Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Ρόζα Λούξεμπουργκ - Το προλεταριάτο στα γόνατα

Το προλεταριάτο στα γόνατα

της Ρόζα Λούξεμπουργκ*

Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια επαναστατική περίοδο για να απελευθερώσουμε τον τρόπο σκέψης μας από τα περιοριστικά δεσμά της ρουτίνας. Η πραγματική ιστορία, όπως και η δημιουργός φύση, είναι πολύ πιο παράξενη και γόνιμη στις ιδιοτροπίες της από ό,τι ένας σχολαστικός που διαρκώς ταξινομεί και συστηματοποιεί.ρόζα λούξεμπουργκ
Τα πρώτα νέα που έφθασαν στις άλλες χώρες για το παρακλητικό προσκύνημα του προλεταριάτου της Πετρούπολης, με γενικευμένο τρόπο προκάλεσαν ανάμεικτα και, αναμφίβολα, μελαγχολικά συναισθήματα. Στο νηφάλιο Ευρωπαίο, που κούνησε το κεφάλι του με θλίψη για τούτη την καταστροφική τύφλωση ενός λαού, του φάνηκε μια παράδοξη σκηνή πρωτόγονης απλοϊκότητας, όχι δίχως κάποια χροιά τραγικού μεγαλείου, καλυμμένη με ασυνήθιστα και ενοχλητικά πέπλα μυστικισμού. Το Παρίσι, τα οδοφράγματα, μια τελείως δυτικού τύπου κατάσταση, μας ήρθε στο νου μονάχα από το κανόνι στη Βασίλι Οστρόφ1 και από την, κυριολεκτικά, θανάσιμη θέρμη με την οποία η ασυνήθιστη λιτανεία έγινε δεκτή από τον Τσαρισμό. Πειστήκαμε δε τελείως ότι δεν επρόκειτο για κάποιο ανατολίτικο καραβάνι αλλά για μια σύγχρονη προλεταριακή επανάσταση όταν διαβάσαμε για τις ταραχές σε όλες τις άλλες πόλεις της Ρωσίας, ταραχές που έπαιρναν τη ρώσικη μορφή: γενική απεργία μαζί με μαζική διανομή σοσιαλιστικών προκηρύξεων. Παρά τον πλήρη σεβασμό μας για τις προκηρύξεις, θα πρέπει να τονίσουμε πόσο λάθος θα ήταν να συμπεράνουμε πως ήταν αυτές που έβαλαν σε κίνηση την επανάσταση. Και σε αυτήν τη ρώσικη επανάσταση της οποίας σήμερα είμαστε μάρτυρες, το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας είναι απλά να διατυπώσει την επαναστατική άποψη της προλεταριακής επανάστασης, να παράσχει την καθαρή έκφρασή της, να την απαλλάξει από το περίβλημα της στοιχειακής έκρηξης. Ο επαναστατικός πυρήνας είναι εξαρχής παρών σε όλες εκδηλώσεις – και στην αστραπιαία εξαπλούμενη γενική απεργία και στις παρακλήσεις του προλεταριάτου της Πετρούπολης.


Η αυταπάτη ότι τα πολιτικά προβλήματα της χώρας πρέπει να χρεωθούν σε κάποια «παρανόηση» μεταξύ του μονάρχη και του λαού του, η οποία συντηρείται από τις συστηματικές δολοπλοκίες των «συμβούλων» του Στέμματος καθώς και ολόκληρης της αυλικής κλίκας που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο λαό και τον παραπλανημένο μονάρχη, δεν πρέπει καν να θεωρείται σαν κάποια εξωτική παραφυάδα των ιδιόμορφων συνθηκών της Ρωσίας ή του αποκρυφιστικού μισοσκόταδου της χώρας. Εμείς στη Γερμανία δεν χρειάζεται να μεταφερθούμε κάπου αλλού στον κόσμο για κάποιο ανάλογο παράδειγμα. Δεν αποτελεί ένα παλιό αλλά αείποτε νέο τέχνασμα στη μόνιμη παρακαταθήκη του γερμανικού φιλελευθερισμού το να πείθει τον ίδιο τον εαυτό του και τους άλλους ότι ο Γερμανός Κάιζερ «κακοπληροφορείται» από τους συμβούλους του και ότι παρεμποδίζεται να διασφαλίσει μιαν απευθείας συνεννόηση με το λαό; Το γεγονός πως στη Γερμανία «λαός» σημαίνει το σύνολο των ίδιων των φιλελεύθερων πρωταθλητών με τα πολλά παράπονα για τους Εβραίους δικαστές που δεν γίνονται δεκτοί σε αξιώματα και άλλα τέτοιου είδους προβλήματα, δεν αλλάζει σε τίποτα αυτή τη βασική ερμηνεία.
Υπάρχει, όμως, μια ουσιώδης διαφορά στην πολιτική αξία μιας τέτοιας αυταπάτης στα μυαλά αφενός της παρακμάζουσας φιλελεύθερης αστικής τάξης και αφετέρου μιας ανερχόμενης, σύγχρονης εργατικής τάξης. Η θεωρία του «παραπλανημένου μονάρχη» αποτελεί την κατάλληλη πολιτική έκφραση των πολιτικών φιλοδοξιών που φωλιάζουν στα στήθη του σημερινού γερμανικού φιλελευθερισμού. Το μέσο της φιλελεύθερης πολιτικής, που είναι το κλαψούρισμα στα πόδια του θρόνου για την εξασφάλιση της εύνοιας και ο σκοπός της, η γεροντοκορίστικη γκρίνια για τα ήσσονος σημασίας ψεγάδια στον αψεγάδιαστο κόσμο στον οποίο ζούμε, βρίσκονται σε πλήρη αρμονία, σε μια τέλεια ισορροπία, που εξασφαλίζει σ’ αυτήν την πολιτική έναν αιώνα αδιατάρακτης ύπαρξης – κι όχι με λίγες πιθανότητες επιτυχίας, που επιτρέπουν στον γερμανικό φιλελευθερισμό να κοιτάζει πάντοτε με ελπίδα προς τον ουρανό, αναμένοντας πάντοτε τη θεία δροσιά της αυτοκρατορικής εύνοιας, πάντοτε με υπομονή να μετακινεί την υποστήριξή της μόλις άλλα υγρά κατηφορίζουν.
Από την άλλη πλευρά, μεταξύ του μύθου του «αγαθού» μονάρχη και των ιστορικών φιλοδοξιών, των ταξικών συμφερόντων, του σύγχρονου προλεταριάτου ανοίγεται ένα μεγάλο χάσμα. Όσοι αρχικά ένιωσαν δέος από την ικετευτική στάση του λαού της Πετρούπολης όταν, με σοβαρότητα και υγρά μάτια, με τον εσταυρωμένο ανά χείρας, ξεκίνησαν να συναντήσουν τον Τσάρο, έχασαν το ουσιώδες εξαιτίας του θεάματος, λησμόνησαν το ζητηματάκι ότι η ταπεινή «παράκληση» των μαζών προς τον Τσάρο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το αίτημα προς την Αγία Μεγαλειότητά Του να καρατομήσει το Μοναδικό Αυθέντη Πασών των Ρωσιών, τον εαυτό του με τα ίδια του τα ευγενή χεράκια. Επρόκειτο για ένα αίτημα προς τον Απόλυτο Άρχοντα να εξαλείψει την Απολυταρχία, προς το λύκο να τρέφεται πλέον με τρυφερά βότανα και όχι με ζεστό αίμα. Ήταν το ριζοσπαστικότερο πολιτικό πρόγραμμα με τη μορφή ενός συγκινητικά σεβάσμιου βουκολικού ποιήματος, η πιο σύγχρονη ταξική παρορμητική κίνηση ενός τελείως σοβαρού και ώριμου προλεταριάτου που μεταμφιέσθηκε σε ονειροφαντασία από κάποιο παραμύθι της γιαγιάς. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση ανάμεσα στον επαναστατικό πυρήνα των προλεταριακών συμφερόντων και το πρωτόγονο κέλυφος της αυταπάτης περί «αγαθού μονάρχη» που δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει τη σπίθα της λαϊκής επανάστασης μόλις θα ερχόταν σε επαφή με την δοκιμασία της πραγματικότητας.
Και αυτή η δοκιμασία δεν άργησε να έρθει. Με την πλήρη στοιχειακή δύναμη των λαϊκών μαζών σε θυελλώδεις εποχές, οι εργαζόμενες τάξεις έσπευσαν να δοκιμάσουν τις αντιλήψεις τους – διότι η δική τους στάση απέναντι στις πεποιθήσεις τους βασίζεται στην άγια πίστη, όπως η στάση της φιλελεύθερης αστικής τάξης στα δικά της δόγματα βασίζεται στον άνανδρο κυνισμό. Το προλεταριάτο της Πετρούπολης δρα με σοβαρότητα σε σχέση με την πίστη του στον Τσάρο και, με την εντυπωσιακή απλότητα της μεγάλης απόφασης, βαδίζει προς το ανάκτορο του Μονάρχη. Εδώ όμως γίνεται ευθύς αμέσως φανερό ότι η ιδέα της μοναρχίας –στη Ρωσία όπως και οπουδήποτε αλλού– απλά δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τα προστατευτικά τείχη των «κακών συμβούλων», της Αυλικής κλίκας και γραφειοκρατίας, χωρίς το παραπέτασμα του ημίφωτος που πίσω του κρύβεται από τους ίδιους τους υπηκόους της. Αρκεί μονάχα οι εξεγερμένες μάζες να φτάσουν απροσδόκητα στην, φαινομενικά παιδαριώδη αλλά πραγματικά τρομερή, σκέψη να αντικρίσουν στα μάτια τον άρχοντα της χώρας τους για να συνειδητοποιήσουν το μύθο περί «κοινωνικού ηγεμόνα» ή «κοινωνικής αυτοκρατορίας» – ώστε υποχρεωτικά να αποκαλυφθεί αυτή η «επαφή» ως μια σύγκρουση μεταξύ δύο θανάσιμων εχθρών, ως η ημέρα τακτοποίησης των λογαριασμών δύο κόσμων, η διαμάχη δύο ιστορικών εποχών.
Μονάχα η ακαταμάχητη ηλιθιότητα του σημερινού φιλελεύθερου πλήθους θα μπορούσε να καθησυχάζει τον εαυτό της με την ιδέα ότι το μόνο που έφταιξε για τα όσα επαναστατικά ακολούθησαν το επεισόδιο στο Νέβα ήταν οι περιστάσεις, το ότι ο Τσάρος δεν εμφάνισε τον καλό του χαρακτήρα στον «όχλο» της Πετρούπολης και δεν τον άκουσε ευγενικά, το ότι λόγω κακών συμβουλών η προλεταριακή πομπή έγινε δεκτή με ψυχρό ατσάλι, μη επιτρέποντας έτσι τη μετατροπή της όλης σκηνής σε μια γνήσια φιλελεύθερη φάρσα συμφιλίωσης του αυθέντη της χώρας με τα αγαπημένα παιδιά του, με δακρυσμένα τα μάτια αμφοτέρων και με αμοιβαίες ζητωκραυγές, σε ένα συγκινητικό «έργο για το λαό», στο πρότυπο του Ίφλαντ2, σαν κι αυτό που ο γερμανικός φιλελευθερισμός έχει ανεβάσει σε αμέτρητες παραστάσεις, από τις αλησμόνητες μέρες της δημαρχίας του Ρόττεκ3 το 1833 στο Φράιμπουργκ μέχρι και τις τελείως πρόσφατες.
Διότι τέτοιο θέαμα δεν είναι και τελείως καινούριο στην ιστορία και ξεκίνησε σε πλήρη συμφωνία με τη φιλελεύθερη συνταγή. Στις 5 Οκτωβρίου 1789, όταν οι προλετάριοι του Παρισιού με τις γυναίκες επικεφαλής, βάδισαν προς τις Βερσαλλίες για να φέρουν πίσω τον ευτραφή Καπέτο τους και να τα ψιλοκουβεντιάσουν μόνοι μαζί του, η υπόθεση αρχικά προχώρησε με τη δέουσα κοσμιότητα και δίχως προσκόμματα. Ο Λουδοβίκος ο ΙΣΤ΄, σίγουρα με τρεμάμενα χείλη, διαβεβαίωσε πως θα επέστρεφε «ευχαρίστως και με εμπιστοσύνη» στους αγαπημένους του Παριζιάνους και αμέσως μετά έλαβε χώρα στο Πεδίον του Άρεως μια τεράστια επίδειξη ανταλλαγής αμοιβαίων όρκων αφοσίωσης και αιωνιότητας που πράγματι έμοιαζαν δίχως τέλος, λες και επρό- κειτο για κάποιον ερωτοχτυπημένο Γάλλο με μια ντροπαλή μικρούλα κάτω από το γκυ. Παρ’ όλα αυτά, ο καλοσυνάτος Λουδοβίκος έμπλεξε τόσο πολύ με το λαό του στο έργο που είχε σηκώσει αυλαία τόσο ειδυλλιακά ώστε στο τέλος έχασε το χοντροκέφαλό του.
Η ρώσικη επανάσταση ξεκίνησε διαφορετικά αλλά μπορεί, ευκολότατα, να καταλήξει σε παρόμοιο αποτέλεσμα. Και θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Νικολάκης και οι «φτωχοί σύμβουλοί» του, από τη δική τους πλευρά αξιολόγησαν την κατάσταση πολύ πιο σωστά απ’ ό,τι οι Γερμανοί φιλελεύθεροι λοβιτουρατζήδες του περιορισμένου δεσποτισμού και συνέλαβαν το επικίνδυνα επαναστατικό περιεχόμενο της ταπεινόφρονης έκφρασης του προλεταριάτου της Πετρούπολης ταχύτερα και από πολλούς δυτικοευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες, όταν αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το πρώτο-πρώτο βήμα του προλεταριακού αιτήματος με το απόλυτα τελευταίο χαρτί του δεσποτισμού.
Εάν τα αγαπητά ξαδέρφια και οι συνάδελφοι του Νικόλαου επιθυμούν να αντλήσουν διδάγματα από γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, το βασικότερο θα ήταν να απειλούν «με την αυστηρότερη ποινή, συμπεριλαμβανομένων των καταναγκαστικών έργων» όχι τους εργάτες που απεργούν και συμμετέχουν σε ευθεία και καθαρή σύγκρουση αλλά εκείνους που επιδιώκουν να διατηρήσουν και να διαδώσουν μέσα στο λαό την πεποίθηση περί του «αγαθού και παραπλανημένου μονάρχη». Με κάτι τέτοιες αιρετικές διδαχές, μπορεί αργότερα να γεννηθεί στις λαϊκές μάζες η πιο επικίνδυνη αντίληψη για μια άμεση, πρόσωπο με πρόσωπο, συνομιλία με τον αυθέντη τους και να τον «ικετέψουν» να κάνει συγκεκριμένα πράγματα που θα είναι τόσο δύσκολο να γίνουν όσο και να διαγράψει κάποιος τον ίδιο τον εαυτό του.
Και εμείς οι ίδιοι μπορεί, ανάμεσα στα πολλά άλλα διδάγματα της ρώσικης επανάστασης, από τα γεγονότα της Πετρούπολης να πάρουμε το συνήθειο να ξεχωρίζουμε το περιεχόμενο του επαναστατικού μαζικού κινήματος από το συχνά αντιφατικό εξωτερικό του κέλυφος αντί να επιτρέπουμε να συγχέονται το ένα με το άλλο. Εάν στο προλεταριάτο κάποιας χώρας έρθει η ιδέα να κινηθεί αυθόρμητα προς τα αξιότιμα νομοθετικά σώματα και τα κυβερνητικά κτήρια, έχοντας πάρει τη σοβαρή απόφαση να απαιτήσει τη μεταφορά του κρατικού πηδαλίου από τα χέρια των αρχουσών τάξεων σε εκείνα των εργαζόμενων μαζών, ειδάλλως, όπως λένε οι εργάτες της Πετρούπολης «καλύτερα να πεθάνουμε από μόνοι μας», ακόμη και αν επικεφαλής τους είναι ο ίδιος ο πάστορας Νάουμαν4, τότε μπορούμε, με τη δέουσα πνευματική ηρεμία, να ετοιμάσουμε για τα προπύργια της καπιταλιστικής μισθωτής δουλείας τα πλακάτ που κάποτε κόσμησαν την πλατεία της ήδη κατειλημμένης Βαστίλης: «Εδώ γίνεται χορός».

Σημειώσεις
1. Το εμπορικό κέντρο της Πετρούπολης στον Νέβα, περιλαμβάνει την προκυμαία και το λιμάνι.
2. August Wilhelm Iffland (1759-1814): Γερμανός θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός, εξειδικευμένος στην, άνευ ιδιαίτερης φαντασίας αλλά με αρκετό συναισθηματισμό, αναπαράσταση γεγονότων της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων.
3. Ο Karl von Rotteck (1775-1840), καθηγητής ιστορίας και δικαίου, έχασε την πανεπιστημιακή έδρα του από την κυβέρνηση μετά την ανάμιξή του με την πολιτική και την σταθερή υπεράσπιση των πολιτικών ελευθεριών και των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.
4. Friedrich Naumann (1860-1919). Θεολόγος. Αρχικά συντηρητικός/μοναρχικός, έπειτα φιλελεύθερος. Στα 1907-1918 ήταν βουλευτής του Ράιχσταγκ και το 1919, ήταν συνιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος (DDP), βασικού πυλώνα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
* Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν διακεκριμένη πολωνοεβραία επαναστάτρια, μαρξίστρια θεωρητικός και συγγραφέας. Το παρόν άρθρο της εμφανίστηκε το Φεβρουάριο του 1905 στην εφημερίδα Die Neue Zeit. Πηγή: Soviet Russia, 22/1/1921, τόμ. 4, αρ. 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger