Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

5 ερωτήσεις και απαντήσεις

Ομως, όπως και άλλες φορές έχει επισημανθεί από τις στήλες της εφημερίδας μας, η αποχή, μολονότι αποτελεί τη ριζοσπαστικότερη εκλογική συμπεριφορά, μολονότι είναι επιβεβλημένη στη συγκυρία που διερχόμαστε, από μόνη της δεν θα σημάνει τίποτα, αν δεν συνοδευτεί τουλάχιστον από τη συνειδητοποίηση ότι χρειαζόμαστε μια νέα εργατική συλλογικότητα, στηριγμένη πρωτίστως στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης
Σε μια πολιτική επικαιρότητα που έχει βυθιστεί εξ ολοκλήρου στο γνώριμο προεκλογικό κλίμα (με τις ιδιαιτερότητες που έχει η τωρινή προεκλογική περίοδος), ας δοκιμάσουμε να θέσουμε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα και να διερευνήσουμε τις απαντήσεις σ’ αυτά.

1 Ποια είναι η κατάσταση την τελευταία διετία; Εύκολη η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Αυτό που στην αρχή παρουσιάστηκε σαν «κρίση χρέους» αποδείχτηκε ότι δεν είναι παρά μια τυπική καπιταλιστική κρίση (στο πλαίσιο της κρίσης του καπιταλισμού παγκόσμια), ιδιαίτερα βαθιά. Κι αυτό που παρουσιάστηκε σαν «αντιμετώπιση της κρίσης χρέους» αποδείχτηκε πως δεν ήταν παρά μια ευκαιρία για επίθεση του κεφάλαιου σε όλα τα μέτωπα. Οχι μόνο στο μέτωπο της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η αποπληρωμή των τοκογλύφων του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου, αλλά και στο μέτωπο της «κινεζοποίησης» της εργατικής τάξης, η οποία έχει πιλοτικό χαρακτήρα για ολόκληρη την ΕΕ.
 
Ακόμη και ο πλέον αδαής αντιλαμβάνεται πως δεν έχει καμιά σχέση με την αποπληρωμή του χρέους το κατέβασμα του βασικού μισθού στα 511 ευρώ, που θεωρείται ότι αποτελεί «ανάκτηση του 50% της ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος εργασίας» (το Μνημόνιο-2 προβλέπει ότι από Ιούνη θα γίνει νέα μείωση). Αυτό έχει σχέση με την πάγια επιδίωξη του κεφάλαιου να ρίξει στα τάρταρα την τιμή της εργατικής δύναμης και με την ειδικότερη επιδίωξη του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφάλαιου να δημιουργήσει στην καρδιά της ΕΕ επιχειρηματικές ζώνες κινέζικου τύπου.

2 Τι έλειψε από το εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα αυτή τη διετία και δεν κατάφερε ν’ ανακόψει τη βίαιη επίθεση του κεφάλαιου; Εδώ η απάντηση γίνεται δυσκολότερη. Από τις στήλες της «Κ» έχει νομίζουμε εξηγηθεί επαρκώς και αναλυτικά το φαινόμενο. Ομως, στη συνείδηση της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της δεν φαίνεται να έχουν γίνει σημαντικά βήματα, μολονότι η απογοήτευση που επικρατεί σήμερα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι συνοδεύεται από πολλά ερωτηματικά. Η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας εξακολουθεί να υφίσταται, γι’ αυτό και επιβιώνει και το αστικό κομματικό σύστημα της κοινωνικής δημαγωγίας και το αστικό συνδικαλιστικό σύστημα, ενώ οι μέχρι στιγμής κινήσεις έξω απ’ αυτά τα συστήματα χειραγωγήθηκαν εύκολα και ελέγχθηκαν απόλυτα, έτσι που έγιναν απολύτως ακίνδυνες. Αναφερόμαστε κυρίως στο «κίνημα των αγανακτισμένων», που συγκέντρωσε πάρα πολύ κόσμο και τον εκτόνωσε με τον χειρότερο τρόπο.
 
Ετσι, έκλεισε ένας ολόκληρος κύκλος αντιστάσεων, που αποδείχτηκαν απόλυτα αναποτελεσματικές, μη ανακόπτοντας ούτε στο ελάχιστο την επίθεση των συνασπισμένων κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων. Ολα τα κύματα των επιθέσεων του συστήματος πέρασαν, έγιναν νόμοι του κράτους, εφαρμόστηκαν, χωρίς το σύστημα ν’ αντιμετωπίσει ιδιαίτερους κλυδωνισμούς.
 
Αυτό ήταν επόμενο να προκαλέσει απογοήτευση, η οποία εκφράστηκε ιδιαίτερα μετά τις 12 Φλεβάρη, όταν παρά τη λαϊκή κινητοποίηση μια μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ψήφισε το Μνημόνιο-2. Ομως, αυτή η απογοήτευση θα είναι παροδική, διότι το «πρόγραμμα» προβλέπει και νέα κύματα επιθέσεων, που δε θ’ αφήσουν περιθώριο στον κόσμο να κλειστεί στα σπίτια του.
 
3 Ποιο είναι το κύριο καθήκον της εποχής; Θα παραβιάζαμε ανοιχτές θύρες αν λέγαμε ότι το κύριο καθήκον της εποχής είναι ν’ αναπτυχθεί αποτελεσματική εργατική και λαϊκή αντίσταση ώστε να φρεναριστεί η επίθεση των δυνάμεων του κεφάλαιου. Ομως, αυτό είναι τόσο τετριμμένο και τόσο χιλιοειπωμένο που εύλογα δεν προξενεί καμιά εντύπωση, δεν συνεγείρει κανέναν. Ολοι το θέλουν αυτό ή διακηρύσσουν ότι το θέλουν, όμως ούτε την κατάσταση αναλύουν με επάρκεια ούτε «εργαλεία» για την αλλαγή της κινηματικής δράσης εισηγούνται. Τα ίδια έλεγαν πριν την κρίση, τα ίδια λένε και στην κρίση, διανθισμένη με λίγη επιπόλαια κρισιολογία και με ακόμη περισσότερο ρεφορμισμό και «προτάσεις διεξόδου», που συσκοτίζουν ακόμη περισσότερο την πραγματικότητα και εμποδίζουν την κίνηση προς μια πραγματικά ανατρεπτική κατεύ-θυνση.
 
Το σημαντικότερο, λοιπόν, δεν είναι να μιλάς για φρενάρισμα της επίθεσης του κεφάλαιου, αλλά να διατυπώνεις με σαφήνεια τι σημαίνει και πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό το φρενάρισμα και να εισηγείσαι «εργαλεία» για την οργάνωση αυτής της διαδικασίας. Δεν μπορείς, λοιπόν, να φρενάρεις αυτή την επίθεση αν δεν στραφείς συνολικά ενάντια στον καπιταλισμό (και όχι σε κάποιες πλευρές του) και αν η εργατική τάξη δεν οργανωθεί πολιτικά, για να μπορεί και το στόχο της προλεταριακής επανάστασης να ξαναφέρει στο προσκήνιο και την αστική ιδεολογία να πετάξει έξω από τις γραμμές της και το συνδικαλιστικό της κίνημα να επανοργανώσει σε ταξική βάση.
 
4 Υπό το φως των παραπάνω, ποιος είναι ο χαρακτήρας των επικείμενων εκλογών; Είναι η πρώτη φορά που έχουμε εκλογές εξαιρετικά αμφίβολες ως προς το αποτέλεσμα που θα βγάλει η κάλπη, με δεδομένη όμως την πολιτική που θ’ ακολουθηθεί μετά απ’ αυτές, δεδομένου ότι υπάρχει ένας αστερισμός κομμάτων που επιδεικνύει απόλυτη νομιμοφροσύνη στις δεσμεύσεις έναντι της ΕΕ και δηλώνει αποφασισμένος να μην αφήσει τη χώρα «να κατρακυλήσει στην ακυβερνησία». Στόχος αυτών των εκλογών είναι να λειτουργήσουν σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το σύνολο του πολιτικού συστήματος, ώστε με τη «νωπή λαϊκή εντολή» ανά χείρας να συνεχίσουν την ίδια πολιτική.
 
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά α-κούμε σ’ αυτές τις εκλογές ηχηρή «αντιμνημονιακή» ρητορική, καθώς αυτή αποτελεί όρο για την ενίσχυση των μικρότερων αστικών κομμάτων (παλιών και νέων), που επιδιώκουν μια ανακατανομή ισχύος στο κοινοβούλιο. Αυτή η ανακατανομή ισχύος, όμως, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει το προκαθορισμένο μετεκλογικό στάτους.

5 Τι να κάνουμε, λοιπόν; Ως προς τις εκλογές η απάντηση είναι εύκολη. Να κλείσουμε τ’ αυτιά μας στις σειρήνες του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, να αγνοήσουμε τα πρόστυχα επιχειρήματα περί χαμένης ψήφου, να θυμηθούμε ότι οι εκλογές γενικά δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τίποτα και αυτές οι εκλογές ειδικά σκοπό έχουν να νομιμοποιήσουν την πολιτική διαχείριση της βαρβαρότητας και να επιλέξουμε την ΑΠΟΧΗ, προκειμένου να στείλουμε μήνυμα συνολικής αντίθεσης με το αστικό πολιτικό σύστημα, μήνυμα ρήξης με τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Ειδικά σ’ αυτές τις εκλογές, με την προκαθορισμένη μετεκλογική πολιτική, το ποσοστό της αποχής θ’ αποτελέσει τον ασφαλέστερο δείκτη πολιτικής ωριμότητας της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων, των νέων.
 
Ομως, όπως και άλλες φορές έχει επισημανθεί από τις στήλες της εφημερίδας μας, η αποχή, μολονότι αποτελεί τη ριζοσπαστικότερη εκλογική συμπεριφορά, μολονότι είναι επιβεβλημένη στη συγκυρία που διερχόμαστε, από μόνη της δεν θα σημάνει τίποτα, αν δεν συνοδευτεί τουλάχιστον από τη συνειδητοποίηση ότι χρειαζόμαστε μια νέα εργατική συλλογικότητα, στηριγμένη πρωτίστως στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, στην προγραμματική της συγκρότηση, στη διαμόρφωση των όρων για να πάψει η εργατική τάξη ν’ αποτελεί «τάξη καθεαυτή», η οποία υπηρετεί μονίμως κάτω από ξένες, εχθρικές σημαίες, και να γίνει «τάξη για τον εαυτό της», που θα υψώσει τη δική της σημαία, που δεν θ’ αμφισβητήσει απλά κάποιες πλευρές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, αλλά θα διακηρύξει την αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού.

 
Πέτρος Γιώτης
http://www.eksegersi.gr/article.php?article_id=16757&cat_id=32

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger