Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Κώστας Κάππος, ένας χρήσιμος άνθρωπος. Της Νάντια Βαλαβάνη


Η πρ. αν. υπουργού Οικονομικών Νάντιας Βαλαβάνη μίλησε για το σύντροφο και φίλο της Κώστα Κάππο χθές, 2.10.2017, στην Εκδήλωση Μνήμης του Ιδρύματος της Βουλής. Ακολουθεί η ομιλία της.

«Τον προηγούμενο Νοέμβριο ένας νεαρός ιστορικός βρήκε τυχαία στα γερμανικά ιστορικά αρχεία ένα βιντεάκι του Associated Press για τα δελτία ειδήσεων των συμβεβλημένων μαζί του τηλεοπτικών μέσων με ημερομηνία 1.8.1974 και μου το έστειλε. Παρουσιάζει μια ομάδα ανθρώπων απολυμένων από τις φυλακές με τη γενική πολιτική αμνηστία λιγότερο από μια βδομάδα πριν. Εμφανιζόμαστε να μιλούμε χωρίς ν’ ακουγόμαστε, καθώς καλυπτόμαστε από το δημοσιογραφικό σχολιασμό, οι Γρηγόρης Φαράκος, Κώστας Κάππος, Δημήτρης Γόντικας, Αγγελική Σωτήρη κι εγώ, ενώ ως εκπρόσωπος της ομάδας μιλά στη συνέχεια στ’ αγγλικά ο παλαίμαχος αγωνιστής, κομμουνιστής ναυτεργάτης Αντώνης Αμπατιέλλος. Σε ερώτηση για τα βασανιστήρια που υποβλήθηκε ο ίδιος, λέει: «Δεν κατάλαβα πως κατάφερα να βγω ζωντανός». Όταν τον ρωτούν για μας, ζητά απ’ τους δημοσιογράφους να κοιτάξουν τον Δημήτρη Γόντικα και τον Κώστα Κάππο – που όταν κατέρρευσε η χούντα, νοσηλεύονταν φρουρούμενοι με ψευδώνυμα στο 401 ΣΝ, ο Κώστας ως «Ανέστης Ανέστης», «αγνοούμενοι» από τις οικογένειες τους – κι επισημαίνει ότι φέρουν σημάδια βασανιστηρίων όχι μόνο κάτω απ’ τα ρούχα, αλλά επίσης στο πρόσωπο και στα χέρια. Στην πραγματικότητα, αυτός που έφερε βαθιές ουλές στο πρόσωπο του, ιδιαίτερα πλάι στο αριστερό του μάτι, απ’ όπου έλειπε ολόκληρο κομμάτι σάρκας, ήταν ο Κάππος: Αποτέλεσμα της «ανάκρισης» στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου – όπου η Ασφάλεια είχε στείλει τελικά μετά από μήνες όλα τ’ αγόρια απ’ όσους είχαμε πιαστεί το Φλεβάρη του 1974 – καθώς τον ίδιο δεν τον είχαν αγγίξει οι ασφαλίτες. Επειδή το 1968 οι Πεζοναύτες στο Διόνυσο μεταξύ άλλων τον είχαν θάψει για ώρες ζωντανό, και για τέτοιες περιπτώσεις στην Ασφάλεια, πιο πρακτικοί από την ΕΣΑ, δε σπαταλούσαν άδικα το χρόνο τους.

Δε θυμάμαι το συγκεκριμένο video, καθώς είχαμε δώσει τότε δεκάδες συνεντεύξεις σε διεθνή μέσα, θυμάμαι όμως καλά τον Κώστα όπως ήταν τότε, 43 χρόνια πριν: 37χρονος νεαρός άντρας νικηφόρος, με τα σημάδια από τα βασανιστήρια στο πρόσωπο και στο σώμα του ακόμα ζωντανά και, όπως αποδείχτηκε, ανεξίτηλα. Πάντα συγκρατημένος και σοβαρός, αλλά με την δική του, προσωπική εκδοχή μιας υπόγειας ειρωνείας να κρέμεται στο στραβό μειδίαμα που ανέβαινε στο στόμα του. Με τον ξερό, σαρδόνιο σχολιασμό του – και, σε μια κατάσταση σιωπηλής ευφορίας, ελπιδοφόρο. 

Κι έτσι, προσθέτοντας μόνο το βάρος του χρόνου, παρέμεινε. Ακόμα πιάνω τον εαυτό μου να τον αναζητώ με το μάτι – πέθανε πρόωρα, 10 του Σεπτέμβρη του 2005, ουσιαστικά ως καθυστερημένο αποτέλεσμα του βασανισμού του – σε συγκεντρώσεις, σε διαλέξεις, σε βιβλιοπαρουσιάσεις. Γιατί ο Κώστας μέχρι το τέλος της ζωής του υπήρχε μέσα σε όλα, μέσα σε ό,τι ζωντανό εξελίσσονταν, συνέχεια του δρόμου που ακολούθησε από τη βάρβαρη πρώτη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο μέχρι τα νέα σκιρτήματα του κινήματος κατά τη χαραυγή του 21ου αιώνα, αφιερώνοντας ολόκληρη τη συνειδητή ζωή του στην υπόθεση της απελευθέρωσης της κοινωνίας και του ανθρώπου απ’ τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Γι΄ αυτό και μπορούσε να γράφει μ’ επίγνωση το 2002: «Η εργατική τάξη να μην ξεχνάει τη λαϊκή ρήση ότι χαμένοι αγώνες είναι εκείνοι που δε γίνονται.»

Σκέφτομαι πάλι εκείνο το στραβό μειδίαμα του: Να θυμόταν κάποιες φορές το συμβάν που περιγράφει ο ίδιος σε συνέντευξη του απαντώντας στην ερώτηση: «Κύριε Κάππο, ποιος είστε πάνω στην πολιτική σκηνή;» «Ποιος είμαι… Κοιτάξτε, δεν έχω πολιτικές φιλοδοξίες να είμαι βουλευτής ή να παίξω κάποιο ρόλο και τα παρόμοια. Έχω αφιερώσει τον εαυτό μου στις κομμουνιστικές ιδέες, τις ιδέες της προόδου, και ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες αγωνίζομαι. Όπως το ’67, που ήμουν διευθυντής λογιστηρίου σ’ ένα εργοστάσιο στον Πειραιά και είδα να γίνεται δικτατορία χωρίς να το πάρει χαμπάρι κανένας κι έφυγα από το σπίτι μου κι έψαχνα να βρω που γίνονται διαδηλώσεις, που γίνονται συγκεντρώσεις, γιατί κατάλαβα ότι το να μουτζουρώνεις χαρτιά, να κάνεις τον λογιστή, δεν έχει τόση σημασία όσο το να παίξεις κάποιο ρόλο για ν΄ ανατραπεί αυτή η κατάσταση.»  Ή να διαισθανόταν άραγε από τότε την ειρωνεία της Ιστορίας; Αυτός, ο πλέον «κομματικός», έμελλε να είναι ο μοναδικός βουλευτής μετά την πολιτική αλλαγή που δεν εφάρμοσε απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ: Καταψήφισε στη Βουλή την κυβέρνηση Τζαννετάκη, γράφοντας ιστορία και σώζοντας την τιμή της Αριστεράς. Μια αφάνταστα δύσκολη απόφαση, για την οποία δε μετάνιωσε ποτέ – παρότι ποτέ δεν ξεπέρασε το, εξίσου ολοφάνερο πάνω του όσο και τα σωματικά, τραύμα του αποχωρισμού από το κόμμα του. 

Αργότερα, στην πιο μαύρη δεκαετία στον ορίζοντα της ζωής του, αυτή του ’90 – δεν πρόλαβε το 2010 και την εισαγωγή στη σκοτεινή εποχή των μνημονίων – με την ιδεολογική λάμψη του νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και μαζικές ψευδαισθήσεις ακόμα τότε στο απόγειο τους, παρέμεινε μ΄ έναν ξεροκέφαλο, προσωπικό τρόπο, ιστορικά αισιόδοξος: Σε συνθήκες εδραιωμένης συνείδησης ιστορικής ήττας σε όλο τον κόσμο όχι μόνο ανάμεσα στον κόσμο της Αριστεράς, αλλά ευρύτατα ανάμεσα στους εργαζόμενους και την κοινωνία, με τις πολιτικές και άλλες συλλογικότητες όλων των ρευμάτων της σε κουρέλια.

Ίσως γι΄ αυτό να κράτησε, και μετά το ’89, ένα τρόπο ζωής μάλλον μοναδικό: Ως προς το θάρρος και την άκρα συνέπεια με τα οποία υπερασπίστηκε την κοσμοθεώρηση του ή την ακεραιότητα του, που έφθανε μέχρι και στην άρνηση ακόμα και μικρών, λίγο-πολύ γενικά αποδεκτών, προσωπικών συμβιβασμών – μια στάση που ενόχλησε πολλούς, κάποιες φορές ακόμα και ανθρώπους που τον αγαπούσαν. Μετά το 1989, όταν σταμάτησε να είναι βουλευτής και ξανάρχισε να δουλεύει ως λογιστής, οι γνώσεις του για τη φοροδιαφυγή μετασχηματίστηκαν στο προσωπικό επαγγελματικό του πρόβλημα που αναφέρει π.χ. σε συνέντευξη του 1992: «Δουλεύω ως λογιστής. Επειδή όμως είμαι γνωστός για το τι πιστεύω και τι εκπροσωπώ και επειδή οι επιχειρήσεις κάνουν διάφορες μανούβρες, δεν μπορώ ν΄ αποκατασταθώ επαγγελματικά και να έχω μια δουλειά με ανθρώπινο ωράριο. Γι΄ αυτό κι αρκούμαι πλέον σε μικρές δουλειές, με λίγες ώρες απασχόλησης.» Τον θυμάμαι απ’ αυτή την περίοδο, να δουλεύει μισή νυχτερινή βάρδια σ’ ένα λογιστήριο στον Ταύρο και κάποιες φορές σχολώντας να χτυπά άγρια μεσάνυχτα το κουδούνι στο σπίτι μας στην Καλλιθέα διψασμένος για λίγη κουβέντα.

Ο Κώστας ήταν δύσκολος άνθρωπος. Είχε μια κρυμμένη, άγρια περηφάνια που λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν και ακόμα λιγότεροι να συγχωρέσουν. Ένας άνθρωπος που δεν κινδύνευσε ποτέ απ’ αυτό που ο ίδιος ονόμαζε σαρκαστικά «πατριωτισμό των ευρώ», καθώς πέθανε στο ίδιο μικροσκοπικό τριάρι στου Γκύζη, όπου μαζί με την Πόπη έκαναν και μεγάλωσαν τα παιδιά τους, δίνοντας απλές αλλά και πραγματικά μοναδικές λύσεις. Όπως, για παράδειγμα, με το μοίρασμα της βουλευτικής του σύνταξης με την Κούβα για την αγορά απαγορευμένων από το εμπάργκο ειδών, αλλά και με το ΚΚΕ, υπό τη σημαία του οποίου εκλεγόταν επί μία δεκαπενταετία βουλευτής και υπήρξε κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος. Όπως εξηγούσε σε σημείωμα του το 1999 στο «Ριζοσπάστη»: «Πέρα απ’ τα χρήματα υπάρχουν αξίες, ιδανικά. Οι αστοί ιδεολόγοι, βέβαια, δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, γιατί η ιδεολογία τους χωρίς οικονομική στήριξη είναι ανύπαρκτη.»

Χάρη στα γυρίσματα της ιστορίας και παρά τους στενούς δεσμούς που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του με το ΚΚΕ, ο Κώστας Κάππος βρέθηκε να είναι κομμουνιστής χωρίς κόμμα. Είναι ιδιαίτερα τιμητικό γι΄ αυτόν ότι έχοντας πλήρη επίγνωση για τη σημασία της πάλης των ιδεών ως πυξίδας στην πολιτική πάλη, δεν έκλεισε τα μάτια στα ερωτηματικά του, ότι βασανιζόταν για τις αλλαγές και την ταξική διάρθρωση κι αναδιάρθρωση στην ελληνική κοινωνία – που αποτέλεσε αντικείμενο ενός απ’ τα βιβλία του – όσο και για την παγκόσμια καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Το 1989 σημείωνε κάτι που είναι σαν να ‘χει μόλις γραφτεί: «Η άρχουσα τάξη έχει σα στόχο την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού σε νεοσυντηρητική κατεύθυνση σε εθνικό επίπεδο και διακρατικές μονοπωλιακές ρυθμίσεις σε επίπεδο ολοκληρώσεων. Για να το πετύχει αυτό, και ενόψει του ’92 (σ.σ.: Συμφωνία του Μάαστριχτ) που θα γίνουν αποφασιστικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση από την Αριστερά, από την εργατική τάξη, από τους εργαζόμενους. …(Στο πρόγραμμα της Αριστεράς ωστόσο) δεν αναφέρεται πουθενά ο νεοσυντηρητισμός. Δηλαδή τη βασική πολιτική κατεύθυνση της άρχουσας τάξης σήμερα δεν τη βλέπει καθόλου η Αριστερά.»

Έγραψε άλλο ένα βιβλίο επιχειρώντας να διερευνήσει τι ήταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός και ο χαρακτήρας του καθεστώτος στη Σοβιετική Ένωση. Αναζητούσε απαντήσεις με κριτήριο τη δοκιμασία της θεωρίας στις εξελίξεις της πραγματικότητας με φράση-κλειδί αυτή σε συνέντευξη του του 1992: «Πρέπει να γίνει έρευνα.» Αδιάψευστη μαρτυρία τα εννιά βιβλία του – τα επτά που επιμελήθηκε ο ίδιος και οι δύο συλλογές κειμένων που επιμελήθηκε μεταθανάτια ο γιος του. Το είχε δηλώσει όμως ρητά και στο Συνέδριο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για το Σοσιαλισμό το 1994: «Η διαδικασία ανανέωσης του μαρξισμού πάντοτε παρουσίαζε προβλήματα. Στην εποχή μας όμως… τίθεται ένα μείζον καθήκον «ζωής ή θανάτου» για το επαναστατικό κίνημα. Τίθεται το θέμα της επανεξέτασης όλων των θέσεων της θεωρίας για το σοσιαλισμό.» Την ίδια στιγμή απαντούσε κατηγορηματικά σε ερώτηση δημοσιογράφου μήπως επιμένει «σε μια λογική που όλα δείχνουν ότι είναι εκτός πραγματικότητας», μήπως σκέφτεται ότι κάποιες θυσίες του μπορεί να ήταν και μάταιες, αν έχει ποτέ την αίσθηση ότι τα όνειρα του διαψεύσθηκαν: «Εκείνα που ονειρευόμαστε ότι θα γίνουν δεν έγιναν, βέβαια. Αλλά μάταιο δεν είναι τίποτα. Είμαι πολύ αισιόδοξος, πιστεύω πολύ βαθιά στην εργατική τάξη και το λαό. Το μέλλον είναι δικό μας… Ο σοσιαλισμός είναι ρεαλιστικός στόχος.»

Στον Κώστα τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του συνέβη κάτι συγκλονιστικό: Άλλαξε βαθιά, κι όμως μ΄ έναν πολύ χαρακτηριστικό γι΄ αυτόν τρόπο, έμεινε ίδιος. Δε θα τολμούσα ποτέ να προεξοφλήσω τι θα μας έλεγε, αν δεν είχε φύγει τόσο πρόωρα, για τη δομική κρίση του καπιταλισμού, ακόμα σ’ εξέλιξη σήμερα από το 2009, για την κοινωνικοπολιτική πάλη στην Ελλάδα και στον κόσμο, για το μνημονιακό καθεστώς. Απ’ ότι μας άφησε σαν παρακαταθήκη, σκέφτομαι το θεμελιακό συμπέρασμα του από το 1989: «Η Αριστερά για να έχει λόγο ύπαρξης πρέπει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζόμενων και την ανάπτυξη του εργατικού και του λαϊκού κινήματος.  Από τη στιγμή που αυτό φεύγει από το στόχαστρο, είναι φυσικό οι εργαζόμενοι, η εργατική τάξη να μη στηρίζουν την πολιτική της Αριστεράς.»

Ο Κώστας Κάππος έφυγε χωρίς να δει τις καλύτερες μέρες που ονειρευόταν, πάντα όμως όρθιος: Ένας άνθρωπος που έκανε πράξη πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο γνωρίζω, τη συνέπεια ανάμεσα στις αρχές και στον τρόπο ζωής του: Με τις συλλογικές αξίες να τον εμπνέουν με πρακτικό τρόπο σε μια εποχή κατεξοχήν εγωϊστική, έζησε την προσωπική του ζωή κυριολεκτικά μέσα στη δημόσια σφαίρα. Όσο ήταν ζωντανός, απέκτησε και κράτησε επαφές με όλα τα ρεύματα της Αριστεράς, πριν απ’ όλα βέβαια με το ΚΚΕ, που υπήρξε το μοναδικό του κόμμα. Όχι τυχαία και μάλλον δυστυχώς μοναδικά, τον αποχαιρέτισε και ακόμα σήμερα εξακολουθεί να τον τιμά το σύνολο της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής κι εξωκοινοβουλευτικής, χωρίς εξαίρεση. Κι όχι μόνο η Αριστερά, αλλά – όπως δείχνει και η σημερινή εκδήλωση της Ελληνικής Βουλής – επίσης οι πολιτικοί του αντίπαλοι.

Η μνήμη του Κώστα παραμένει ζωντανή μέσω της οικογένειας του και για όσο διάστημα ζούμε ακόμα όλοι εμείς που είχαμε την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσουμε. Όταν θα έχουμε όλοι φύγει, με άλλο τρόπο και πάλι η μνήμη του θα συνεχίσει να υπάρχει. Γιατί ο Κώστας Κάππος δεν ήταν μόνο ένας πολύπλευρα γενναίος, αλλά πριν απ’ όλα ένας κοινωνικά χρήσιμος άνθρωπος – και με αυτή του την ιδιότητα πιστεύω ότι θα ήθελε κυρίως να τον θυμόμαστε. Πρόκειται για μια χρησιμότητα που, αποκτώντας τον αναγκαίο μετά θάνατο παιδαγωγικό χαρακτήρα, συνεχίζει να προσφέρεται για συμπεράσματα στη σημερινή δύσκολη και σκοτεινή εποχή. Ανασύροντας μέσα απ’ την κοινωνική εμπειρία το κόκκινο νήμα που διαπερνά μια καλά κρυμμένη σήμερα πραγματικότητα: Ότι ακόμα κι όταν όλα εμφανίζονται ακινητοποιημένα κι οι άνθρωποι «παγωμένοι» στο πλαίσιο των θεσμών κι ενός «επαγγελματισμού» που φαίνεται ν’ αφαιρεί οποιαδήποτε θέση για ανθρώπινη διαμεσολάβηση αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε ριζική αλλαγή, δε μπορεί να υπάρχει κοινωνική πράξη χωρίς συνειδητή μαζική δραστηριότητα.

Με αυτή την έννοια η ιστορία δεν έχει βεβαίως τέλος κι ο Κώστας Κάππος, που ανήκει στο ζωντανό ρεύμα της με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορεί να μπει κανείς δυο φορές στο ίδιο νερό, παραμένει ωστόσο να βαδίζει στο ίδιο ποτάμι της αρχαίας διαλεκτικής του Ηράκλειτου, ανήκει στην Ιστορία.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger