Μια ακόμη αναβολή, τίποτα παραπάνω. Έτσι χαρακτήρισε γερμανός διπλωμάτης το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων-σύμφωνα με την ανταπόκριση του Νίκου Χειλά από το Βερολίνο για το ΒΗΜΑ- μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών την Κυριακή στις Βρυξέλλες.
Οι συνομιλίες στο πλαίσιο του Εurogroup, πρόσθεσε, έχουν πάψει από καιρό να είναι αποδοτικές – παρά τις όποιες υποχωρήσεις εκ μέρους και των δυο πλευρών, όπως η χθεσινή από την Ελλάδα, που αποδέχθηκε την κατά τη γνώμη της «παράλογη» πρόταση των δανειστών για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1% εντός του 2015. Γι αυτό και δεν θα πρέπει να αναμένεται μια συμφωνία στη συνάντηση των υπουργών οικονομικών στο πλαίσιο του Εurogroup την Πέμπτη στις Βρυξέλλες.

Η συμφωνία, είπε, θα είναι πολιτική και θα γίνει σε ανώτατο επίπεδο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 25-26 Ιουνίου στις Βρυξέλλες. «Αυτό είναι που θα λύσει τον γόρδιο δεσμό» πρόσθεσε.
Η λύση θα συνίσταται στην παράταση του τρέχοντος δεύτερου προγράμματος μέχρι και τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Το αν θα εκπονηθεί στη συνέχεια ένα τρίτο πρόγραμμα αποτελεί προς το παρόν ανοικτό θέμα.
Ο σημαντικότερος ανασχετικός παράγοντας για την άμεση επίτευξη συμφωνίας, σύμφωνα με τον διπλωμάτη, είναι το αντιαθηναϊκό μπλοκ στους κόλπους του Eurogroup, που έχει σφυρηλατήσει τους τελευταίους μήνες o Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Ο γερμανός υπουργός οικονομικών ελέγχει τη μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων του στην ευρωομάδα» λέει ο ίδιος. «Και δεδομένου ότι ο ίδιος δεν θέλει την συμφωνία, η πλειοψηφία θα ταχθεί με το μέρος του όταν θα κληθεί να ψηφίσει σχετικά».
Το «Όχι» του κ.Σόιμπλε, σύμφωνα με τον διπλωμάτη, οφείλεται στην «αλλεργία» του έναντι της «ακροαριστερής» ελληνικής κυβέρνησης. Αυτή εκδηλώθηκε αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Ιανουαρίου και παροξύνθηκε με τον καιρό σε τέτοιο βαθμό, που να αναγκάσει την Άνγκελα Μέρκελ να τον «αφοπλίσει» πολιτικά και να πάρει η ίδια το θέμα στα χέρια της.
Αυτό δεν εμποδίζει βέβαια τον γερμανό υπουργό να κινείται παρασκηνιακά με τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική της καγκελάριου – πολιτική που αποβλέπει στην διατήρηση της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Στις «υπόγειες» δραστηριότητές του ανήκει η συνεργασία του με την Κριστίν Λαγκάρντ, την οποία χρησιμοποιεί ως «δούρειο ίππο» για να κάνει το βίο αβίωτο στην Αθήνα.
Ένα δείγμα αυτής της συνεργασίας ήταν η υπαναχώρηση της κ.Λαγκάρντ στο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος: Ενώ στην «πενταμερή» συνάντηση στην καγκελαρία την πρώτη Ιουνίου είχε συμφωνήσει κι αυτή υπέρ ενός ορίου ύψους 0,8% για το πλεόνασμα, στη συνέχεια (ύστερα από συνεννόηση, ως λέγεται, με τον κ.Σόιμπλε) ανακάλεσε την έγκρισή της – «αδειάζοντας» έτσι τους άλλους συμμετέχοντες στην «πενταμερή», ήτοι την κ.Μέρκελ, τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι και τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλωντ Γιούνγκερ.
Ακόμα πιο ενοχλητικές για την κ.Μέρκελ είναι τα «φάλτσα» του κ.Σόιμπλε στις κατευθείαν επαφές του με εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης. Σε μια από αυτές, πριν από 4-5 εβδομάδες, ο γερμανός υπουργός, όπως λεγόταν τη Δευτέρα στο Βερολίνο, πρόσφερε στους έλληνες συνομιλητές του πολιτική, νομική και χρηματική βοήθεια για την περίπτωση που η Αθήνα αποφάσιζε να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Παρόμοια προσφορά, ως γνωστό, είχε κάνει παλιότερα και στον Ευάγγελο Βενιζέλο, όταν ο τελευταίος ήταν υπουργός οικονομικών.
Τέτοια «παρατράγουδα» καταγράφονται φυσικά επιμελώς από την καγκελαρία και εντείνουν την αποξένωση ανάμεσα στην κ.Μέρκελ και τον Σόιμπλε. Μια μετατροπή της αποξένωσης σε ρήξη θεωρείται όμως απίθανη. «Στο προσκήνιο, δηλαδή στη γερμανική Βουλή, ο Σόιμπλε δεν πρόκειται να βάλει εμπόδια στην πολιτική της καγκελάριου» έλεγε ο διπλωμάτης. Αυτό δεν αποκλείει όμως αργότερα την παραίτηση του σε περίπτωση που η καγκελάριος κάνει τα λόγια της πράξη και κρατήσει στην ευρωζώνη μια χώρα που κυβερνείται, όπως λέει, από μια «ασυνεπή» και «επικίνδυνη» για την Κοινότητα κυβέρνηση.
Στο Βερολίνο είναι πλέον κοινό μυστικό, ότι ο χειρισμός του ελληνικού θέματος βρίσκεται στα χέρια του άξονα Μέρκελ-Γκάμπριελ, δηλαδή της καγκελαρίου και του αντικαγκελάριου και προέδρου των Σοσιαλδημοκρατών Σίγκμαρ Γκάμπριελ. «Έχουνε συχνά επαφή και διαμορφώνουν από κοινού την γερμανική στρατηγική» έλεγε ο διπλωμάτης. Και η στρατηγική αυτή συνίσταται, όπως επιβεβαίωσε τη Δευτέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Σάιμπερτ, στη φράση: «Παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη».
Η εμμονή αυτή δεν οφείλεται φυσικά στο απροσδόκητο «ειδύλλιο» της καγκελάριου με τον Αλέξη Τσίπρα. Αλλά στην πεποίθηση της κ.Μέρκελ, ότι τυχόν grexit, ήτοι η έξοδος της χώρας από τη νομισματική ένωση, θα τίναζε στον αέρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. «Σε αντίθεση με αυτό που λέγεται προπαγανδιστικά, η καγκελάριος ξέρει, ότι η ευρωζώνη δεν έχει εκείνους τους μηχανισμούς, που θα της επέτρεπαν να αντέξει ισχυρούς κλυδωνισμούς σε περίπτωση αποχώρησης της Ελλάδας» διευκρίνιζε ο διπλωμάτης.
 «Το ταμείο στήριξης ESM είναι σε θέση να καλύψει μόνο τις ανάγκες μικρών χωρών. Αν η κρίση μεταπηδήσει σε μεγάλες χώρες, όπως η Ισπανία, τότε η ευρωζώνη θα βρεθεί ανυπεράσπιστη – ο κίνδυνος της συνολικής κατάρρευσής της θα είναι υπαρκτός και άμεσος».
Ο ίδιος προσπάθησε να υποβαθμίσει και τις δηλώσεις τύπου: «Δεν πρόκειται να σώσουμε την Ελλάδα με κάθε μέσο», ή «Φτάνει πια!» που έκανε το Σαββατοκύριακο ο κ.Γκάμπριελ. «Είναι δηλώσεις για την εξέδρα» είπε. Ο αντικαγκελάριος επιμένει στη θέση, ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει στον ευρωχώρο.
Η αιτιολογία γι αυτό: «Ο Γκάμπριελ ξέρει ότι για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας θα χρειαστούν περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2018» είπε. «Θα ήταν λοιπόν τρελός να μην τα ενέκρινε, τη στιγμή που η εναλλακτική λύση σε περίπτωση του grexit θα ήταν, πρώτον, η απώλεια 60 δισεκατομμυρίων για τη Γερμανία, δεκάδων δισεκατομμυρίων για άλλες χώρες, και επιπλέον το ναυάγιο του ευρώ. Τέτοιο χαρακίρι δεν είναι διατεθειμένος να κάνει».
Αυτό το θέλει προφανώς μόνο ο κ.Σόιμπλε και μια μικρή μεν, αλλα συνεχώς αυξανόμενη ομάδα χριστιανοδημοκρατών βουλευτών. Κανείς από αυτούς δεν φαίνεται ωστόσο πρόθυμος, να ρίξει το γάντι στην κ.Μέρκελ. Κι αυτό αυξάνει τις πιθανότητες να βρεθεί μια έστω και προσωρινή λύση για το ελληνικό πρόβλημα στις 25-26 Ιουνίου στις Βρυξέλλες.