Υπήρξαν δύο καλοκαίρια λίγο περίεργα για τα συνήθη δεδομένα. Στο πρώτο επικρατούσε μια ανησυχία στην οικογένεια, η μπίγα έμεινε στην Σαλαμίνα, ο πατέρας μου για πρώτη φορά πήρε την άδειά του καλοκαίρι και εγώ από μούτσος έγινα τσοπάνης, αλλά γι αυτό θα μιλήσω άλλη φορά. Το δεύτερο καλοκαίρι, τα προβλήματα της εταιρίας μάλλον είχαν λυθεί (εκείνα τα χρόνια οι γονείς δεν ενημέρωναν τα παιδιά για τις δύσκολες καταστάσεις) και ο πατέρας μου βρισκόταν για μια ακόμη φορά στην Αλόννησο. Παρ’ όλα αυτά εμείς αργήσαμε να πάμε κοντά του γιατί υποτίθεται ότι από στιγμή σε στιγμή θα έφευγαν για άλλο νησί. Αφού είχε περάσει πάνω από μήνας από τη μέρα που έκλεισαν τα σχολεία ο πατέρας μου είπε «ελάτε και βλέπουμε», κι έτσι πήγαμε στην Αλόννησο. Δεν μείναμε όμως σε σπίτι γιατί συνέχιζε να υπάρχει αυτό το «και βλέπουμε». Μείναμε στο Σαμψών. Φέρνοντας στο μυαλό μου αυτό το εικοσαήμερο που έζησα στη μπίγα καταλαβαίνω ότι διάλεξα λάθος επάγγελμα στη ζωή μου. Πράγματι μούτσος έπρεπε να είχα γίνει. Μ’ άρεσε τόσο πολύ να βρίσκομαι εκεί την ώρα που δούλευαν που όταν άκουγα τις μηχανές να σταματάνε το απόγευμα, μ’ έπιανε μελαγχολία. Αντίθετα τα πρωινά που με ξύπναγε ο θόρυβός τους την ώρα που έπαιρναν μπρος, φούσκωνε η καρδιά μου από χαρά. Πεταγόμουνα όρθια και η μάνα μου με κράταγε με το ζόρι να μην βγω απ’ την καμπίνα και «μπερδεύομαι στα πόδια των ανθρώπων!». Ξανασκαρφάλωνα στο κρεβάτι και κόλλαγα τη μούρη μου στο φινιστρίνι μέχρι να δω κανέναν απ’ το πλήρωμα να του κάνω νόημα να με φωνάξει. Συνήθως αυτός που μ’ έπαιρνε είδηση ήταν ένας μούτσος ονόματι Παναγιώτης. Ο κυρ-Παναγιώτης ήταν ο νεότερος του πληρώματος και μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Λέγανε πως παρ’ όλο που ήταν ανύπαντρος κάπου είχε μία κόρη που δεν τον άφηναν να τη βλέπει και ότι ήταν συνονόματη και συνομήλική μου και γι αυτό έκανε σαν τρελός απ’ τη χαρά του όταν μ’ έβλεπε. Ο πατέρας μου βέβαια, πολύ λίγο συγκινιόταν απ’ αυτά. Ανύπαντρος, γι αυτόν, σήμαινε επικίνδυνος (άσε που τα έτσουζε κιόλας. Μεθύστακα τον φώναζαν!) και προσπαθούσε να με απομακρύνει απ’ τον κυρ-Παναγιώτη, βάζοντας μου λόγια ότι δεν είναι καλός άνθρωπος. Εγώ φυσικά, χρειάστηκε να μεγαλώσω πολύ για να καταλάβω τι κρυβόταν πίσω απ’ τη συμπεριφορά του πατέρα μου. Τι κι αν κατάλαβα όμως; Ο κυρ-Παναγιώτης ήταν και παρέμεινε ο αγαπημένος μου γιατί αυτό που εισέπραττε η ψυχή μου απ’ αυτόν ήταν μια απέραντη πατρική αγάπη!! Ο πατέρας μου πείστηκε χρόνια μετά όταν τον είδε, στον γάμο μου, να με φιλάει δακρυσμένος και να μου δίνει μια επιταγή ύψους δωδεκάμηνης σύνταξης και βάλε!
Ξαναγυρνάω πάλι στο τότε. Αφού λοιπόν πέρασαν καμιά εικοσαριά μέρες, σαλπάραμε για Σκόπελο. Άρχισε τότε ο πατέρας μου να ψάχνει για σπίτι αλλά δεν έβρισκε πουθενά. Κάθε βράδυ προσευχόμουνα να μην βρει για να συνεχίσουμε να μένουμε στη μπίγα αλλά οι προσευχές μου δεν εισακούστηκαν. Μερικές μέρες μετά βρέθηκε ένα δωμάτιο. Όταν πήγαμε κόντεψα να πλαντάξω απ’ τη στενοχώρια. Ήταν σε ένα περίεργο οικοδόμημα που το αποτελούσαν δύο σπίτια ενωμένα με μεσοτοιχία. Το ένα σπίτι θα ήταν και διακοσίων ετών και το άλλο μόλις είχε τελειώσει. Η οικογένεια έμενε στο παλιό και το καινούργιο το είχε… για αποθήκη!! Μπαίνοντας στο σπίτι νόμιζες ότι έμπαινες σε σπίτι της Αθήνας. Ρολά στα παράθυρα, πόρτες με ανάγλυφα τζάμια μέσα, και μωσαϊκά που έβλεπες να χτενιστείς. Το δωμάτιο που θα μέναμε χωριζόταν απ’ το χολ με δύο τζαμένιες συρόμενες πόρτες και μέσα ήταν γεμάτο από τσουβάλια με αλεύρι! Που να κοιμηθώ εγώ εκεί μέσα! Όλη νύχτα έμενα με τα μάτια ανοιχτά κοιτάζοντας τα τσουβάλια μην τυχόν και πεταχτούν από μέσα ποντίκια και όταν ξημέρωνε, που άρχιζα να νυστάζω, έμπαινε τόσο φως απ’ τις συρόμενες που ήταν αδύνατον να με πάρει ο ύπνος. Μια μέρα μάλιστα κι ενώ οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν το έσκασα και πήγα στη θάλασσα να πιάσω χταπόδια. Δεν ήταν δα και τίποτα δύσκολο. Τόσες και τόσες φορές είχα δει άλλους να το κάνουν. Υπήρχε εκεί στην παραλία μια τσιμεντένια μπάρα που κατέληγε στη θάλασσα και φαντάστηκα ότι ήταν το ιδανικό μέρος να βρω χταπόδια. Με το που πατάω το πόδι μου πάνω στη μπάρα τρώω την πρώτη τούμπα. Δεν πτοούμαι όμως. Σηκώνομαι και με το που πάω να κάνω το πρώτο βήμα τρώω τη δεύτερη. Απτόητη ξανασηκώνομαι και πριν καν σκεφτώ να κάνω βήμα τρώω την τρίτη. Αποφασισμένη να μην φάω άλλη τούμπα, σέρνομαι στην άκρη της μπάρας, ξαπλώνω μπρούμυτα και χώνω το ένα χέρι μέσα στη θάλασσα ενώ με το άλλο κρατιέμαι, υποτίθεται ,με ανοιχτή παλάμη, από τη μπάρα. Έτσι γλυκά γλιστράω μέσα στο νερό και το πόδι μου συναντιέται με μια τσούχτρα. Τινάζομαι απ’ το τσίμπημα και πέφτω ολόκληρη στο νερό. Εκεί γίνεται η δεύτερη συνάντηση με την τσούχτρα που με τσιμπάει στο μπράτσο αυτήν τη φορά. Αρχίζω να κολυμπάω σα μουρλή να της ξεφύγω (λες και με είχε πάρει στο κυνήγι δηλαδή), αλλά να βρω και σημείο που να μπορώ να βγω στη στεριά. Με τα πολλά, βγήκα και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση αλλά ήταν αρκετή για να ξεφτιλιστώ. Το φόρεμα κόλλαγε πάνω μου και άφηνα λιμνούλες στο πέρασμά μου. Μπαίνοντας στο σπίτι τρώω την τέταρτη τούμπα γλιστρώντας στο ολοκαίνουργιο μωσαϊκό και χτυπάω το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού στον απέναντι τοίχο. Μ’ ακούει η μάνα μου που νόμιζε ότι κοιμόμουνα, έρχεται τρέχοντας κι όταν βλέπει τα χάλια μου με βουτάει απ’ το μαλλί. Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο και ποιον να πρωτοκλάψω! Το τσίμπημα της τσούχτρας, το χτύπημα στο δάχτυλο ή το κεφάλι που κόντεψε να έχει μια τούφα μαλλί λιγότερη; Βέβαια θα μπορούσε να έχει συμβεί και κάτι ακόμα χειρότερο. Να είχα, όντως, βρει χταπόδι!!!
Μετά απ’ αυτό το σκηνικό, άδειασαν ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο και μας μετέφεραν εκεί και η μάνα μου κλείδωνε πάντα την πόρτα γιατί εγώ «το μυαλό το είχα πάνω απ’ την σκούφια», κι ας μην είπα ποτέ τον πραγματικό λόγο που με οδήγησε σ’ αυτήν την κατάσταση.
Παρ’ όλο το άσχημο ξεκίνημα η διαμονή στην Σκόπελο εξελίχτηκε πολύ ωραία. Η σπιτονοικοκυρά είχε δύο παιδιά. Μια κόρη στην ηλικία μου κι έναν γιο λίγο μεγαλύτερο. Μ’ αυτούς του δύο και με την κόρη ενός συναδέλφου του πατέρα μου, ο αδερφός μου κι εγώ γνωρίσαμε μια Σκόπελο που μόνοι μας δεν υπήρχε περίπτωση να την ανακαλύψουμε ποτέ. Σαν σε όνειρο θυμάμαι να σκαρφαλώνουμε λόφους και μετά να κατρακυλάμε σε παραλίες που μόνο με βάρκα πήγαινες. Ήρθαμε και γίναμε σαν αράπηδες απ’ το μαύρισμα. Τρόμαξαν να μας γνωρίσουν όταν γυρίσαμε στην Αθήνα. Και τώρα που λέω Αθήνα θυμήθηκα και κάτι άλλο. Ήταν η μοναδική φορά που γυρνώντας στην Αθήνα είχα την αίσθηση ότι έλειπα χρόνια. Τι λέω χρόνια. Σα να ερχόμουνα πρώτη φορά. Αφού είδα τα λεωφορεία στον Πειραιά και τα κοίταζα σαν πρώτη φορά ν’ αντίκριζα τέτοιο πράμα!
Και τώρα η ώρα για το αγαπημένο μου θέμα. Το φαγητό! Μ’ αυτό συνδέεται το δεύτερο χουνέρι μου στη Σκόπελο. Σε γενικές γραμμές δεν έφαγα πολύ, με εξαίρεση τις πεταλίδες απ’ τα βράχια., μέχρι τη στιγμή που η κόρη της σπιτονοικοκυράς άνοιξε το βάζο με το αυγάτο. Το αυγάτο ήταν γλυκό του κουταλιού, δαμάσκηνο! Το έφαγα όλο το βάζο; Έφαγα κι απ’ το δεύτερο; Έφαγα όλο το δεύτερο; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι για πάνω από ένα εικοσιτετράωρο δε μπορούσα να απομακρυνθώ απ’ το σπίτι και ειδικά από ένα συγκεκριμένο δωμάτιο!
Κατά τ’ άλλα η αστακομακαρονάδα ήταν μόνιμα στο τραπέζι, οι τεράστιες γαρίδες, τα ψάρια και φυσικά η τυρόπιτα που εγώ την ήξερα σαν Αλοννησιώτικη αλλά εδώ την έλεγαν Σκοπελίτικη. Μάλλον της δίνεις το όνομα του νησιού που θα γνωρίσεις πρώτο αν και λένε ότι την έφεραν στην Σκόπελο νύφες απ την Αλόννησο. Δεν ξέρω. Εμένα πάντως μου άρεσαν και οι δύο! Τα περίεργα που μου έμειναν σαν γεύση ήταν κάτι φακές που είχε φτιάξει η σπιτονοικοκυρά μας και είχαν μέσα δαμάσκηνα και ένα ψάρι, που φάγαμε σε εστιατόριο που είχε μέσα πατάτες και… δαμάσκηνα!!!
Από τότε δεν έχω ξαναφάει τίποτα απ’ όλα αυτά και τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα τολμήσω κάποια στιγμή να φτιάξω ένα αυγάτο. Εξ άλλου τώρα είμαι μια μεγάλη, σοβαρή και λογική γυναίκα και δεν πρόκειται να φάω και δεύτερο βάζο. Μάλλον δηλαδή…!!!
Γλυκό Αυγάτο – Ένα παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού, από τον συνεταιρισμό «Γλωσσιώτισσα»
ΥΛΙΚΑ
50 Δαμάσκηνα (ποικιλίας Αυγάτο)
2 – 3 κουταλιές Ξινό
Σκόνη Ασβέστη
1 κιλό Ζάχαρη
1 ποτήρι Νερό
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ξαναγυρνάω πάλι στο τότε. Αφού λοιπόν πέρασαν καμιά εικοσαριά μέρες, σαλπάραμε για Σκόπελο. Άρχισε τότε ο πατέρας μου να ψάχνει για σπίτι αλλά δεν έβρισκε πουθενά. Κάθε βράδυ προσευχόμουνα να μην βρει για να συνεχίσουμε να μένουμε στη μπίγα αλλά οι προσευχές μου δεν εισακούστηκαν. Μερικές μέρες μετά βρέθηκε ένα δωμάτιο. Όταν πήγαμε κόντεψα να πλαντάξω απ’ τη στενοχώρια. Ήταν σε ένα περίεργο οικοδόμημα που το αποτελούσαν δύο σπίτια ενωμένα με μεσοτοιχία. Το ένα σπίτι θα ήταν και διακοσίων ετών και το άλλο μόλις είχε τελειώσει. Η οικογένεια έμενε στο παλιό και το καινούργιο το είχε… για αποθήκη!! Μπαίνοντας στο σπίτι νόμιζες ότι έμπαινες σε σπίτι της Αθήνας. Ρολά στα παράθυρα, πόρτες με ανάγλυφα τζάμια μέσα, και μωσαϊκά που έβλεπες να χτενιστείς. Το δωμάτιο που θα μέναμε χωριζόταν απ’ το χολ με δύο τζαμένιες συρόμενες πόρτες και μέσα ήταν γεμάτο από τσουβάλια με αλεύρι! Που να κοιμηθώ εγώ εκεί μέσα! Όλη νύχτα έμενα με τα μάτια ανοιχτά κοιτάζοντας τα τσουβάλια μην τυχόν και πεταχτούν από μέσα ποντίκια και όταν ξημέρωνε, που άρχιζα να νυστάζω, έμπαινε τόσο φως απ’ τις συρόμενες που ήταν αδύνατον να με πάρει ο ύπνος. Μια μέρα μάλιστα κι ενώ οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν το έσκασα και πήγα στη θάλασσα να πιάσω χταπόδια. Δεν ήταν δα και τίποτα δύσκολο. Τόσες και τόσες φορές είχα δει άλλους να το κάνουν. Υπήρχε εκεί στην παραλία μια τσιμεντένια μπάρα που κατέληγε στη θάλασσα και φαντάστηκα ότι ήταν το ιδανικό μέρος να βρω χταπόδια. Με το που πατάω το πόδι μου πάνω στη μπάρα τρώω την πρώτη τούμπα. Δεν πτοούμαι όμως. Σηκώνομαι και με το που πάω να κάνω το πρώτο βήμα τρώω τη δεύτερη. Απτόητη ξανασηκώνομαι και πριν καν σκεφτώ να κάνω βήμα τρώω την τρίτη. Αποφασισμένη να μην φάω άλλη τούμπα, σέρνομαι στην άκρη της μπάρας, ξαπλώνω μπρούμυτα και χώνω το ένα χέρι μέσα στη θάλασσα ενώ με το άλλο κρατιέμαι, υποτίθεται ,με ανοιχτή παλάμη, από τη μπάρα. Έτσι γλυκά γλιστράω μέσα στο νερό και το πόδι μου συναντιέται με μια τσούχτρα. Τινάζομαι απ’ το τσίμπημα και πέφτω ολόκληρη στο νερό. Εκεί γίνεται η δεύτερη συνάντηση με την τσούχτρα που με τσιμπάει στο μπράτσο αυτήν τη φορά. Αρχίζω να κολυμπάω σα μουρλή να της ξεφύγω (λες και με είχε πάρει στο κυνήγι δηλαδή), αλλά να βρω και σημείο που να μπορώ να βγω στη στεριά. Με τα πολλά, βγήκα και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση αλλά ήταν αρκετή για να ξεφτιλιστώ. Το φόρεμα κόλλαγε πάνω μου και άφηνα λιμνούλες στο πέρασμά μου. Μπαίνοντας στο σπίτι τρώω την τέταρτη τούμπα γλιστρώντας στο ολοκαίνουργιο μωσαϊκό και χτυπάω το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού στον απέναντι τοίχο. Μ’ ακούει η μάνα μου που νόμιζε ότι κοιμόμουνα, έρχεται τρέχοντας κι όταν βλέπει τα χάλια μου με βουτάει απ’ το μαλλί. Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο και ποιον να πρωτοκλάψω! Το τσίμπημα της τσούχτρας, το χτύπημα στο δάχτυλο ή το κεφάλι που κόντεψε να έχει μια τούφα μαλλί λιγότερη; Βέβαια θα μπορούσε να έχει συμβεί και κάτι ακόμα χειρότερο. Να είχα, όντως, βρει χταπόδι!!!
Μετά απ’ αυτό το σκηνικό, άδειασαν ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο και μας μετέφεραν εκεί και η μάνα μου κλείδωνε πάντα την πόρτα γιατί εγώ «το μυαλό το είχα πάνω απ’ την σκούφια», κι ας μην είπα ποτέ τον πραγματικό λόγο που με οδήγησε σ’ αυτήν την κατάσταση.
Παρ’ όλο το άσχημο ξεκίνημα η διαμονή στην Σκόπελο εξελίχτηκε πολύ ωραία. Η σπιτονοικοκυρά είχε δύο παιδιά. Μια κόρη στην ηλικία μου κι έναν γιο λίγο μεγαλύτερο. Μ’ αυτούς του δύο και με την κόρη ενός συναδέλφου του πατέρα μου, ο αδερφός μου κι εγώ γνωρίσαμε μια Σκόπελο που μόνοι μας δεν υπήρχε περίπτωση να την ανακαλύψουμε ποτέ. Σαν σε όνειρο θυμάμαι να σκαρφαλώνουμε λόφους και μετά να κατρακυλάμε σε παραλίες που μόνο με βάρκα πήγαινες. Ήρθαμε και γίναμε σαν αράπηδες απ’ το μαύρισμα. Τρόμαξαν να μας γνωρίσουν όταν γυρίσαμε στην Αθήνα. Και τώρα που λέω Αθήνα θυμήθηκα και κάτι άλλο. Ήταν η μοναδική φορά που γυρνώντας στην Αθήνα είχα την αίσθηση ότι έλειπα χρόνια. Τι λέω χρόνια. Σα να ερχόμουνα πρώτη φορά. Αφού είδα τα λεωφορεία στον Πειραιά και τα κοίταζα σαν πρώτη φορά ν’ αντίκριζα τέτοιο πράμα!
Και τώρα η ώρα για το αγαπημένο μου θέμα. Το φαγητό! Μ’ αυτό συνδέεται το δεύτερο χουνέρι μου στη Σκόπελο. Σε γενικές γραμμές δεν έφαγα πολύ, με εξαίρεση τις πεταλίδες απ’ τα βράχια., μέχρι τη στιγμή που η κόρη της σπιτονοικοκυράς άνοιξε το βάζο με το αυγάτο. Το αυγάτο ήταν γλυκό του κουταλιού, δαμάσκηνο! Το έφαγα όλο το βάζο; Έφαγα κι απ’ το δεύτερο; Έφαγα όλο το δεύτερο; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι για πάνω από ένα εικοσιτετράωρο δε μπορούσα να απομακρυνθώ απ’ το σπίτι και ειδικά από ένα συγκεκριμένο δωμάτιο!
Κατά τ’ άλλα η αστακομακαρονάδα ήταν μόνιμα στο τραπέζι, οι τεράστιες γαρίδες, τα ψάρια και φυσικά η τυρόπιτα που εγώ την ήξερα σαν Αλοννησιώτικη αλλά εδώ την έλεγαν Σκοπελίτικη. Μάλλον της δίνεις το όνομα του νησιού που θα γνωρίσεις πρώτο αν και λένε ότι την έφεραν στην Σκόπελο νύφες απ την Αλόννησο. Δεν ξέρω. Εμένα πάντως μου άρεσαν και οι δύο! Τα περίεργα που μου έμειναν σαν γεύση ήταν κάτι φακές που είχε φτιάξει η σπιτονοικοκυρά μας και είχαν μέσα δαμάσκηνα και ένα ψάρι, που φάγαμε σε εστιατόριο που είχε μέσα πατάτες και… δαμάσκηνα!!!
Από τότε δεν έχω ξαναφάει τίποτα απ’ όλα αυτά και τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα τολμήσω κάποια στιγμή να φτιάξω ένα αυγάτο. Εξ άλλου τώρα είμαι μια μεγάλη, σοβαρή και λογική γυναίκα και δεν πρόκειται να φάω και δεύτερο βάζο. Μάλλον δηλαδή…!!!
Γλυκό Αυγάτο – Ένα παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού, από τον συνεταιρισμό «Γλωσσιώτισσα»
ΥΛΙΚΑ
50 Δαμάσκηνα (ποικιλίας Αυγάτο)
2 – 3 κουταλιές Ξινό
Σκόνη Ασβέστη
1 κιλό Ζάχαρη
1 ποτήρι Νερό
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
- Ξεφλουδίζουμε τα δαμάσκηνα και βγάζουμε το κουκούτσι τους. Τοποθετούμε το νερό σε ένα μεγάλο μπολ. Προσθέτουμε στο νερό λίγο ξινό ή χυμό λεμονιού, για να μην μαυρίσουν τα δαμάσκηνα όσο καθαρίζουμε τα υπόλοιπα.
- Στη συνέχεια ρίχνουμε όλα τα καθαρισμένα φρούτα σε ασβεστόνερο και τα αφήνουμε εκεί 3 ώρες. Με τον ασβέστη τα φρούτα θα σφίξουν. Στη συνέχεια τα πλένουμε πολύ καλά, αλλάζουμε δέκα φορές το νερό και τα ξαναπλένουμε.
- Ρίχνουμε σε μια μεγάλη κατσαρόλα 1 μόνο ποτήρι νερό και 1 κιλό ζάχαρη και περιμένουμε μέχρι να λιώσει η ζάχαρη. Προσθέτουμε τα φρούτα και βράζουμε για ½ ώρα μέχρι να δέσει το γλυκό. Δεν χρησιμοποιούμε παραπάνω νερό, γιατί το δαμάσκηνο θα βγάλει και τα δικά του υγρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου