Γράφει ο askordoulakos
«Κανείς δεν θέλησε να σκεφτεί ότι οι κουκουλοφόροι βεβαίως ήταν Αναρχικοί που -όπως γίνεται στις δυναμικές διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη- κάλυψαν με μαντήλια και κουκούλες τα πρόσωπά τους για να μην αναγνωρίζονται και για να μη φτάσουν στο εδώλιο και καταδικαστούν μόνο από τις φωτογραφίες– όπως πρόσφατα έγινε με τους αντιαμερικανούς διαδηλωτές της Ρόδου».
Γιώργος Βότσης, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 07-05-1977 (για τις αντιδράσεις λόγω της πρώτης οργανωμένης εμφάνισης «κουκουλοφόρων» στην Πρωτομαγιάτικη διαδήλωση του 1977).
.......................................
Τη Δευτέρα στις 20 Φλεβάρη το βράδυ, μια μέρα δηλαδή μετά τα συμβάντα του Συντάγματος, όπου χιλιάδες λαού είτε συγκρούστηκαν με τα Τάγματα Ασφαλείας του Παπουτσή, είτε συνέδραμαν...παντί τρόπω όσους συγκρούονταν, προσπάθησα να γράψω-για πολλοστή ανιαρή φορά- κάτι σχετικό με τις μορφές πάλης σε περιόδους όπως οι σημερινές, καθώς και για τη στάση της επίσημης και μη Αριστεράς περί το ζήτημα.
Ανατρέχοντας-μεταξύ άλλων-και στα κείμενα των κλασσικών του Μαρξισμού περί τα τοιαύτα, «έπεσα» πάνω στο παρακάτω άρθρο του έτους 1906, το οποίο σχεδόν με σόκαρε λόγω της ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗΣ βασμότητας, επικαιρότητας κι αναλογίας του προς τα τεκταινόμενα του σήμερα και μ’έκανε να σκεφτώ ότι θα ήταν περιττό (για να μην πω θράσος) εκ μέρους μου ν’ασχοληθώ με το παραπάνω ζήτημα, αντί να το παραθέσω αυτούσιο. Θα’λεγε κανείς ότι ο συντάκτης του κειμένου ζει στην Ελλάδα και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στο λαικό κίνημα και την Αριστερά, επίσημη και μη. Επειδή τα λόγια είναι περιττά, το εξαιρετικό αυτό κείμενο, αφιερώνεται στις ηγεσίες της Αριστεράς, πρωτίστως δε σ’αυτήν του ΚΚΕ:
_______________________________________________________________
Ο ΠΑΡΤΙΖΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Το ζήτημα της παρτιζάνικης δράσης ενδιαφέρει πάρα πολύ το κόμμα μας και την εργατική τάξη. Έχουμε ήδη θίξει ανάμεσα στ' άλλα επανειλημμένα το ζήτημα αυτό και τώρα σκοπεύουμε να κάνουμε, όπως υποσχεθήκαμε, μια πιο ολοκληρωμένη έκθεση των απόψεων μας.
Ι Αρχίζουμε από την αρχή. Ποιες βασικές απαιτήσεις πρέπει να προβάλλει κάθε μαρξιστής κατά την εξέταση του ζητήματος των μορφών πάλης; Πρώτο, ο μαρξισμός διαφέρει απ' όλες τις πρωτόγονες μορφές σοσιαλισμού κατά το ότι δεν δεσμεύει το κίνημα με μια οποιαδήποτε καθορισμένη μορφή πάλης. Παραδέχεται τις πιο διαφορετικές μορφές πάλης, όμως δεν τις «επινοεί», αλλά μόνο γενικεύει, οργανώνει, προσδίνει συνειδητότητα σε εκείνες τις μορφές πάλης των επαναστατικών τάξεων που εμφανίζονται μόνες τους στην πορεία του κινήματος. Ο μαρξισμός, που είναι αναμφισβήτητα εχθρός κάθε αφηρημένης διατύπωσης, κάθε δογματικής συνταγής, απαιτεί να μελετάμε προσεκτικά τη διεξαγόμενη μαζική πάλη, που με την ανάπτυξη του κινήματος, με το ανέβασμα της συνειδητότητας των μαζών, με την όξυνση των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων γεννά συνεχώς όλο και νέους, όλο και πιο ποικίλους τρόπους άμυνας και επίθεσης. Γι' αυτό ο μαρξισμός δεν απορρίπτει καμιά απολύτως μορφή πάλης. Ο μαρξισμός σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στις πιθανές μορφές πάλης ή στις μορφές πάλης που υπάρχουν μόνο στη δοσμένη στιγμή, αλλά αναγνωρίζει ότι με την αλλαγή μιας δοσμένης κοινωνικής συγκυρίας, είναι αναπόφευκτες νέες μορφές πάλης, άγνωστες στους ηγέτες της δοσμένης περιόδου. Απ' αυτήν την άποψη ο μαρξισμός διδάσκεται, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, από την πρακτική των μαζών και δεν έχει την αξίωση να διδάσκει στις μάζες μορφές πάλης, που τις επινοούν «ειδικευμένοι στη συστηματοποίηση» γραφιάδες. Ξέρουμε, - έλεγε, λογουχάρη, ο Κάουτσκι, εξετάζοντας τις μορφές της κοινωνικής επανάστασης, - ότι η επερχόμενη κρίση θα μας δώσει νέες μορφές πάλης, που δεν μπορούμε τώρα να τις προβλέψουμε.
Δεύτερο, ο μαρξισμός απαιτεί αναμφισβήτητα την ιστορική εξέταση του ζητήματος των μορφών πάλης. Το να βάζει κανείς το ζήτημα αυτό έξω από την ιστορικά-συγκεκριμένη κατάσταση σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνει το αλφάβητο του διαλεκτικού υλισμού. στις διαφορετικές στιγμές της οικονομικής εξέλιξης, σε εξάρτηση από τους διαφορετικούς όρους πολιτικούς, εθνικοπολιτιστικούς, βιοτικούς κτλ., οι διαφορετικές μορφές πάλης προωθούνται στην πρώτη γραμμή, γίνονται κύριες μορφές πάλης, και σε συνάρτηση μ' αυτό, αλλάζουν με τη σειρά τους και οι δευτερεύουσες, οι επικουρικές μορφές πάλης. Το να προσπαθεί κανείς ν' απαντήσει με ένα ναι ή ένα όχι στο ζήτημα που άφορα ένα ορισμένο μέσο πάλης, χωρίς να εξετάσει λεπτομερειακά τη συγκεκριμένη κατάσταση του δοσμένου κινήματος στο δοσμένο βαθμό ανάπτυξής του, σημαίνει ότι εγκαταλείπει εντελώς το έδαφος του μαρξισμού.
Αυτές είναι οι δυο βασικές θεωρητικές θέσεις, από τις όποιες πρέπει να καθοδηγούμαστε. Η ιστορία του μαρξισμού στη Δυτική Ευρώπη μας δίνει άφθονα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτά που είπαμε. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θεωρεί σήμερα τον κοινοβουλευτισμό και το συνδικαλιστικό κίνημα σαν τις κύριες μορφές πάλης, στο παρελθόν αναγνώριζε την εξέγερση και, με μια αλλαγή της συγκυρίας, είναι πέρα για πέρα έτοιμη να την αναγνωρίσει και στο μέλλον, παρά τη γνώμη των φιλελεύθερων αστών, σαν τους ρώσους καντέτους και τους μπεζζαγκλάβτσι. Στη δεκαετία 1870-1880 η σοσιαλδημοκρατία δεν αναγνώριζε τη γενική απεργία σαν κοινωνική πανάκεια, σαν μέσο άμεσης ανατροπής της αστικής τάξης με μη πολιτικό δρόμο, όμως η σοσιαλδημοκρατία αναγνωρίζει πέρα για πέρα τη μαζική πολιτική απεργία (ιδιαίτερα υστέρα από την πείρα της Ρωσίας στα 1905), σαν ένααπό τα μέσα πάλης, απαραίτητο κάτω από ορισμένες συνθήκες.
Η σοσιαλδημοκρατία αναγνώριζε τον αγώνα οδοφραγμάτων στη δεκαετία 1840-1850- τον απέκρουε όμως με βάση ορισμένα συγκεκριμένα στοιχεία στα τέλη του XIX αιώνα- δήλωνε ότι ήταν απόλυτα έτοιμη να αναθεωρήσει την τελευταία αυτή άποψη και να αναγνωρίσει τη σκοπιμότητα του αγώνα οδοφραγμάτων ύστερα από την πείρα της Μόσχας, που ανάδειξε, σύμφωνα με τα λόγια του Κ. Κάουτσκι, μια νέα τακτική του αγώνα οδοφραγμάτων.
II Αφού καθορίσαμε τις γενικές θέσεις του μαρξισμού, περνάμε στη ρωσική επανάσταση. Ας θυμηθούμε την ιστορική εξέλιξη των μορφών πάλης που μας έδωσε. Πρώτα οικονομικές απεργίες των εργατών (1896-1900), υστέρα πολιτικές διαδηλώσεις των εργατών και των φοιτητών (1901-1902), αγροτικές ταραχές (1902), έναρξη των μαζικών πολιτικών απεργιών σε διάφορους συνδυασμούς με τις διαδηλώσεις (Ροστόβ 1902, καλοκαιρινές απεργίες 1903, 9 του Γενάρη 1905), πανρωσική πολιτική απεργία με τοπικές περιπτώσεις αγώνα οδοφραγμάτων (Οκτώβρης 1905), μαζικός αγώνας οδοφραγμάτων και ένοπλη εξέγερση (1905, Δεκέμβρης), κοινοβουλευτική ειρηνική πάλη (Απρίλης-Ιούνης 1906), μερικότερες στρατιωτικές εξεγέρσεις (Ιούνης 1905-Ιούλης 1906), μερικότερες αγροτικές εξεγέρσεις (φθινόπωρο 1905-φθινόπωρο 1906).
Αυτή είναι η κατάσταση κατά το φθινόπωρο του 1906 από την άποψη των μορφών πάλης γενικά. «Απαντητική» μορφή πάλης της απολυταρχίας είναι το μαυροεκατονταρχίτικο πογκρόμ, αρχίζοντας από το Κισινιόφ την άνοιξη του 1903 και καταλήγοντας στο Σέντλετς το φθινόπωρο του 1906 . Σε όλη αυτή την περίοδο η οργάνωση του μαυροεκατονταρχίτικου πογκρόμ και της σφαγής των εβραίων, των φοιτητών, των επαναστατών, των συνειδητών εργατών όλο και περισσότερο προχωρεί και τελειοποιείται συνενώνοντας τις βιαιοπραγίες των μαυροεκατονταρχίτικων στρατευμάτων με τις βιαιοπραγίες του εξαγορασμένου όχλου, φτάνοντας μέχρι τη χρησιμοποίηση πυροβολικού στα χωριά και στις πόλεις, συγχωνευόμενη με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, τις καταδιωκτικές αμαξοστοιχίες κτλ.
Αυτό είναι το βασικό φόντο της εικόνας. Στο φόντο αυτό διαγράφεται - αναμφισβήτητα, σαν κάτι το μερικό, το δευτερεύον, το επικουρικό - το φαινόμενο εκείνο, που στη μελέτη και την εκτίμησή του είναι αφιερωμένο το άρθρο τούτο. Τι πράγμα είναι το φαινόμενο αυτό; ποιες είναι οι μορφές του; οι αιτίες του; ο χρόνος εμφάνισης και ο βαθμός εξάπλωσής του; η σημασία του στη γενική πορεία της επανάστασης; η σχέση του προς την πάλη της εργατικής τάξης, που την οργανώνει και την καθοδηγεί η σοσιαλδημοκρατία; Αυτά είναι τα ζητήματα, στα όποια πρέπει τώρα να περάσουμε, αφού δώσαμε το διάγραμμα του γενικού φόντου της εικόνας.
Το φαινόμενο που μας ενδιαφέρει είναι η ένοπλη πάλη. Την πάλη αυτή την διεξάγουν μεμονωμένα άτομα και μικρές ομάδες ατόμων. Ένα μέρος από τα άτομα αυτά ανήκουν στις επαναστατικές οργανώσεις, ένα άλλο μέρος (σε μερικές περιοχές της Ρωσίας το μεγαλύτερο μέρος) δεν ανήκουν σε καμιά επαναστατική οργάνωση. Η ένοπλη πάλη επιδιώκει δυο διαφορε τικούς σκοπούς, που είναι ανάγκη να ξεχωρίζουμε αυστηρά τον ένα από τον άλλο. Συγκεκριμένα η πάλη αυτή αποβλέπει πρώτο, στην εξόντωση ορισμένων ατόμων, διοικητών και ανδρών της στρατιωτικής-αστυνομικής υπηρεσίας. Δεύτερο, στην κατάσχεση χρημάτων τόσο της κυβέρνησης, όσο και ιδιωτών. Ένα μέρος από τα χρήματα που κατάσχονται πηγαίνει στο κόμμα, άλλο μέρος πηγαίνει ειδικά για τον εξοπλισμό και την προετοιμασία της εξέγερσης και άλλο για τη συντήρηση των προσώπων που διεξάγουν την πάλη για την οποία μιλάμε. Οι μεγάλες απαλλοτριώσεις (του Καυκάσου σε ποσό πάνω από 200 χιλ. ρούβλια, της Μόσχας 875 χιλ. ρούβλια) περιέρχονταν ακριβώς στα επαναστατικά κόμματα κατά πρώτο λόγο, ενώ οι μικρές απαλλοτριώσεις χρησιμοποιούνται πριν απ' όλα, και κάποτε ολοκληρωτικά για τη συντήρηση των «απαλλοτριωτών». Η μορφή αυτή πάλης πήρε αναμφισβήτητα πλατιά ανάπτυξη και εξάπλωση μόλις το 1906, δηλαδή υστέρα από την εξέγερση του Δεκέμβρη. Η όξυνση της πολιτικής κρίσης ως το βαθμό της ένοπλης πάλης και ιδιαίτερα η αύξηση της ανέχειας, της πείνας και της ανεργίας στα χωριά και στις πόλεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο ανάμεσα στις αιτίες που προκάλεσαν την πάλη που περιγράφουμε. Τη μορφή αυτή πάλης την αναγνώρισαν σαν κύρια ή ακόμα και σαν αποκλειστική μορφή κοινωνικής πάλης τα αλήτικα στοιχεία του πληθυσμού, οι λούμπεν και οι αναρχικές ομάδες. Σαν «απαντητική» μορφή πάλης από την πλευρά της απολυταρχίας πρέπει να βλέπουμε το στρατιωτικό νόμο, την επιστράτευση νέων στρατευμάτων, τα μαυροεκατονταρχίτικα πογκρόμ (Σέντλετς), τα έκτακτα στρατοδικεία.
III Η συνηθισμένη εκτίμηση της πάλης που εξετάζουμε συνοψίζεται στα έξης: πρόκειται για αναρχισμό, για μπλανκισμό, για την παλιά τρομοκρατία, για ενέργειες μεμονωμένων ατόμων, ξεκομμένων από τις μάζες, ενέργειες που διαφθείρουν τους εργάτες, απωθούν απ' αυτούς τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού, αποδιοργανώνουν το κίνημα, ζημιώνουν την επανάσταση. Παραδείγματα, που να επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αύτη, μπορούν να βρεθούν εύκολα από τα γεγονότα που αναγράφονται καθημερινά στις εφημερίδες.
Μα είναι πειστικά τα παραδείγματα αυτά; Για να το ελέγξουμε αυτό ας πάρουμε την περιοχή όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η μορφή πάλης που εξετάζουμε: την περιοχή της Λετονίας. Να τι παράπονα έχει για τη δράση της σοσιαλδημοκρατίας της Λετονίας η εφημερίδα «Νόβογε Βρέμια» (9 και 12 Σεπτέμβρη). Το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λετονίας (τμήμα του ΣΔΕΚΡ) εκδίδει τακτικά σε 30.000 φύλλα την εφημερίδα του. Σε ειδική στήλη δημοσιεύονται οι κατάλογοι των χαφιέδων, που η εξόντωση τους είναι υποχρέωση κάθε τίμιου ανθρώπου. Οι συνεργάτες της αστυνομίας κηρύσσονται «εχθροί της επανάστασης» και τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου και με κατάσχεση της περιουσίας τους. Χρήματα για το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ο πληθυσμός υποχρεώνεται να δίνει μόνο εφόσον του παρουσιάζουν σφραγισμένη απόδειξη. Στον τελευταίο απολογισμό του κόμματος σημειώνεται ότι από τις 48.000 ρούβλια έσοδα το χρόνο, τις 5.600 ρούβλια, που προέρχονται από απαλλοτριώσεις τις έχει προσφέρει το τμήμα της Λιμπάβας για όπλα. Η «Νόβογε Βρέμια» λυσσομανάει, βέβαια, ενάντια σ' αυτή την «επαναστατική νομοθεσία», σ' αυτή τη «φοβερή κυβέρνηση».
Κανείς δεν θα τολμήσει να ονομάσει αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία τη δράση αυτή των Λετονών σοσιαλδημοκρατών. Άλλα γιατί; Γιατί εδώ είναι ξεκάθαρη η σχέση της νέας μορφής πάλης με την εξέγερση που έγινε το Δεκέμβρη και που ωριμάζει ξανά. Στην περίπτωση ολόκληρης της Ρωσίας η σχέση αυτή δεν φαίνεται τόσο καθαρά, όμως υπάρχει. Η εξάπλωση της «παρτιζάνικης» πάλης υστέρα ακριβώς από το Δεκέμβρη, η σχέση της με την όξυνση όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της πολιτικής κρίσης είναι πράγματα αναμφισβήτητα. Η παλιά ρωσική τρομοκρατία ήταν δουλειά του διανοούμενου συνωμότη, σήμερα την παρτιζάνικη πάλη τη διεξάγει, κατά γενικό κανόνα, ο οργανωμένος σε μια μαχητική ομάδα εργάτης ή απλώς ο άνεργος εργάτης. Ο μπλανκισμός και ο αναρχισμός έρχονται εύκολα στο μυαλό των ανθρώπων που έχουν την τάση να σκέπτονται στερεότυπα, μα στις συνθήκες της εξέγερσης, που είναι τόσο ξεκάθαρες στην περιοχή της Λετονίας, η ακαταλληλότητα των αποστηθισμένων αυτών τύπων χτυπάει στο μάτι.
Στο παράδειγμα των Λετονών φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι εντελώς λαθεμένη, αντιεπιστημονική, αντιιστορική η τόσο συνηθισμένη στη χώρα μας εξέταση του παρτιζάνικου πολέμου ανεξάρτητα από τις συνθήκες της εξέγερσης. Πρέπει να πάρουμε υπόψη τις συνθήκες αυτές, να σκεφτούμε τις ιδιομορφίες της περιόδου που μεσολαβεί ανάμεσα στις μεγάλες εκδηλώσεις της εξέγερσης, πρέπει να καταλάβουμε ποιες μορφές πάλης γεννιούνται στο διάστημα αυτό αναπόφευκτα, και όχι να ξοφλάμε με μια αποστηθισμένη επιλογή λέξεων, που είναι ίδιες και για τον καντέτο και για τον νοβοβρεμενίτη: αναρχισμός, ληστεία, αλητεία!
Λένε: η παρτιζάνικη δράση αποδιοργανώνει τη δουλειά μας. Ας εξετάσουμε το συλλογισμό αυτό σε σχέση με τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το Δεκέμβρη του 1905, σε σχέση με την εποχή των μαυροεκατονταρχίτικων πογκρόμ και του στρατιωτικού νόμου. Τι αποδιοργανώνει περισσότερο το κίνημα σε μια τέτοια εποχή: η έλλειψη αντίστασης ή η οργανωμένη παρτιζάνικη πάλη; Συγκρίνετε την κεντρική Ρωσία με τις δυτικές ακρινές περιοχές της, με την Πολωνία και την περιοχή της Λετονίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι η παρτιζάνικη πάλη είναι ευρύτερα διαδομένη και περισσότερο αναπτυγμένη στις δυτικές περιοχές. Και είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι το επαναστατικό κίνημα γενικά, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα ειδικότερα είναι περισσότερο αποδιοργανωμένο στην κεντρική Ρωσία, παρά στις δυτικές ακρινές περιοχές της. Βέβαια ούτε καν σκεφτόμαστε να βγάλουμε από δω το συμπέρασμα ότι το πολωνικό και το λετονικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι λιγότερο αποδιοργανωμένα εξαιτίας του παρτιζάνικου πολέμου. Όχι. Από δω βγαίνει μόνο ότι δεν φταίει ο παρτιζάνικος πόλεμος για την αποδιοργάνωση του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κινήματος στη Ρωσία του 1906.
Στο σημείο αυτό επικαλούνται συχνά την ιδιομορφία των εθνικών συνθηκών. Μα η επίκληση αυτή προδίνει πολύ καθαρά την αδυναμία της χρησιμοποιούμενης επιχειρηματολογίας. Αν είναι ζήτημα εθνικών συνθηκών, σημαίνει ότι δεν πρόκειται εδώ για αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία -αμαρτίες πανρωσικές και μάλιστα ειδικά ρωσικές- μα για κάτι άλλο. Εξετάστε συγκεκριμένα αυτό το κάτι άλλο, κύριοι! Θα δείτε τότε ότι η εθνική καταπίεση ή ο εθνικός ανταγωνισμός δεν εξηγούν τίποτε, γιατί αυτά υπήρχαν πάντα στις δυτικές ακρινές περιοχές, ενώ την παρτιζάνικη πάλη την γέννησε μόνο η δοσμένη ιστορική περίοδος. Υπάρχουν πολλά μέρη, όπου έχουμε εθνική καταπίεση και εθνικό ανταγωνισμό, μα δεν έχουμε παρτιζάνικη πάλη, που αναπτύσσεται κάποτε χωρίς να υπάρχει καμιά εθνική καταπίεση. Η συγκεκριμένη εξέταση του ζητήματος θα μας δείξει ότι το ζήτημα δεν βρίσκεται στην εθνική καταπίεση, αλλά στις συνθήκες που προκαλούν την εξέγερση. Η παρτιζάνικη πάλη είναι αναπόφευκτη μορφή πάλης σε μια περίοδο που το μαζικό κίνημα έχει πια φτάσει ουσιαστικά ως την εξέγερση και που δημιουργούνται λίγο-πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις «μεγάλες συγκρούσεις» του εμφυλίου πολέμου.
Το κίνημα δεν το αποδιοργανώνει η παρτιζάνικη δράση, μα η αδυναμία του κόμματος, που δεν μπορεί να πάρει στα χέρια του τη δράση αυτή. Να γιατί τα συνηθισμένα σε μας, τους ρώσους, αναθεματίσματα ενάντια στις παρτιζάνικες εκδηλώσεις συνδέονται με τις κρυφές, συμπτωματικές, ανοργάνωτες παρτιζάνικες ενέργειες που πραγματικά αποδιοργανώνουν το κόμμα. Ανίσχυροι να καταλάβουμε ποιες ιστορικές συνθήκες προκαλούν την πάλη αυτή, είμαστε ανίσχυροι και να παραλύσουμε τις άσχημες πλευρές της. Και παρ' όλα αυτά η πάλη διεξάγεται. Την προκαλούν ισχυρές οικονομικές και πολιτικές αίτιες. Εμείς δεν έχουμε τη δύναμη να εξαλείψουμε τις αιτίες αυτές και να εξαλείψουμε αυτή την πάλη. Τα παράπονά μας ενάντια στην παρτιζάνικη πάλη, είναι παράπονα ενάντια στην κομματική μας αδυναμία στο ζήτημα της εξέγερσης.
Όσα είπαμε για την αποδιοργάνωση αφορούν και την ηθική κατάπτωση. Ο παρτιζάνικος πόλεμος δεν φέρνει την ηθική αυτή κατάπτωση, αλλά η ανοργανωσιά, η αταξία, η ακομματικότητα των παρτιζάνικων εκδηλώσεων. Απ' αυτήν την ολότε λα αναμφισβήτητη ηθική κατάπτωση δεν μας γλιτώνουν ούτε κατ' ελάχιστο οι επικρίσεις και οι κατάρες κατά των παρτιζάνικων εκδηλώσεων, γιατί αυτές οι επικρίσεις και οι κατάρες είναι τελείως ανίσχυρες να σταματήσουν ένα φαινόμενο που προκαλείται από βαθιές οικονομικές και πολιτικές αιτίες. Θα μας αντιτείνουν: αν είμαστε ανίσχυροι να σταματήσουμε ένα αντικανονικό και αποσυνθετικό φαινόμενο, αυτό δεν είναι δικαιολογία για να περάσει το κόμμα σε αντικανονικά και αποσυνθετικά μέσα πάλης. Μια τέτοια όμως αντίρρηση θα ήταν πια καθαρά φιλελευθεροαστική, και όχι μαρξιστική αντίρρηση, γιατί ο μαρξιστής δεν μπορεί να θεωρεί γενικά τον εμφύλιο πόλεμο ή τον παρτιζάνικο πόλεμο, που είναι μια από τις μορφές του, σαν αντικανονικό και αποσυνθετικό φαινόμενο. Ο μαρξιστής στηρίζεται πάνω στη βάση της ταξικής πάλης και όχι της κοινωνικής ειρήνης. Σε ορισμένες περιόδους οξύτατων οικονομικών και πολιτικών κρίσεων η ταξική πάλη αναπτύσσεται τόσο που φτάνει ως τον ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή ως την ένοπλη πάλη ανάμεσα σε δυο μερίδες του λαού. Σε τέτοιες περιόδους ο μαρξιστής είναι υποχρεωμένος να υποστηρίζει την άποψη του εμφυλίου πολέμου. Κάθε ηθική καταδίκη του πολέμου αυτού είναι εντελώς απαράδεκτη από μαρξιστική άποψη.
Την εποχή του εμφυλίου πολέμου ιδανικό του κόμματος του προλεταριάτου είναι το μαχόμενο κόμμα. Αυτό είναι απόλυτα αδιαφιλονίκητο. Δεχόμαστε πέρα για πέρα ότι από την άποψη του εμφυλίου πολέμου μπορεί κανείς να αποδείχνει και να αποδείξει ότι είναι άσκοπες τούτες ή εκείνες οι μορφές εμφυλίου πολέμου στην άλφα ή βήτα στιγμή. Παραδεχόμαστε πέρα για πέρα την κριτική των διαφόρων μορφών εμφυλίου πολέμου από την άποψη της στρατιωτικής σκοπιμότητας και συμφωνούμε αναντίρρητα ότι τον τελευταίο λόγο σ' αυτό το ζήτημα τον έχουν οι σοσιαλδημοκράτες που κάνουν την πρακτική δουλειά σε κάθε ιδιαίτερη περιοχή. Εν ονόματι όμως των αρχών του μαρξισμού απαιτούμε κατηγορηματικά να μη ξεφεύγουμε από την ανάλυση των συνθηκών του εμφύλιου πολέμου, με χιλιοειπωμένες και στερεότυπες φράσεις για αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία, να μην προβάλλονται οι άστοχες μέθοδοι παρτιζάνικης δράσης, που χρησιμοποιήθηκαν από την τάδε πεπεσική οργάνωση στην τάδε περίοδο, σαν σκιάχτρο στο ζήτημα της ίδιας της συμμετοχής της σοσιαλδημοκρατίας στον παρτιζάνικο πόλεμο γενικά.
Τους ισχυρισμούς ότι ο παρτιζάνικος πόλεμος αποδιοργανώνει το κίνημα πρέπει να τους βλέπουμε κριτικά. Κάθε νέα μορφή πάλης, συνδεμένη με νέους κινδύνους και νέες θυσίες, «αποδιοργανώνει» αναπόφευκτα τις οργανώσεις που δεν έχουν προετοιμαστεί γι' αυτή τη νέα μορφή πάλης. Τους παλιούς μας ομίλους προπαγανδιστών τους αποδιοργάνωνε το πέρασμα στη ζύμωση. Τις επιτροπές μας τις αποδιοργάνωνε σε συνέχεια το πέρασμα στις διαδηλώσεις. Κάθε πολεμική επιχείρηση σ' ένα οποιοδήποτε πόλεμο προκαλεί μια ορισμένη αποδιοργάνωση στις γραμμές των μαχόμενων. Από δω δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν πρέπει να πολεμάμε. Από δω πρέπει να συμπεράνουμε ότι πρέπει να μάθουμε να πολεμάμε. Τίποτε περισσότερο.
Όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με υπεροψία και αυτοϊκανοποίηση: εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε ληστές, εμείς είμαστε ανώτεροι απ' αυτά, εμείς αποδοκιμάζουμε τον παρτιζάνικο πόλεμο, τότε αναρωτιέμαι: καταλαβαίνουν μήπως οι άνθρωποι αυτοί τι λένε; Σ' ολόκληρη τη χώρα γίνονται ένοπλες συγκρούσεις και συμπλοκές της μαυροεκατονταρχίτικης κυβέρνησης με τον πληθυσμό. Το φαινόμενο αυτό είναι εντελώς αναπόφευκτο σε τούτη τη βαθμίδα εξέλιξης της επανάστασης. Ο πληθυσμός αυθόρμητα, ανοργάνωτα -και γι' αυτό ακριβώς συχνά με αποτυχημένες και άσχημες μορφές- αντιδρά στο φαινόμενο αυτό επίσης με ένοπλες συγκρούσεις και επιθέσεις. Καταλαβαίνω ότι, επειδή η οργάνωσή μας είναι αδύνατη και απροετοίμαστη, εμείς μπορούμε ν' αρνηθούμε σε μια ορισμένη περιφέρεια και σε μια ορισμένη στιγμή ν' αναλάβουμε την κομματική καθοδήγηση της αυθόρμητης αυτής πάλης. Καταλαβαίνω ότι το ζήτημα αυτό οφείλουν να το λύσουν τα τοπικά στελέχη, ότι δεν είναι εύκολο πράγμα η αναδιοργάνωση των αδύνατων και απροετοίμαστων οργανώσεων. Όταν όμως βλέπω ένα θεωρητικό ή ένα δημοσιολόγο της σοσιαλδημοκρατίας να μην αισθάνεται λύπη γι' αυτή την έλλειψη προετοιμασίας, αλλά να αυτοϊκανοποίεται υπεροπτικά και να επαναλαμβάνει με ναρκισσισμό και θαυμασμό φράσεις, για αναρχισμό, μπλανκισμό και τρομοκρατία, που τις έχει αποστηθίσει από τα μικρά του χρόνια, τότε νοιώθω τον εαυτό μου προσβεβλημένο για τον εξευτελισμό που υφίσταται η πιο επαναστατική στον κόσμο θεωρία.
Λένε: ο παρτιζάνικος πόλεμος φέρνει το συνειδητό προλεταριάτο κοντά στους ξεπεσμένους μεθύστακες, στους αλήτες. Αυτό είναι σωστό. Μα από 'δω βγαίνει μόνο ότι το κόμμα του προλεταριάτου δεν μπορεί ποτέ να θεωρεί τον παρτιζάνικο πόλεμο σαν μοναδικό ή ακόμη σαν κύριο μέσο πάλης? ότι το μέσο αυτό πρέπει να υποτάσσεται σε άλλα, πρέπει να εναρμονίζεται με τα κύρια μέσα πάλης, να εξευγενίζεται με τη διαφωτιστική και οργανωτική επίδραση του σοσιαλισμού. Ενώ χωρίς αυτόν τον τελευταίο όρο όλα, κυριολεκτικά όλα τα μέσα πάλης στην αστική κοινωνία φέρνουν το προλεταριάτο κοντά στα διάφορα μη προλεταριακά στρώματα που στέκουν πάνω ή κάτω απ' αυτό και, αν αφεθούν στη διάθεση της αυθόρμητης πορείας των πραγμάτων, κουρελιάζονται, εκφυλίζονται, εκπορνεύονται. Οι απεργίες που αφήνονται στη διάθεση της αυθόρμητης πορείας των πραγμάτων, εκφυλίζονται σε «Alliances»-συμφωνίες των εργατών με τ' αφεντικά σε βάρος των καταναλωτών. Το κοινοβούλιο εκφυλίζεται σε οίκο ανοχής, όπου η συμμορία των αστών πολιτικάντηδων εμπορεύεται χονδρικά και λιανικά τη «λαϊκή ελευθερία», το «φιλελευθερισμό», τη «δημοκρατία», το ρεπουμπλικανισμό, τον αντικληρικαλισμό, το σοσιαλισμό και όλα τα άλλα εμπορεύματα που έχουν πέραση. Η εφημερίδα εκφυλίζεται σε κοινό προαγωγό, σε όργανο διαφθοράς των μαζών, χοντροκομμένης κολακείας των ταπεινών ενστίκτων του όχλου κτλ.κτλ. Για τη σοσιαλδημοκρατία δεν υπάρχουν καθολικά μέσα πάλης, τέτοια, που θα χώριζαν το προλεταριάτο με σινικά τείχη από τα στρώματα που στέκουν λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω απ' αυτό. Η σοσιαλδημοκρατία σε διαφορετικές εποχές χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα, εξαρτώντας πάντα τη χρησιμοποίησή τους από αυστηρά καθορισμένους ιδεολογικούς και οργανωτικούς όρους.
IV Οι μορφές πάλης στη ρωσική επανάσταση διακρίνονται για την τεράστια ποικιλία τους σε σύγκριση με τις αστικές επαναστάσεις της Ευρώπης. Ο Κάουτσκι το πρόβλεψε αυτό ως ένα σημείο, λέγοντας το 1902 ότι μελλοντική επανάσταση (εδώ πρόσθετε: με εξαίρεση ίσως τη Ρωσία) θα είναι όχι τόσο πάλη του λάου ενάντια στην κυβέρνηση, όσο πάλη ανάμεσα σε δυο μερίδες του λαού. Στη Ρωσία βλέπουμε, αναμφισβήτητα, μια πλατύτερη ανάπτυξη αυτής της δεύτερης πάλης, παρά στις αστικές επαναστάσεις της Δύσης. Οι εχθροί της επανάστασής μας από το περιβάλλον του λαού είναι λιγοστοί, με την όξυνση όμως της πάλης οργανώνονται όλο και περισσότερο και υποστηρίζονται από τα αντιδραστικά στρώματα της αστικής τάξης. Γι’ αυτό είναι εντελώς φυσικό και αναπόφευκτο, ότι σε μια τέτοια εποχή, στην εποχή των παλλαϊκών πολιτικών απεργιών, η εξέγερση να μην μπορέσει να πάρει την παλιά μορφή των μεμονωμένων εκδηλώσεων, περιορισμένων μέσα σε πολύ στενά χρονικά όρια και σε πολύ μικρό χώρο. Είναι εντελώς φυσικό και αναπόφευκτο, η εξέγερση να αποκτά ανώτερες και πιο σύνθετες μορφές μακρόχρονου εμφύλιου πολέμου που αγκαλιάζει όλη τη χώρα, δηλαδή ένοπλης πάλης ανάμεσα σε δυο μερίδες του λαού. Έναν τέτοιο πόλεμο δεν μπορούμε να τον φανταστούμε αλλιώς, παρά σαν μια σειρά από λίγες μεγάλες συγκρούσεις, που ανάμεσά τους μεσολαβούν σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα και σαν ένα πλήθος μικροσυμπλοκών που γίνονται στη διάρκεια αυτών των χρονικών διαστημάτων. Και μια που έτσι είναι τα πράγματα –και αναμφισβήτητα έτσι είναι- η σοσιαλδημοκρατία πρέπει εξάπαντος να βάλει σαν καθήκον της τη δημιουργία τέτοιων οργανώσεων που θα ήταν στον ανώτερο βαθμό ικανές να καθοδηγούν τις μάζες και σ’ αυτές τις μεγάλες συγκρούσεις και, κατά το δυνατό, σ’ αυτές τις μικροσυμπλοκές. Η σοσιαλδημοκρατία την εποχή που η πάλη των τάξεων οξύνθηκε και έφθασε ως τον εμφύλιο πόλεμο πρέπει να βάλει σαν καθήκον της όχι απλώς να πάρει μέρος, αλλά και να παίξει καθοδηγητικό ρόλο σ’ αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να διαπαιδαγωγεί και να προετοιμάζει τις οργανώσεις της έτσι, που να δρουν πραγματικά σαν εμπόλεμο μέρος, που δεν αφήνει να περάσει καμιά ευκαιρία χωρίς να προξενήσει απώλειες στις δυνάμεις του αντιπάλου.
Αυτό είναι δύσκολο καθήκον, συζήτηση δεν χρειάζεται. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως. Όπως στην πορεία του εμφύλιου πολέμου αναδιαπαιδαγωγείται και μαθαίνει να αγωνίζεται ολόκληρος ο λαός, έτσι και οι οργανώσεις μας πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν, πρέπει να ανασυγκροτηθούν με βάση τα δεδομένα της πείρας για να ανταποκριθούν πέρα για πέρα σ’ αυτό το καθήκον.
Δεν έχουμε ούτε την παραμικρή αξίωση να επιβάλουμε στα στελέχη της πρακτικής δουλειάς μια οποιαδήποτε επινοημένη μορφή πάλης, ή ακόμη να λύνουμε από το γραφείο το ζήτημα του ρόλου αυτών ή εκείνων των μορφών του παρτιζάνικου πολέμου στη γενική πορεία του εμφύλιου πολέμου στη Ρωσία. Μακριά από μας η σκέψη να θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση αυτών ή εκείνων των παρτιζάνικων εκδηλώσεων είναι ζήτημα κατεύθυνσης μέσα στη σοσιαλδημοκρατία. Θεωρούμε όμως καθήκον μας να βοηθήσουμε στο μέτρο των δυνάμεων μας στη σωστή θεωρητική εκτίμηση των νέων μορφών πάλης που προβάλλει η ζωή, να καταπολεμούμε αμείλικτα τα καλούπια και τις προλήψεις που εμποδίζουν τους συνειδητούς εργάτες να τοποθετήσουν σωστά το καινούργιο και δύσκολο ζήτημα, να βρουν το σωστό δρόμο για τη λύση του.
_______________________________________________________________
Το ανωτέρω κείμενο, το οποίο δε το ήξερα και το ανέσυρα από’ δω με αρκετά ενδιαφέρουσες υποσημειώσεις, ανήκει στον Β.Ι. ΛΕΝΙΝ και βρίσκεται στα Άπαντά του, τόμος 14, Έκδοση 5η, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1991. Σημειωτέον, ότι το πρωτότυπο ρωσικό κείμενο δημοσιεύτηκε στις 30.9.1906 στην εφημερίδα «ΠΡΟΛΕΤΑΡΙ», αρ.φυλ. 5.
«Κανείς δεν θέλησε να σκεφτεί ότι οι κουκουλοφόροι βεβαίως ήταν Αναρχικοί που -όπως γίνεται στις δυναμικές διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη- κάλυψαν με μαντήλια και κουκούλες τα πρόσωπά τους για να μην αναγνωρίζονται και για να μη φτάσουν στο εδώλιο και καταδικαστούν μόνο από τις φωτογραφίες– όπως πρόσφατα έγινε με τους αντιαμερικανούς διαδηλωτές της Ρόδου».
Γιώργος Βότσης, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 07-05-1977 (για τις αντιδράσεις λόγω της πρώτης οργανωμένης εμφάνισης «κουκουλοφόρων» στην Πρωτομαγιάτικη διαδήλωση του 1977).
.......................................
Τη Δευτέρα στις 20 Φλεβάρη το βράδυ, μια μέρα δηλαδή μετά τα συμβάντα του Συντάγματος, όπου χιλιάδες λαού είτε συγκρούστηκαν με τα Τάγματα Ασφαλείας του Παπουτσή, είτε συνέδραμαν...παντί τρόπω όσους συγκρούονταν, προσπάθησα να γράψω-για πολλοστή ανιαρή φορά- κάτι σχετικό με τις μορφές πάλης σε περιόδους όπως οι σημερινές, καθώς και για τη στάση της επίσημης και μη Αριστεράς περί το ζήτημα.
Ανατρέχοντας-μεταξύ άλλων-και στα κείμενα των κλασσικών του Μαρξισμού περί τα τοιαύτα, «έπεσα» πάνω στο παρακάτω άρθρο του έτους 1906, το οποίο σχεδόν με σόκαρε λόγω της ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗΣ βασμότητας, επικαιρότητας κι αναλογίας του προς τα τεκταινόμενα του σήμερα και μ’έκανε να σκεφτώ ότι θα ήταν περιττό (για να μην πω θράσος) εκ μέρους μου ν’ασχοληθώ με το παραπάνω ζήτημα, αντί να το παραθέσω αυτούσιο. Θα’λεγε κανείς ότι ο συντάκτης του κειμένου ζει στην Ελλάδα και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στο λαικό κίνημα και την Αριστερά, επίσημη και μη. Επειδή τα λόγια είναι περιττά, το εξαιρετικό αυτό κείμενο, αφιερώνεται στις ηγεσίες της Αριστεράς, πρωτίστως δε σ’αυτήν του ΚΚΕ:
_______________________________________________________________
Ο ΠΑΡΤΙΖΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Το ζήτημα της παρτιζάνικης δράσης ενδιαφέρει πάρα πολύ το κόμμα μας και την εργατική τάξη. Έχουμε ήδη θίξει ανάμεσα στ' άλλα επανειλημμένα το ζήτημα αυτό και τώρα σκοπεύουμε να κάνουμε, όπως υποσχεθήκαμε, μια πιο ολοκληρωμένη έκθεση των απόψεων μας.
Ι Αρχίζουμε από την αρχή. Ποιες βασικές απαιτήσεις πρέπει να προβάλλει κάθε μαρξιστής κατά την εξέταση του ζητήματος των μορφών πάλης; Πρώτο, ο μαρξισμός διαφέρει απ' όλες τις πρωτόγονες μορφές σοσιαλισμού κατά το ότι δεν δεσμεύει το κίνημα με μια οποιαδήποτε καθορισμένη μορφή πάλης. Παραδέχεται τις πιο διαφορετικές μορφές πάλης, όμως δεν τις «επινοεί», αλλά μόνο γενικεύει, οργανώνει, προσδίνει συνειδητότητα σε εκείνες τις μορφές πάλης των επαναστατικών τάξεων που εμφανίζονται μόνες τους στην πορεία του κινήματος. Ο μαρξισμός, που είναι αναμφισβήτητα εχθρός κάθε αφηρημένης διατύπωσης, κάθε δογματικής συνταγής, απαιτεί να μελετάμε προσεκτικά τη διεξαγόμενη μαζική πάλη, που με την ανάπτυξη του κινήματος, με το ανέβασμα της συνειδητότητας των μαζών, με την όξυνση των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων γεννά συνεχώς όλο και νέους, όλο και πιο ποικίλους τρόπους άμυνας και επίθεσης. Γι' αυτό ο μαρξισμός δεν απορρίπτει καμιά απολύτως μορφή πάλης. Ο μαρξισμός σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στις πιθανές μορφές πάλης ή στις μορφές πάλης που υπάρχουν μόνο στη δοσμένη στιγμή, αλλά αναγνωρίζει ότι με την αλλαγή μιας δοσμένης κοινωνικής συγκυρίας, είναι αναπόφευκτες νέες μορφές πάλης, άγνωστες στους ηγέτες της δοσμένης περιόδου. Απ' αυτήν την άποψη ο μαρξισμός διδάσκεται, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, από την πρακτική των μαζών και δεν έχει την αξίωση να διδάσκει στις μάζες μορφές πάλης, που τις επινοούν «ειδικευμένοι στη συστηματοποίηση» γραφιάδες. Ξέρουμε, - έλεγε, λογουχάρη, ο Κάουτσκι, εξετάζοντας τις μορφές της κοινωνικής επανάστασης, - ότι η επερχόμενη κρίση θα μας δώσει νέες μορφές πάλης, που δεν μπορούμε τώρα να τις προβλέψουμε.
Δεύτερο, ο μαρξισμός απαιτεί αναμφισβήτητα την ιστορική εξέταση του ζητήματος των μορφών πάλης. Το να βάζει κανείς το ζήτημα αυτό έξω από την ιστορικά-συγκεκριμένη κατάσταση σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνει το αλφάβητο του διαλεκτικού υλισμού. στις διαφορετικές στιγμές της οικονομικής εξέλιξης, σε εξάρτηση από τους διαφορετικούς όρους πολιτικούς, εθνικοπολιτιστικούς, βιοτικούς κτλ., οι διαφορετικές μορφές πάλης προωθούνται στην πρώτη γραμμή, γίνονται κύριες μορφές πάλης, και σε συνάρτηση μ' αυτό, αλλάζουν με τη σειρά τους και οι δευτερεύουσες, οι επικουρικές μορφές πάλης. Το να προσπαθεί κανείς ν' απαντήσει με ένα ναι ή ένα όχι στο ζήτημα που άφορα ένα ορισμένο μέσο πάλης, χωρίς να εξετάσει λεπτομερειακά τη συγκεκριμένη κατάσταση του δοσμένου κινήματος στο δοσμένο βαθμό ανάπτυξής του, σημαίνει ότι εγκαταλείπει εντελώς το έδαφος του μαρξισμού.
Αυτές είναι οι δυο βασικές θεωρητικές θέσεις, από τις όποιες πρέπει να καθοδηγούμαστε. Η ιστορία του μαρξισμού στη Δυτική Ευρώπη μας δίνει άφθονα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτά που είπαμε. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θεωρεί σήμερα τον κοινοβουλευτισμό και το συνδικαλιστικό κίνημα σαν τις κύριες μορφές πάλης, στο παρελθόν αναγνώριζε την εξέγερση και, με μια αλλαγή της συγκυρίας, είναι πέρα για πέρα έτοιμη να την αναγνωρίσει και στο μέλλον, παρά τη γνώμη των φιλελεύθερων αστών, σαν τους ρώσους καντέτους και τους μπεζζαγκλάβτσι. Στη δεκαετία 1870-1880 η σοσιαλδημοκρατία δεν αναγνώριζε τη γενική απεργία σαν κοινωνική πανάκεια, σαν μέσο άμεσης ανατροπής της αστικής τάξης με μη πολιτικό δρόμο, όμως η σοσιαλδημοκρατία αναγνωρίζει πέρα για πέρα τη μαζική πολιτική απεργία (ιδιαίτερα υστέρα από την πείρα της Ρωσίας στα 1905), σαν ένααπό τα μέσα πάλης, απαραίτητο κάτω από ορισμένες συνθήκες.
Η σοσιαλδημοκρατία αναγνώριζε τον αγώνα οδοφραγμάτων στη δεκαετία 1840-1850- τον απέκρουε όμως με βάση ορισμένα συγκεκριμένα στοιχεία στα τέλη του XIX αιώνα- δήλωνε ότι ήταν απόλυτα έτοιμη να αναθεωρήσει την τελευταία αυτή άποψη και να αναγνωρίσει τη σκοπιμότητα του αγώνα οδοφραγμάτων ύστερα από την πείρα της Μόσχας, που ανάδειξε, σύμφωνα με τα λόγια του Κ. Κάουτσκι, μια νέα τακτική του αγώνα οδοφραγμάτων.
II Αφού καθορίσαμε τις γενικές θέσεις του μαρξισμού, περνάμε στη ρωσική επανάσταση. Ας θυμηθούμε την ιστορική εξέλιξη των μορφών πάλης που μας έδωσε. Πρώτα οικονομικές απεργίες των εργατών (1896-1900), υστέρα πολιτικές διαδηλώσεις των εργατών και των φοιτητών (1901-1902), αγροτικές ταραχές (1902), έναρξη των μαζικών πολιτικών απεργιών σε διάφορους συνδυασμούς με τις διαδηλώσεις (Ροστόβ 1902, καλοκαιρινές απεργίες 1903, 9 του Γενάρη 1905), πανρωσική πολιτική απεργία με τοπικές περιπτώσεις αγώνα οδοφραγμάτων (Οκτώβρης 1905), μαζικός αγώνας οδοφραγμάτων και ένοπλη εξέγερση (1905, Δεκέμβρης), κοινοβουλευτική ειρηνική πάλη (Απρίλης-Ιούνης 1906), μερικότερες στρατιωτικές εξεγέρσεις (Ιούνης 1905-Ιούλης 1906), μερικότερες αγροτικές εξεγέρσεις (φθινόπωρο 1905-φθινόπωρο 1906).
Αυτή είναι η κατάσταση κατά το φθινόπωρο του 1906 από την άποψη των μορφών πάλης γενικά. «Απαντητική» μορφή πάλης της απολυταρχίας είναι το μαυροεκατονταρχίτικο πογκρόμ, αρχίζοντας από το Κισινιόφ την άνοιξη του 1903 και καταλήγοντας στο Σέντλετς το φθινόπωρο του 1906 . Σε όλη αυτή την περίοδο η οργάνωση του μαυροεκατονταρχίτικου πογκρόμ και της σφαγής των εβραίων, των φοιτητών, των επαναστατών, των συνειδητών εργατών όλο και περισσότερο προχωρεί και τελειοποιείται συνενώνοντας τις βιαιοπραγίες των μαυροεκατονταρχίτικων στρατευμάτων με τις βιαιοπραγίες του εξαγορασμένου όχλου, φτάνοντας μέχρι τη χρησιμοποίηση πυροβολικού στα χωριά και στις πόλεις, συγχωνευόμενη με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, τις καταδιωκτικές αμαξοστοιχίες κτλ.
Αυτό είναι το βασικό φόντο της εικόνας. Στο φόντο αυτό διαγράφεται - αναμφισβήτητα, σαν κάτι το μερικό, το δευτερεύον, το επικουρικό - το φαινόμενο εκείνο, που στη μελέτη και την εκτίμησή του είναι αφιερωμένο το άρθρο τούτο. Τι πράγμα είναι το φαινόμενο αυτό; ποιες είναι οι μορφές του; οι αιτίες του; ο χρόνος εμφάνισης και ο βαθμός εξάπλωσής του; η σημασία του στη γενική πορεία της επανάστασης; η σχέση του προς την πάλη της εργατικής τάξης, που την οργανώνει και την καθοδηγεί η σοσιαλδημοκρατία; Αυτά είναι τα ζητήματα, στα όποια πρέπει τώρα να περάσουμε, αφού δώσαμε το διάγραμμα του γενικού φόντου της εικόνας.
Το φαινόμενο που μας ενδιαφέρει είναι η ένοπλη πάλη. Την πάλη αυτή την διεξάγουν μεμονωμένα άτομα και μικρές ομάδες ατόμων. Ένα μέρος από τα άτομα αυτά ανήκουν στις επαναστατικές οργανώσεις, ένα άλλο μέρος (σε μερικές περιοχές της Ρωσίας το μεγαλύτερο μέρος) δεν ανήκουν σε καμιά επαναστατική οργάνωση. Η ένοπλη πάλη επιδιώκει δυο διαφορε τικούς σκοπούς, που είναι ανάγκη να ξεχωρίζουμε αυστηρά τον ένα από τον άλλο. Συγκεκριμένα η πάλη αυτή αποβλέπει πρώτο, στην εξόντωση ορισμένων ατόμων, διοικητών και ανδρών της στρατιωτικής-αστυνομικής υπηρεσίας. Δεύτερο, στην κατάσχεση χρημάτων τόσο της κυβέρνησης, όσο και ιδιωτών. Ένα μέρος από τα χρήματα που κατάσχονται πηγαίνει στο κόμμα, άλλο μέρος πηγαίνει ειδικά για τον εξοπλισμό και την προετοιμασία της εξέγερσης και άλλο για τη συντήρηση των προσώπων που διεξάγουν την πάλη για την οποία μιλάμε. Οι μεγάλες απαλλοτριώσεις (του Καυκάσου σε ποσό πάνω από 200 χιλ. ρούβλια, της Μόσχας 875 χιλ. ρούβλια) περιέρχονταν ακριβώς στα επαναστατικά κόμματα κατά πρώτο λόγο, ενώ οι μικρές απαλλοτριώσεις χρησιμοποιούνται πριν απ' όλα, και κάποτε ολοκληρωτικά για τη συντήρηση των «απαλλοτριωτών». Η μορφή αυτή πάλης πήρε αναμφισβήτητα πλατιά ανάπτυξη και εξάπλωση μόλις το 1906, δηλαδή υστέρα από την εξέγερση του Δεκέμβρη. Η όξυνση της πολιτικής κρίσης ως το βαθμό της ένοπλης πάλης και ιδιαίτερα η αύξηση της ανέχειας, της πείνας και της ανεργίας στα χωριά και στις πόλεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο ανάμεσα στις αιτίες που προκάλεσαν την πάλη που περιγράφουμε. Τη μορφή αυτή πάλης την αναγνώρισαν σαν κύρια ή ακόμα και σαν αποκλειστική μορφή κοινωνικής πάλης τα αλήτικα στοιχεία του πληθυσμού, οι λούμπεν και οι αναρχικές ομάδες. Σαν «απαντητική» μορφή πάλης από την πλευρά της απολυταρχίας πρέπει να βλέπουμε το στρατιωτικό νόμο, την επιστράτευση νέων στρατευμάτων, τα μαυροεκατονταρχίτικα πογκρόμ (Σέντλετς), τα έκτακτα στρατοδικεία.
III Η συνηθισμένη εκτίμηση της πάλης που εξετάζουμε συνοψίζεται στα έξης: πρόκειται για αναρχισμό, για μπλανκισμό, για την παλιά τρομοκρατία, για ενέργειες μεμονωμένων ατόμων, ξεκομμένων από τις μάζες, ενέργειες που διαφθείρουν τους εργάτες, απωθούν απ' αυτούς τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού, αποδιοργανώνουν το κίνημα, ζημιώνουν την επανάσταση. Παραδείγματα, που να επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αύτη, μπορούν να βρεθούν εύκολα από τα γεγονότα που αναγράφονται καθημερινά στις εφημερίδες.
Μα είναι πειστικά τα παραδείγματα αυτά; Για να το ελέγξουμε αυτό ας πάρουμε την περιοχή όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η μορφή πάλης που εξετάζουμε: την περιοχή της Λετονίας. Να τι παράπονα έχει για τη δράση της σοσιαλδημοκρατίας της Λετονίας η εφημερίδα «Νόβογε Βρέμια» (9 και 12 Σεπτέμβρη). Το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λετονίας (τμήμα του ΣΔΕΚΡ) εκδίδει τακτικά σε 30.000 φύλλα την εφημερίδα του. Σε ειδική στήλη δημοσιεύονται οι κατάλογοι των χαφιέδων, που η εξόντωση τους είναι υποχρέωση κάθε τίμιου ανθρώπου. Οι συνεργάτες της αστυνομίας κηρύσσονται «εχθροί της επανάστασης» και τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου και με κατάσχεση της περιουσίας τους. Χρήματα για το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ο πληθυσμός υποχρεώνεται να δίνει μόνο εφόσον του παρουσιάζουν σφραγισμένη απόδειξη. Στον τελευταίο απολογισμό του κόμματος σημειώνεται ότι από τις 48.000 ρούβλια έσοδα το χρόνο, τις 5.600 ρούβλια, που προέρχονται από απαλλοτριώσεις τις έχει προσφέρει το τμήμα της Λιμπάβας για όπλα. Η «Νόβογε Βρέμια» λυσσομανάει, βέβαια, ενάντια σ' αυτή την «επαναστατική νομοθεσία», σ' αυτή τη «φοβερή κυβέρνηση».
Κανείς δεν θα τολμήσει να ονομάσει αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία τη δράση αυτή των Λετονών σοσιαλδημοκρατών. Άλλα γιατί; Γιατί εδώ είναι ξεκάθαρη η σχέση της νέας μορφής πάλης με την εξέγερση που έγινε το Δεκέμβρη και που ωριμάζει ξανά. Στην περίπτωση ολόκληρης της Ρωσίας η σχέση αυτή δεν φαίνεται τόσο καθαρά, όμως υπάρχει. Η εξάπλωση της «παρτιζάνικης» πάλης υστέρα ακριβώς από το Δεκέμβρη, η σχέση της με την όξυνση όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της πολιτικής κρίσης είναι πράγματα αναμφισβήτητα. Η παλιά ρωσική τρομοκρατία ήταν δουλειά του διανοούμενου συνωμότη, σήμερα την παρτιζάνικη πάλη τη διεξάγει, κατά γενικό κανόνα, ο οργανωμένος σε μια μαχητική ομάδα εργάτης ή απλώς ο άνεργος εργάτης. Ο μπλανκισμός και ο αναρχισμός έρχονται εύκολα στο μυαλό των ανθρώπων που έχουν την τάση να σκέπτονται στερεότυπα, μα στις συνθήκες της εξέγερσης, που είναι τόσο ξεκάθαρες στην περιοχή της Λετονίας, η ακαταλληλότητα των αποστηθισμένων αυτών τύπων χτυπάει στο μάτι.
Στο παράδειγμα των Λετονών φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι εντελώς λαθεμένη, αντιεπιστημονική, αντιιστορική η τόσο συνηθισμένη στη χώρα μας εξέταση του παρτιζάνικου πολέμου ανεξάρτητα από τις συνθήκες της εξέγερσης. Πρέπει να πάρουμε υπόψη τις συνθήκες αυτές, να σκεφτούμε τις ιδιομορφίες της περιόδου που μεσολαβεί ανάμεσα στις μεγάλες εκδηλώσεις της εξέγερσης, πρέπει να καταλάβουμε ποιες μορφές πάλης γεννιούνται στο διάστημα αυτό αναπόφευκτα, και όχι να ξοφλάμε με μια αποστηθισμένη επιλογή λέξεων, που είναι ίδιες και για τον καντέτο και για τον νοβοβρεμενίτη: αναρχισμός, ληστεία, αλητεία!
Λένε: η παρτιζάνικη δράση αποδιοργανώνει τη δουλειά μας. Ας εξετάσουμε το συλλογισμό αυτό σε σχέση με τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το Δεκέμβρη του 1905, σε σχέση με την εποχή των μαυροεκατονταρχίτικων πογκρόμ και του στρατιωτικού νόμου. Τι αποδιοργανώνει περισσότερο το κίνημα σε μια τέτοια εποχή: η έλλειψη αντίστασης ή η οργανωμένη παρτιζάνικη πάλη; Συγκρίνετε την κεντρική Ρωσία με τις δυτικές ακρινές περιοχές της, με την Πολωνία και την περιοχή της Λετονίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι η παρτιζάνικη πάλη είναι ευρύτερα διαδομένη και περισσότερο αναπτυγμένη στις δυτικές περιοχές. Και είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι το επαναστατικό κίνημα γενικά, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα ειδικότερα είναι περισσότερο αποδιοργανωμένο στην κεντρική Ρωσία, παρά στις δυτικές ακρινές περιοχές της. Βέβαια ούτε καν σκεφτόμαστε να βγάλουμε από δω το συμπέρασμα ότι το πολωνικό και το λετονικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι λιγότερο αποδιοργανωμένα εξαιτίας του παρτιζάνικου πολέμου. Όχι. Από δω βγαίνει μόνο ότι δεν φταίει ο παρτιζάνικος πόλεμος για την αποδιοργάνωση του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κινήματος στη Ρωσία του 1906.
Στο σημείο αυτό επικαλούνται συχνά την ιδιομορφία των εθνικών συνθηκών. Μα η επίκληση αυτή προδίνει πολύ καθαρά την αδυναμία της χρησιμοποιούμενης επιχειρηματολογίας. Αν είναι ζήτημα εθνικών συνθηκών, σημαίνει ότι δεν πρόκειται εδώ για αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία -αμαρτίες πανρωσικές και μάλιστα ειδικά ρωσικές- μα για κάτι άλλο. Εξετάστε συγκεκριμένα αυτό το κάτι άλλο, κύριοι! Θα δείτε τότε ότι η εθνική καταπίεση ή ο εθνικός ανταγωνισμός δεν εξηγούν τίποτε, γιατί αυτά υπήρχαν πάντα στις δυτικές ακρινές περιοχές, ενώ την παρτιζάνικη πάλη την γέννησε μόνο η δοσμένη ιστορική περίοδος. Υπάρχουν πολλά μέρη, όπου έχουμε εθνική καταπίεση και εθνικό ανταγωνισμό, μα δεν έχουμε παρτιζάνικη πάλη, που αναπτύσσεται κάποτε χωρίς να υπάρχει καμιά εθνική καταπίεση. Η συγκεκριμένη εξέταση του ζητήματος θα μας δείξει ότι το ζήτημα δεν βρίσκεται στην εθνική καταπίεση, αλλά στις συνθήκες που προκαλούν την εξέγερση. Η παρτιζάνικη πάλη είναι αναπόφευκτη μορφή πάλης σε μια περίοδο που το μαζικό κίνημα έχει πια φτάσει ουσιαστικά ως την εξέγερση και που δημιουργούνται λίγο-πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις «μεγάλες συγκρούσεις» του εμφυλίου πολέμου.
Το κίνημα δεν το αποδιοργανώνει η παρτιζάνικη δράση, μα η αδυναμία του κόμματος, που δεν μπορεί να πάρει στα χέρια του τη δράση αυτή. Να γιατί τα συνηθισμένα σε μας, τους ρώσους, αναθεματίσματα ενάντια στις παρτιζάνικες εκδηλώσεις συνδέονται με τις κρυφές, συμπτωματικές, ανοργάνωτες παρτιζάνικες ενέργειες που πραγματικά αποδιοργανώνουν το κόμμα. Ανίσχυροι να καταλάβουμε ποιες ιστορικές συνθήκες προκαλούν την πάλη αυτή, είμαστε ανίσχυροι και να παραλύσουμε τις άσχημες πλευρές της. Και παρ' όλα αυτά η πάλη διεξάγεται. Την προκαλούν ισχυρές οικονομικές και πολιτικές αίτιες. Εμείς δεν έχουμε τη δύναμη να εξαλείψουμε τις αιτίες αυτές και να εξαλείψουμε αυτή την πάλη. Τα παράπονά μας ενάντια στην παρτιζάνικη πάλη, είναι παράπονα ενάντια στην κομματική μας αδυναμία στο ζήτημα της εξέγερσης.
Όσα είπαμε για την αποδιοργάνωση αφορούν και την ηθική κατάπτωση. Ο παρτιζάνικος πόλεμος δεν φέρνει την ηθική αυτή κατάπτωση, αλλά η ανοργανωσιά, η αταξία, η ακομματικότητα των παρτιζάνικων εκδηλώσεων. Απ' αυτήν την ολότε λα αναμφισβήτητη ηθική κατάπτωση δεν μας γλιτώνουν ούτε κατ' ελάχιστο οι επικρίσεις και οι κατάρες κατά των παρτιζάνικων εκδηλώσεων, γιατί αυτές οι επικρίσεις και οι κατάρες είναι τελείως ανίσχυρες να σταματήσουν ένα φαινόμενο που προκαλείται από βαθιές οικονομικές και πολιτικές αιτίες. Θα μας αντιτείνουν: αν είμαστε ανίσχυροι να σταματήσουμε ένα αντικανονικό και αποσυνθετικό φαινόμενο, αυτό δεν είναι δικαιολογία για να περάσει το κόμμα σε αντικανονικά και αποσυνθετικά μέσα πάλης. Μια τέτοια όμως αντίρρηση θα ήταν πια καθαρά φιλελευθεροαστική, και όχι μαρξιστική αντίρρηση, γιατί ο μαρξιστής δεν μπορεί να θεωρεί γενικά τον εμφύλιο πόλεμο ή τον παρτιζάνικο πόλεμο, που είναι μια από τις μορφές του, σαν αντικανονικό και αποσυνθετικό φαινόμενο. Ο μαρξιστής στηρίζεται πάνω στη βάση της ταξικής πάλης και όχι της κοινωνικής ειρήνης. Σε ορισμένες περιόδους οξύτατων οικονομικών και πολιτικών κρίσεων η ταξική πάλη αναπτύσσεται τόσο που φτάνει ως τον ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή ως την ένοπλη πάλη ανάμεσα σε δυο μερίδες του λαού. Σε τέτοιες περιόδους ο μαρξιστής είναι υποχρεωμένος να υποστηρίζει την άποψη του εμφυλίου πολέμου. Κάθε ηθική καταδίκη του πολέμου αυτού είναι εντελώς απαράδεκτη από μαρξιστική άποψη.
Την εποχή του εμφυλίου πολέμου ιδανικό του κόμματος του προλεταριάτου είναι το μαχόμενο κόμμα. Αυτό είναι απόλυτα αδιαφιλονίκητο. Δεχόμαστε πέρα για πέρα ότι από την άποψη του εμφυλίου πολέμου μπορεί κανείς να αποδείχνει και να αποδείξει ότι είναι άσκοπες τούτες ή εκείνες οι μορφές εμφυλίου πολέμου στην άλφα ή βήτα στιγμή. Παραδεχόμαστε πέρα για πέρα την κριτική των διαφόρων μορφών εμφυλίου πολέμου από την άποψη της στρατιωτικής σκοπιμότητας και συμφωνούμε αναντίρρητα ότι τον τελευταίο λόγο σ' αυτό το ζήτημα τον έχουν οι σοσιαλδημοκράτες που κάνουν την πρακτική δουλειά σε κάθε ιδιαίτερη περιοχή. Εν ονόματι όμως των αρχών του μαρξισμού απαιτούμε κατηγορηματικά να μη ξεφεύγουμε από την ανάλυση των συνθηκών του εμφύλιου πολέμου, με χιλιοειπωμένες και στερεότυπες φράσεις για αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία, να μην προβάλλονται οι άστοχες μέθοδοι παρτιζάνικης δράσης, που χρησιμοποιήθηκαν από την τάδε πεπεσική οργάνωση στην τάδε περίοδο, σαν σκιάχτρο στο ζήτημα της ίδιας της συμμετοχής της σοσιαλδημοκρατίας στον παρτιζάνικο πόλεμο γενικά.
Τους ισχυρισμούς ότι ο παρτιζάνικος πόλεμος αποδιοργανώνει το κίνημα πρέπει να τους βλέπουμε κριτικά. Κάθε νέα μορφή πάλης, συνδεμένη με νέους κινδύνους και νέες θυσίες, «αποδιοργανώνει» αναπόφευκτα τις οργανώσεις που δεν έχουν προετοιμαστεί γι' αυτή τη νέα μορφή πάλης. Τους παλιούς μας ομίλους προπαγανδιστών τους αποδιοργάνωνε το πέρασμα στη ζύμωση. Τις επιτροπές μας τις αποδιοργάνωνε σε συνέχεια το πέρασμα στις διαδηλώσεις. Κάθε πολεμική επιχείρηση σ' ένα οποιοδήποτε πόλεμο προκαλεί μια ορισμένη αποδιοργάνωση στις γραμμές των μαχόμενων. Από δω δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν πρέπει να πολεμάμε. Από δω πρέπει να συμπεράνουμε ότι πρέπει να μάθουμε να πολεμάμε. Τίποτε περισσότερο.
Όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με υπεροψία και αυτοϊκανοποίηση: εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε ληστές, εμείς είμαστε ανώτεροι απ' αυτά, εμείς αποδοκιμάζουμε τον παρτιζάνικο πόλεμο, τότε αναρωτιέμαι: καταλαβαίνουν μήπως οι άνθρωποι αυτοί τι λένε; Σ' ολόκληρη τη χώρα γίνονται ένοπλες συγκρούσεις και συμπλοκές της μαυροεκατονταρχίτικης κυβέρνησης με τον πληθυσμό. Το φαινόμενο αυτό είναι εντελώς αναπόφευκτο σε τούτη τη βαθμίδα εξέλιξης της επανάστασης. Ο πληθυσμός αυθόρμητα, ανοργάνωτα -και γι' αυτό ακριβώς συχνά με αποτυχημένες και άσχημες μορφές- αντιδρά στο φαινόμενο αυτό επίσης με ένοπλες συγκρούσεις και επιθέσεις. Καταλαβαίνω ότι, επειδή η οργάνωσή μας είναι αδύνατη και απροετοίμαστη, εμείς μπορούμε ν' αρνηθούμε σε μια ορισμένη περιφέρεια και σε μια ορισμένη στιγμή ν' αναλάβουμε την κομματική καθοδήγηση της αυθόρμητης αυτής πάλης. Καταλαβαίνω ότι το ζήτημα αυτό οφείλουν να το λύσουν τα τοπικά στελέχη, ότι δεν είναι εύκολο πράγμα η αναδιοργάνωση των αδύνατων και απροετοίμαστων οργανώσεων. Όταν όμως βλέπω ένα θεωρητικό ή ένα δημοσιολόγο της σοσιαλδημοκρατίας να μην αισθάνεται λύπη γι' αυτή την έλλειψη προετοιμασίας, αλλά να αυτοϊκανοποίεται υπεροπτικά και να επαναλαμβάνει με ναρκισσισμό και θαυμασμό φράσεις, για αναρχισμό, μπλανκισμό και τρομοκρατία, που τις έχει αποστηθίσει από τα μικρά του χρόνια, τότε νοιώθω τον εαυτό μου προσβεβλημένο για τον εξευτελισμό που υφίσταται η πιο επαναστατική στον κόσμο θεωρία.
Λένε: ο παρτιζάνικος πόλεμος φέρνει το συνειδητό προλεταριάτο κοντά στους ξεπεσμένους μεθύστακες, στους αλήτες. Αυτό είναι σωστό. Μα από 'δω βγαίνει μόνο ότι το κόμμα του προλεταριάτου δεν μπορεί ποτέ να θεωρεί τον παρτιζάνικο πόλεμο σαν μοναδικό ή ακόμη σαν κύριο μέσο πάλης? ότι το μέσο αυτό πρέπει να υποτάσσεται σε άλλα, πρέπει να εναρμονίζεται με τα κύρια μέσα πάλης, να εξευγενίζεται με τη διαφωτιστική και οργανωτική επίδραση του σοσιαλισμού. Ενώ χωρίς αυτόν τον τελευταίο όρο όλα, κυριολεκτικά όλα τα μέσα πάλης στην αστική κοινωνία φέρνουν το προλεταριάτο κοντά στα διάφορα μη προλεταριακά στρώματα που στέκουν πάνω ή κάτω απ' αυτό και, αν αφεθούν στη διάθεση της αυθόρμητης πορείας των πραγμάτων, κουρελιάζονται, εκφυλίζονται, εκπορνεύονται. Οι απεργίες που αφήνονται στη διάθεση της αυθόρμητης πορείας των πραγμάτων, εκφυλίζονται σε «Alliances»-συμφωνίες των εργατών με τ' αφεντικά σε βάρος των καταναλωτών. Το κοινοβούλιο εκφυλίζεται σε οίκο ανοχής, όπου η συμμορία των αστών πολιτικάντηδων εμπορεύεται χονδρικά και λιανικά τη «λαϊκή ελευθερία», το «φιλελευθερισμό», τη «δημοκρατία», το ρεπουμπλικανισμό, τον αντικληρικαλισμό, το σοσιαλισμό και όλα τα άλλα εμπορεύματα που έχουν πέραση. Η εφημερίδα εκφυλίζεται σε κοινό προαγωγό, σε όργανο διαφθοράς των μαζών, χοντροκομμένης κολακείας των ταπεινών ενστίκτων του όχλου κτλ.κτλ. Για τη σοσιαλδημοκρατία δεν υπάρχουν καθολικά μέσα πάλης, τέτοια, που θα χώριζαν το προλεταριάτο με σινικά τείχη από τα στρώματα που στέκουν λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω απ' αυτό. Η σοσιαλδημοκρατία σε διαφορετικές εποχές χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα, εξαρτώντας πάντα τη χρησιμοποίησή τους από αυστηρά καθορισμένους ιδεολογικούς και οργανωτικούς όρους.
IV Οι μορφές πάλης στη ρωσική επανάσταση διακρίνονται για την τεράστια ποικιλία τους σε σύγκριση με τις αστικές επαναστάσεις της Ευρώπης. Ο Κάουτσκι το πρόβλεψε αυτό ως ένα σημείο, λέγοντας το 1902 ότι μελλοντική επανάσταση (εδώ πρόσθετε: με εξαίρεση ίσως τη Ρωσία) θα είναι όχι τόσο πάλη του λάου ενάντια στην κυβέρνηση, όσο πάλη ανάμεσα σε δυο μερίδες του λαού. Στη Ρωσία βλέπουμε, αναμφισβήτητα, μια πλατύτερη ανάπτυξη αυτής της δεύτερης πάλης, παρά στις αστικές επαναστάσεις της Δύσης. Οι εχθροί της επανάστασής μας από το περιβάλλον του λαού είναι λιγοστοί, με την όξυνση όμως της πάλης οργανώνονται όλο και περισσότερο και υποστηρίζονται από τα αντιδραστικά στρώματα της αστικής τάξης. Γι’ αυτό είναι εντελώς φυσικό και αναπόφευκτο, ότι σε μια τέτοια εποχή, στην εποχή των παλλαϊκών πολιτικών απεργιών, η εξέγερση να μην μπορέσει να πάρει την παλιά μορφή των μεμονωμένων εκδηλώσεων, περιορισμένων μέσα σε πολύ στενά χρονικά όρια και σε πολύ μικρό χώρο. Είναι εντελώς φυσικό και αναπόφευκτο, η εξέγερση να αποκτά ανώτερες και πιο σύνθετες μορφές μακρόχρονου εμφύλιου πολέμου που αγκαλιάζει όλη τη χώρα, δηλαδή ένοπλης πάλης ανάμεσα σε δυο μερίδες του λαού. Έναν τέτοιο πόλεμο δεν μπορούμε να τον φανταστούμε αλλιώς, παρά σαν μια σειρά από λίγες μεγάλες συγκρούσεις, που ανάμεσά τους μεσολαβούν σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα και σαν ένα πλήθος μικροσυμπλοκών που γίνονται στη διάρκεια αυτών των χρονικών διαστημάτων. Και μια που έτσι είναι τα πράγματα –και αναμφισβήτητα έτσι είναι- η σοσιαλδημοκρατία πρέπει εξάπαντος να βάλει σαν καθήκον της τη δημιουργία τέτοιων οργανώσεων που θα ήταν στον ανώτερο βαθμό ικανές να καθοδηγούν τις μάζες και σ’ αυτές τις μεγάλες συγκρούσεις και, κατά το δυνατό, σ’ αυτές τις μικροσυμπλοκές. Η σοσιαλδημοκρατία την εποχή που η πάλη των τάξεων οξύνθηκε και έφθασε ως τον εμφύλιο πόλεμο πρέπει να βάλει σαν καθήκον της όχι απλώς να πάρει μέρος, αλλά και να παίξει καθοδηγητικό ρόλο σ’ αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να διαπαιδαγωγεί και να προετοιμάζει τις οργανώσεις της έτσι, που να δρουν πραγματικά σαν εμπόλεμο μέρος, που δεν αφήνει να περάσει καμιά ευκαιρία χωρίς να προξενήσει απώλειες στις δυνάμεις του αντιπάλου.
Αυτό είναι δύσκολο καθήκον, συζήτηση δεν χρειάζεται. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως. Όπως στην πορεία του εμφύλιου πολέμου αναδιαπαιδαγωγείται και μαθαίνει να αγωνίζεται ολόκληρος ο λαός, έτσι και οι οργανώσεις μας πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν, πρέπει να ανασυγκροτηθούν με βάση τα δεδομένα της πείρας για να ανταποκριθούν πέρα για πέρα σ’ αυτό το καθήκον.
Δεν έχουμε ούτε την παραμικρή αξίωση να επιβάλουμε στα στελέχη της πρακτικής δουλειάς μια οποιαδήποτε επινοημένη μορφή πάλης, ή ακόμη να λύνουμε από το γραφείο το ζήτημα του ρόλου αυτών ή εκείνων των μορφών του παρτιζάνικου πολέμου στη γενική πορεία του εμφύλιου πολέμου στη Ρωσία. Μακριά από μας η σκέψη να θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση αυτών ή εκείνων των παρτιζάνικων εκδηλώσεων είναι ζήτημα κατεύθυνσης μέσα στη σοσιαλδημοκρατία. Θεωρούμε όμως καθήκον μας να βοηθήσουμε στο μέτρο των δυνάμεων μας στη σωστή θεωρητική εκτίμηση των νέων μορφών πάλης που προβάλλει η ζωή, να καταπολεμούμε αμείλικτα τα καλούπια και τις προλήψεις που εμποδίζουν τους συνειδητούς εργάτες να τοποθετήσουν σωστά το καινούργιο και δύσκολο ζήτημα, να βρουν το σωστό δρόμο για τη λύση του.
_______________________________________________________________
Το ανωτέρω κείμενο, το οποίο δε το ήξερα και το ανέσυρα από’ δω με αρκετά ενδιαφέρουσες υποσημειώσεις, ανήκει στον Β.Ι. ΛΕΝΙΝ και βρίσκεται στα Άπαντά του, τόμος 14, Έκδοση 5η, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1991. Σημειωτέον, ότι το πρωτότυπο ρωσικό κείμενο δημοσιεύτηκε στις 30.9.1906 στην εφημερίδα «ΠΡΟΛΕΤΑΡΙ», αρ.φυλ. 5.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου