Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

ΣΚΟΠΕΛΟΣ κάθε μέρα θα το ανεβάσουμε να το διαβάζετε μέχρι να αποφασίσουν να κάνουν όλη την δήλωση για την Περιουσιακή Κατάσταση Αιρετών θέλουμε να δούμε εμείς οι Σκοπελίτες ποιον ψηφίζουμε?


Περιουσιακή Κατάσταση Αιρετών

ΟνοματεπώνυμοΣχετικό αρχείο
ΒΑΣΙΛΟΥΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΒΑΦΙΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ του Μιχαήλ
ΠΑΤΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΣΚΛΑΒΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ
ΝΤΑΚΗ - ΑΡΚΟΜΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ του Γεωργίου
ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ - ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ ΣΟΦΙΑ
ΚΛΩΝΑΡΗ - ΚΟΥΒΑΡΗ  ΜΑΧΗ
ΜΑΡΙΔΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΑΚΗ - ΜΑΛΑΜΑΚΗ ΟΥΡΑΝΙΑ
ΓΚΟΥΜΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΔΕΝΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΠΕΡΙΣΣΗΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ
ΚΟΤΑΝΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΞΗΝΤΑΡΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
ΡΑΜΑΝΤΑΝΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
ΣΚΛΑΒΟΥ ΝΙΚΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΛΕΜΟΝΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ
ΛΕΜΟΝΗΣ ΡΗΓΙΝΟΣ
ΑΓΓΕΛΕΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
ΚΑΚΑΛΙΑΓΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΦΑΔΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

H υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες)

 Α. Το γενικό νομοθετικό πλαίσιο
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3213/2003 («Δήλωση-έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδ/των ΜΜΕ κλπ.», ΦΕΚ Α’  309/31.12.2003), όπως έχουν τροποποιηθεί,  συμπληρωθεί και ισχύουν με τους Ν.3849/2010, 3868/2010, 3932/2011, 4001/2011 και 4065/2012, συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματιών υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσής τους για την περιουσιακή κατάσταση αυτών και των οικείων τους.

Β. Οι υπόχρεοι υποβολής δήλωσης 
Ειδικότερα, κατ’  άρθρο 1 Ν.3213/2003, υπόχρεοι σε δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους είναι τα εξής πρόσωπα:
α. Ο Πρωθυπουργός,
β.  Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
γ. Οι υπουργοί, οι αναπληρωτές υπουργοί και οι υφυπουργοί,
δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές,
ε. Όσοι διαχειρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.1 του Ν.3023/2002 τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων,
στ. Οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής, ο γενικός Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, οι γενικοί γραμματείς περιφερειών, καθώς και οι υπάλληλοι ή σύμβουλοι ειδικών θέσεων και οι μετακλητοί υπάλληλοι, οι οποίοι διορίζονται με πράξη μονομελούς ή συλλογικού κυβερνητικού οργάνου,
ζ. Οι περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες, οι πρόεδροι των περιφερειακών συμβουλίων, οι γενικοί γραμματείς αποκεντρωμένης διοίκησης, καθώς και οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της περιφέρειας,
η. Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι και τα μέλη των δημαρχιακών επιτροπών, καθώς και οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων δήμων, κοινοτήτων και δήμων και κοινοτήτων.
θ. Οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι και οι γενικοί διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
ι. Οι πρόεδροι και τα μέλη των επιτροπών διενέργειας και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων διαγωνισμών για τις προμήθειες των κρατικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των προμηθειών των ενόπλων δυνάμεων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, των δημόσιων επιχειρήσεων και των δημόσιων οργανισμών, εφόσον υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ, καθώς επίσης οι Γενικοί Διευθυντές και Διευθυντές της Γενικής Διεύθυνσης Κρατικών Προμηθειών και οι κατέχοντες αντίστοιχες θέσεις στο Δημόσιο και στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, στις δημόσιες επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν ο πρόεδρος και τα μέλη των επιτροπών διενέργειας και αξιολόγησης αποτελεσμάτων διαγωνισμών παροχής υπηρεσιών, στους ανωτέρω φορείς και υπό τον ίδιο περιορισμό ποσού, καθώς και οι πρόεδροι και τα μέλη των επιτροπών διαγωνισμού και εισηγήσεων ανάθεσης έργων των φορέων, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 23 Α) και του Π.Δ  609/1985 (ΦΕΚ 223 Α), εφόσον ο προϋπολογισμός του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000,00) ευρώ.
ια. Οι δικαστικοί και οι εισαγγελικοί λειτουργοί, καθώς επίσης τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
ιβ. Οι πρόεδροι, οι διοικητές, οι υποδιοικητές και οι γενικοί διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων.
 ιγ. Οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες κατέχουν άδεια λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, καθώς και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών.
ιδ. Οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας.
ιε. Οι δημοσιογράφοι μέλη των οικείων ενώσεων συντακτών, καθώς και όσοι παρέχουν δημοσιογραφικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις έκδοσης εντύπων ή σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης με σύμβαση εργασίας ή έργου.
Επίσης, οι ιατροί Διευθυντές και Συντονιστές Διευθυντές που υπηρετούν στα Νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας του Ε.Σ.Υ καθώς και σε πανεπιστημιακές κλινικές.
ιστ. Οι ιατροί Διευθυντές που υπηρετούν στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και μεταφέρονται στον ΕΟΠΥΥ.
ιστ`. Τα μέλη και οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Επίσης, κατ’  άρθρα 14 παρ. 5α Ν.2810/2000 και 6 Ν.3399/2005, οι διατάξεις για την υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του Ν.3213/2003 καταλαμβάνουν και τον Πρόεδρο, τα μέλη του Δ.Σ και το Γενικό Διευθυντή της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ, καθώς και τους Προέδρους και τους Γενικούς Διευθυντές και όπου δεν υπάρχουν του Διευθυντές των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων κάθε βαθμού που έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 2.000.000,00 ευρώ.

Γ. Ο χρόνος υποβολής της δήλωσης
Η  άνω δήλωση  υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας ή την έναρξη της επιχείρησης ή του επαγγέλματός τους.
Επίσης, η δήλωση αυτή υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο μέχρι την 30ή Ιουνίου κάθε έτους.

Δ. Το υποχρεωτικό περιεχόμενο της δήλωσης και τα σχετικά δικαιολογητικά 
Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 2 Ν.3213/2013, η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.
Ως περιουσιακά στοιχεία, θεωρούνται, ιδίως (άρα όχι περιοριστικά τιθέμενα):
 i. Τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις.
 ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
 iv. Οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα.
 v. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.
 vi. Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση.
Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα.
Οι υπόχρεοι οφείλουν να επισυνάπτουν στη δήλωση και αντίγραφα των οικείων παραστατικών.
Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωσή τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση.
Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνον τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανήλικων τέκνων τους.
Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου συνοδεύεται από αντίγραφο της φορολογικής του δήλωσης για το προηγούμενο οικονομικό έτος και αντίγραφο του τελευταίου Εντύπου Ε9 που υποβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ.
Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υποχρέων συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το οποίο υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων.

Ε. Η ειδική δήλωση του άρθρου 2 παρ. 5 α Ν.3213/2003
Με την άνω διάταξη και με σκοπό τη διασφάλιση της διαφάνειας στο δημόσιο βίο και ενόψει της σημασίας της αντίστοιχης συμμετοχής του καθενός στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, αλλά και για τη διευκόλυνση του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, παρέχεται η δυνατότητα στους υπόχρεους ελεγχόμενους να συνυποβάλλουν, μαζί με την άνω δήλωση περιουσιακής κατάστασης, ειδική δήλωση με  προκαθορισμένο περιεχόμενο, σύμφωνα με την οποία παραιτούνται ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμά τους επί οιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή χρηματικού ποσού ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, αν γι οποιοδήποτε λόγο η καταγραφή του δικαιώματος αυτού στην υποβληθείσα δήλωση περιουσιακής κατάστασης έχει παραλειφθεί. Η άνω παραίτηση ισχύει ως δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω δικαιωμάτων προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Σε περίπτωση που οι υπόχρεοι ελεγχόμενοι δεν υποβάλλουν την άνω ειδική δήλωση του άρθρου 2 παρ. 5 α Ν.3213/2003, υποχρεούνται να παρέχουν ειδική και ανέκκλητη εξουσιοδότηση και πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο που συντάσσεται ατελώς, με την οποία θα εξουσιοδοτούν τα αρμόδια κατά νόμο όργανα (Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου των Οικονομικών Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών και τον Υπουργό Οικονομικών) ως ειδικούς τους πληρεξουσίους να ζητούν και να λαμβάνουν από οιαδήποτε αρμόδια αρχή πληροφορίες εξ ονόματος των υποχρέων και για λογαριασμό τους για κάθε περιουσιακό τους στοιχείο που βρίσκεται στην ημεδαπή ή και την αλλοδαπή, παραιτούμενοι ρητώς από κάθε δικαίωμά τους για προστασία ως προς το απόρρητο των οικείων στοιχείων.
Σύμφωνα με τη διάταξη της τελευταίας παραγράφου  του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, η οποία προστέθηκε προσφάτως με το άρθρο 4 Ν. 4065/2012, οι ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια, μπορούν να  συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως και προ πάσης κίνησης εις βάρος του οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής.

ΣΤ. Αρμόδια όργανα και διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης  
Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α` έως και ε΄ της  παραγράφου Β’  του παρόντος   υποβάλλονται στην ειδική Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002, η οποία ενεργεί ως εδικό όργανο σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης,  περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων.
Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ` έως και ιε` της παρ. 1 του άρθρου 1 της παραγράφου Β’  του παρόντος  υποβάλλονται στη Γ’  Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008 (Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης).
Τον Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στην Επιτροπή του άρθρου 21 Ν.3023/2001 ή στη Γ’  Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008, κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος αυτός συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’  έως και ε’  της παραγράφου Β’  του παρόντος, από τον αρμόδιο Υπουργό για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ’, θ’, ι’, ια’, από τους Γενικούς Γραμματείς περιφερειών για τα πρόσωπα των περιπτώσεων ζ’ και η’, από το Ανώτατο Μονομελές όργανο διοίκησης του πιστωτικού ιδρύματος για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περίπτωση ιβ’ και από τον Πρόεδρο της οικείας ένωσης για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις ιγ’, ιδ’ και ιε’.
Μετά το πέρας του ελέγχου από την Επιτροπή της παραγράφου 1, αν δεν διαπιστωθεί παράβαση και η δήλωση κριθεί ειλικρινής, συντάσσεται στο σώμα της πράξη του διενεργήσαντος τον έλεγχο και τίθεται στο αρχείο. Εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις του νόμου και συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης, η έκθεση αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται στην αρχή αυτή.

Ζ. Ποινικές κυρώσεις εκ της μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης
Υπόχρεος σε δήλωση που παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000,00) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000,00) ευρώ.
Ο υπαίτιος των παραπάνω πράξεων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000,00) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000,00) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων (300.000,00) χιλιάδων ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
Αν οι πράξεις της πρώτης  παραγράφου  τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται μόνο χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000,00) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000,00) ευρώ. Όμως σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
Εξάλλου, τρίτος που εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή.

Η. Λοιπές ποινικές κυρώσεις και άλλες δυσμενείς επιπτώσεις 
Στο άρθρο 9 του Ν.3123/2003 προβλέπονται και άλλες ποινικές κυρώσεις, πέραν των ανωτέρω, στους υπαιτίους των αδικημάτων της μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.
Ειδικότερα, ορίζεται ότι επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων από ένα (1) έως δέκα (10) έτη, εφόσον η επιβληθείσα εις βάρος του υπαιτίου ποινή είναι κάθειρξη. Επιπλέον, η που κατέχει, ως συνέπεια της αποστέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, έκπτωση του υπαιτίου από το αιρετό δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό αξίωμα ή τη δημόσια, δημοτική ή κοινοτική θέση επέρχεται αυτοδικαίως μόλις η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, αποκλειομένης της εφαρμογής του άρθρου 64 ΠΚ (περί δυνατότητας μερικής αποστέρησης).
Εξάλλου, τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν μπορεί να δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση,  εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή τους, καθώς και ότι η μη υποβολή ή η υποβολή ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης δεν οφείλεται σε δόλο. Σε περίπτωση που τα στοιχεία που υπόκεινται σε δήμευση δεν υπάρχουν πλέον, δεν έχουν βρεθεί, δεν είναι δυνατό να κατασχεθούν ή ανήκουν σε τρίτο σε βάρος του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δήμευση, δημεύονται περιουσιακά στοιχεία του υπαιτίου ίσης αξίας με αυτά κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως προσδιορίζονται από το δικαστήριο. Σημειώνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι το ποσό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία για δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας των υποκειμένων σε δήμευση.
Τέλος, στα άρθρα 11 και 13 Ν.3123/2003 προβλέπονται και άλλα περιοριστικά μέτρα σε βάρος των κατηγορουμένων ως υπαιτίων, όπως : α) η διάταξη από τον ανακριτή, μετά σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα ή από το δικαστικό συμβούλιο της απαγόρευσης κίνησης κάθε είδους λογαριασμού και λοιπών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα, ακόμη και κοινών με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο,  β) η διάταξη της απαγόρευσης εκποίησης ορισμένου ακινήτου και γ) ο περιορισμός διενέργειας χρηματιστηριακών συναλλαγών για ορισμένες κατηγορίες υπαιτίων.

Θ. Διοικητικές κυρώσεις -Καταλογισμός
Σε βάρος του ελεγχομένου καταλογίζεται ποσό ίσης αξίας με το περιουσιακό όφελος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος, ο/η σύζυγός του ή το ανήλικο τέκνο του, εφόσον η προέλευση του περιουσιακού οφέλους δεν δικαιολογείται. Ο καταλογισμός διενεργείται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (άρθρο 12 Ν.3213/2003).
Ι. Παράνομος πλουτισμός και ποινικές κυρώσεις  
Κατ’ άρθρο 4 Ν. 3213/2003, ο υπόχρεος σε δήλωση, που επωφελούμενος από την ιδιότητά του αποκτά ή προσπορίζει σε τρίτο αθέμιτο περιουσιακό όφελος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή από 20.000,00 ευρώ έως 1.000.000,00 ευρώ.
Ο ποινικός κολασμός μπορεί να είναι ακόμη βαρύτερος, ήτοι κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή από 30.000,00 ευρώ έως 1.500.000,00 ευρώ,  εάν : α) το αποκτηθέν η προσπορισθέν αθέμιτο περιουσιακό όφελος υπερβαίνει συνολικά τις 73.000,00 ευρώ ή β) ο υπόχρεος ενεργεί κατ’  επάγγελμα ή είναι υπότροπος. 

ΙΑ. Διάφορα θέματα παραγραφών 
Σύμφωνα με το άρθρο 15 (όπως αναριθμήθηκε το προηγούμενο άρθρο 9) Ν.3213/2003, ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α’  έως και ε’  της παραγράφου Β’  του παρόντος ανάγεται υποχρεωτικώς στο έτος 1990, ενώ για τις λοιπές κατηγορίες προσώπων που είναι υπόχρεα σε δήλωση μπορεί να αναχθεί, κατά την κρίση της πενταμελούς Επιτροπής, ως το έτος 1990. 
Σε ό, τι αφορά την παραγραφή των ως άνω περιγραφόμενων πράξεων, που συνιστούν ταυτόχρονα και ποινικά αδικήματα, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 111-116).
Ειδικότερα, τα κακουργήματα παραγράφονται : α) μετά είκοσι (20) έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’  αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και β) μετά δέκα πέντε (15) έτη σε κάθε άλλη περίπτωση, ενώ τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη.
Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
Η δήλωση της περιουσιακής κατάστασης των δημοσίων υπαλλήλων 
Πέραν των ανωτέρω ειδικών διατάξεων, που αφορούν ειδικές κατηγορίες επαγγελματιών, στο άρθρο 28 του Ν.3528/2007 («Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών, Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ»), ορίζεται ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεούνται να δηλώνουν εγγράφως, κατά το διορισμό τους, την περιουσιακή κατάσταση των ιδίων, του/της συζύγου και των παιδιών τους, εφόσον συνοικούν με αυτούς, καθώς και κάθε μεταγενέστερη ουσιώδη μεταβολή της. 
Σημειώνεται ότι στις διατάξεις του Κώδικα αυτού υπάγονται οι πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του Κράτους και των ΝΠΔΔ. Υπάλληλοι ή λειτουργοί του Κράτους ή ΝΠΔΔ, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη διέπονται από ειδικές διατάξεις, καθώς και οι υπάλληλοι των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ),  υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα αυτού για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι’  αυτούς διατάξεις (άρθρο 2 Ν.3528/2007).
Οποιαδήποτε αγορά κινητών σημαντικής αξίας ή ακινήτων, από τον υπάλληλο ή τα οικεία αυτού πρόσωπα που αναφέρονται ανωτέρω, αιτιολογείται υποχρεωτικά με την υποβαλλόμενη δήλωση. Αν για την αγορά αυτή ο δημόσιος υπάλληλος επικαλείται οικονομική ενίσχυση προσώπων άλλων από τα ανωτέρω, οφείλει να δηλώσει και την περιουσιακή κατάσταση των προσώπων αυτών.
Περαιτέρω, η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού υποχρεούται να ζητεί από τους δημοσίους υπαλλήλους να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση για την ουσιώδη μεταβολή ή μη της περιουσιακής τους κατάστασης.
Η άνω δήλωση περιουσιακής κατάστασης συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, ενώ τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτή αποτελούν υποχρεωτικά αντικείμενο επεξεργασίας και διαβιβάζονται σε ηλεκτρονική μορφή στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Η ΓΓΠΣ τηρεί ειδικό μητρώο υπόχρεων και μεριμνά για τη μηχανογραφική επεξεργασία των δηλώσεων και την κατοχύρωση του απόρρητου χαρακτήρα των στοιχείων που περιέχονται σε αυτές.
Αν η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου είναι δυσανάλογη προς τις αποδοχές και την εν γένει οικονομική του κατάσταση, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να διενεργήσει έρευνα για την προέλευση των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά το πέρας της έρευνας αυτής προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε τους πόρους αυτούς κατά τρόπο που συνιστά ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, ο αρμόδιος Υπουργός προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την ποινική ή πειθαρχική δίωξη αυτού. Προκειμένου για υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τη δίωξη αυτή ασκούν και τα όργανα που είναι αρμόδια για την παραπομπή των υπαλλήλων στο υπηρεσιακό συμβούλιο.
Ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δημοσίων υπαλλήλων, επιφυλασσομένων των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 περ. ε’  Ν.3074/2002 και 6 παρ.4 Ν.3491/2006, διενεργείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου είτε μετά από καταγγελία, από ειδική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 6 Ν.3528/2007, η υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι ανεξάρτητη από την υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις για το πόθεν έσχες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger