό , τίποτε δεν είναι πολιτικό, η ίδια η λέξη δεν έχει πια νόημα. Η ιδέα των εκλογών έχει μεγάλη σημασία όταν αυτές γίνονται σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Αντίθετα, σε ένα ολιγαρχικό καθεστώς όπως αυτό που υπάρχει σήμερα, οι εκλογές χάνουν το νόημά τους. Χρησιμοποιούνται ως μία διαδικασία κατευνασμού της οργής των ανθρώπων και συγκάλυψης της ευθύνης όλων. Πολιτικών και «πολιτών».
Τίποτε ουσιαστικό δεν γίνεται κατανοητό, επειδή σημαντικότατες έννοιες όπως της ευθύνης ή της αντικειμενικής αιτίας , έχουν εντελώς εξαφανιστεί. Τα ΜΜΕ φρόντισαν και γι’ αυτό. Αντιστρέφουν εντέχνως τις θέσεις του θύματος και του δήμιου. Οι εκλογές θα τοποθετήσουν το λαό στη θέση του δήμιου των πολιτικών, αλλά… εικονικά. Αυτό ακριβώς κάνουν τώρα. Προσπαθούν να πείσουν ότι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην επιλογή αφού υπάρχουν «πολλές» επιλογές. Είναι όμως οι δικές τους προκατασκευασμένες επιλογές, γεννημένες από τα σπλάχνα του ίδιου συστήματος. Προσπαθούν να αλλάξουν την εικόνα των πολιτικών για να απομακρύνουν την πραγματικότητα των αποτελεσμάτων της πολιτικής τους. Ο «λαός» θα γίνει δήμιος του εαυτού του, μέσω της «συλλογικής ευθύνης». Μετά, ποιος θα δώσει αμνηστεία σε ποιον και ποιος θα καταδικάσει ποιον , όταν όλος ο «λαός» είναι ένοχος; Η ευθύνη θα φύγει από τους πραγματικά υπεύθυνους και θα έλθει στα κεφάλια των ανθρώπων που ψήφησαν. Εδώ υπάρχει ένα μικρό κόλπο που θέλουν να κάνουν μέσω των εκλογών: όσο περισσότερο παύει να υπάρχει η ευθύνη, τόσο περισσότερο τείνει στο να μην υπήρξε ποτέ!!! Όσο περισσότερο τους επιτρέπουμε να λένε ότι έπραξαν το καθήκον τους, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε μετά από δέκα χρόνια να βρεθούμε ως «λαός» υπόλογοι όχι μόνο στους ίδιους μας τους εαυτούς, αλλά στα ίδια τα παιδιά μας , αφού εμείς θα έχουμε επικροτήσει αυτά που έγιναν αλλά και αυτά που θα γίνουν . Αδιαφορώντας για τη μνήμη, αδιαφορούμε και για την ιστορία, ξεχνώντας ότι ιστορία δεν είναι μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον.
Ίσως έλθει μία μέρα που θα αναρωτηθούμε αν όντως είχε ευθύνη ο Παπανδρέου ή ο Παπακωνσταντίνου. Δεν θα μπορούμε να εντοπίσουμε τον υπεύθυνο γιατί δεν υπάρχει υπεύθυνος. Υπεύθυνο είναι το «σύστημα» που γεννά τέτοιους ανθρώπους. Είναι άχρηστο να καταδικάσεις έναν δύο ή δέκα από αυτούς, τη στιγμή που με την ψήφο σου αναπαράγεις το σύστημα που τους εξέθρεψε. Μην ξεχνάμε ότι πριν από τριάντα χρόνια περίπου καταδικάσαμε τους υπεύθυνους της χούντας και σήμερα ζούμε μία χούντα ξανά.Το έγκλημα που έκαναν πέρασε στο επίπεδο του μύθου γιατί εντέχνως δόθηκε τέλος στην ιστορική του πραγματικότητα. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι τίποτε δεν έγινε στο Πολυτεχνείο και ότι όλα αυτά είναι δημιουργήματα της φαντασίας της αριστεράς. Το πραγματικό νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου χάθηκε μέσα στον λαβύρινθο των αποτυχιών της γενιάς του, σε όλα τα επίπεδα.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι επικίνδυνος από μόνος του. Περισσότερο επικίνδυνη όμως είναι η παθολογική αναπαραγωγή ενός καταστροφικού παρελθόντος. Η συμμετοχή σε αυτή τη διαδικασία μέσω της ψήφου , σε καθιστά ενεργό συντελεστή και οιονεί συνένοχο. Από την άλλη πλευρά, η άρνηση είναι το εύκολο. Αυτός είναι και ο λόγος που τόσοι πολλοί στέκονται απέναντι από την κυβέρνηση και το μνημόνιο. Η άρνηση από μόνη της μπορεί να ενώσει, και ενώνει μέσω της «αρνητικής ψήφου». Μπορείς σήμερα να συναντήσεις στα ίδια κόμματα από αριστερούς πατριδοκάπηλους μέχρι ακροδεξιούς αντικομουνιστές. Όλους αυτούς τους ενώνει μία αδιαφοροποίητη δύναμη της άρνησης. Μπορούν να αρνηθούν τα πάντα. Κυρίως όμως μπορούν να απορρίψουν οποιοδήποτε πρόταγμα τους ξεπερνά. Αυτός είναι και ο λόγος που απορρίπτουν την αποχή. Συνειδητή αποχή από τις εκλογές δεν σημαίνει αποχή από την πολιτική αλλά ούτε και αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει. Το αντίθετο. Σήμερα, η άρνηση είναι καθορισμένη, το πρόταγμα όχι. Η συνειδητή αποχή αποτελεί κομμάτι της «βιοπολιτικής» αποχής. Η «βιοπολιτική» αποχή ή «κοινωνική» αποχή, είναι ένα είδος διαμαρτυρίας κατά τη διάρκεια του οποίου οι συμμετέχοντες απέχουν από όλες αυτές τις πρακτικές που δίνουν ζωή σε αυτό το είδος κοινωνίας. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας τώρα.
Δεν είναι λύση το να δώσει κάποιος την ψήφο του στην αριστερά ή σε κάποιο μικρό κόμμα προκειμένου να μην πάρουν αυτοδυναμία τα δύο αστικά «μικρομέγαλα» πλέον κόμματα. Η αριστερά με τα κόμματά της , στήριξε το μνημόνιο. Μιλώ βέβαια για τις ηγεσίες των κομμάτων της αριστεράς και όχι για τους οπαδούς τους . Το έκανε έμμεσα , από τη στιγμή που στο πρώτο κιόλας μνημόνιο δεν αποχώρησε από τη βουλή καταγγέλλοντας τήν τότε διαδικασία και την κατάλυση του Συντάγματος. Κανένα αριστερό κόμμα δεν κινήθηκε εναντίον του υπάρχοντος διαδικαστικού επί της ουσίας . Είναι άλλο πράγμα το «καταγγέλλω» και άλλο πράγμα το «στηρίζω την καταγγελία μου με πράξεις». Μπορεί ο Τσίπρας να αποκαλούσε τον Βενιζέλο «Συνταγματάρχη», αλλά όχι μόνο δεν έφυγε ποτέ από τη βουλή αλλά πήγε να συγχαρεί και τον Παππαδήμο όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία αναγνωρίζοντας μία διορισμένη κυβέρνηση. Γιατί δεν αποχώρησαν ποτέ από την βουλή τα κόμματα της αριστεράς , αφού η κυβέρνηση λειτουργούσε ως «χούντα», όπως έλεγαν και οι ίδιοι; Επειδή τα σημερινά αριστερά κόμματα, ζουν και τρέφονται από τον νεοφιλελευθερισμό!!! Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν. Και δεν θα υπήρχαν επειδή αδυνατούν να συλλάβουν και να παρουσιάσουν στους ανθρώπους μία «άλλη» κοινωνία. Οι μισή αριστερά είναι προσκολλημένη σε ένα αποτυχημένο μοντέλο και η άλλη μισή παλεύει για έναν «ανθρώπινο καπιταλισμό». («Ανθρώπινος καπιταλισμός»: Εδώ μπορείς να γελάσεις)
Η βασική ικανότητα του νέου Έλληνα είναι η μεταβίβαση ευθηνών δικαιολογώντας πάντοτε πρωτίστως τον εαυτό του. Αυτό που χρειάζεται από εδώ και μπρος είναι ο «εσωτερικός διάλογος». Ένας διάλογος που πρέπει καθένας από εμάς να κάνει με τον εαυτό του. Είναι αναγκαίο να πάψουν οι πρόχειρες και βολικές απαντήσεις . Τη θέση τους πρέπει να πάρουν οι δύσκολες και άβολες ερωτήσεις. Τί δημοκρατία θέλουμε ; Τη δημοκρατία του πεζοδρομίου, όπου το δίκιο της συντεχνίας είναι δίκιο του κράτους και επιβάλλεται διά των κομμάτων; Θέλουμε η ελευθερία να μας παρέχεται ως κοινωνικό αγαθό ή πρέπει να κερδίζεται μέσα από την ατέρμονη προσπάθεια για αυτονομία; Θέλουμε μία πολιτική της παροχής ασφάλειας και του «εύ ζήν» ή το δικαίωμα στη συμμετοχή για τη δημιουργία ή την ακύρωση των θεσμών;
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν ταυτόχρονα από «πολίτες» και πολιτικούς. Δεν είναι καινούργια. Το γνωρίζω καλά αυτό , όπως το γνωρίζουμε όλοι μας. Γιατί όμως δεν τα έχουμε απαντήσει εδώ και τόσα χρόνια; Επειδή μπροστά από τις απαντήσεις ορθώνεται το τείχος του συμφέροντος. Οι πολιτικοί και οι κατασκευασμένοι «πολίτες» τους , ενώνονται με την πιο δυνατή κόλλα που εντέχνως ονομάζεται σχέση… πελατειακή. Στην πραγματική δημοκρατία δεν υπάρχει κανενός είδους σχέση μεταξύ πολιτικού και πολίτη. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει «πολιτικός», υπάρχει μόνο Πολίτης. Ο διαχωρισμός αυτός είναι εφεύρημα των σύγχρονων κοινωνιών, προκειμένου να μπορεί η εξουσία εντέχνως να αποκλείει από όλες τις σημαντικές αποφάσεις το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Έτσι , προκειμένου να αποφύγει τις συγκρούσεις , έδωσε την ονομασία «πολίτης» σε όλους αυτούς που άφησε έξω από τις «δημοκρατικές διαδικασίες». «Πολίτη» ονομάζουν τον βιομήχανο που στηρίζει και στηρίζεται από τα κόμματα, αλλά «Πολίτης» ονομάζεται και ο άστεγος που ζει και κοιμάται κάτω από γέφυρες. Και οι δύο έχουν τα ίδια «δημοκρατικά δικαιώματα». Ο βιομήχανος αν θέλει μπορεί να κοιμηθεί κάτω από τη γέφυρα. Είναι «δημοκρατικό δικαίωμα». Μία αξιακά κατεστραμμένη κοινωνία θα στηρίξει ένα αξιακά κατεστραμμένο πολιτικό σύστημα και αντίστροφα.
Επίλογος.
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και συνεχίζω να ζω σε μία κοινωνία που η εξουσία της, με παρέκαμπτε πάντοτε όταν επρόκειτο να πάρει μία απόφαση για τη ζωή, τη δική μου. Το μοναδικό δικαίωμα που μου παρέχει είναι το να αποφασίσω ποιος θέλω να με κυβερνήσει. Έ, λοιπόν, αποφάσισα ότι δεν θέλω να με κυβερνά κανείς. Για άλλη μία φορά θα παρακάμψω εγώ το σύστημα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν μόνοι τους να αυτοκυβερνηθούν και να λύσουν τα προβλήματα μέσω της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης. Αυτό ίσως είναι ένα όνειρο για κάποιους, μια ουτοπία. Ακόμα όμως και όταν δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο δεν σημαίνει ότι πρέπει να το παρατήσεις. Αισθάνομαι ότι έχω υποχρέωση να παρακάμψω αυτό το καραγκιοζιλίκι που ονομάζεται «εκλογές». Κάποτε το έκανα γιατί ήμουν ηλίθιος και πίστευα ότι το να ασχολείσαι με την πολιτική ήταν χάσιμο χρόνου. Αυτό με είχαν μάθει. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια το κάνω επειδή έμαθα την άμεση δημοκρατία και έκτοτε πιστεύω σε αυτή . Θεωρώ ότι πριν από οποιεσδήποτε εκλογές προέχει το να ζητήσουμε να αλλάξει το Σύνταγμα. Αν η μεγάλη πλειονότητα των ψηφοφόρων αυτής εδώ της χώρας δεν πάει να ψηφήσει , ζητώντας ταυτόχρονα αλλαγή του Συντάγματος, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να σταθεί οποιαδήποτε κυβέρνηση έχοντας ως νομιμοποίηση τις ψήφους των λίγων κομματόσκυλων.
Γνωρίζω ότι η άποψή μου δεν έχει καμία βαρύτητα και ότι αυτό το κείμενο θα περάσει απαρατήρητο όπως και τόσα άλλα. Δεν ονομάζομαι Μάϊκλ Άλμπερτ, ούτε Νόαμ Τσόμσκι, ούτε Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ούτε τίποτε από αυτά. Αν είχα κάποιο από αυτά τα ονόματα, οι απόψεις μου θα εκλαμβάνονταν διαφορετικά. Όμως δεν γράφω το κείμενο για να πείσω και άλλους να μην πάνε να ψηφήσουν. Το γράφω για να έχω μία απόδειξη απέναντι στο παιδί μου πρώτα, στον εαυτό μου έπειτα αλλά και απέναντι σε όλους , ότι ακόμα και σε μία δύσκολη περίοδο για την κοινωνία και τους ανθρώπους της, αποφάσισα να παραμείνω πιστός στις αρχές και τα ιδεώδη της άμεσης δημοκρατίας, της μοναδικής δημοκρατίας. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα σύστημα που ζει από τη φτώχεια, την ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό των ανθρώπων που υποτίθεται ότι προστατεύει. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που έχει τον πόλεμο, την πείνα και τις δολοφονίες αθώων ανθρώπων ως βασικό μέσο ανάπτυξης και πλουτισμού μερικών προνομιούχων. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα σύστημα που επιτρέπει σε μερικές οικογένειες να εξουσιάζουν έναν ολόκληρο πληθυσμό. Δεν μπορώ να στηρίξω ένα σύστημα που το μόνο που μου επιτρέπει είναι το να αποφασίζω ποιος θα αποφασίζει για μένα. Ένα σύστημα που με κοροϊδεύει, λέγοντάς μου ότι ενώ δεν καταλαβαίνω από πολιτική, μπορώ να καταλάβω ποιος καταλαβαίνει και… να τον ψηφήσω.
Όσο και αν φανεί παράξενο, μέσα μου εύχομαι να κάνω λάθος. Εύχομαι να κάνουν λάθος όλοι όσοι συνειδητά δεν θα πάνε να ψηφήσουν. Αυτό που επιζητώ, είναι η δημιουργία μιας αυτόνομης κοινωνίας. Αν κάτι τέτοιο μπορεί να έρθει μέσα από εκλογές, καλώς να ορίσει και θα το στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις. Ποτέ μου δεν διεκδίκησα το «αλάθητο» και ούτε έχω σκοπό να το κάνω. Ως τότε όμως, θα πορεύομαι έχοντας ως οδηγώ μου τη φράση του Κορνήλιου Καστοριάδη : «Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την ιστορία του»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου