Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ο αληθινός Παπαδιαμάντης

Αυτήν την περίοδο, πολλά άρθρα δημοσιεύτηκαν και εξακολουθούν ακόμα να γράφονται για τον πολύ σημαντικό δημιουργό της νεοελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τα άρθρα γράφονται σαν αφιέρωμα στα 100 χρόνια από το θάνατο του Σκιαθίτη δημιουργού.
Οι περισσότεροι αρθρογράφοι προσδίδουν μέσα από τα άρθρα τους χαρακτηριστικά στον ίδιο τον Παπαδιαμάντη και στο έργο του που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Από τη δομή, από τα υπερβολικά κοσμητικά επίθετα και από το περιεχόμενο των αφιερωμάτων προκύπτει ότι οι συγγραφείς των κειμένων είναι «οπαδοί» του Αλ. Παπαδιαμάντη, της ζωής και του έργου του. Εξ ου και οι τίτλοι, οι υπότιτλοι και οι αναφορές ότι δήθεν ο Αλ. Παπαδιαμάντης «συνομίλησε με την ψυχή του λαού», ότι δήθεν «χρησιμοποίησε το λόγο του για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες», ότι τάχα μέσα από τη «Φόνισσα» «δείχνει το μέγεθος της υποχώρησης της συλλογικότητας», ότι «ξεσκεπάζει και στηλιτεύει τους τοκογλύφους και τους αιματοφάγους πολιτικάντηδες» κ.λπ.
Κατά κανόνα, οι αρθρογράφοι κάνουν όχι σωστές προσεγγίσεις στο γλωσσικό πρόβλημα της εποχής των νεοελληνικών Γραμμάτων και ταυτόχρονα όλες σχεδόν οι πηγές τους αναφέρονται σε αστούς όπως ο Οδ. Ελύτης και ο Φ. Πολίτης, οι οποίοι μάς προτείνουν ότι στη νεοελληνική λογοτεχνία «μονάχα δύο ονόματα ξεχωρίζουν, Σολωμός και Παπαδιαμάντης» και μας καλούν μάλιστα να μνημονεύουμε μονάχα δύο ονόματα: «Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Αυτός, λοιπόν, είναι ο αληθινός Παπαδιαμάντης;
Δυστυχώς, αυτός ο πράγματι μεγάλος δημιουργός ούτε στη ζωή ούτε στη γλώσσα του, κυρίως όμως ούτε στο έργο του θέλησε να εκφράσει την κοινωνική αδικία και την ανάγκη για απελευθέρωση από αυτήν. Ετσι, έμεινε ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες δημιουργούς που έκανε σπουδαίες περιγραφές, μοναδικές ηθογραφικές προσεγγίσεις, ψυχογραφίες, που έγραψε ύμνους στον ατομισμό και στη θρησκεία, διθυράμβους για τη χριστιανική πίστη και το χριστιανισμό, που ύμνησε την ελληνική φύση και το Αιγαίο πέλαγος. Για όλους αυτούς τους λόγους, η παμπόνηρη ελληνική εκκλησία του έδωσε το προσωνύμιο «ο Αγιος» των νεοελληνικών Γραμμάτων, είτε άλλοι, όπως ο Γ. Βαλέτας του έδωσε το προσωνύμιο «Κοσμοκαλόγερος». Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο. Και, δυστυχώς, μέσα από αυτές τις θέσεις του, μέσα από αυτές τις δοξασίες του και αυτήν τη στάση ζωής ο Αλ. Παπαδιαμάντης φρέναρε τη δυνατότητα που είχε να μπολιαστεί με το κοινωνικοπολιτικό είναι, να προσπαθήσει να το εκφράσει και να αξιοποιήσει το μοναδικό του ταλέντο στην υπηρεσία του λαού ενάντια στους αστικοτσιφλικάδες. Αδίκησε έτσι το μεγάλο του έργο και στένεψε την προσφορά του.
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης, και στην προσωπική του ζωή, ήταν μοναχικός, απόμακρος, μακριά από συλλογικότητες, μακριά από παρέες και φιλίες. Είτε στη Σκιάθο είτε στην Αθήνα, ζούσε σαν ασκητής, ζούσε μέσα σε γυάλα μακριά από τις κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του. Κόσμο απλό έβλεπε μονάχα κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
Το στιλ της προσωπικής του ζωής, που αρκούνταν μόνο να έχει χρήματα για το ποτό του και την ταβέρνα του, μαρτυρά ένα είδος κοινωνικής περιθωριοποίησης. Ολοι οι μελετητές του έργου του, οι οποίοι είναι αφοσιωμένοι οπαδοί αυτού του έργου, ομολογούν το συγκεκριμένο τρόπο ζωής και την αγάπη του Αλ. Παπαδιαμάντη στον ασκητισμό και στο αλκοόλ.
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης για οχτώ μήνες ντύθηκε μοναχός στο Αγιον Ορος και σε όλη του τη ζωή ήταν παθιασμένος με τον Χριστιανισμό και τις δοξασίες του. Ηταν κάθε Κυριακή ψάλτης σε εκκλησίες. Σχεδόν σε όλα τα έργα του μιλάει για τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους με συγκεκριμένη οπτική. Γράφει π.χ. στο έργο του «Αγια και Πεθαμένα», «Πανάγαθε Βασιλεύ, (...) καρποίς ευλόγησον (...) πιστούς δούλους σου αγίασον, ότι εις δόξαν σην, Κύριε (...) των εν ευσεβεία και πίστει τελειωθέντων. (Εκδόσεις «Εστία», 2000 σελ. 39.)
Στο σπουδαίο έργο του «Η Φόνισσα», διαμορφώνει την πρωταγωνίστριά του, την Φραγκογιαννού, να ζει στον κόσμο της, να εμποδίζει τη νέα ζωή να διεκδικήσει, να βουλιάζει στα αδιέξοδα και στη σύγχυση ή να επιλέγει τη μεμονωμένη αντιμετώπιση ενός κοινωνικού προβλήματος και ξανά να προσδοκά τη λύτρωση όχι από τον κοινωνικό αγώνα, αλλά από το θεό.
Επιπλέον, μόνο στους τίτλους έργων του να προστρέξει ο απλός μελετητής θα διαβάσει δεκάδες αυτοτελή έργα του που έχουν γραφτεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του βαθιά θρησκευτικά όπως είναι π.χ.: 1) Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, 2) Ο Αλιβάνιστος, 3) Χριστός στο Κάστρο, 4) Χριστούγεννα του τεμπέλη, 5) Το Πάσχα ρωμέικο, 6) Το χριστόψωμο, 7) Στην Παναγίτσα στο Πυργί, 8) Αψαλτος, 9) Λαμπρή, 10) Αγιος Δεσπότης, 11) Η Παιδική πασχαλιά, 12) Παμμέγιστη, 13) Στην Παναγιά την Κουνίστρα κ.λπ. Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς ακόμα, η πονηρή ελληνική εκκλησία τον προβάλλει, τον προωθεί και υποστηρίζει ότι: «Η ζωή του Παπαδιαμάντη ήταν λιβάνι αγιορείτικο, σαν το λάδι καντηλιού (...) το άρωμα του αγιορείτικου λιβανιού βγαίνει και προχέεται από την καρδιά του στο μολύβι του και στα γραπτά του. Τα κείμενά του είναι "λιβανάτα" από το μοσχοθυμίαμα της λατρείας, της προσευχής. Εχει το ήθος της λατρείας. Αυτή η λατρεία τον έκανε να παραμένει ορθόδοξος στο φρόνημα, στο ήθος σε όλη του την ζωή». (Από την ομιλία στην Παλαιά Βουλή του Μητροπολίτη Ναυπάκτου στην επέτειο των 90 χρόνων από το θάνατο του Παπαδιαμάντη).
Για τους ίδιους λόγους, ο γνωστός ακραία συντηρητικός ιστορικός Καργάκος γράφει για τον Παπαδιαμάντη: «Ο Παπαδιαμάντης, όπως αργότερα ο Ιων Δραγούμης, έβλεπε το ζήτημα διαφορετικά. Μια άλλη χριστιανική αυτοκρατορία θα διαδεχόταν την μουσουλμανική και θα έδινε νέα πνοή στους υποταγμένους λαούς...» (Ομιλία του σε ημερίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας για τον Αλ. Παπαδιαμάντη 25-26 Μάη 2001).
Στα 1948 ο υποστηριχτής του Αλ. Παπαδιαμάντη ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, στη μελέτη του με τίτλο: «Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη», γράφει: «Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ' όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οι δυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω».
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης όπως στη ζωή του, στο έργου του, έτσι και στη γλώσσα του δε θέλησε να χρησιμοποιήσει την απλή, την κατανοητή γλώσσα του λαού μας. Στην εποχή του, γίνεται πόλεμος ανάμεσα στην καθαρεύουσα και στη Δημοτική. Αυτός όμως, στα διηγήματα, στα ποιήματα, στα δημοσιογραφικά του κομμάτια, θελημένα, συνειδητά, περιφρονεί τη γλώσσα του λαού και γράφει στην καθαρεύουσα. Βέβαια, κανένας δεν μπορεί μονάχα απ' αυτό να κατατάξει τον Αλ. Παπαδιαμάντη και το έργο του, αλλά όλα χρειάζεται να συνυπολογίζονται αθροιστικά. Με το ειδικό βάρος που έχει το κάθε επίπεδο πρέπει να συναθροιστούν η θρησκοληψία του, ο μεγαλοϊδεατισμός του, ο ατομισμός του, η καθαρεύουσά του.
Εντέλει, μέσα από όλα αυτά, προκύπτει το ξεκάθαρο ερώτημα: Εμείς, οι κομμουνιστές όταν κρίνουμε έναν δημιουργό, ακόμα και τον πιο σπουδαίο, με ποιον τρόπο θα πρέπει να τον κρίνουμε; Ποια είναι εκείνα τα εργαλεία που θα μας οδηγούν αλάθητα στη σωστή κάθε φορά κρίση; Το εργαλείο είναι η θεωρία μας. Είναι η ανάλυση με βάση τα μαρξιστικά κριτήρια, αν ο δημιουργός κάνει τον κουφό, τον αδιάφορο στις κοινωνικές εξελίξεις ή αν συστρατεύεται με την «πένα» του για την κοινωνική αλλαγή. Αν ο πνευματικός άνθρωπος, ο διανοούμενος συντάσσεται με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της ή αν ευθυγραμμίζεται με την αστική τάξη της κάθε εποχής. Αυτή η επιλογή είτε θα προσδώσει πόντους στο καλλιτεχνικό του έργο είτε θα το αφήσει στο στενό επίπεδο της πνευματικής δημιουργίας.
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου, το δικό μας κίνημα έχει αναδείξει και έχει συμπορευτεί με αληθινούς γίγαντες της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς των Γραμμάτων και των Τεχνών, με κορυφαίους διανοητές. Σπουδαίους ανθρώπους που έθεσαν τη μοναδική τους «πένα», την Τέχνη τους, στην υπηρεσία των λαϊκών αγώνων και του Κόμματος. Χρειάζεται σεβασμός στους δικούς μας «άγιους», που άγιασαν με τη στάση ζωής τους και το έργο τους τους αγιασμένους αγώνες του λαού μας. Χρειάζεται μέτρο και αυτοσυγκράτηση. Χρειάζεται ικανότητα να μπορούμε να κρίνουμε παράλληλα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, το έργο ενός δημιουργού χωρίς να οδηγούμαστε σε απλοϊκές γενικεύσεις και χωρίς να μετατρέπουμε την επιθυμία μας σε πραγματικότητα. Γιατί θα θέλαμε ο Αλ. Παπαδιαμάντης να ήταν κοινωνικός αγωνιστής. Αλλά δεν ήταν.
Η πραχτική αξία όλων αυτών σχετίζεται με το πώς διαπαιδαγωγούμε σήμερα τη νέα βάρδια της εργατικής τάξης, πώς τη μαθαίνουμε να κρίνει, να υιοθετεί τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης, να φυλάγεται από κακοτοπιές και κάθε είδους οπορτουνισμό.
Κι εδώ αξίζει να θυμηθούμε πως αρχές του 1937, μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, στο έργο του ο «Αληθινός Παλαμάς» σκιαγραφεί τον Αλ. Παπαδιαμάντη, γράφοντας: «Ο Παπαδιαμάντης, της "Σχολής των Γραμμάτων" κι αυτός, είναι μια κορυφή στα νεοελληνικά γράμματα. Η φιλολογική του αξία είναι αναμφισβήτητη, αν και η καθαρεύουσα τον ζημιώνει εξαιρετικά. Η αξία του βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός, περισσότερο ίσως από κάθε άλλον νεοέλληνα τεχνίτη του πεζού λόγου, περιέγραψε με μιαν εξαιρετική δύναμη και ζωντάνια την ελληνική ζωή, τα ήθη και έθιμα, πρώτ' απ' όλα της ιδιαίτερης πατρίδας του. Το έργο του είναι δεμένο με τη ζωή του λαού, με τις καθημερινές μικροέγνοιες και μικροφροντίδες του. Μα αυτό είναι όλο. Παραπέρα ο Παπαδιαμάντης δεν προχωρεί. Η γλώσσα του τον κρατάει μακρυά από τη λαϊκή μάζα, που θα μπορούσε να τόνε νοιώσει και να τον εχτιμήσει. Η σκέψη του δεν ξεκολλά από τη γύρω του καθυστέρηση δεν κουνιέται, δεν προχωρεί και είναι βαθειά επηρεασμένη απ' το θρησκευτικό μυστικισμό.
Ο ρεαλιστής Παπαδιαμάντης συμβιβάζεται με τη νεοελληνική πισοδρόμηση, γίνεται ο τραγουδιστής της. Πίσω απ' την καθημερινή λαϊκή ζωή και φτώχεια δεν αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά προβλήματα, που την ανησυχούν και τήνε δέρνουν. Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει κοινωνική προοπτική, ούτε και τον ενδιαφέρει αυτό. Ετσι, γερός αυτός τεχνίτης του πεζού λόγου, δε γίνεται τίποτε άλλο απ' αυτό. Αυτού σταματά. Με τη δύναμη της πέννας του δεν εμπνέει ορμή, δεν εμψυχώνει, δεν καθοδηγεί. Φυσικά, αν ήταν τέτοιος θα φρόντιζε πρώτ' απ' όλα να διορθώσει την γλώσσα του. Ετσι, μένει κι αυτός, πολύ περισσότερο από τους δύο πρώτους *, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής της εποχής του και των προβλημάτων που την απασχολούν. Περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού, μα δεν μπήκε στην ψυχή του». (Εκδόσεις «Γλάρος», 1986 σελ. 28).
* Αναφέρεται στους Λασκαράτο και Ροΐδη.
Γιώργος ΜΑΥΡΙΚΟΣ
Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger