«...Εκεί αφού πληρώθηκε για τη συμμετοχή του, ευχαριστημένος με το ποσόν (είχα φροντίσει να του εξασφαλίσω το μεγαλύτερο, για την εποχή, δυνατό κασέ), μας κέρασε, θυμάμαι, κι από μια φούντα χασίσι, τυλιγμένη σε ασημόχαρτο, σαν μια ασημένια μεγάλη φράουλα...»
Τέτοια μέρα πριν από 27 χρόνια, στις 18 Ιανουαρίου 1984, ο μεγάλος Τρικαλινός συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης και τραγουδιστής άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο στην ηλικία των 69, κλείνοντας ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ρεμπέτικο και τη λαϊκή μουσική. Πέθανε μάλιστα την ίδια μέρα που γεννήθηκε!
Το Thessalianews.gr τιμώντας τη μνήμη του μεγάλου Θεσσαλού βάρδου, αναδημοσιεύει ένα εξαιρετικό άρθρο για τον Τσιτσάνη το οποίο γράφτηκε από τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό στις 19-01- 1994:
«Τον Τσιτσάνη τον γνώρισα για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1961 στις Τζιτζιφιές, όταν ήμουν βοηθός σκηνοθέτη σε ένα διαφημιστικό εικοσάλεπτο ντοκιμαντέρ της εταιρίας πετρελαίων caltex με θέμα την Ελλάδα.
Η διαφήμιση συνίστατο στο να μη δειχθεί κανένα άλλο πρατήριο βενζίνης, ούτε και της ιδίας της caltex, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας που απέδειχνε τις ομορφιές και το φολκλόρ της χώρας μας, πλην του τελευταίου πλάνου όπου ένα φορτηγάκι της εταιρίας ανεφοδίαζε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού το αεροπλάνο που μετέφερε το συνεργείο στην πατρίδα του την Αγγλία.
Είχα σκεφθεί πως μέσα στα must της ταινίας έπρεπε να είναι και ο Τζίλας. Μετά που τελειώσαμε τα γυρίσματα στο κέντρο όπου τραγουδούσε στις Τζιτζιφιές, μας πήρε σε ένα καφενεδάκι της Καλλιθέας για να τακτοποιήσουμε τα οικονομικά. Εκεί αφού πληρώθηκε για τη συμμετοχή του, ευχαριστημένος με το ποσόν (είχα φροντίσει να του εξασφαλίσω το μεγαλύτερο, για την εποχή, δυνατό κασέ), μας κέρασε, θυμάμαι, κι από μια φούντα χασίσι, τυλιγμένη σε ασημόχαρτο, σαν μια ασημένια μεγάλη φράουλα.
Όμως η ουσιαστική επαφή μου μαζί του άρχισε μετά τη Μεταπολίτευση, όταν νοίκιασα ένα σπίτι στην Καισαριανή, ακριβώς πάνω από το κέντρο «Χάραμα», όπου κάθε βράδυ εμφανιζόταν (είχαμε το ίδιο μπαλκόνι με το φίλο μου Αντώνη Καλογιάννη, τον τραγουδιστή) κι όπου ο μεν Αντώνης έλειπε γιατί τραγουδούσε σε άλλο κέντρο, εγώ όμως όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί μου ερχόταν ο απόηχος της μουσικής του κέντρου. Έτσι αντί να παιδεύομαι στα σεντόνια ώσπου να με πάρει ο ύπνος, προτίμησα να κατεβαίνω κάθε βράδυ στο «Χάραμα» και να ξενυχτώ εντός του κέντρου, για να πάω για ύπνο όταν το πρόγραμμα τελείωνε, κατά το χάραμα.
Έτσι με συνέδεσε μια βαθειά φιλία με τον Τσιτσάνη, που κάθε βράδυ με έβλεπε στο κέντρο του, νομίζοντας πως ήμουν θαυμαστής, ενώ στην πραγματικότητα ήμουν ένας διαμαρτυρόμενος πάροικος που αντί να φωνάζει την αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας, προτιμούσε να μπει στην φωλιά του κακού και να κάνει την διαμαρτυρία του αποδοχή.
Ύστερα από ένα χρόνο κάθε βραδινής παρουσίας έγινα addict, όπως λένε για τους ναρκομανείς. Εξαρτήθηκα από τη μουσική του. Και δεν μπορούσα να ζήσω δίχως του. Φυσικά στα τραπέζια ήταν πολύ γνωστοί και φίλοι, πελάτες φανατικοί και θαυμαστές του Βασίλη, όπως ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο κατοπινός εκδότης του «Ποντικιού», ο Χρήστος Καρράς, ο ζωγράφος, ο Τώνης Ιωάννου, ο ζωγράφος και άλλοι πολλοί. Ο Βασίλης από το πάλκο, μόλις με έβλεπε να μπαίνω, μου έπαιζε ένα τραγούδι του που το αγαπούσα πολύ, «Της γερακίνας γιος». Μαζί του ήταν την μία χρονιά η Μπέλλου, την άλλη η μεγάλη Φούλη Δημητρίου, η Αλεξάνδρα κ.τ.λ.
Όταν το ΄76 γνώρισα στο καζίνο της Πάρνηθας, με την μεσολάβηση του κοινού μας φίλου Γιώργου Λιάνη, τον Στέλιο Καζαντζίδη, απόρεσε με το βίτσιο μου για τον Τσιτσάνη. «Η φωνή του, μου είπε ο Στέλιος, μοιάζει με τις ρόδες του τραμ όταν στριγγλίζουν στη στροφή πάνω σε αλάδωτες ράγες». Ο Στέλιος τον αγαπούσε σαν συνθέτη και στιχουργό, δεν μπορούσε μόνο να καταλάβει γιατί επέμενε στο τραγούδι. Δεν ήξερε ότι ύστερα από 9.000 ξενύχτια ο Τσιτσάνης ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, μόλις ξημέρωνε, την ίδια ώρα δηλαδή που ο Στέλιος ξυπνούσε για να πάει στο ψάρεμα.
Από την συχνή μου επαφή με τον κόσμο της νύχτας μου προέκυψε και μια νουβέλα, «Η Σιλένα», εμπνευσμένη από την Φούλη Δημητρίου, που έγινε δυο φορές ταινία: τη μία από τον Δημήτρη Παναγιωτάτο και τη δεύτερη στην Αυστραλία.
Όταν ανέβηκα το ΄81 στην ΕΡΤ το πρώτο τηλεφώνημα που δέχτηκα ήταν του Βασίλη Τσιτσάνη «Να προσέχεις ένα φίδι που υπάρχει εκεί μέσα», και μου είπε το όνομα ενός διευθυντικού στελέχους που επιμελούνταν τις μουσικές εκπομπές. Ήταν από τις έμμονες ιδέες του, ότι ο άνθρωπος αυτός τον κυνηγούσε. Πράγμα, που όπως διαπίστωσα με τα χρόνια δεν αλήθευε. Όταν όμως εγώ πρότεινα στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΡΤ μια σειρά τεσσάρων εκπομπών για τον Τσιτσάνη, ο τότε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, πολέμιος της λαϊκής μουσικής, μου απάντησε «Αν κάνουμε τέσσερα ωριαία για τον κύριο αυτόν, πόσα θα πρέπει να αφιερώσουμε στον Μπετόβεν». Του είπα, ψέματα, πως ήταν η επιθυμία του πρωθυπουργού και η σειρά πέρασε.
Και χάρηκα όταν στα πρώτα οκτώ χρόνια του ΠΑΣΟΚ, η μόνη πολιτιστική εκδήλωση την οποία τίμησε με την παρουσία του, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν η πρώτη αναμνηστική έκθεση φωτογραφιών στον Πειραιά, στην μνήμη του Τσιτσάνη. Ο αγώνας μου στο Δ.Σ. της τότε ΕΡΤ, για να περάσω το πορτρέτο του, τώρα δικαιώθηκε.
Αυτά τα ανεκδοτολογικά, όμως, δεν σημαίνουν τίποτα. Για την προσφορά του στο τραγούδι άλλοι πιο ειδικοί θα μιλήσουν καλύτερα από μένα. Εγώ σαν στιχουργό, σαν μάστορα στην οικονομία του στίχου, τον συμπεριέλαβα στην ανθολογία μου «Λύρα Ελληνική», αυτόν και τον Βαμβακάρη μόνο. Ήμουν μπροστά όταν εμπνευσμένος από ένα πραγματικό περιστατικό, έγραψε το τραγούδι του το «Καράβι από την Περσία» (που το πιάσανε στην Κορινθία). Και που το ρεφρέν του «τώρα κλαίν' όλα τα αλάνια που θα μείνουνε χαρμάνια», του ήρθε με την ίδια ευκολία που ο Ρίτσος έγραφε για το «Ριζοσπάστη» ένα ποίημα επικαιρικό.
Εκείνο που είναι σημαντικό, που αξίζει να μείνει και θα καταγραφεί, είναι η μορφή του. Ψηλός και ξερακιανός, σαν βυζαντινός άγιος, με ένα χαμόγελο που σε έσφαζε η γλυκύτητά του, ευαίσθητος σαν φύλλο στις επιθέσεις του φωτός, απορροφητικός του άλλου όταν άκουγε και πομπός χειμαρρώδης όταν σου μιλούσε, ο Τσιτσάνης είναι το πρόσωπο του Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης ήταν το σώμα του, όπως θα έλεγε κι ο Βέλτσος. Το ανάλαφρο πήδημα του, σαν πελαργού που πάει στην φωλιά του, στο καμπαναριό, όταν ανέβαινε στο πάλκο, τα θρυλικά ταξίμια του, με το μπαγλαμαδάκι - στο πιάνο, με πλάτη στο κοινό η αναντικατάστατη πιανίστριά του, στα 20.000 ξενύχτια, η Μαργαρώνη, οι τραγουδίστριες άλλαζαν με τις σεζόν, η Μαργαρώνη δεν άλλαξε ποτέ – και η φωνή του ακόμα, που εμένα μου άρεσε, γιατί δεν ήταν φωνή τραγουδιστή, ένρινη, συριστική, σαν του Πεντζίκη, όλα αυτά ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης που αν σε κάποιον οφείλει πολλά, αυτός ο κάποιος δεν είναι άλλος από τον κοινό φίλο Κώστα Χατζηδουλή που τον ξεπροβόδησε στο Λονδίνο, στο πέταγμά του, μέσα από τα σύννεφα μιας Κυριακής, στο πάλκο του Υπερπέραν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου