Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Μαύρο & Κόκκινο: Ο Βασιλιάς είναι γυμνός! Η Αριστερά είναι -και πάλι- νεκρή|Συνολική Ιδεολογική & Πολιτική Τοποθέτηση


Η συνολική Τοποθέτηση της συλλογικότητας για την ανάλυση της πολιτικής συγκυρίας και τα καθήκοντα του οργανωμένου Αναρχισμού.

Ο Βασιλιάς είναι γυμνός, η αριστερά είναι -και πάλι νεκρή- | Συνολική Ιδεολογική & Πολιτική Τοποθέτηση
«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί».
Κ. Βάρναλης

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αφήνει γυμνή την κυβέρνηση απέναντι στη θέληση του λαού. Τίθεται ανοιχτά η ερώτηση: σε ποια κοινωνική βάση θα στηριχτεί το νέο μνημόνιο που ετοιμάζει η αριστερή διαχείριση; Η απάντηση είναι πρόδηλη ακόμη και στους αδαείς, φυσικά σε αυτούς που ψήφισαν «ναι». Τα συμφέροντα ποιάς τάξης εξυπηρετούνται σε αυτή την πτέρυγα; Αυτό επίσης το ξέρουν οι πάντες: της παραδοσιακής μεγαλοαστικής τάξης. Η πολιτική παλινόρθωση λοιπόν της αστικής τάξης και η επικράτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας της, δεν θα συμβείπρωταρχικά στις πλατείες των δωσίλογων, οι οποίες είχαν κυρίως «αποτρεπτικό» και όχι δυναμικό ρόλο, (αν εξαιρέσουμε βέβαια το «πραξικόπημα» που ανακοίνωσε μέσω facebook με τελεσίγραφο ο Τζήμερος) αλλά μέσα από την συνολική αφομοίωση του ΣΥΡΙΖΑ στο παραδοσιακό αστικό μπλοκ και αυτό είναι που συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας. Ασφαλώς ο στόχος δεν είναι απλά η ίδια η «αριστερή» κυβέρνηση αλλά, η επικράτηση της κυρίαρχης αστικής/καπιταλιστικής ιδεολογίας στα τεράστια τμήματα κόσμου που έσπασαν τον φόβο και την τρομοκρατία του μεγάλου κεφαλαίου. Γέφυρα επικοινωνίας, δηλαδή ρόλο πολιτικού αντιπροσώπου ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους ψηφοφόρους του «όχι» θα παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είναι η μόνη δύναμη που έχει πρόσβαση και επιρροή σε αυτά τα κοινωνικά τμήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το «δούρειο ίππο» εξανδραποδισμού της άρνησης των καταπιεσμένων, την οποία  μετατρέπει σε κατάφαση μπροστά στις προσταγές ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου.
Ας μην γελιόμαστε˙ το δημοψήφισμα δεν προκηρύχτηκε για να παίξει κάποιον ρόλο στο εξωτερικό, παρά μόνο ως εν δυνάμει διακοσμητικό «δημοκρατικής διαπίστευσης» στην διαπραγματευτική βαλίτσα του Τσίπρα. Η μόνη χρήση του δημοψηφίσματος στρέφονταν αυστηρά στο εσωτερικό της χώρας, κι αυτό το ήξεραν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, το γνωρίζαμε επίσης κι εμείς. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ το χειρίστηκαν ως εξής: με το «όχι» στριμώχνουν προσωρινά το πολιτικό προσωπικό των παραδοσιακών κομμάτων του αστικού μπλοκ και στερούν τη δυνατότητα σε αυτό το κομμάτι να ασκήσει οποιαδήποτε «κριτική» στην υπογραφή νέου μνημονίου αφού στηρίζουν την ψήφισή του άνευ όρων. Ταυτόχρονα αποσπούν την αναμενόμενη συναίνεση της αντιπολίτευσης στη χάραξη μιας «εθνικής γραμμής» την οποία διαχειρίζεται πολιτικά η κυβέρνηση. Παράλληλα εξαπατούν τον λαό δημιουργώντας μια αίσθηση «δημοκρατικότητας» ενώ δημιουργούν νέες δικαιολογίες για τα στελέχη του κομματικού μηχανισμού. Το αστικό μπλοκ αναδιπλώνεται εγκαταλείποντας την -προ του δημοψηφίσματος- γραμμή διλήμματος «ευρώ ή δραχμή» αφού η ίδια η κυβέρνηση έχει μεταστρέψει έμπρακτα το νόημα του «όχι» σε «καμία ρήξη με την Ευρώπη» Ένα βήμα πίσω, τρία βήματα μπρος για το κεφάλαιο. Ο αστικός κόσμος επιτέλους μπορεί να σταθεί ενωμένος στα πόδια του και πάλι. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παίξει το ρόλο του: να επιχειρήσει την ανανέωση της κοινωνικής νομιμοποίησης στους θεσμούς και να ανακόψει με τον πιο κάθετο τρόπο την κοινωνική διαμαρτυρία, να αποπειραθεί την κοινωνική ειρήνη εν μέσω της χειρότερης κοινωνικής κρίσης που ξεσπάει με ακόμη δυσμενέστερους όρους για τους καταπιεσμένους εν μέσω τρίτου τριετούς μνημονίου. Ο βασιλιάς είναι γυμνός, η νεκροφάνεια της αριστεράς περνάει στην ιστορία, ως αυτό που ήταν: μια ψευδαίσθηση. Και μένει πάλι να  διερωτάται ο θυμόσοφος λαός, «κλάνει ο νεκρός;»
Υπάρχει όμως και μια ακόμη πιο ουσιώδης χρήση του δημοψηφίσματος από πλευράς της κυβέρνησης, ως «εχέγγυο δημοκρατικότητας» αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι ασφαλώς για να πυροδοτήσει τη ρήξη με την Ε.Ε. και την έξοδο από το ευρώ, αλλά για να υποστηρίξει το νέο επιχείρημα του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ περί ιδιότυπου «ευρωπαΐκου/γερμανικού πραξικοπήματος». Με δεδομένο το υποτιθέμενο «πραξικόπημα», το οποίο επίσης δεδομένα δεν «μπορεί» να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, (η αλήθεια είναι ότι δεν θέλει κιόλας) ορίζεται η νέα αφήγηση διακυβέρνησης εντός του αριστερού μνημονίου. Αυτή θα αναμασήσει λίγο-πολύ τα εξής: «δεν είναι δυνατή η άρνηση ενός νέου μνημονίου δηλαδή η περαιτέρω υποτίμηση της εργασίας και της ζωής των από τα κάτω με ασύλληπτη ένταση, όμως είναι καλύτερα να υπάρχει αριστερή κυβέρνηση ώστε να διαχειριστεί καλύτερα άλλα ζητήματα π.χ. τη διαπλοκή, τη φοροδιαφυγή, τον έλεγχο των ΜΜΕ κ.λπ» Τους απαντάμε: αηδίες, που ξαναφτύνουν σαν χιλιομασημένα τσόφλια τα alter ego όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι οποίες ασφαλώς τώρα δικαιώνονται, και δικαιώνονται συνολικά. Η όλη διαδικασία με την θεαματική χρήση του δημοψηφίσματος και όλων των υπολοίπων κυβερνητικών «λεονταρισμών» είχε έναν στόχο που πρέπει να τον καταλάβει και να τον βάλει καλά στο κεφάλι του ο κάθε ένας καταπιεσμένος: να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ επικεφαλής του αστικού μπλοκ, εις βάρος των υπόλοιπων παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων που είχαν εξαντλήσει τις δυνατότητες επιρροής τους στις μάζες. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ προσχωρεί συντριπτικά στην πτέρυγα των «μνημονιακών» το δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο»  που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ξεφτίζει πλήρως με την εμφατική νίκη αυτού που έκανε πάντα κουμάντο: του κεφαλαίου. Ποτέ άλλοτε δεν ψηφίστηκε μνημονιακή πρόταση με 251 θετικές ψήφους. Τόσο αναντίστοιχα πολλά ναι σε σχέση με 3.358.450 εκατομμύρια όχι. Το αντάλλαγμα γι’ αυτήν την πρωτοφανή εκδούλευση της «αριστεράς» στο κεφάλαιο την πληρώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ με το να μπει «τιμονιέρης» της πολιτικής διαμεσολάβησης του κεφαλαίου. Προς το παρόν όμως, γιατί αυτό που προσπαθεί απελπισμένα να αμβλύνει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα στα λόγια, την ένταση δηλαδή της ταξικής εκμετάλλευσης, θα έρθει η πραγματικότητα αύριο κιόλας να το οξύνει. Μάλιστα το μέγεθος της εκδούλευσης θα μπορέσουμε να το κατανοήσουμε πλήρως μόνο εαν συναρτήσουμε το γεγονός ότι ακόμη κι αυτά τα ξεπουλημένα τομάρια της ΓΣΕΕ συντρίβονται ανεπιστρεπτί με βάση τη θέση που εξέδωσαν για το δημοψήφισμα. Πώς θα καλέσουν ακόμη και σε αυτές τις 24ωρες απερεγίες φιέστες οι «θεσμικοί εκπρόσωποι της εργατικής τάξης» που ήταν έτοιμες να ξεπουλήσουν τα πάντα με την πρώτη ευκαιρία; 
Για να μην κατηγορηθούμε ωστόσο ότι βρισκόμαστε «εκτός πραγματικότητας» ας πούμε το εξής: αυτό που οι κυβερνητικοί ακόλουθοι ονομάζουν «ευρωπαΐκό πραξικόπημα» δεν είναι άλλο από την αυτονόητη αιτίαση του υπερεθνικού κεφαλαίου να συνεχίσει απρόσκοπτα χωρίς την παραμικρή οπισθοχώρηση, την παραμικρή καθυστέρηση τη διαδικασία ολοκλήρωσής του. Ταυτόχρονα η στάση του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. δεν καταδεικνύει άλλο από την φαιδρότητα της πρότασης «αλλαγής της Ε.Ε.» υπέρ των λαών και το καταδεικνύει με τον πλέον οριστικό τρόπο. Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, οι χειρισμοί της αριστερής διακυβέρνησης μπορούν να την κατατάξουν ή στους αφελείς και γι’ αυτό εντελώς επικίνδυνους, εάν κάνουν ότι δεν γνωρίζαν αυτή την πασίγνωστη αλήθεια, ότι το οικοδόμημα αυτό εμπνεύστηκε για να καθυποτάξει συνολικά τους ευρωπαϊκούς λαούς (όπως όλοι οι διεθνείς πολιτικοί φορείς παγκοσμίως που εμφορούνται από τις αξίες του κεφαλαίου) ή στους αγύρτες της πολιτικής εξαπάτησης στην περίπτωση που αφού το γνώριζαν έταζαν εφαρμογή του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης», «σκισίματα μνημονίων» και «μεγαλειώδεις πατριωτικές αρνήσεις» μέσω δημοψηφισμάτων. Με βάση αυτή την οπτική είναι που θα πρέπει να αναλύσουμε ξεχωριστά το γιατί ο γερμανικός παράγοντας μπορεί να θεωρεί ότι επικυρώνει την ευρωπαϊκή του ηγεμονία ακόμη και με Grexit σε σχέση με το ότι η αριστερή κυβέρνηση ποτέ δεν το είδε ώς επιλογή. Οι μπόφες ήταν άλλωστε τζούφιες όταν ήδη στους 5 μήνες διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ πληρώθηκαν ως τόκοι στο ΔΝΤ πάνω από 7 δις ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικά σε περίπτωση Grexit. Τώρα δε μένει παρά να αντιμετώπισουν τις ανεξέλεγκτες ορέξεις του διεθνούς κεφαλαίου.
Δεν υπάρχει κανείς λοιπόν να καταθέσει ένα συνολικό όχι. Κανείς εκτός βέβαια από τον ίδιο τον λαό κι εκεί προσφεύγουμε άλλωστε κι εμείς. Θα έλεγαν κάποιοι ότι εξαιτίας της (αναμενόμενης) χρήσης του δημοψηφίσματος από την κυβέρνηση, (ή ακόμη αν θέλετε της μη χρήσης του καθόλου), ότι αυτό το ίδιο ήταν απολύτως άχρηστο και για το λαό. Κάνουν λάθος. Γιατί όσα μέσα κι αν χρησιμοποιηθούν όσο κι αν το «μνημονιακό μπλοκ» (δηλαδή η πολιτική αποτύπωση της επίθεσης του Κεφαλαίου στην Εργασία) σήμερα είναι πιο ισχυρό από ποτέ δεν θα καταφέρει κανείς να πείσει εκατομμύρια καταπιεσμένους που επέλεξαν την άρνηση και ειδικότερα ένα κομμάτι που έθετε πιο συνολικά χαρακτηριστικά στην άρνηση του ότι ο Ιούλιος του 2015 μετά την 4η μέρα του πήδηξε ξαφνικά στην 6η. Δεν μπορεί κανένας μηχανισμός όσο ισχυρός κι αν είναι να πείσει εύκολα την κοινωνική πλειοψηφία ότι έζησε μια συνολική παραίσθηση.Αντιθέτως το «όχι» του δημοψηφίσματος αν πριν αναίρεσε σε μεγάλο μέρος τον φόβο και την τρομοκρατία του κεφαλαίου, των παραδοσιακών πολιτικών εκφραστών του, των θεσμών του, και τον εσμό των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σήμερα κατόπιν της διεξαγωγής του έρχεται να συμπεριλάβει και την άρνηση απέναντι στην ίδια την κυβέρνηση, με την στάση της οποίας αποδεικνύεται περίτρανα πλέον ότι οι εξουσίες όταν λένε «όχι» εννοούνε «ίσως» και εντέλει πάντα εφαρμόζουνε το «ναι».
Γιατί ποτέ καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να παίξει θετικό ρόλο για το λαό από τη φύση της, καθώς γενεσιουργός προϋπόθεση  της είναι η υποταγή του λαού μέσω της παραχώρησης στο σφετερισμό της εξουσίας του δικαιώματος να αποφασίζει αυτός ο ίδιος για τη μοίρα του. Κανείς άλλος δεν μπορεί να αποφασίσει για εμάς, ερήμην μας, τι είναι καλό για το κοινωνικό σύνολο. Πάντα η οποιαδήποτε κυβέρνηση σε οποιαδήποτε μορφή της θα αποτελεί την πιο χαρακτηριστική χειρονομία αυταρχικότητας, αυθαιρεσίας και τυραννίας. Σήμερα λοιπόν είναι η σειρά του «μεγάλου αριστερού ηγέτη» Α. Τσίπρα να αποφανθεί με τον πλέον αυθάδη τρόπο ότι διαπίστωσαν πριν από αυτόν ίδια και απαράλλακτα οι κ.κ. Σαμαράς, Παπαδήμος, Παπανδρέου, τίποτε παραπάνω δηλαδή από το ότι αυτό που χρειάζεται ο λαός «για το καλό του» είναι ένα νέο μνημόνιο, μια νέα δανειακή σύμβαση, να σφίξει κι άλλο δηλαδή η θηλιά στο λαιμό του. Επιπλέον ζούμε εντός του εξής παράδοξου: αν και το βασικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος για εμάς ήταν η άρνηση της εθελοντικής διαμόρφωσης ενός περιβάλλοντος υποταγής, ταυτόχρονα επιτεύχθηκε σε έναν βαθμό η κατάδειξη αυτού ακριβώς που προπαγανδίζουμε οι αναρχικοί εδώ και αιώνες: ότι στις αστικές δημοκρατίες δεν διασώζεται ούτε η ίδια η επίφαση της δημοκρατίας. Το παράδοξο συνίσταται στο ότι η παντελής ματαιότητα της ψηφοφορίας (όταν το αποτέλεσμα αυτής θα το διαχειριστεί η κυβέρνηση κατά το δοκούν) εν τέλει έγινε κατανοητή σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας μέσω…της ψήφου. Ας το θέσουμε κι έτσι: όσοι απείχαν συνειδητά νοιώθουν «δικαιωμένοι» και φτύνουν την κυβέρνηση, όσοι ψήφισαν «όχι» καταθέτοντας μια συνολική άρνηση νοιώθουν είτε «αηδιασμένοι», είτε (λανθασμένα) «προδομένοι» και φτύνουν την κυβέρνηση. Να λοιπόν ένα έδαφος πάνω στο οποίο δημιουργούνται όροι ώστε οι αναρχικές, αντικρατικές, αντιαναθετικές και αντιθεσμικές αντιλήψεις να βγουν κερδισμένες όσο αφορά στην επίδραση τους στη συνείδηση των μαζών.
Πριν πούμε κάτι πολύ σημαντικότερο ας απαντήσουμε και σε κάποιες παιδιάστικες γελοιότητες που δημοκοπούν τα ταλαίπωρα κοπρόσκυλα του κομματικού μηχανισμού της «ριζοσπαστικής αριστεράς». Πριν όμως τους αποκαλύψουμε το βάθος του ζητήματος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κάποιοι ειλικρινά αφελείς χαίρουν της λύπησης μας, καθώς η απαράμιλλη ένταση της καταφανούς ηλιθιότητας τους, μπλεγμένη με ένα σύννεφο ψευδαισθήσεων και ιδεοληψιών περί «αριστερής διαχείρισης» τους καθιστά απλά αυτό που είναι, ψοφοδεείς μικροαστούς που ψάχνουν ένα σωσίβιο για να πιαστούν. Αυτή η παρατήρηση όμως δεν σημαίνει ασφαλώς ότι παύουν να είναι πραγματικά επικίνδυνοι. Θα «αντιπαρατεθούμε» με ένα βασικό όσο και σημαντικό για τους πολλούς επιχείρημα που θέτουν οι παραπάνω. Λένε λοιπόν ότι το αριστερό μνημόνιο είναι καλύτερο γιατί στα μέτρα που συνοδεύουν την δανειακή συμφωνία η κυβέρνηση τους προβλέπει τα «βάρη» να πέσουν κυρίως στο μεγάλο κεφάλαιο. Λοιπόν, αφού μετα κόπων και βασάνων συγκρατήσουμε τα μέχρι δακρύων γέλια μας, απαντάμε ξεκινώντας από τα λιγότερο σημαντικά για να καταλήξουμε στα πλέον σημαντικότερα: αυτό δεν συμβαίνει με κανέναν απολύτως τρόπο γιατί υπάρχουν μέτρα τα οποία θίγουν απευθείας τα κατώτερα στρώματα, ενδεικτικά: αύξηση Φ.Π.Α., κατάργηση πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, αυξήσεις στις εισφορές του ΟΓΑ, ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα ασφαλιστικά ταμεία, αύξηση εισφορών υγείας, ξεπούλημα δημόσιου πλούτου, Κυριακή ανοιχτά μαγαζιά κ.ά. Θα μπορούσε κάποιος που δεν θέλει να γυρεύει τα πολλά να παρατηρήσει ότι αυτά από μόνα τους είναι αρκετά για να αναιρεθεί το επιχείρημα για το που πέφτουν τα βάρη, όμως για εμάς δεν είναι καθόλου αρκετά γιατί πρέπει να αναδείξουμε όλο το αίσχος στην πραγματική του διάσταση. Ακόμη και σε σχέση με αυτά τα περίφημα μέτρα που «επιβαρύνουν το μεγάλο κεφάλαιο», ποιος μπορεί να σταματήσει αυτό το ίδιο κεφάλαιο που θα «φορολογηθεί» να μειώσει ακόμη παραπάνω το εργατικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα συμπιέζοντας κι άλλο τους μισθούς για να βγάλει στο πολλαπλάσιο τα «σπασμένα της φορολόγησης»; Η απάντηση είναι προφανής, κανείς! Αφού καμιά εργατική νομοθεσία δεν υφίσταται στη χώρα και δεν πρόκειται να προκύψει μια καθώς γι’ αυτό στήθηκε όλη αυτή η ιστορία για την περαιτέρω υποβάθμιση της εργασίας και συνολικά της ζωής. Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε και την μαγεία της όλης υπόθεσης. Αν παρόλα αυτά η φορολογητέα ύλη των εργασιών του ελληνικού κεφαλαίου επέστρεφε μέσα από το κράτος στους εργαζόμενους ως πρόνοια ή ως αύξηση μισθών στο δημόσιο τομέα τότε θα μιλούσαμε για προσπάθεια αναστύλωσης ενός παλιού φαντάσματος (που δεν θα ξαναυπάρξει ποτέ), του κράτους πρόνοιας. Όμως τα όποια έσοδα θα προκύψουν από την δήθεν «φορολόγηση των εφοπλιστών» και την αύξηση του φόρου πολυτελείας (απ’ την εκ νέου υποτίμηση δηλαδή της εργασίας) καταλήγουν στην μεγάλη τσέπη του ΔΝΤ και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Κι αυτή είναι όλη-όλη η χρησιμότητα του «χρέους» το οποίο δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από έναν διαρκή μηχανισμό εκβιασμού, που εδραιώνει την απορρύθμιση της εργασίας και την απρόσκοπτη συνέχιση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Τουτέστιν όχι απλά δεν βαραίνουν το μεγάλο κεφάλαιο τα μέτρα αλλά βαραίνουν διπλά και τρίδιπλα τους εκμεταλλευόμενους. Κλείσιμο αυτής της παρένθεσης κι ένα μεγάλο συγγνώμη που χρησιμοποιήσαμε το χρόνο σας για την παράθεση των αυτονόητων.
Το 3ο μνημόνιο θα είναι χειρότερο από τα υπόλοιπα. Κι αυτό δεν χρειάζεται να είσαι ούτε έγκυρος ιδεολόγος που υπογραμμίζει ότι «ίδια είναι τα αφεντικά δεξιά ή αριστερά» για να το διαπιστώσεις, ούτε χρειάζεται να αναλύσεις ένα-ένα τα μέτρα και να τα συγκρίνεις με όλα τα προηγούμενα σαν απελπισμένο θύμα της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ για να δεις τι διάολο θα μπορέσεις να καλύψεις από αυτό το νέο μανιφέστο κοινωνικής γενοκτονίας. Χρειάζεται να είσαι απλά εργάτης ή άνεργος ο οποίος έχει ήδη στην πλάτη του τις συνέπειες δυο προηγούμενων μνημονίων και τώρα η αριστερή κυβέρνηση του ζητά να «ανοίξει κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι». Ε, αυτό είναι πλέον αδύνατον. Κι αυτό τοαδύνατο είναι που πρέπει να συλλάβουμε εμείς, το αναρχικό και επαναστατικό κίνημα για να ανασυγκροτήσουμε την κοινωνική δυναμική και να επιτεθούμε με όρους νίκης στο ενοποιημένο αστικό μπλοκ, υπό την ηγεσία της αριστεράς. 
Σε αυτό το σημείο ας μας επιτραπεί μια ιστορική και μια φιλοσοφική αναφορά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ελοχεύει ένας πραγματικός κίνδυνος. Η Ιστορία υπενθυμίζει πως όσες φορές κατέρρευσε η παραδοσιακή Αριστερά (είτε η σταλινική, είτε η ρεφορμιστική) το μάρμαρο των λαθών τους το μοιράστηκε το σύνολο των ρευμάτων της κοινωνικής απελευθέρωσης, καθώς οι μεγάλες μάζες δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τις κάθετες γραμμές που χωρίζουν τους αναρχικούς από την Αριστερά. Πρέπει να έχουμε στο νου μας αυτόν τον προβληματισμό και να μην επιτρέψουμε η αποσυγκρότηση της Αριστεράς, ως τέτοιας (καθώς είναι παραπάνω από πιθανό απλά ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχτεί τάχιστα σε έναν παραδοσιακό κεντρώο αστικό σχηματισμό,αφού ξεφορτωθεί την αριστερή του πτέρυγα, όπως έκαναν όλες οι παλιές σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις) να συμπαρασύρει στην κατάρρευση και τα κοινωνικά κινήματα.
Μετά τις εκλογές της 25ης Γενάρη αλλά και το διάστημα πριν από αυτές, όταν ήταν πρόδηλο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα σχημάτιζε την επόμενη κυβέρνηση, κάποιοι νέοι βουλευτές του που κάπου θα είχε πάρει το μάτι τους και κανέναν Ferenc Feher, (τον γνωστό Ούγγρο διανοητή που επανερμήνευσε το «τέλος της Ιστορίας» του Fukuyama), δηλώναν βαρύγδουπα ότι «η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ διαλύει μια κι έξω τα αστικά ιδεολογήματα περί “τέλους της ιστορίας” αφού αποδεικνύεται έμπρακτα ότι είναι δυνατόν η αριστερά να κυβερνήσει και -φυσικά!- “θα κυβερνήσει αλλιώς”». Πέντε μήνες μετά, το γέλιο του Francis Fukuyama πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από την Ελληνική Δημοκρατία τις τύχες της οποίας κρατά στα χέρια της η περίφημη αριστερή μας κυβέρνηση. Σημαίνει αυτό ότι εμείς πιστεύουμε πως ήρθε όντως κάποιο τέλος; Όχι σε καμία περίπτωση. Πρέπει να τονίσουμε όμως ότι τα γέλια των καπιταλιστών που υπαινίσσονται την τελειωτική κυριαρχία τους ποτέ δεν πρόκειται να διαλυθούν με την προσωρινή εκλογή μερικών υπερφίαλων ευρωπαΐστών αριστερών στην κυβέρνηση της μικρής μας χώρας.Το μόνο που μπορεί να κόψει το γέλιο και τις μεγάλες αφηγήσεις περί τέλους είναι η ίδια η δράση του κοινωνικού κινήματος, ως τέτοιου. Ως φορέα κινητοποίησης της κοινωνικής αυτενέργειας ενάντια στην περεταίρω αποικιοποίηση της ζωής από το κεφάλαιο και την εξουσία κόντρα στη λογική της ανάθεσης και  οποιασδήποτε μορφής διαμεσολάβησης.
Με άλλα λόγια καμία νέα κοινωνική/απελευθερωτική θέσμιση δεν μπορεί να χτιστεί υπό τις εντολές της αριστερής εξουσίας. Για εμάς αυτό βέβαια δεν συνιστά κάποια νέα ανακάλυψη. Ποτέ καμία ετερόνομη θέσμιση δεν μπορεί να διαμορφώσει νέες απελευθερωτικές κοινωνικές σχέσεις, ούτε καν όταν ειλικρινά το επιθυμούν ακόμη και τα μέλη π.χ. μιας «επαναστατικής κυβέρνησης», πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την «ροζ νεοαστική νομενκλατούρα» που της αρέσει για κάποιον απροσδιόριστο λόγο να καμώνεται την «ριζοσπαστική σοσιαλδημορατία», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Εδώ ίσως χρειάζεται να υπενθυμίζουμε ξανά στους απο τα κάτω γιατί δεν γίνεται να υπάρξει ξανά σοσιαλδημοκρατία. Είναι μια καλή περίοδος για να το κάνουμε μιας κι έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι αυτό δεν μπορεί όντως να συμβεί και γι’ αυτό όποιος πολιτικός φορέας επενδύει στην επιχείρηση ανασύστασης της θα διαλύεται σε σύντομο χρονικό διάστημα στα εξ ων συνετέθη. Η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε ιστορική επιλογή καπιταλιστικής διαχείρισης στο δυτικό μπλοκ, την περίοδο χοντρικά από το 1930 μέχρι το 1970. Προτιμήθηκε εν μέσω της συνολικής κρίσης υπερσυσσώρευσης του καπιταλιστικού συστήματος από τη μια και της επαναστατικής απειλής του εργατικού κινήματος από την άλλη, το οποίο απαιτούσε με το όπλο στο χέρι «ολόκληρο το γαμημένο το φουρναράδικο». Η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση ήταν το μόνο μοντέλο που απαντούσε σε αυτό το διπλό πρόβλημα. Με την παρέμβαση του κράτους, ως κεντρικού οικονομικού παράγοντα και διαχειριστή, σταδιακά ελέγχονταν η κρίση υπερσυσσώρευσης ενώ ταυτόχρονα με την προνοιακή του πολιτική ενσωμάτωνε την εργατική τάξη στην κυρίαρχη ιδεολογία με στόχο να της κόψει την όρεξη για μια συνολική ανατροπή. Φυσικά για όποιους ατίθασους είχαν μεγαλύτερες αντοχές, η δολοφονική καταστολή και η ανθρωποσφαγή του παγκόσμιου πολέμου ήταν επίσης καλά μέτρα για να «πειστούν». Η καπιταλιστική διαχείριση πέτυχε όντως την διάλυση του επαναστατικού κινήματος αν και δεν κατάφερε να αποφύγει νέες κρίσεις, κατόρθωσε όμως να διαμορφώσει νέες τακτικές π.χ. τον εσωτερικό δανεισμό για να τις διευθετήσει αποφεύγοντας νέα προνοιακά μέτρα. Αφού λοιπόν η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση που δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από το κεφάλαιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, εξάντλησε τη χρησιμότητα της, εγκαταλείφθηκε. Είχε προλάβει να περιφράξει όλα τα κοινά αγαθά σε ένα μέρος που είχε πρόσβαση μόνο η αστική τάξη: το κράτος. Αυτή με τη σειρά της τα έβγαλε από αυτή την (πολύ καλή) κρυψώνα και φυσικά τα πήρε σπίτι της, κάτω από τη μύτη μιας αλλοτριωμένης εργατικής τάξης, την οποία νανούριζε με γλυκά άσματα η ξεπουλημένη  συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ο καπιταλισμός λοιπόν, δεν έχει καμία διάθεση να γυρίσει προς τα πίσω, εκτός κι αν κάποιος τον αναγκάσει. Αυτό που έχει δείξει όμως η Ιστορία είναι ότι ο μόνος που έχει καταφέρει να κάνει τον καπιταλισμό να πάρει άλλες μορφές για να επιβιώσει είναι το επαναστατικό κίνημα που εξακολουθεί να ζητάει τα πάντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν δεν είναι κάτι τέτοιο. Αν ήταν άλλωστε δεν θα μπορούσε ποτέ να συσπειρώσει την εκλογική πελατεία που απαιτείται για να κυβερνήσει σε καιρούς αστικής δημοκρατίας. Ακόμη κι αυτή η πελατεία όμως θα πάψει να ψωνίζει σύντομα από ένα μαγαζί που δεν έχει τίποτα να του προσφέρει για να χορτάσει την πείνα του. Ο Βασιλιάς τότε δεν θα είναι απλά γυμνός, θα είναι ολότελα νεκρός.
Μια τόσο επίπονη και επίμονη δουλειά όμως δεν μπορεί να συντελεστεί αν απουσιάζουμε εμείς: το κίνημα που βλέπει σαν μόνη προοπτική να διευθύνει ο ίδιος ο λαός τις υποθέσεις του. Θα βοηθήσουμε ουσιαστικά αν καταρτίσουμε ένα σχέδιο για την αντιστροφή της προοπτικής υπέρ της επαναστατικής υπόθεσης. Χρειάζεται λοιπόν, επανατροχίζοντας τα ερμηνευτικά και θεωρητικά μας εργαλεία να βαθύνουμε την κρίση μας και να επικαιροποιήσουμε τη δράση μας, δίχως ταυτόχρονα να εγκαταλείπουμε τον αναρχισμό, τις αναρχικές αρχές, καθώς αυτός είναι ο πλούτος από τον οποίο αρκεί να μάθουμε να κερδίζουμε δυνατότητες.
Πριν από οτιδήποτε άλλο πρέπει να αναδιαμορφώσουμε την στάση μας απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Σε μια περίοδο που τα αυτιά έχουν ανοίξει αρκετά και τα στόματα πολύ πιο εύκολα σχηματίζουν μια ειλικρινή ερώτηση δεν θα μας ωφελήσει ιδιαίτερα η καταγγελτική προσέγγιση της κοινωνίας και το να ξορκίζουμε την πραγματικότητα των ατελείωτων ουρών στα ΑΤΜ του εχθρού. Τη συμβολική διάλυση της εκμεταλλευτικής βιτρίνας άλλωστε την επέφερε το αναρχικό κίνημα εδώ και μερικά χρόνια μέσα από τη συμβολή του στην κοινωνική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Τώρα οφείλουμε να νικήσουμε συνολικά. Για να συμβεί αυτό θα είναι αποτελεσματικότερο να τονώσουμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μετατρέποντας την σε εξεγερμένη συνείδηση αν προσπαθήσουμε να υπερβούμε την πραγματικότητα ανακατατάσσοντας τις δομικές λειτουργίες της. Αυτό μπορεί να γίνει με τη συγκροτημένη κι οργανωμένη πολιτική και οικονομική θέσμιση των κοινωνικών αναγκών από τα ίδια τα καταπιεζόμενα υποκείμενα. Οι καταλήψεις μας, τα σωματεία μας, οι συνελεύσεις μας, οι δομές μας και όλες οι καινούργιες που θα δημιουργήσουμε πρέπει να στοχεύουν στο να αποδεσμευτούν από τον -σχεδόν ιδιότυπα ιδιωτικό- κύκλο του «χώρου» και να αναπτυχθούν ως δημόσια και κοινωνικά εργαστήρια ανασυγκρότησης της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής στην κατεύθυνση της συνολικής σύγκρουσης με το κράτος και το κεφάλαιο. Οι κινήσεις αυτομείωσης πιθανά να παίξουν επίσης έναν ρόλο στην ενδυνάμωση αυτής της υπόθεσης, όμως εδώ θα χρειαστεί προσοχή. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να βρεθούμε πίσω από τις ίδιες τις παραχωρήσεις που μπορεί να προσφέρει το κράτος.Άλλωστε μια αρχή της επαναστατικής πάλης είναι ότι όταν τα γεγονότα συνολικοποιούν τις συγκρούσεις εμείς δεν πρέπει να τις επαναφέρουμε στο πεδίο του επιμέρους. 
Αυτή όμως η εργασία της δόμησης δομών, η διαδικασία δηλαδή της δυαδικής διεύθυνσης δεν πρέπει να μείνει δίχως μια συνολική πολιτική πρόταση, που θα επεξεργάζεται την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, έχοντας πάντα στο νου της πως θα την ανατρέψει. Η υπόθεση της διάλυσης της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης από ένα χειραφετημένο/ριζοσπαστικό κίνημα των λαών της Ευρώπης, μοιάζει περισσότερο από ποτέ να αποτελεί μονόδρομο αφενός για να βαθύνει η πάλη με την αστική τάξη αφετέρου για να διαμορφωθούν σε βάθος χρόνου -και μόνο εάν όντως κατορθώσουμε νίκες απέναντι στο κεφάλαιο- όροι επιβίωσης των πληβειακών στρωμάτων και καλυτέρευσης της θέσης τους. Σε καμία όμως περίπτωση -πρέπει να τονίσουμε- η «αποδέσμευση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη» (μια θέση που και από άποψη ορολογίας υπογραμμίζει μια πατριωτική οπτική), δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια αυτοτελή «αντιιμπεριαλιστική κίνηση», μια «προοδευτική/δημοκρατική στάση» ή μια «απελευθερωτική πράξη», ή εν τέλει οτιδήποτε άλλο βαυκαλίζεται η εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Η δε κοινωνία που θα προκύψει έπειτα από μια «αποδέσμευση» θα έχει τα μαύρα της τα χάλια, εάν συνυπολογίσουμε ότι η περίφημη αποδέσμευση δεν θα συνοδεύεται απαραίτητα από επαναστατική συνθήκη, αλλά πολύ πιθανότερο είναι να πηγαίνει πακέτο με το όραμα της εθνικής ανάπτυξης μέσα στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας, ενός επίσης αποχαλινωμένου εθνικού κεφαλαίου το οποίο θα συνεχίζει να συμπιέζει τις δυνάμεις της εργασίας ώστε να βγει σε νέες καλύτερες ανταγωνιστικές θέσεις, επιχειρώντας να αντισταθμίσει τις όποιες απώλειες, οι οποίες θα προέλθουν από την υποβάθμιση του ρόλου του στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας/εκμετάλλευσης. Και φυσικά δεν θα είναι μόνο του το εθνικό κεφάλαιο, θα έχει στο πλάι του ένα υπερπροστατευτικό κράτος και τη γνωστή μαφία των ολιγαρχών και έναν εθνικιστικό όχλο μικροαστών να περιφέρει τις περικεφαλαίες που του ξέμειναν από τα αυθόρμητα καλέσματα υποστήριξης της κυβερνητικής διαπραγμάτευσης. Παρόλα αυτά, η παραμονή στην Ε.Ε. και το ευρώ δίνει την αίσθηση ότι η ταξική πάλη είναι χαμηλής έντασης καθώς λαμβάνει χώρα εντός ενός περιβάλλοντος στο οποίο μοιάζει τίποτε να μην μπορεί να αλλάξει ποτέ προς όφελος των καταπιεσμένων. Μια ρωγμή, ένα δυνατό ταρακούνημα στο οικοδόμημα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης της Ε.Ε. των αφεντικών είναι αυτό που χρειάζεται το επαναστατικό κίνημα αυτή την περίοδο για να ανακαλύψει νέα περάσματα και να δημιουργήσει νέες ρωγμές στο υπάρχον. Το να βάλουμε ένα ανάχωμα τέτοιου είδους στον οδοστρωτήρα του παγκόσμιου καπιταλισμού σήμερα δεν είναι μια αμελητέα πράξη.  Τα δύσκολα δεν τα φοβόμαστε, οτιδήποτε πιστεύουμε ότι μπορεί να φέρει πιο κοντά την Κοινωνική Επανάσταση, την Αναρχία και τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό πρέπει να το ανιχνεύσουμε. Η απόπειρα να ξηλώσουμε πρώτοι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του μίσους, το οποίο ασφαλώς και γνωρίζουμε ότι ποτέ δεν πρόκειται να αναμορφωθεί υπέρ των λαών είναι μια θέση που μπορεί να υποστηριχθεί εντός της γενικότερης συνθήκης επαναστατικής εκτροπής. Η θέση αυτή θα είναι μια ανοιχτά αντιδραστική θέση εάν δεν συνοδεύεται από τη ρητή θέση του διεθνισμού, ενός διεθνισμού όμως ο οποίος αντιστρατεύεται δομικά τον πατριωτισμό της αριστεράς και τον εθνικισμό της δεξιάς και της άκρας δεξιάς και παλεύει αδιάκοπα για την διάρρηξη της εθνικής ενότητας, χωρίς μισόλογα και «θολές» εθνικοαπελευθερωτικές κορώνες, που θα εμπνέεται από έναν αντικρατικό αντιφασισμό με ξεκάθαρο ταξικό πρόσημο.
Η ενδυνάμωση των παραπάνω διαδικασιών το επόμενο διάστημα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχουμε την ανατροπή όλων των κυβερνήσεων, και να εγκαταστήσουμε την επαναστατική διεύθυνση των συμβουλίων των κατειλημμένων εργοστασίων, των κοινωνικών δομών, των λαϊκών συνελεύσεων, των σωματείων βάσης εργαζομένων κι ανέργων.
«Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!» Ηλίθιοι δήμιοι! Η «τάξη» σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Αύριο η επανάσταση θα υψωθεί ξανά και βροντώντας τα όπλα της με τις σάλπιγγες να αντηχούν θα αναγγείλει προκαλώντας σας  τρόμο:
ΗΜΟΥΝ, ΕΙΜΑΙ, ΘΑ ΕΙΜΑΙ!
-Από άρθρο της Ρόζας Λούξεμπουργκ,
επαναστάτριας που εκτελέστηκε
 από σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση-

Συλλογικότητα για τον Κοινωνικό Αναρχισμό «Μαύρο & Κόκκινο»
mauro-kokkino@hotmail.com
maurokokkino1936.wordpress.com
Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger