Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Πανεπιστήμια και «επιχειρείν»

Small_img_19386
Το ένα μετά το άλλο τα πανεπιστημιακά ιδρύματα ακολουθούν το δρόμο που τους υπέδειξε ο νόμος Διαμαντοπούλου, προκειμένου να αποκτήσουν πόρους από «τρίτους» και να πάρουν πόντους για να ανεβούν σκαλιά στις λίστες αξιολόγησης-κατάταξης, με βάση την επέκταση της επιχειρηματικής τους λειτουργίας (μην ξεχνάμε ότι το ένα σκέλος της κρατικής χρηματοδότησης έχει ως προϋπόθεση τη θετική αξιολόγηση των ιδρυμάτων).

Πέρα από την άμεση σύνδεση με τις επιχειρήσεις, μέσω της έρευνας, τα σκήπτρα της οποίας κατέχουν από χρόνια οι λεγόμενες παραγωγικές σχολές, τα Πανεπιστήμια εφευρίσκουν χίλιους δυο τρόπους καταρτίζοντας προγράμματα και «θερινά σχολεία», δραστηριοποιούμενα στον απατηλό κόσμο των «επανακαταρτίσεων», για να τσεπώσουν δίδακτρα από τους «πελάτες» και να πάρουν πόντους στο «επιχειρείν», στην ιδιωτικοποίηση δηλαδή πλευρών του περιεχομένου σπουδών και της λειτουργίας τους.

Τα νέα τούτη τη φορά αφορούν στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς – Κέντρο Ερευνών, που σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρία Συστημικών Μελετών (ΕΕΣΜ) πραγματοποιούν το επαγγελματικό πρόγραμμα CSAP (Certified Systemic Analyst Professional), το οποίο απονέμει το CSAP Επαγγελματικό Τίτλο Μεταπτυχιακού Επιπέδου.

Η σχετική διαφήμιση του εν λόγω επαγγελματικού προγράμματος υιοθετεί όλα τα «κλισέ» που αναφέρονται αναφανδόν από τους φανατικούς εραστές της καπιταλιστικής αγοράς, ποντάροντας στις αγωνίες των πτυχιούχων για εύρεση εργασίας και των δημόσιων υπάλληλων για σταθεροποίηση της θέσης τους, την ώρα που φουντώνουν τα σύννεφα των απολύσεων και της διαθεσιμότητας.

Το πρόγραμμα, λέει, προσφέρει στους νέους επιστήμονες «εκσυγχρονισμένα πιστοποιημένα προσόντα», «ώστε να είναι ηγέτες στο χώρο της διοικητικής και εκτελεστικής εργασίας τους». Και «αποσκοπεί στην κάλυψη του κενού μεταξύ των σχετικών μεταπτυχιακών σπουδών και των απαιτήσεων της σύγχρονης αγοράς». Διότι «οι επιχειρήσεις σήμερα χρειάζονται στελέχη με εφαρμόσιμες γνώσεις και ικανότητες για αύξηση της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της αποτελεσματικότητας, της ανταγωνιστικότητας».

Σύμφωνα με την ΕΕΣΜ, αλλά και το Πανεπιστήμιο Πειραιά (τρομάρα του) δεν αρκεί το βασικό πτυχίο, ούτε καν ο μεταπτυχιακός τίτλος για να καλύψει κανείς το «κενό» ανάμεσα σε αυτά και τις «απαιτήσεις της αγοράς» (που είναι η εμπέδωση και επέκταση της κινεζοποίησης)!
Πρέπει να ακουμπήσει επιπλέον ζεστό παραδάκι στους διοργανωτές του προγράμματος για να γίνει «Συστημικός Αναλυτής» περιωπής και να ενταχθεί «επιτυχώς στην αγορά της παροχής των υπηρεσιών ή και της παραγωγής προϊόντων».

 Οι διοργανωτές του προγράμματος καθησυχάζουν τους «πελάτες» ότι «το οικονομικό κόστος του CSAP είναι πολύ λογικό». Αλλά ακόμη κι αν αυτοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν προτρέπονται να καταφύγουν σε δανεισμό από Τράπεζα με την οποία το CSAP έχει εξασφαλίσει, συνεργασία.  Η δε αποπληρωμή του δανείου θα αρχίσει «μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών στο CSAP».
Εδώ, οι εμπνευστές του προγράμματος έχουν ξεπεράσει και τα αμερικανικά ιδιωτικοποιημένα πανεπιστήμια, που προβλέπουν αποπληρωμή των δανείων μετά την εύρεση εργασίας (η γενίκευση του φαινομένου αυτού στις ΗΠΑ έχει δημιουργήσει μακρές λίστες καταχρεωμένων νέων εργαζόμενων).

Η κατάταξη των δημόσιων υπάλληλων στους βαθμούς του νέου μισθολόγιου-φτωχολόγιου, η προαγωγή τους από βαθμό σε βαθμό με δεδομένες εξ αρχής ποσοστώσεις και κατόπιν εφαρμογής της αξιολόγησης, ο μπαμπούλας των απολύσεων και της διαθεσιμότητας, έχουν δημιουργήσει μια μεγάλη δεξαμενή φοβισμένων ανθρώπων. Σ’ αυτούς απευθύνονται οι διοργανωτές του προγράμματος και τάζουν Μόρια, που «μετρώνται επιπλέον τυχόν μορίων από τίτλους σπουδών (πτυχίο, μεταπτυχιακό δίπλωμα ή/και διδακτορικό) που τυχόν έχει ο υπάλληλος και δεν συμψηφίζονται». Διότι σύμφωνα με τη σχετική διαφήμιση, το CSAP «έχει επιπλέον πιστοποιηθεί από το Δημόσιο» και παρέχει 50 Μόρια στους εν ενεργεία δημόσιους υπάλληλους, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού». Αν δε ο υπάλληλος αποδειχθεί καλός πελάτης και συνεχίσει στο δεύτερο στάδιο του προγράμματος  τότε λαμβάνει κι άλλα Μόρια κ.ο.κ.

Η δεύτερη σχετική είδηση των ημερών αφορά στο «Θερινό Σχολείο Επιμόρφωσης και Ερευνας», που οργανώνεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, υπό την αιγίδα του ΚΕΟΔΥ (Κέντρο Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Υδάτων του ΑΠΘ). Το πρόγραμμα απευθύνεται σε υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδάκτορες και τους προσφέρει «νέα εμπειρία και γνώσεις σε θέματα που σχετίζονται με την αναπτυξιακή διάσταση της διαχείρισης και προστασίας των υδατικών πόρων». Η συμμετοχή απαιτεί την καταβολή 70 ευρώ για διαλέξεις μιας εβδομάδας και ενός workshop (οι συμμετέχοντες χωρίζονται σε ομάδες εργασίας), που καταλήγει σε χορήγηση  πιστοποιητικού συμμετοχής.

Το ερώτημά μας είναι απλώς ρητορικό: Ποιες επιπλέον γνώσεις από αυτές που δίνονται με την εκπόνηση του διδακτορικού διπλώματος προσφέρει το ταχύρυθμο πρόγραμμα του «θερινού σχολείου»; Και αν είναι έτσι, όπως ισχυρίζονται οι διοργανωτές του, γιατί αυτές δεν ενσωματώνονται στο διδακτορικό πρόγραμμα σπουδών, ώστε να αφορούν όλους τους φοιτητές του, παρά απευθύνονται μόνο σε κάποιους που θα το επιλέξουν, για το οποίο οφείλουν να καταβάλουν και 70 ευρώ;

ΚΟΝΤΡΑ - ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 8 ΙΟΥΝΗ
Κυριακή 09 Ιουνίου 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger