Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

οποίος αρνείται την παροχή στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και όποιος παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον κατά το προηγούμενο άρθρο έλεγχο τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος δημοσιεύει τμήμα μόνο της δήλωσης κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 2.

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3213 (ΦΕΚ Α'309/31.12.2003)
Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών
και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών
προσώπων.


*** Με την παρ.5α άρθρ.14 Ν.2810/2000,η οποία προστέθηκε
με το άρθρ.6 Ν.3399/2005,ΦΕΚ Α 255/17.10.2005,ορίζεται ότι:
"5Α. Οι διατάξεις του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α') έχουν εφαρμογή και για τον
Πρόεδρο, τα μέλη του Δ.Σ. και τον Γενικό Διευθυντή της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., καθώς
και για τους Προέδρους και τους Γενικούς Διευθυντές και όπου δεν υπάρχουν
τους Διευθυντές των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων κάθε βαθμού που
έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ."



Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1

Υπόχρεοι σε δήλωση

1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των
ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν:

α. Ο Πρωθυπουργός.

β. Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

γ. Οι υπουργοί, οι αναπληρωτές υπουργοί και οι υφυπουργοί

δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές.

ε. Όσοι διαχειρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 3023/2002 (Φ.Ε.Κ
146 Α), τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων.

στ. Οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής, ο γενικός
γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, οι γενικοί γραμματείς περιφερειών,
καθώς και οι υπάλληλοι ή σύμβουλοι ειδικών θέσεων και οι μετακλητοί
υπάλληλοι, οι οποίοι διορίζονται με πράξη μονομελούς ή συλλογικού
κυβερνητικού οργάνου.

ζ. Οι πρόεδροι των διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, οι νομάρχες, οι
βοηθοί νομάρχες, οι πρόεδροι των νομαρχιακών επιτροπών, καθώς, επίσης, οι
πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
και των αμιγών ή μεικτών επιχειρήσεων των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων.

η. Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι και τα μέλη των δημαρχιακών επιτροπών, καθώς
και οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω
Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων δήμων, κοινοτήτων και δήμων και κοινοτήτων.

θ. Οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι και οι γενικοί
διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων,
δημοσίων
οργανισμών, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τη διοίκηση των
οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.


ι. Οι πρόεδροι και τα μέλη των επιτροπών διενέργειας και αξιολόγησης των
αποτελεσμάτων διαγωνισμών για τις προμήθειες των κρατικών υπηρεσιών,
συμπεριλαμβανομένων και των προμηθειών των ενόπλων δυνάμεων, των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που
ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50%
τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, των δημόσιων επιχειρήσεων και
των δημόσιων οργανισμών, εφόσον υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα
χιλιάδων (150.000) ευρώ, καθώς επίσης οι Γενικοί Διευθυντές και Διευθυντές
της Γενικής Διεύθυνσης Κρατικών Προμηθειών και οι κατέχοντες αντίστοιχες
θέσεις στο Δημόσιο και στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού
δικαίου, στις δημόσιες επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς. Την ίδια
υποχρέωση υπέχουν ο πρόεδρος και τα μέλη των επιτροπών διενέργειας και
αξιολόγησης αποτελεσμάτων διαγωνισμών παροχής υπηρεσιών, στους ανωτέρω φορείς
και υπό τον ίδιο περιορισμό ποσού, καθώς και οι πρόεδροι και τα μέλη των
επιτροπών διαγωνισμού και εισηγήσεων ανάθεσης έργων των φορέων, οι οποίοι
διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 23 Α) και του π.δ. 609/1985
(Φ.Ε.Κ 223 Α), εφόσον ο προϋπολογισμός του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες
χιλιάδες (300.000) ευρώ.

ια. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί

ιβ. Οι πρόεδροι, οι διοικητές, οι υποδιοικητές και οι γενικοί διευθυντές
πιστωτικών ιδρυμάτων.

ιγ. Οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες κατέχουν άδεια
λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής
συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, καθώς και λειτουργίας ραδιοφωνικών
σταθμών.

ιδ. Οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες εκδίδουν
ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας.

ιε. Οι δημοσιογράφοι μέλη των οικείων ενώσεων συντακτών, καθώς και όσοι
παρέχουν δημοσιογραφικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις έκδοσης εντύπων ή σε
ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης με σύμβαση εργασίας ή έργου.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.5α άρθρ.14 Ν.2810/2000,η οποία προστέθηκε
με το άρθρ.6 Ν.3399/2005,ΦΕΚ Α 255/17.10.2005,ορίζεται ότι:
"5Α. Οι διατάξεις του ν. 3213/2003 (Φ.Ε.Κ 309 Α') έχουν εφαρμογή και για τον
Πρόεδρο, τα μέλη του Δ.Σ. και τον Γενικό Διευθυντή της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., καθώς
και για τους Προέδρους και τους Γενικούς Διευθυντές και όπου δεν υπάρχουν
τους Διευθυντές των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων κάθε βαθμού που
έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ."


"2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε
ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή
την απόκτηση της άδειας ή την έναρξη της επιχείρησης ή του επαγγέλματός
τους."
Επίσης, η δήλωση αυτή υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας,
της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων
και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο την
30ή Ιουνίου κάθε έτους.

*** Το πρώτο εδάφιο της παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.4α
άρθρου 13 Ν.3242/2004,ΦΕΚ Α 102/24.5.2004.


3. Το Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στην Επιτροπή του
άρθρου 21 του Ν. 3023/2002 (Φ.Ε.Κ 146 Α) ή στην Επιτροπή της παρ. 2 του άρθρου
3 του παρόντος νόμου, κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος
συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις
περιπτώσεις α' έως και ε' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, από τον αρμόδιο
υπουργό, για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ', θ', ι, ια', από
τους γενικούς γραμματείς περιφερειών για τα πρόσωπα των περιπτώσεων ζ και η',
από το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης του πιστωτικού ιδρύματος για τα
πρόσωπα που αναφέρονται στην περίπτωση ιβ' και από τον πρόεδρο της οικείας
ένωσης για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις ιγ', ιδ' και ιε'.

4. Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου στις περιπτώσεις στ' έως
και ιε' της παρ. 1 επιλύονται με πράξη της πενταμελούς Επιτροπής της παρ. 2
του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, η οποία εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από
την υποβολή σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων, που είναι
αρμόδια να υποβάλλουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο, του παρόντος
άρθρου, κατάσταση υπόχρεων.


Άρθρο 2

Περιεχόμενο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης

1.α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα
κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.

Ως περιουσιακά στοιχεία, θεωρούνται, ιδίως:

i. Τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από
την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για
τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις.

ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή
προσδιορισμό τους.

iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες
κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα
χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.

iv. Οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά
πιστωτικά ιδρύματα.

v. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης
οχήματα.

vi. Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση.

β.i. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης
υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής
δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών
πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα.

ii. Οι υπόχρεοι οφείλουν να επισυνάπτουν στη δήλωση και αντίγραφα των
οικείων παραστατικών.

γ. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε
αυτή αναγράφονται μόνον τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του,
αν αναγράφονται μόνο δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν
αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανήλικων τέκνων τους.

«Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συνοδεύεται υποχρεωτικά από αντίγραφο της
φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου του αντίστοιχου οικονομικού έτους.»


*** Το δεύτερο εδάφιο της περ.γ' προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.4
Ν.3327/2005,ΦΕΚ Α 70/11.3.2005.

δ.«Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον αρμόδιο για τον έλεγχο
της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου,
που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή
εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο,
κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή
κληρονομίας.»


*** Η περ.δ' προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.4
Ν.3327/2005,ΦΕΚ Α 70/11.3.2005.

2.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις
περιπτώσεις α' έως και ε' της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε
ειδικό έντυπο, το οποίο υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή
ειδική βάση δεδομένων, που εγκαθίσταται για το σκοπό αυτόν.

Το περιεχόμενο τούτου, αναφορικά με τον τρόπο αναλυτικής παράθεσης των
περιουσιακών στοιχείων, καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.

β. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, για τα λοιπά
υπόχρεα πρόσωπα, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και
Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και
Δικαιοσύνης.

3. Η δημοσίευση στον τύπο των παραπάνω δηλώσεων επιτρέπεται υπό την
προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενό τους. Δεν είναι επίσης
επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων.

Άρθρο 3

Όργανα και διαδικασία ελέγχου

1.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις
περιπτώσεις α' έως και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου
υποβάλλονται στην Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α').

β.i. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης,
περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων
περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος
των πάσης φύσεως εσόδων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων
σε δήλωση προσώπων.

ii. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία
ελέγχου, καθώς επίσης στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την
εξέλεγξη των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω προσώπων.

γ.i. Η Επιτροπή συγκαλείται ειδικά για τον έλεγχο των δηλώσεων με απόφαση
του προέδρου της, μετά την περάτωση του ελέγχου των οικονομικών των
πολιτικών
κομμάτων, κατά την πρόβλεψη της παρ. 6 του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002.

ii. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη
διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών
πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν
λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και
συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση
του έργου της.

Στον έλεγχο που διεξάγεται για τον ανωτέρω σκοπό δεν εφαρμόζονται οι
διατάξεις για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο.

2.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις
περιπτώσεις στ' έως και ιε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου
υποβάλλονται σε πενταμελή Επιτροπή.

β.i. «Η ανωτέρω Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης
και
προεδρεύεται από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στη σύνθεσή της μετέχουν
επίσης δύο πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ένας εφέτης των διοικητικών
δικαστηρίων, καθώς και ένας εκπρόσωπος του Συμβουλίου Οικονομικών
Εμπειρογνωμόνων, ο οποίος ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον πρόεδρό
του για διετή θητεία. Οι δικαστικοί λειτουργοί ορίζονται με απόφαση των
οικείων Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων και ασκούν το έργο τους, κατ'
αποκλειστική απασχόληση, για δύο έτη.»


*** Η υποπερ. i' αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρ.4
Ν.3327/2005,ΦΕΚ Α 70/11.3.2005.

ii. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό μετο αντικείμενο, τη
διαδικασία
ελέγχου, την οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής.

iii. Η διάταξη της περίπτωσης β.i της παρ. 1 του παρόντος άρθρου
εφαρμόζεται
και για τους ελέγχους που διενεργούνται από την πενταμελή Επιτροπή.


γ' «Η Επιτροπή εξυπηρετείται από γραμματεία στην οποία αποσπώνται, ύστερα από
πρόταση του προέδρου της, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, υπάλληλοι
κατηγορίας ΠΕ της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, κατά
προτίμηση με γνώσεις χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η διάρκεια της απόσπασης
δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και μπορεί να παραταθεί για ισόχρονο διάστημα.»


*** Η περ.γ' αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.4 άρθρ.4
Ν.3327/2005,ΦΕΚ Α 70/11.3.2005.


δ' «Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων στ΄,
θ΄, ι΄, ια΄ και ιβ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1, καθώς και των προέδρων των
διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, των νομαρχών και των δημάρχων
ελέγχονται, υποχρεωτικώς, κάθε έτος. Οι δηλώσεις των προσώπων της περίπτωσης
ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 ελέγχονται κατ' απόλυτη προτεραιότητα. Για
τις λοιπές κατηγορίες προσώπων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της πενταμελούς
Επιτροπής, ο έλεγχος είναι δειγματοληπτικός. Η δειγματοληπτική επιλογή
διενεργείται με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία καθορίζει με απόφασή της η
Επιτροπή. Σε κάθε περίπτωση ελέγχεται δειγματοληπτικά από την πενταμελή
Επιτροπή τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου των
υποβαλλόμενων, ετησίως, δηλώσεων για τις αντίστοιχες κατηγορίες προσώπων, με
κριτήριο εντός επταετίας να έχει συντελεσθεί ο έλεγχος για όλους τους
υποκείμενους στην ανωτέρω διαδικασία.»

*** Η περ.δ' αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.5 άρθρ.4
Ν.3327/2005,ΦΕΚ Α 70/11.3.2005.

ε.i. Η πρόβλεψη της περίπτωσης γ.ii της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,
για τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων
ελεγκτικών πράξεων από ορκωτούς ελεγκτές, εφαρμόζεται και για τον έλεγχο των
δηλώσεων των ανωτέρω κατηγοριών προσώπων.

ii. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και
Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
καθορίζεται
ο ανώτατος αριθμός των ορκωτών ελεγκτών, που επικουρούν την πενταμελή
Επιτροπή, το ύψος της αποζημίωσής τους και κάθε σχετικό θέμα.

3. Κατά την έρευνα που διεξάγεται από τις Επιτροπές των παραγράφων 1 και 2
του άρθρου αυτού, τόσο οι ίδιες όσο και οι ορκωτοί ελεγκτές προβαίνουν σε
κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου νόμιμη
ενέργεια.


«Μπορούν ιδίως: α) να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή
και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχουν αντιστοίχως, την
υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται
στην κατοχή τους και β) να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση
μαρτύρων, τους οποίους εξετάζουν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας. Κατά την έρευνα αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για
το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο.»

*** Το δεύτερο εδάφιο της παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.6 άρθρ.4
Ν.3327/2005,ΦΕΚ Α 70/11.3.2005.

4.«Μετά το πέρας του ελέγχου και εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις του νόμου
που συνεπάγονται καταλογισμό ή ποινική ευθύνη, συντάσσεται σχετική έκθεση, η
οποία υποβάλλεται αρμοδίως σύμφωνα με όσα ορίζονται παρακάτω. Αν δεν
διαπιστωθεί παράβαση και η δήλωση κριθεί ειλικρινής, συντάσσεται στο σώμα της
πράξη του διενεργήσαντος τον έλεγχο και τίθεται στο αρχείο.»


Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά την παρ. 1 του
άρθρου 6 του παρόντος νόμου, η έκθεση αποστέλλεται στον Γενικό Επίτροπο της
Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης,
η έκθεση αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο.
Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα
φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται στην αρχή αυτή.

*** Το πρώτο εδάφιο της παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.6 άρθρ.4
Ν.3327/2005,ΦΕΚ Α 70/11.3.2005.

5. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου του παρόντος άρθρου, οι Επιτροπές, δια των
προέδρων τους, μπορούν να καλούν τους ελεγχόμενους για να δώσουν
διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός
ρητής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία μπορεί να παραταθεί, με απόφαση
των προέδρων τους, για ισόχρονο διάστημα.

Άρθρο 4

Ποινικές κυρώσεις



1. Ελεγχόμενος, ο οποίος αποκτά ή προσπορίζει σε τρίτο περιουσιακό όφελος
επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3)
ετών και με χρηματική ποινή, εφόσον από άλλες διατάξεις δεν προβλέπονται
βαρύτερες ποινές. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του
δικαιωμάτων από ένα (1) έως πέντε (5) έτη. Με τις ίδιες ποινές τιμωρούνται οι
σύζυγοι και τα τέκνα του που απέκτησαν ή προσπόριζαν σε τρίτο περιουσιακό
όφελος επωφελούμενοι της ιδιότητας του ελεγχομένου.

2. Αν το περιουσιακό όφελος του προσώπου, που καταδικάστηκε, είναι κινητό ή
ακίνητο πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος ή ορισμένο χρηματικό ποσό,
διατάσσεται ως παρεπόμενη ποινή η δήμευση.

3. Ελεγχόμενος, που παραλείπει να υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση
ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και
στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως και τέσσερα (4) έτη. Αν
η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2)
ετών.


4. Τρίτος, ο οποίος αρνείται την παροχή στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και
όποιος παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον κατά το προηγούμενο άρθρο
έλεγχο τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Με την ίδια ποινή
τιμωρείται και όποιος δημοσιεύει τμήμα μόνο της δήλωσης κατά παράβαση της
παρ. 4 του άρθρου 2.



Άρθρο 5

Ποινική διαδικασία


1. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, με την
επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 62, 85 και 86 παρ. 1 και 2 του
Συντάγματος, του Κανονισμού της Βουλής και του νόμου για την ποινική ευθύνη
των υπουργών, η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών και
ενεργείται απευθείας ανάκριση στο εφετείο, ύστερα από παραγγελία του
εισαγγελέα και ορισμό του εφέτη ανακριτή από το όργανο διεύθυνσης του οικείου
εφετείου, κατά την ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου 15 του Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35
Α), όπως ισχύει. Για την κατηγορία αποφαίνεται το συμβούλιο εφετών. Κατά του
βουλεύματος επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης, την οποία ασκούν ο
κατηγορούμενος, όταν παραπέμπεται για τις πράξεις που προβλέπονται στις παρ.
1 και 3 του άρθρου 4, και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου σε κάθε περίπτωση.

2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πράξεων αυτών είναι το τριμελές
εφετείο σε πρώτο και το πενταμελές εφετείο σε δεύτερο βαθμό.

3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.


Άρθρο 6

Καταλογισμός

1. Εις βάρος του ελεγχομένου καταλογίζεται χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το
περιουσιακό όφελος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος, ο/η σύζυγός του ή ανήλικο
τέκνο του και του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται

2. Σε περίπτωση ποινικής καταδίκης κατά την παρ. 1 του άρθρου 4
καταλογίζεται σε βάρος του καταδικασθέντος χρηματικό ποσό ίσο με το
περιουσιακό όφελος που αποκόμισε, εφόσον αυτό δεν υπόκειται σε δήμευση κατά
την παρ. 2 του ίδιου άρθρου.

3. Ο καταλογισμός, ο οποίος προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, γίνεται
υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με
τις ισχύουσες διατάξεις.


Άρθρο 7

Περιορισμοί διενέργειας χρηματιστηριακών συναλλαγών


1. Οι περιορισμοί των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 32 του Ν. 2843/2000 (ΦΕΚ
219 Α) επεκτείνονται στους βουλευτές και ευρωβουλευτές, στο γενικό γραμματέα
του Υπουργικού Συμβουλίου, στους γενικούς γραμματείς περιφερειών, στους
προέδρους των διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, τους νομάρχες και τους
δημάρχους, καθώς επίσης στα πρόσωπα των περιπτώσεων θ', ι΄ και ια' της
παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Στους ίδιους περιορισμούς
υπόκεινται οι πρόεδροι, οι διοικητές, οι υποδιοικητές και οι γενικοί
διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από το κράτος, όταν ενεργούν
ατομικά, καθώς και για λογαριασμό των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους.

2. Απαγορεύεται η συμμετοχή των μελών της Κυβέρνησης, των υφυπουργών, των
βουλευτών, των γενικών και ειδικών γραμματέων υπουργείων και των προσώπων της
προηγούμενης παραγράφου σε εξωχώριες (ΟFF SHΟRE) εταιρείες. Η συμμετοχή
συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους,
καθώς επίσης και με επιβολή χρηματικής ποινής.


3. Ως επιτροπές κατά την παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2843/2000 θεωρούνται οι
αντίστοιχες των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.


Άρθρο 8

Ειδικές ρυθμίσεις για το σώμα επιθεωρητών -
ελεγκτών δημόσιας διοίκησης και άλλες
κατηγορίες ελεγχόμενων προσώπων

1. Στο Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθεί να ανήκει ο
έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων του Δημοσίου, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, καθώς και των
επιχειρήσεών τους, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των κρατικών
νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων τη διοίκηση των
οποίων ορίζει άμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, κατά την
ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α΄), με
εξαίρεση όσους υπαλλήλους περιλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 του
παρόντος νόμου.

2.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του αστυνομικού προσωπικού του
Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, των συνοριακών φυλάκων και των ειδικών φρουρών,
των συζύγων και των τέκνων τους, υποβάλλονται στην Υπηρεσία Εσωτερικών
Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, από την οποία και ελέγχονται

*** Βλ. σχ. ΠΔ 106/2006 (Σύσταση Τμήματος Παραλαβής και Ελέγχου Δηλώσεων
Περιουσιακής Κατάστασης στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων )


β. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας
και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και
Δημόσιας Τάξης, καθορίζονται οι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής
κατάστασης, η διαδικασία, ο τύπος και ο τρόπος υποβολής των σχετικών
δηλώσεων, η διαδικασία ελέγχου και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

*** Βλ. σχ. ΠΔ 106/2006 (Σύσταση Τμήματος Παραλαβής και Ελέγχου Δηλώσεων
Περιουσιακής Κατάστασης στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων )

γ. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζεται ο χρόνος υποβολής της
δήλωσης περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω.

3.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του προσωπικού του Λιμενικού
Σώματος, των συζύγων και των τέκνων τους υποβάλλονται στο Γραφείο Εσωτερικών
Υποθέσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, από το οποίο και ελέγχονται

β. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών υπαλλήλων του
Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και των εποπτευόμενων από αυτό νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου υποβάλλονται και ελέγχονται από το Σώμα
Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης.

γ. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας
και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και
Εμπορικής Ναυτιλίας, καθορίζονται οι υπόχρεοι από το προσωπικό του Λιμενικού
Σώματος για την υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, η διαδικασία και ο
τρόπος υποβολής των δηλώσεων και του ελέγχου τους, καθώς επίσης κάθε άλλη
σχετική λεπτομέρεια.

δ. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας καθορίζεται ο χρόνος
υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω.

4. Στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών, που διενεργούνται από το Σώμα
Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, είναι δυνατή η άρση του τραπεζικού
χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου, εφόσον υποβληθεί αιτιολογημένο
αίτημα από το Σώμα και παρασχεθεί σχετική άδεια από τον Γενικό Επιθεωρητή
Δημόσιας Διοίκησης.


Άρθρο 9

Μεταβατικές διατάξεις

1. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, ο κατάλογος της παρ. 3 του
άρθρου 1 διαβιβάζεται εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του.

2. Όσοι ανήκουν σε κατηγορίες προσώπων, για τις οποίες επιβάλλεται για
πρώτη
φορά η υποχρέωση υποβολής δήλωσης, υποβάλλουν τη σχετική δήλωσή τους μέσα σε
ενενήντα (90) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος.

3.α. Ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των
περιπτώσεων α' έως και ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος, ανάγεται,
υποχρεωτικώς, ως το έτος 1990.

β. Για τις λοιπές κατηγορίες των υποχρέων σε δήλωση, ο έλεγχός τους είναι
δυνατόν να αναχθεί, κατά την κρίση της πενταμελούς Επιτροπής, ως το έτος
1990.

4. Η πώληση μετοχών ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιριών εισηγμένων ή μη στο
χρηματιστήριο δεν εμπίπτει στους περιορισμούς του άρθρου 7 παρ. 1 του
παρόντος νόμου, εφόσον η απόκτησή τους έγινε πριν από την έναρξη ισχύος του.


"5. Ως την έκδοση και δημοσίευση των προβλεπόμενων στο νόμο αυτόν, για την
εφαρμογή του, υπουργικών αποφάσεων, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των
άρθρων 25 έως και 29 του Ν. 2429/1996 (ΦΕΚ 155 Α). Η προθεσμία του πρώτου
εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 1 ισχύει και για την εφαρμογή της παρούσας
παραγράφου."


*** Η παρ.5 προστέθηκε με την παρ.4β άρθρου 13 Ν.3242/2004,
ΦΕΚ Α 102/24.5.2004.



Άρθρο 10

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α)
αντικαθίσταται ως εξής:

"Η επιτροπή αποτελείται από έναν βουλευτή εκπρόσωπο κάθε κόμματος ή
συνασπισμού κομμάτων που εκπροσωπείται στη Βουλή, καθώς και από ένα μέλος
του
Συμβουλίου της Επικρατείας, ένα του Αρείου Πάγου και ένα του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, οι οποίοι ορίζονται με κλήρωση με τους αναπληρωματικούς τους από
τις ολομέλειες των αντίστοιχων δικαστηρίων."


Άρθρο 11

Η παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 3115/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

"3. Τα μέλη της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.)
τελούν, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, σε αναστολή άσκησης οποιουδήποτε
δημόσιου λειτουργήματος ή επαγγέλματος και δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν
άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Στα μέλη
της Α.Δ.Α.Ε., εκτός του Προέδρου που είναι πλήρους και αποκλειστικής
απασχόλησης, επιτρέπεται η άσκηση διδακτικών καθηκόντων μέλους διδακτικού
προσωπικού πανεπιστημίων υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης."


Άρθρο 12

Τελικές διατάξεις

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται τα άρθρα 24 έως
και 29 του Ν. 2429/1996 (ΦΕΚ 155 Α), 7 του Ν. 2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α) και 54
του Ν. 2935/2001 (ΦΕΚ 162 Α).

2. Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και
την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 24 Δεκεμβρίου 2003

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 24 Δεκεμβρίου 2003




Tο αδίκημα της μη υποβολής δήλωσης
περιουσιακής κατάστασης


Δικαστήριο:ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 432
Ετος: 1998

Περίληψη

Παράλειψη υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης - Απαράδεκτη ποινική δίωξη -. Διαφωνία μεταξύ του εφέτη ανακριτή και του εισαγγελέα εφετών που άσκησε την ποινική δίωξη για παράλειψη υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης κατά τα άρθρα 24 και 25 του ν. 2429/96. άρση της διαφωνίας υπέρ του εφέτη ανακριτή. Εφόσον ασκήθηκε η ποινική δίωξη κατά των υπόχρεων και μη υποβαλλόντων δήλωση περιουσιακής κατάστασης, χωρίς να συντρέχει η δικονομική προϋπόθεση της σύνταξης και αποστολής του πορίσματος του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που θα διαλάμβανε κατάλογο των υπόχρεων και μη υποβαλλόντων τη δήλωση, είναι ορθή η άποψη του ανακριτή να μη προχωρήσει σε ανάκριση και δεν υποχρεούται να εκτελέσει την εισαγγελική παραγγελία για ενέργεια κύριας ανάκρισης.

Κείμενο Απόφασης

Εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου η προκειμένη ποινική δικογραφία, αφορώσα την άρση της διαφωνίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 247 παρ. 2 ΚΔΠ, μεταξύ εισαγγελέα και ανακριτή, εν σχέσει με την ενέργεια κύριας ανακρίσεως. Η ποινική δίωξη κινήθηκε κατόπιν του υπ' αριθ. 5404/14.7.1997 εγγράφου του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και της υπ' αριθμ. 2539/15.7.1997 παραγγελίας του τελευταίου προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ασκήθηκε δε δυνάμει της υπ' αριθμ. 32587/1997 παραγγελίας αυτού, για την πράξη της παραλείψεως υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως κατά τα άρθρα 24 και 25 του Ν. 2429/1996, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρ. 27 παρ. 3 του ίδιου νόμου, σε βαθμό πλημμελήματος. Κατά το άρ. 28 του Ν. 2429/1996 για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο άρ. 27 αυτού, η ποινική δίωξη ασκείται υπό ορισμένες επιφυλάξεις περί των οποίων δεν πρόκειται, από τον Εισαγγελέα Εφετών, ενεργείται δε απ' ευθείας ανάκριση από εφέτη ανακριτή, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του ΚΠΔ. Η διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα, ανέκυψε κατόπιν του υπ' αριθμ. 5838/7.8.1987 εγγράφου του πρώτου προς το δεύτερο, στο οποίο διατυπώνεται η άποψη ότι εν όψει του ότι ο αριθμός των υπόχρεων προς υποβολή δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως προσώπων, ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες, η ενέργεια σχετικής ανακρίσεως αγγίζει τα όρια του αορίστου και αδυνάτου, καθόσον μάλιστα δεν προκύπτει ότι έχουν διαβιβασθεί στον αρμόδιο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου οι κατά το άρθρ. 24 παρ. 4 του Ν. 2429/1996 κατάλογοι των ελεγχομένων, των υπόχρεων δηλαδή σε υποβολή δηλώσεως προσώπων. Και καθόσον μεν αφορά την επίκληση αοριστίας της ποινική διώξεως και αδυναμίας, εξ αυτής ενεργείας κύριας ανακρίσεως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφωνία, η οποία, πάντως είναι ανεπίτρεπτη για τον ανακριτή, αφού μάλιστα η ποινική δίωξη ασκείται in rem (κατά της πράξεως), δύναται δε να στρέφεται και κατ' αγνώστων και κατ' αορίστου αριθμού προσώπων. Με την επισήμανση όμως του ανακριτή για έλλειψη του, κατά το άρ. 24 παρ. 4 του νόμου, καταλόγου των υπόχρεων προς υποβολή δηλώσεως προσώπων, ο οποίος συντάσσεται και διαβιβάζεται στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διαλαμβάνοντα κατάλογο τνω υπόχρεων και μη υποβαλλόντων δηλώσεως προσώπων, εισάγεται διαφωνία του ανακριτή με τον ασκήσαντα την ποινική δίωξη εισαγγελέα, η οποία πρέπει να αρθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 247 ΚΠΔ από το Συμβούλιο. Κατά το άρ. 26 παρ. 6 του Ν. 2429/1996 μετά του πέρας του ελέγχου από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίζεται κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου του νόμου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για τον έλεγχο των κατά το άρ. 25 του νόμου δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως των υπόχρεων μη πολιτικώς προσώπων (περιπτώσεις στ' μέχρι και ιζ' της παρ. 1 του άρθρ. 24 του νόμου), συντάσσεται από αυτόν το πόρισμα, στο οποίο περιέχονται οι διαπιστώσεις σχετικά με το περιεχόμενο των δηλώσεων και τυχόν παραβάσεις του παρόντος νόμου, μεταξύ των οποίων και η παράβαση του άρθρ. 27 παρ. 3 του νόμου, που προβλέπει την παράλειψη υποβολής δηλώσεως από τον υπόχρεο για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Το πόρισμα αυτό αποστέλλεται, όταν ανακύπτει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθ. 29 παρ. 1 του νόμου, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, όταν διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης Αρχής στην Αρχή αυτή και ΄όταν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης, στο αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής ευθύνης, στο αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής διώξεως όργανο, δηλαδή τον καθιστάμενο κατά το άρθ. 28 του νόμου αρμόδιο, Εισαγγελία Εφετών. Εκ της διατάξεως αυτής, ενόψει και του σκοπού του νόμου εγκείμενου στην ανάθεση στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου απασχολούμενο μάλιστα επί ορισμένο χρόνο αποκλειστικά και επικουρούμενο στο έργο του από τα προβλεπόμενα στις παρ. 2, 3 και 4 του ιδίου άρθρου 26 του νόμου πρόσωπα και γραμματεία, του όλου συστήματος ελέγχου των δηλώσεων των μη πολιτικών προσώπων και την αναγωγή αυτού σε κεντρική και αυτοτελή του συστήματος του νόμου Αρχή, αποκλειστικά Αρμόδια, τόσο για τον έλεγχο του περιεχομένου τνω υποβληθεισών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως τνω μη πολιτικών προσώπων όσο και για τον εντοπισμό των υπόχρεων και παραλειψάντων την υποβολή δηλώσεως μη πολιτικών προσώπων, συνάγεται ότι προ της συντάξεως του πορίσματος αυτού του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι επιτρεπτή ούτε νοητή η ανάμιξη αυτοτελώς, δηλαδή εξ ιδίου δικαίου, οιασδήποτε άλλης Αρχής ακόμη και δικαστικής επί ζητήματος που έχει σχέση με την εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα παραβάσεις αυτού. Η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρ. 24 παρ. 5 του νόμου, κατά την οποία αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου προς υποβολή δηλώσεως μη πολιτικού προσώπου, επιλύονται με πράξη του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα, από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Εκ τούτων δηλαδή καθίσταται ότι η σύνταξη του αναφερόμενου πορίσματος, διαλαμβάνοντας τόσο το αποτέλεσμα του ελέγχου των υποβληθεισών δηλώσεων, όσο και κατάλογο των υπόχρεων και μη υποβαλλόντων τέτοια δήλωση προσώπων, ανάγεται ειδικότερα σε δικονομική προϋπόθεση της εγκύρου ασκήσεως ποινικής διώξεως, η έλλειψη της οποίας εμποδίζει τη δίωξη τόσο κατά τνω υποβαλλόντων ανακριβείς δηλώσεις περιουσιακής καταστάσεως μη πολιτικών προσώπων, όσο, και πολύ περισσότερο των υπόχρεων και μη υποβαλλόντων τέτοια δήλωση, αφού μόνη η αμφισβήτηση της σχετικής υποχρεώσεως, επιλυόμενη όπως αναφέρθηκε αποκλειστικά από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, θα επανέφερε την υπόθεση στον τελευταίο, χωριστά μάλίστα για κάθε περίπτωση, αδρανοποιουμένης πλήρως της ανακρίσεως και δημιουργούμενης συγχύσεως. Κατά συνέπεια, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση περίπτωση, η ποινική δίωξη, κατά των υπόχρεων και μη υποβαλλόντων δήλωση περιουσιακής καταστάσεως του άρ. 25 του Ν. 2429/1996 προσώπων, ασκήθηκε χωρίς τη συνδρομή της δικονομικής αυτής προϋποθέσεως, τη σύνταξη δηλαδή και αποστολή του κατά το άρ. 26 παρ. 6 του νόμόυ πορίσματος του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διαλαμβάνοντας κατάλογο των υπόχρεων και μη υποβαλλόντων τέτοια δήλωση προσώπων και κατά πλήρη παραγκωνισμό του τελευταίου, η άποψη του ανακριτή να μη προχωρήσει σε ανάκριση είναι ορθή, αφού αυτός έχει το δικαίωμα κατά το άρ. 247 ΚΠΔ, να μην εκτελέσει την εισαγγελική παραγγελία για κύρια ανάκριση, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν ή αναστέλλουν την ποινική δίωξη και πρέπει η διαφωνία αυτού και του εισαγγελέα να αρθεί από το Συμβούλιο υπέρ της θέσεως του πρώτου και να αποφασισθεί ότι ο εφέτης - ανακριτής δεν υποχρεούται να εκτελέσει την υπ' αριθμ. 32587/21.7.1997 παραγγελία του εισαγγελέα Εφετών, για την ενέργεια κύριας ανακρίσεως, για την πράξη της παραλείψεως υποβολής της κατά το άρθρ. 25 του Ν. 2429/1996 δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως απο τα υπόχρεα κατά το άρ. 24 παρ. 1 του ίδιου νόμου μη πολιτικά πρόσωπα. Εξάλλου εν όψει της ελλείψεως κατά τα αναφερόμενα δικονομικής προϋποθέσεως για την κατά νόμο άσκηση της ποινικής διώξεως, εκ της οποίας (ελλείψεως) αυτή είναι απαράδεκτη και προς αποφυγή ασκόπου επαναφοράς της δικογραφίας, πρέπει από τούδε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1, 317 και 318 ΚΠΔ, να κηρυχθεί η ποινική δίωξη απαράδεκτη, λαμβανομένου υπόψη ότι υφίσταται περί αυτού αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση. Η σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέως Ι. Γαβρίλη έχει ως εξής: <<Κατόπιν της υπ' αριθμ. 5404/14.7.1997 παραγγελίας του Υπουργού Δικαιοσύνης που μας διαβιβάστηκε λόγω αρμοδιότητας με το 2539/15.7.1997 έγγραφο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ασκήσαμε κατ' άρ. 28 παρ. 1 του νόμου 2429/1996 και με την 32587/21.7.1997 παραγγελία μας προς τον Εφέτη Ανακριτή που θα όριζε το Τριμελές Συμβούλιο που διευθύνει το Εφετείο Αθηνών, ποινική δίωξη σε βάρος των κατ' άρ. 24 του ανωτέρω νόμου υπόχρεων προς υποβολή δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους, οι οποίοι δεν υπέβαλαν αρμοδίως την υπό των άρθρων 24 και 25 του ιδίου νόμου προβλεπομένη δήλωση, καθ' όσον όπως αναφέρεται στην παραπάνω Υπουργική Παραγγελία, σημαντικός αριθμός υποχρέων δεν υπέβαλαν, σύμφωνα με πληροφορίες, τη δήλωση αυτή. Ο Εφέτης Ανακριτής επανέφερε την ανωτέρω παραγγελία μας με το 5838/7.8.1997 έγγραφο του, στο οποίο αφού αναφέρει ότι ο αριθμός των μη πολιτικών προσώπων που υποχρεούται σύμφωνα με το άρ. 24 του Ν. 2429/1996 να υποβάλουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι, λόγω αρμοδιότητας συμπεριλαμβάνονται και οι εκτός Αθηνών κατοικούντες υπόχρεοι, ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες, ζητεί να διευκρινισθεί αν η παραγγελία μας για την ενέργεια κυρίας ανάκρισης αφορά όλες τις κατηγορίες των εν λόγω προσώπων ή ορισμένες από αυτές <<εν όψει του ότι η παραγγελία για ενέργεια κυρίας ανάκρισης σε βάρος τόσο πολλών προσώπων εγγίζει τα όρια της αοριστίας>> πολύ περισσότερο που δεν προκύπτει ΄ότι διαβιβάστηκε από τους κατά το άρ. 24 του Αρείου Πάγου κατάλογος των ελεγχομένων προσώπων. Η κατ' αρχήν άρνηση του Εφέτη - Ανακριτή να εκτελέσει την παραγγελία για τους λόγους που εκθέτει στο παραπάνω έγγραφό του, όπου εμμέσως πλην σαφώς επικαλείται αοριστία της παραγγελίας επειδή κυρίως δεν έχουν προσδιοριστεί τα ελεγχόμενα πρόσωπα λόγω μη αποστολής των οικείων καταλόγων στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπό των κατ' άρθρ. 24 παρ. 4 του νόμου 2429/1996 υποχρέων, συνιστά διαφωνία κατά την έννοια του άρ. 247 του ΚΠΔ, πολύ περισσότερο που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η ικανοποίηση του αιτήματος του αφού ή παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης είναι γενική και αφορά όλα τα μη πολιτικά πρόσωπα. Κατόπιν τούτου αρμοδίως εισάγεται στο Συμβούλιο Σας η παρούσα υπόθεση, προς επίλυση της διαφωνίας που ανέκυψε, σύμφωνα με το άρ. 247 παρ. 2 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρ. 28 παρ. 1 - 3 του νόμου 2429/1996 και επί του θέματος αυτού εκθέτω τ' ακόλουθα. Ι. Στο άρθρο 24 παρ. 1 του νόμου 2429/1996 καθιερώνεται η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης των ίδιων της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους για τις εκεί και σε αντίστοιχα εδάφια (ή περιπτώσεις) α' έως ιζ' αναφερόμενες δέκα επτά (17) κατηγορίες προσώπων, από τις οποίες οι πέντε πρώτες (εδαφ. α' - ε') αφορούν πολιτικά πρόσωπα (πρωθυπουργό, Αρχηγούς Πολιτικών Κομμάτων, Υπουργούς, Υφυπουργούς, βουλευτές, Ευρωβουλευτές και υπεύθυνους για τη διαχείριση των οικονομικών των κομμάτων) και οι λοιπές, ανώτατους και ανώτερους κρατικούς λειτουργούς, μετακλητούς ή μη, δημάρχους, συνδημάρχους και μέλη δημαρχιακών επιτροπών, δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, μονομελή όργανα διοίκησης ή μέλη συλλογικών οργάνων διοίκησης ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα, προέδρους, διοικητές κλπ., πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιοκτήτες ημερησίων ή περιοδικών εντύπων, υπευθύνους ή μετόχους εταιριών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, δημοσιογράφους κ.λ.π., κατά τα λεπτομερώς οριζόμενα στ' ανωτέρω εδάφια. Στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου καθορίζεται η προθεσμία υποβολής των εν λόγω δηλώσεων ενώ στην παράγραφο 4 αυτού ορίζεται ότι το Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται κατά περίπτωση στην Επιτροπή του άρθρου 19 του ιδίου νόμου ή στον αρμόδιο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατάλογος των ελεγχομένων προσώπων, ο οποίος για μεν τα πολιτικά πρόσωπα (περιπτώσεις α' - ε') συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής, γαι δε τα λοιπά πρόσωπα κατά περίπτωση από τον αρμόδιο Υπουργό, από το ανώτατο Μονομελές όργανο διοίκησης του οικείου νομικού προσώπου ή του πιστωτικού ιδρύματος ή από τον Πρόεδρο της οικείας ένωσης κατά τα λεπτομερώς επίσης οριζόμενα στην παράγραφο αυτή. Περαιτέρω στο αρ. 25 παρ. 1 - 2 καθορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος της δήλωσης ενώ στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 24 υποβάλλονται στην επιτροπή του άρθρου 19 του νόμου αυτού η οποία συγκροτείται από ένα Αντιπρόεδρο της Βουλής ως Πρόεδρο και από ένα βουλευτή από κάθε κόμμα ή συνασπισμό που εκπροσωπείται στη Βουλή, των δε λοιπών υποχρέων στον κατά το επόμενο άρθρο (26) αρμόδιο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στο άρθρο 26 τέλος του νόμου 2429/1996, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι δηλώσεις των μη πολιτικών προσώπων που εμπίπτουν στις περιπτώσεις στ' έως και ιζ' του άρθρου 24 ελέγχονται από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και ασκεί το έργο αυτό κατ' αποκλειστική απασχόληση για δύο (2) έτη επικουρούμενος από δυο παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ένα Εφέτη ή Αντεισαγγελέα Εφετών και έναν Εφέτη τακτικών διοικητικών δικαστηρίων που ορίζονται με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για δύο επίσης έτη. Για την εκπλήρωση του έργου του ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί ν' αναθέτει τη διενέργεια ελέγχου σε ορκωτούς ελεγκτές. Κατά την έρευνα που διεξάγεται από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τα πρόσωπα που τον επικουρούν καθώς και τους ορκωτούς ελεγκτές, εκείνοι που ενεργούν τον έλεγχο προβαίνουν σε κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου νόμιμη ενέργεια και προς την κατεύθυνση αυτή μπορούν ιδίως να ζητούν πληροφορίες από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχουν αντίστοιχα την υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους και να διατάσσουν την προσαγωγή εγγράφων και την εμφάνιση μαρτύρων, τους οποίους εξετάζουν σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ μη εφαρμοζομένων κατά την έρευνα αυτή των διατάξεων για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο (παρ. 5). Μετά το πέρας του ελέγχου συντάσσεται από την Επιτροπή του άρθρου 19 (για τα πρόσωπα των περιπτώσεων α' - ε' του άρθρου 24 παρ. 1) ή του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου πόρισμα στο οποίο περιέχονται οι διαπιστώσεις σχετικά με το περιεχόμενο των δηλώσεων και τυχόν παραβάσεων του νόμου αυτού, και αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης το πόρισμα αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο (παρ. 6). Εξάλλου και σε ότι αφορά τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 27 του Ν. 2429/1996 σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 2 τιμωρείται ο ελεγχόμενος που παραλείπει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία και συγκεκριμένα με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή αν η πράξη τελέστηκε με δόλο και με φυλάκιση 3 μηνών έως 2 ετών αν τελέσθηκε από αμέλεια. Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών εκείνος που αρνείται την παροχή στοιχείων νέων πληροφοριών ή παρεμποδίζει γενικά τον έλεγχο καθώς και όποιος δημοσιεύει τμήμα μόνο της δήλωσης κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ. 4. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο ανωτέρω άρθρο και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 62, 85 και 86 παρ. 1 - 2 του Συντάγματος του Κανονισμού της Βουλής και του νόμου για την ευθύνη Υπουργών, η ποινική δίωξη ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 2429/1996 από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ενώ αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πράξεων αυτών σε πρώτο και δεύτερο βαθμό είναι σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου το Τριμελές Εφετείο και το Πενταμελές Εφετείο, αντιστοίχως. ΙΙ. Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων του νόμου 2429/1996 σαφώς προκύπτει ότι λόγω της σοβαρότητας και της φύσης του θέματος του ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των μη πολιτικών προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα με αποφασιστικές αρμοδιότητες ή διαχειριστική εξουσία ή προσώπων που μπορούν να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας (εκδότες κ.λ.π.) και ακριβώς λόγω της ιδιότητας τους αυτής ο νόμος ανέθεσε τον έλεγχο των δηλώσεων της περιουσιακής τους κατάστασης σε υψηλού επιπέδου δικαστικό όργανο και συγκεκριμένα σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οριζόμενο με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, προκειμένου να διασφαλίσει την αντικειμενικότητα και το κύρος του ελέγχου. Εξάλλου, εν όψει του ότι κύριο αντικείμενο της έρευνας του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των άλλων δικαστικών λειτουργών που τον επικουρούν αλλά και των ορκωτών ελεγκτών που διορίζονται απ' αυτόν και ενεργούν κατ' εντολή του είναι ο έλεγχος της ακρίβειας των υποβαλλομένων δηλώσεων αλλά και της συμμόρφωσης των κατά το άρθρο 24 εδ. στ' - εζ' προσώπων στην υποχρέωση τους να υποβάλλουν τον Απρίλιο κάθε έτους την κατά το άρθρο 25 του ίδιου νόμου δήλωση περιουσιακής κατάστασης, η έρευνα αυτή έχει έννοια των άρθρων 31 και 35 του ΚΠΔ, καθόσον, αφ' ενός μεν η παράλειψη υποβολής δήλωσης και η υποβολή ανακριβούς δήλωσης στοιχειοθετούν, όπως προαναφέρεται, ποινικά αδικήματα, προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παρ. 5 τα καθήκοντα και δικαιώματα ανακριτικού υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 33 του ΚΠΔ και μάλιστα σε ενισχυμένη μορφή αφού κατά την έρευνα τους δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο. Η αρμοδιότητα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τον έλεγχο των δηλώσεων και η συναφής όσο και η αναπόσπαστη προς αυτήν αρμοδιότητα να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση είναι κατά τη σαφή έννοια των ανωτέρω διατάξεων του νόμου αυτού αποκλειστική κι επομένως αποκλείεται παράλληλη ή συμπληρωματική ενέργεια των κατά τις διατάξεις αρμοδίων Εισαγγελικών αρχών. Έτσι η κατ' άρθρο 27 του ΚΠΔ γενική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να ενεργεί προκαταρκτική [εξέταση] δεν ισχύει εν προκειμένω αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2429/96 η ποινική δίωξη για τις παραβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 27 αυτού ασκείται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ο δε τελευταίος μόλις λάβει το σχετικό πόρισμα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου υποχρεούται ν' ασκήσει ποινική δίωξη με απ' ευθείας παραγγελία για ανάκριση από Εφέτη - Ανακριτή χωρίς να έχει την ευχέρεια να ενεργήσει προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση, αφού αυτήν ενήργησε ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος πέραν της ειδικής αρμοδιότητας που αντλεί από τις διατάξεις του Ν. 2429/96 είναι παράλληλα και ιεραρχικά υπερκείμενη εισαγγελική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 4 του νόμου 1756/1989 κι επομένως, μετά από προκαταρκτική εξέταση που ενήργησε ο ίδιος έχει δικαίωμα κατ' άρθρ. 35 εδ τελευταίο του ΚΠΔ να παραγγείλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα ν' ασκήσει ποινική δίωξη., αν από την προκαταρκτική εξέταση προέκυψα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης (Α. Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του ΚΠΔ τ. Α. 2η έκδ. 1957 σελίς 54). Ότι η αρμοδιότητα αυτή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι αποκλειστική προκύπτει και από το γεγονός ότι αυτός αποφαίνεται οριστικά για το αν ένα πρόσωπο έχει την ιδιότητα του κατά το άρθρο 24 παρ.1α' - ιζ' του Ν. 2429/1996 υποχρέου ιδιότητα που είναι αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης για παράβαση του άρθρου 27 παρ. 2 από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 5 στην οποία ορίζεται ότι: <<Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υποχρέου στις περιπτώσεις στ' έως και ιζ' της παραγράφου 1 επιλύονται με πράξη του αρμοδίου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία εκδίδεται μέσα σ' ένα (1) μήνα από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων που είναι αρμόδια να υποβάλλουν την κατά την παράγραφο 4 κατάσταση υποχρέων>>. ΙΙΙ. Από όσα εκτίθεται πιο πάνω σε συνδυασμό και με το ότι συστατικό στοιχείο της αξιόποινης κατ' άρθρο 27 παρ. 2 του νόμου 2429/1996 παράλειψης υποβολής της κατά νόμο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης είναι η ιδιότητα του υπαιτίου ως ελεγχομένου προσώπου, υπό την έννοια ότι θα πρέπει αυτός να περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται κατά κατηγορίες ως υπόχρεοι στο άρθρο 24 παρ. 1 του νόμου 2429/1996 καθώς επίσης και με το ότι η ιδιότητα ενός προσώπου, ως υποχρέου προκύπτει από την καταχώριση του στους αρμοδίως συντασσόμενους καταλόγους των ελεγχομένων προσώπων οι οποίοι, προκειμένου για πρόσωπα που εμπίπτουν στις περιπτώσεις στ' έως ιζ' της παρ. 1 του άρθρου 24 διαβιβάζονται στο αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου πάγου, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ελέγχει αν υπέβαλαν δηλώσεις όσοι έχουν περιληφθεί στους ανωτέρω καταλόγους και επιλύει, όπως προαναφέρεται, τυχόν αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υποχρέου, σαφώς κατά τη γνώμη μας συνάγεται ΄ότι η κατά νόμον έρευνα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι υποχρεωτική προδικασία, η οποία συνιστά ειδική δικονομική προϋπόθεση για την έγκυρη άσκηση της ποινικής δίωξης για το κρινόμενο έγκλημα της παράλειψης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και την περαιτέρω κίνηση κατ' εξακολούθηση της ποινικής διαδικασίας. Είναι δηλαδή δικονομικός όρος η έλλειψη του οποίου δημιουργεί κώλυμα για την έναρξη και πρόοδο της ποινικής διαδικασίας, όπως συμβαίνει με την έλλειψη της κατά νόμο έγκλησης στα κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα και της αίτησης της αρχής όπου αυτή απαιτείται, σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 41 του ΚΠΔ, αντιστοίχως αλλά και με την έλλειψη των ειδικών δικονομικών προϋποθέσεων, όπως είναι η προηγούμενη ενέργεια ή κρίση διοικητικής αρχής, που απαιτούνται από διαφόρους ποινικούς νόμους ή με την έλλειψη των ειδικών όρων που απαιτούνται για τη δίωξη ορισμένων εγκλημάτων που προβλέπονται από τον Ποιν. Κώδικα (βλ. με άρθρα 329 και 355 του ΠΚ) και έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της ποινικής δίωξης (Ν. Χωραφά, Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο, 9η έκδοση 1978, σελ. 158 - 159 - Α. Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του Π ΚΠΔ ΤΑ 1957 σελ. 55 επ. - Κ. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τ. Α' 1964 σελ. 62, επ., 337, 344). Επομένως εφόσον εν προκειμένω δεν τηρήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα η απαραίτητη κατά νόμο προδικασία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, αφού ούτε έλεγχος των δηλώσεων των προσώπων που αφορά την Υπουργική παραγγελία έγινε, ούτε και διαβιβάστηκε το κατ' άρ. 26 παρ. 6 του Ν. 2429/1996 πόρισμα για την άσκηση ποινικής δίωξης από το μεν αρμόδιο όργανο του Αντεισαγγελέα δηλαδή του Αρείου Πάγου, υφίσταται λόγος που εμποδίζει την ποινική δίωξη, την άσκηση δηλαδή ή την κίνηση αυτής και κατά συνέπεια νομίμως αρνήθηκε κατ' αρχήν την προαναφερόμενη παραγγελία μας αφού σύμφωνα με το 247 του ΚΠΔ, ο ανακριτής έχει το δικαίωμα να μην εκτελέσει την παραγγελία του Εισαγγελέα για την ενέργεια κύριας ανάκρισης, μεταξύ άλλων και ΄όταν υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν ή αναστέλλουν την ποινική δίωξη και πρέπει κατόπιν τούτου ν' αρθεί η διαφωνία που ανέκυψε υπέρ της άποψης του Ανακριτή και ν' αποφανθεί το Συμβούλιο σας ότι δεν υποχρεούται ο Εφέτης - ανακριτής να εκτελέσει την υπ' αριθμ. 32587/21.7.1997 παραγγελία μας για την ενέργεια κύριας ανάκρισης για παράβαση του νόμου 2429/1996. IV. Επειδή εξ άλλου ναι μεν αντικείμενο του βουλεύματος που θα εκδοθεί απο το Συμβούλιο είναι η άρση της διαφωνίας που ανέκυψε μεταξύ Ανακριτή και Εισαγγελέα και δε δικαιούται κατ' αρχήν το Συμβούλιο σας ν' αποφανθεί κατ' άρθρο 310 παρ. 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 317 και 318 του ΚΠΔ επί της ουσίας της υποθέσεως, να μη γίνει δηλαδή κατηγορία, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη ή να κηρυχθεί αυτή απαράδεκτη κ.λ.π., πλην όμως κατ' εφαρμογή της αρχής της Οικονομίας της δικαστικής ενέργειας και προς αποφυγή άσκοπης περιφοράς της δικογραφίας, εφόσον ο Εισαγγελέας πεισθεί ότι είναι βάσιμη η διαφωνία του Ανακριτή ή αντίρρηση του δηλαδή να εκτελέσει την παραγγελία για ενέργεια κυρίας ανάκρισης, επειδή υπάρχουν λόγοι που κωλύουν την άσκηση της ποινικής δίωξης πιστεύει δε και ο ίδιος ότι πράγματι υφίσταται, όμως εν προκειμένω, λόγος που εμποδίζει την κίνηση και πρόοδο της ποινικής διαδικασίας μπορεί να απευθυνθεί στο Δικαστικό Συμβούλιο με πρόταση του, προκειμένου αυτό ν' αποφανθεί κατ' άρθρο 310 παρ. 1 του ΚΠΔ. Επικουρικώς όμως, με την προϋπόθεση δηλαδή ότι θα αρθεί η διαφωνία υπέρ του Ανακριτή (βλ. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Τ. Β. 1965 σελ. 36) και με την έννοια αυτή εκθέτω και τα εξής: Όπως προκύπτει απο τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν έχει ενεργηθεί στην παρούσα υπόθεση κατά το άρθρο 26 του Ν. 2429/1996 έλεγχος του αρμόδιου Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ούτε και έχει διαβιβαστεί από αυτόν οποιοδήποτε πόρισμα σχετικά με τη διαπίστωση παραβάσεων του ανωτέρω νόμου και την συναφή προς αυτές ποινική ευθύνη ορισμένων προσώπων για παράλειψη υποβολής της κατά νόμο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ούτε και παραγγέλλεται από αυτόν, ως μόνο αρμόδιο όργανο, η άσκηση ποινικής δίωξης, αλλ' ούτε και φαίνεται πιθανό ότι έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος για το σύνολο των μη πολιτικών προσώπων που είναι υπόχρεος προς υποβολή της κατά τα άρθρα 24 και 25 του Ν. 2429/1996 δήλωσης περιουσιακής κατάστασης αλλ' απλώς διαβιβάστηκε παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για ενέργεια των νομίμων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραγγελία για άσκηση ποινικής




Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 1676
Έτος: 2003



Μη υποβολή δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης εξ αμελείας. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 24, 25 και 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996 των κατηγορουμένων, τοπογράφου-μηχανικού και υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που είναι φορέας αναθέσεως και εκτελέσεως δημοσίων έργων, οι οποίοι, παρότι είχαν υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρέλειψαν να υποβάλλουν τις δηλώσεις αυτές, απορριπτομένου του αντίστοιχου ισχυρισμού των κατηγορουμένων περί συγγνωστής νομικής πλάνης.

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ 1676/2003ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεόδωρο Μπάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Μπαβέα και Δημήτριο Καπτανή-Εισηγήτη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Αντωνακάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαϊου 2003, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Α. Ζ. του Κ. και 2. Α. συζ. Π. Μ., κατοίκων Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 1707/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Δεκεμβρίου 2002 και 3 Δεκεμβρίου 2002 χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 28/2003.Έ. ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Αντωνακάκη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Καφίρη με αριθμό 205/4-4-2003, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθείσες από τους κατηγορουμένους 1) Α. Κ. Ζ. και 2) ΄Α. συζ. Π. Μ., κατοίκους Θεσ/νίκης, με δήλωση στη γραμματέα Εφετείου Θεσ/νίκης, υπ΄αριθ. 83 και 77/2002 αντίστοιχα αιτήσεις αναιρέσεως κατά του υπ΄αριθ. 1707/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσ/νίκης, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης, για να δικασθούν ως υπαίτιοι του πλημ/ματος της μη υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης στον αρμόδιο Εισαγγελέα και εκθέτω τα ακόλουθα: 1).- Με την κρινόμενη αίτηση πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθ. 484 παρ. 1 στοιχ. β΄και ε΄ ΚΠΔ), προσδιοριζομένων επαρκώς των αντιστοίχων αναιρετικών αιτιάσεων. Επομένως, το ασκηθέν ως άνω ένδικο μέσο είναι παραδεκτό και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.(2).-΄Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο (Α.Π. 108/2000 Ποιν. Χρ. Ν/313), και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 1010/1997 Ποιν.Χρ. ΜΗ:/354, Α.Π. 108/2000 Π.Χρ. Ν΄/313). Εξάλλου, περίπτωση «εσφαλμένης εφαρμογής» ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Κ.Π.Δ., συντρέχει όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος -που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος- ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ΄Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 1003/96 ΠΧ ΜΖ΄ 535, ΑΠ 1158/98 ΠΧ ΜΘ΄ 669, ΑΠ 765/01 ΠΧ Ν.Β΄ 239 κ.ά.).(3).-Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνάγεται από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό του προσβαλλόμενου υπ΄αριθ. 1707/02 βουλεύματός του, το Συμβούλιο Εφετών Θεσ/νίκης δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ΄αυτό αποδεικτικών μέσων (απολογίες κατηγορουμένων και εγγράφων της δικογραφίας - μη υπαρχόντων μαρτύρων) τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:Οι αναιρεσείοντες υπηρετούν στην εταιρεία «ΕΓ…Α οδός Α.Ε.», ο μεν 1ος (Ζ. ) ως τοπογράφος-Μηχανικός, η δε 2η (Μ. ) ως υπάλληλος της ΔΕΚΕ Θεσ/νίκης, αποσπασμένη στην παραπάνω εταιρεία, η οποία αποτελεί κατά το εταιρικό της επιχείρηση κοινής ωφέλειας που έχει σαν σκοπό την μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, εξοπλισμό και εκμετάλλευση του οδικού άξονα «Εγνατία οδός». Κατά συνέπεια, η ως άνω επιχείρηση είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο είναι φορέας ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων έργων (ά. 3 Ν. 2576/98) και η λειτουργία του διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 5 Ν. 229/94 και Ν. 2190/20. ΄Ε., ως εκ τούτου, τις προαναφερθείσες ιδιότητες οι ήδη αναιρεσείοντες, ήσαν υπόχρεοι κατά νόμον να υποβάλουν στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου αντίστοιχες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης (και) για το ημερολογιακό έτος 2001, τις οποίες όμως δεν υπέβαλαν εκείνοι και, συνεπώς, κατέστησαν υπαίτιοι της ως άνω ποινικής παραβάσεως εξ αμελείας. ΄Ετσι, το Συμβούλιο Εφετών Θεσ/νίκης, αξιολογώντας τα ως άνω, προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, κατέληξε στην παραδοχή ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τους ήδη αναιρεσείοντες και τους παρέπεμψε ως ανωτέρω, αφού προηγουμένως έκρινε ως αβάσιμο και απορριπτέο τον αντίστοιχο ισχυρισμό αμφοτέρων περί συγγνωστής νομικής πλάνης, με την αιτιολογία ότι χάρη στο επίπεδο μόρφωσης αυτών και στη δυνατότητα να πληροφορηθούν με ακρίβεια τις νόμιμες υποχρεώσεις τους, αν απευθύνονταν στις αρμόδιες αρχές ή σε νομικό παραστάτη, μπορούσαν να διαγνώσουν το άδικο της παραλείψεώς τους (ΑΠ 1192/00 ΠΧ ΝΑ΄ 407).(4).- Με τις παραδοχές αυτές του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα κυρία ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του περιγραφέντος εγκλήματος (για το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο Τριμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι΄αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των παραπάνω περιστατικών στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 παρ. 3 Ν. 2429/96, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου.Κατόπιν αυτών, οι επικαλούμενοι ως άνω αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger