Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Κερδοσκοπία, μονοπώλια και ... ανεπαρκής ανταγωνισμός

Φως στις μονοπωλιακές πρακτικές των επιχειρήσεων που έχουν σαν αποτέλεσμα να διατηρούν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, παρά την πρωτοφανή υποχώρηση της ζήτησης λόγω των εφαρμοζόμενων μέτρων σκληρής λιτότητας, επιδιώκει να ρίξει η Τράπεζα της Ελλάδας, σε πρόσφατη έκθεση της για την νομισματική πολιτική.
Η στάση της είναι ευεξήγητη. Προφανώς επιχειρεί να στείλει προειδοποιητικά μηνύματα προς την ...επιχειρηματική τάξη ότι, τη στιγμή που λεηλατείται κατά τέτοιο βάναυσο τρόπο το λαϊκό εισόδημα, ίσως θα πρέπει και οι επιχειρηματίες να επιδείξουν ...αυτοσυγκράτηση και να περιορίσουν κάπως τη βουλιμία τους για υψηλά κέρδη σε περίοδο οικονομικής κρίσης, γιατί με τις -ληστρικές- πρακτικές που ακολουθούν, ελοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης. Με άλλα λόγια, εκείνο για το οποίο πασχίζει και ενδιαφέρει την Τράπεζα της Ελλάδας είναι η μακροημέρευση του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης βεβαίως και όχι τα δεινά που υφίσταται ο ελληνικός λαός.

Στην παρέμβασή της υπό το χαρακτηριστικό τίτλο «Υποχωρεί αρκετά ο πληθωρισμός;» αρχικά παραθέτει μια σειρά στατιστικά στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού, για να θέσει στη συνέχεια το εύλογο ερώτημα γιατί «η πτώση των τιμών καταναλωτή δεν είναι ακόμα μεγαλύτερη, σε συνθήκες παρατεταμένης υποχώρησης της καταναλωτικής ζήτησης και επιταχυνόμενης μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος;».
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδας, η μη επαρκής υποχώρηση των τιμών οφείλεται στις «ανεπαρκώς ανταγωνιστικές συνθήκες σε τομείς κρίσιμους για τις τιμές καταναλωτή, όπως το διανεμητικό εμπόριο». Φυσικά, πίσω από τη φράση «ανεπαρκείς ανταγωνιστικές συνθήκες» υποκρύπτεται η ύπαρξη των μονοπωλίων, τα οποία κατά την επίσημη απολογητική ...δεν υπάρχουν. Και εδώ βρίσκεται ο πραγματικός τραγέλαφος για τους οικονομικούς μας αναλυτές. Από τη μία, αρνούνται την ύπαρξη και λειτουργία του μονοπωλίου και του μονοπωλιακού καπιταλισμού κατ' επέκταση και, από την άλλη, περιγράφουν μία προς μία τις πρακτικές που εφαρμόζουν οι μονοπωλιακοί όμιλοι στην παραγωγή και στην αγορά, προκειμένου να διασφαλίσουν το μονοπωλιακό κέρδος.
Αυτό πράττει στην ανάλυσή της και η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία μας παραπέμπει σε έκθεση του «Ευρωπαϊκού Δικτύου Αρχών Ανταγωνισμού» με θέμα «τις «στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στον τομέα των τροφίμων» όπου και σημειώνει ότι «οι παραβάσεις στην Ελλάδα (αθέμιτες συμπράξεις, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης) αφορούν την παραγωγή αλεύρων, τα γαλακτοκομικά, την προμήθεια γάλακτος από τους παραγωγούς, το κρέας, τα πουλερικά και τα αυγά, τις κονσέρβες φρούτων, τα κατεψυγμένα λαχανικά, τα νωπά λαχανικά, την εμπορία των νωπών λαχανικών, τη μπύρα, το στιγμιαίο καφέ, τα αναψυκτικά τύπου κόλα, τα αλμυρά σνακ, καθώς και τις περιοριστικές πρακτικές που επιβάλλονται από τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ στα δίκτυα διανομής τους». Προσθέτει δε, ότι «οι διαπιστώσεις της εν λόγω έκθεσης επιβεβαιώνονται έμμεσα από τη σχετική ακαμψία των τιμών καταναλωτή την περίοδο 2009 - 2012, σε ομάδες προϊόντων όπως: ψάρια, κρέας, ζάχαρη, σοκολάτες και γλυκά, γαλακτοκομικά, δημητριακά (για πρωινό) καφές - κακάο - τσάι, αλκοολούχα και μη αλκοολούχα ποτά, καπνός».
Μα όλες αυτές οι ληστρικές πρακτικές φωτογραφίζουν τη δράση των μονοπωλίων στο χώρο των τροφίμων, δράση η οποία όμως εμφανίζεται σαν ...παρεκτροπή από τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και όχι ως κυρίαρχη μορφή των οικονομικών σχέσεων, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα (εμφάνιση των μονοπωλίων).
Ως «στρεβλώσεις του ανταγωνισμού» παρουσιάζονται οι κομπίνες που πραγματοποιούνται μέσα από τις ενδοομιλικές συναλλαγές των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι πρακτικές δηλαδή εικονικής τιμολόγησης στις «αγορές» και «πωλήσεις» που συντελούνται ανάμεσα στη μητρική εταιρία και τις θυγατρικές της, με σκοπό την απόσπαση μεγαλύτερου κέρδους, την αποφυγή της φορολογίας κλπ.
Η Τράπεζα της Ελλάδας εμφανίζεται να εκστασιάζεται από την άγρια κερδοσκοπία στην οποία επιδίδονται -παρά την οξύτατη κρίση- συγκεκριμένοι μονοπωλιακοί όμιλοι, οι οποίοι ελέγχουν συγκεκριμένες αγορές, ερμηνεύοντας και πάλι το φαινόμενο με «την ανεπάρκεια των συνθηκών ανταγωνισμού». Επικαλούμενη στοιχεία της Eurostat, επισημαίνει ότι το 2011 το μέσο επίπεδο τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα ήταν στο 95 έναντι του 100 στην ΕΕ των 27. Ωστόσο, το επίπεδο τιμών ήταν υψηλότερο (σε σύγκριση με το 100 στην ΕΕ - 27) στις κατηγορίες τρόφιμα - μη αλκοολούχα ποτά (103), ένδυση (103), υπόδηση (108) ηλεκτρονικά (108), επικοινωνίες (128)!
Με βάση τα στοιχεία αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο δείκτης για την ένδυση, την υπόδηση και τα ηλεκτρικά υποδηλώνουν σοβαρές στρεβλώσεις της τιμολογιακής πολιτικής των επιχειρήσεων». Τέλος, ο ιδιαίτερα υψηλός δείκτης για τις επικοινωνίες, ενδέχεται να υποδηλώνει ότι, παρά τον εκ πρώτης όψεως έντονο ανταγωνισμό τιμών μεταξύ των επιχειρήσεων τηλεφωνίας, υπάρχουν συμπράξεις όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών...
Το θλιβερό συμπέρασμα που προκύπτει, είναι, ότι η επίσημη πολιτική οικονομία, ακόμα και όταν παραθέτει στοιχεία για την άγρια κερδοσκοπία των μονοπωλιακών ομίλων, τα εμφανίζει ως ...παρεκτροπές από το οικονομικώς ορθό, παρέχοντάς τους έτσι κάλυψη και προστασία. Σαν άλλος στρουθοκάμηλος, αποφεύγει να αναλύσει την πραγματικότητα, χώνοντας το κεφάλι στην άμμο. Αποδεικνύει και με αυτόν τον τρόπο, το βαθιά παρακμιακό και απολογητικό -κατ' επέκταση και αντιεπιστημονικό- χαρακτήρα της σύγχρονης αστικής ιδεολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger