Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Περιπλάνηση στις Σποράδες (ο επίλογος)

Πήλιο, Χοντρή ΆμμοςΜε το βορειοανατολικό καιρό στο πλάι, κατευθυνόμασταν προς τις ακτές του Πηλίου, παραπλέοντας τη βόρεια πλευρά της Σκιάθου. Είχαμε ολοκληρώσει το ταξίδι μας στις Σποράδες, εκτός της κοσμικής Σκιάθου, θα συνεχίζαμε την περιήγηση μας στις ακτές του ανατολικού και νότιου Πηλίου και στη συνέχεια θα κάναμε μια σύντομη επίσκεψη στον Παγασητικό.
Μετά από μια σύντομη στάση στα Λαλάρια, την πιο ξακουστή παραλία βόρεια της Σκιάθου, η οποία εκείνη την ώρα δεν ήταν και στα καλύτερα της λόγω καιρού, έφτασε και πάλι η ώρα του χωρισμού (στον κάβο Γουρούνι της Σκοπέλου ήδη είχαμε αποχαιρετήσει το φίλο μας Θωμά, που επέστρεψε στη Χαλκιδική). Ο Μιχάλης και η Μαρία βάλανε πλώρη για τη Νταμούχαρη, όπου θα έμεναν ένα βράδυ, κι εμείς για τον Κατηγιώργη, που βρίσκεται λίγο πιο νότια, στις ανατολικές ακτές του Πηλίου.
Πλώρη λοιπόν για τα Καστρονήσια, τα δύο μικρά νησάκια κοντά στο βοριοδυτικό κάβο της Σκιάθου και μετά από μερικά μίλια πλεύσης με νοτιοδυτική κατεύθυνση περνούσαμε τα μπλόκια που κλείνουν το αλιευτικό καταφύγιο του Κατηγιώργη.
Στον Κατηγιώργη του Πηλίου
Ο Κατηγιώργης (παράφραση του Κάτω Άη Γιώργη) είναι ένας μικρός παραθεριστικός οικισμός με αρκετά ενοικιαζόμενα δωμάτια, ο οποίος έχει αναπτυχθεί γύρω από την παραλία ενός μικρού κόλπου που βλέπει ανατολικά, προς τις δυτικές ακτές της Σκιάθου, η οποία απέχει μόνο δύο τρία μίλια. Με έδρα τον Κατηγιώργη, ο Σάκης Κοτρώνης αναλάμβανει με το σκάφος του τη μεταφορά των ενδιαφερομένων προς τη Σκιάθο - και όχι μόνο- κάνοντας καθημερινά πολλά δρομολόγια (τηλ. 6972-725851).
ΚατηγιώργηςΜπαίνοντας στο μικρό κόλπο είδαμε δεξιά μας μια προβλήτα -διαθέτει και γλίστρα- στην οποία βρίσκονταν δεμένα αρκετά σκάφη. Μπροστά στη μικρή παραλία του κόλπου και μέχρι πολύ ρηχά βρίσκονταν πολλά άλλα σκάφη δεμένα σε ρεμέτζα, ενώ μια σειρά από σημαδούρες οριοθετούσαν ένα μικρό χώρο αριστερά, που προοριζόταν για τους κολυμβητές. Μερικά μέτρα πίσω από την παραλία βρίσκονται οι ταβέρνες και οι καφετερίες του οικισμού, που εκείνη την ώρα έβριθαν από κόσμο. Στην προβλήτα είδαμε δεμένο το καμπινάτο φουσκωτό του
συνεργάτη μας Δημήτρη Τσοκανά, τον οποίο είχαμε συναντήσει τυχαία πριν από μερικές μέρες στο Πατητήρι της Αλοννήσου. Ρίξαμε άγκυρα και δέσαμε δίπλα του, υπό... τις χαρούμενες φωνές της κόρης του Δάφνης, που περνούσε τις πρώτες της διακοπές σε φουσκωτό σκάφος. Πριν προλάβουμε να δέσουμε εμφανίστηκε ένας λιμενικός και φαντάστηκα ότι είχε έρθει για να δει μήπως είχαμε κάποιο πρόβλημα, ίσως να μας βοηθήσει, όπως γινόταν στο Πατητήρι της Αλοννήσου με τους υποδειγματικούς λιμενικούς. Ήταν ένα νέο παιδί, το οποίο όμως προφανώς πίστευε ότι τα καθήκοντά του περιορίζονταν στον έλεγχο. Αφού μας χαιρέτησε ευγενικά μάς ζήτησε τα χαρτιά, τα σωστικά, έλεγξε τα βεγγαλικά και αφού τα βρήκε όλα σωστά μάς χαιρέτησε και απομακρύνθηκε.
Δεν ξέρω αν τον απογοητεύσαμε, αλλά εμείς σίγουρα απογοητευθήκαμε λίγο από την εικόνα του λιμενικού που αδιαφορεί για όλα τα άλλα και ψάχνεται μόνο για να κόψει πρόστιμα αναζητώντας ληγμένα βεγγαλικά.
Αποφασίσαμε να ξεχάσουμε το γεγονός και αφού ήπιαμε το καφεδάκι μας με την οικογένεια Τσοκανά, ντυθήκαμε και, ακολουθώντας ένα μικρό τσιμεντένιο μονοπάτι χαραγμένο πάνω στα βράχια, φτάσαμε στα μαγαζιά της παραλίας. Συνηθισμένοι στην ερημιά των νησιών που ζήσαμε τις προηγούμενες ημέρες, νιώσαμε προς στιγμήν περίεργα μέσα σε τόσο κόσμο συγκεντρωμένο σε μια τόσο μικρή παραλία. Περιέργως όμως, η κατάσταση αυτή μας άρεσε! Ήταν σαν να βρισκόμασταν στο κέντρο μιας τεράστιας οικογενειακής συγκέντρωσης όπου ο ένας γνώριζε, λιγότερο ή περισσότερο, τον άλλο.
Μετά από είκοσι περίπου μέρες παραμονής στο φουσκωτό, είχαμε αποφασίσει να μείνουμε σε δωμάτιο με μπάνιο και ζεστό νερό, και αρχίσαμε την αναζήτηση από το mini market του οικισμού. Οι άνθρωποι εκεί ήταν κάτι παραπάνω από εξυπηρετικοί και σύντομα βρεθήκαμε να χτυπάμε την πόρτα των ενοικιαζομένων δωματίων «Γλυκοχάραμα» της Ελένης, που βρίσκονται ψηλά στην αριστερή πλευρά του κόλπου. Τα πάντα Κατηγιώργηςόμως ήταν κατειλημμένα και θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι την επόμενη μέρα που θα άδειαζε κάποιο δωμάτιο. Όταν επιστρέψαμε στην προβλήτα βρήκαμε τα σκάφη να χορεύουν στους ρυθμούς της απογευματινής μπουκαδούρας που ερχόταν από τα ανατολικά. Θα ήταν αδύνατον να κοιμηθούμε εκεί το βράδυ και με τις υποδείξεις ενός ντόπιου ψαρά σηκώσαμε άγκυρα και δέσαμε στην απέναντι πλευρά, που δεν κουνούσε καθόλου, σε μια από τις μικρές ατομικές προβλήτες που έχουν διαμορφωθεί στα βράχια από τσιμέντο και χοντρά μαδέρια. Το βράδυ, μετά από μερικά τσίπουρα, είχαμε ενσωματωθεί πλήρως στο κοινωνικό φαινόμενο του Κατηγιώργη και γνωρίζαμε σχεδόν τα πάντα για τους πάντες, ενώ δεν έλειψαν και οι απρόσμενες συναντήσεις με γνωστούς από την Αθήνα. Η επόμενη μέρα αφιερώθηκε στον περίπλου της Σκιάθου την οποία σκόπιμα είχαμε παραλείψει, για να καταλήξουμε στα καταγάλανα νερά των δυτικών ακτών της Τσουγκριάς, ενός από τα μικρά νησάκια που στολίζουν τα νότια της Σκιάθου.
Το απόγευμα συναντηθήκαμε με το Μιχάλη και τη Μαρία που ήρθαν να μας βρουν στον Κατηγιώργη και αφού απολαύσαμε ένα ζεστό μπάνιο στο δωμάτιο ριχτήκαμε στη συναρπαστική ζωή του νυχτερινού Κατηγιώργη, παρέα με την οικογένεια Τσοκανά, αλλά και τους φίλους τους Νίκο και Έφη, ζευγάρι επαγγελματιών ψαράδων από το Βόλο που δραστηριοποιείται στη γύρω περιοχή την περίοδο του καλοκαιριού. Πρώτη στάση για καφέ στο στενό μπαλκόνι της καφετέριας που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της παραλίας και μετά φαγητό στην ταβέρνα του Σταμούλη που βρίσκεται σε απόσταση τριών τεσσάρων μέτρων. Πολύ ωραίο φαγητό, ωραίο τσίπουρο με απίθανους μεζέδες και καλές τιμές, συνδυασμένα με την ευγενική παρουσία των ιδιοκτητών του. Την επόμενη μέρα βρήκαν επίσης δωμάτιο ο Μιχάλης και η Μαρία, και έτσι ο Κατηγιώργης μας απορρόφησε για τρεις ακόμα μέρες. Στο διάστημα αυτό γνωριστήκαμε καλύτερα με τους ιδιοκτήτες των δωματίων που μέναμε, την Ελένη και τον Αντώνη, με τους οποίους αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Πήγαμε μαζί για μπάνιο, ψαρέψαμε και γενικά περνούσαμε τόσο καλά στο περίεργο αυτό μέρος που παρά λίγο να ξεχαστούμε και να μείνουμε για πάντα εκεί, λες και είχαμε πιάσει στο νησί της Κίρκης.
Όπως και να 'χει το πράγμα, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Έχοντας καταναλώσει τα καύσιμα στις διάφορες βόλτες που κάναμε όλες αυτές τις μέρες, πήγαμε μέχρι τη Σκιάθο για ανεφοδιασμό. Όπως γνωρίζετε, η αλλοπρόσαλλη νομοθεσία της χώρας μας δεν επιτρέπει τη μεταφορά και διάθεση βενζίνης στα λιμάνια και ο βενζινάς (κ. Μιτζέλος, τηλ. 6944-774586 ή 24270-22921, πρατήριο Elin) που μας έφερε καύσιμα σε πλαστικά βαρέλια μας είπε ότι είχε δεχτεί επανειλημμένα συστάσεις από τη Διεύθυνση Εμπορίου. Εν ολίγοις, από τη μια δεν υπάρχουν πρατήρια καυσίμων στις μαρίνες και τα λιμανια της χώρας μας (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) και από την άλλη δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και προδιαγραφές για τον ανεφοδιασμό με βενζίνη των σκαφών που δένουν σ' αυτά! Τι να πεις! Βάλαμε λοιπόν βενζίνη, και αφού αποχαιρετίσαμε τον Κατηγιώργη και τους φίλους που κάναμε εκεί, βάλαμε πλώρη για το Ποντικονήσι, στα βόρεια της Εύβοιας, όπου σκοπεύαμε να κάνουμε την πρώτη μας διανυκτέρευση.
Στη βόρεια Εύβοια
Η θάλασσα ήταν κολλημένη και μετά από μέρες ραστώνης αναπνέαμε και πάλι με λαχτάρα τον αέρα του ταξιδιού. Το Ποντικονήσι, που απέχει περίπου μισό μίλι από τη βόρεια ακτή της Εύβοιας, είναι κατάφυτο, με μεγάλα πεύκα που φτάνουν μέχρι τις ακτές, και στη βόρεια πλευρά του υπάρχει ένας πανέμορφος παλιός φάρος που αξίζει να Χοντρή Άμμοςεπισκεφθείτε. Στη νότια πλευρά του βρίσκονται δύο υπήνεμοι κόλποι με γαλαζοπράσινα νερά και μια ρηχαδούρα μερικών δεκάδων μέτρων το χωρίζει από το μικρότερο Πρασονήσι. Στον ένα από τους δύο κόλπους, στον οποίο σκοπεύαμε να διανυκτερεύσουμε, βρίσκεται μια μικρή τσιμεντένια προβλήτα και ένα μόνιμο ρεμέντζο στο οποίο δένουν αρόδου οι επαγγελματίες ψαράδες. Όταν φτάσαμε εκεί βρήκαμε δεμένο ένα καΐκι. Ήταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού και οι φιλόξενοι ψαράδες μάς κάλεσαν να δοκιμάσουμε το πιλάφι με γαρίδες που έτρωγαν, αλλά αρνηθήκαμε ευγενικά, αφού για μας προείχε το κολύμπι στα καθαρά νερά του κόλπου. Εξάλλου, λίγο πριν μου είχε τηλεφωνήσει ο Κώστας από το Ασμήνι -ένα χωριό δίπλα στο Πευκί- ο οποίος μας περίμενε για φαγητό στην ταβέρνα του.
Κατά τις τρεις μετά το μεσημέρι δέναμε στη μικρή απροστάτευτη προβλήτα που βρίσκεται μπροστά από τις ταβέρνες του Ασμηνίου, για να βρεθούμε μετά από λίγο μπροστά σε ένα απίστευτο τραπέζι με κακαβιά, τεράστια καβούρια και άλλα εδέσματα που είχε ετοιμάσει η Δέσποινα, η γυναίκα του Κώστα. Αν και όλες τις μέρες του ταξιδιού μας δεν τρώγαμε ποτέ το μεσημέρι ώστε να απολαμβάνουμε τη θάλασσα όλη τη μέρα, καθήσαμε στο τραπέζι και -βοηθούσης της καλής παρέας- σηκωθήκαμε αργά το απόγευμα.
Ευχαριστήσαμε τους καλούς φίλους για τη φιλοξενία τους και αφού τους αποχαιρετίσαμε βάλαμε πλώρη για το Ποντικονήσι, όπου θα διανυκτερεύαμε. Όμως όταν φτάσαμε εκεί διαπιστώσαμε ότι είχε βάλει μια μπουκαδούρα που ερχόταν από τα ανατολικά και δεν μπορούσαμε να δέσουμε εκεί. Το πιθανότερο ήταν ότι η μπουκαδούρα θα έπεφτε αργότερα, αλλά δεν θέλαμε να το διακινδυνεύσουμε και αποφασίσαμε να φύγουμε προς τις νότιες ακτές του Πηλίου και να διανυκτερεύσουμε στον όρμο της Χοντρής Άμμου, που προσφέρει απάγκιο από όλους σχεδόν τους καιρούς. Με τον ήλιο να δύει με εκπληκτική ταχύτητα σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες, κάναμε το πέρασμα «πάση δυνάμει», αλλά ο χρόνος έτρεχε πιο γρήγορα από εμάς. Έτσι, πρότεινα στο Μιχάλη να κατευθυνθούμε προς τον όρμο της Πλατανιάς που βρίσκεται ανατολικά από τον όρμο της Χοντρής Άμμου και να διανυκτερεύσουμε εκεί.
Στην Πλατανιά Πηλίου
Οι λιμενικές εγκαταστάσεις της Πλατανιάς περιορίζονται σε ένα μεγάλο κυματοθραύστη που προστατεύει μόνο από τον ανατολικό καιρό, αλλά εκείνη την ώρα ήταν ό,τι έπρεπε. Χώρος υπήρχε πολύς, δέσαμε λοιπόν με άνεση δίπλα σε ένα ιστιοπλοϊκό και, αφού ετοιμάσαμε τα σκάφη για το βραδινό ύπνο, ντυθήκαμε και βγήκαμε για μια νυκτερινή βόλτα. Περπατώντας στα δρομάκια του παραθεριστικού σήμερα οικισμού που εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας, ανακαλύψαμε πολλά παλιά πετpόκτισχα κτίρια που δείχνουν ότι κάποτε η Πλατανιά ευημερούσε σαν επίνειο των ορεινών χωριών και κωμοπόλεων. Μακριά από τη Χοντρή Άμμοςφασαρία της τουριστικής παραλίας ανακαλύψαμε ένα παλιό καφενείο στο οποίο κάθονταν δύο παρέες ντόπιων. Όλα ήταν ήσυχα και όμορφα εκεί, και αφού απολαύσαμε μερικά τσιπούρα με ωραίους μεζέδες, συνεχίσαμε τον περίπατο μας επιστρέφοντας σιγά σιγά προς τα σκάφη. Ο καιρός είχε πέσει εντελώς και όταν πέσαμε για ύπνο όλα προοιώνιζαν μια ήσυχη νύχτα. Δεν είχαμε όμως προλάβει να κλείσουμε τα μάτια μας όταν από τα δυτικά άρχισε να φυσάει με ένταση, και το μέχρι τότε ήρεμο λιμάνι της Πλατανιάς μεταβλήθηκε σε κόλαση. Συναγερμός. Το πλήρωμα του ιστιοπλοϊκού δίπλα μας πετάχτηκε έξω, το ίδιο κι εμείς. Τα σκάφη χοροπηδούσαν σαν παλαβά. Έλεγχος στις άγκυρες και στα σχοινιά, διόρθωμα των μπαλονιών που πιέζονταν ανάμεσα στα σκάφη και υπομονή. Μερικές εκατοντάδες μέτρα προς τα δυτικά η θάλασσα ήταν λάδι, επειδή ο αέρας που κατέβαινε από το βουνό δεν προλάβαινε να σηκώσει κύμα, και μπορούσαμε να ρίξουμε εκεί άγκυρα και να μείνουμε αρόδο, αλλά αυτό προϋπόθετε να σηκώσουμε άγκυρες μέσα στην άγρια νύχτα. Κι αν κάποια άγκυρα ήταν μπερδεμένη με την άγκυρα του ιστιοπλοϊκού; Ας το αφήσουμε καλύτερα. Ο Μιχάλης και η Μαρία βγήκαν στην προβλήτα τυλιγμένοι στις νιτσεράδες τους, σε λίγο τους ακολούθησε και η Ευτυχία. Εγώ, έχοντας πάρει απόφαση ότι η νύχτα ήταν της ταλαιπωρίας και ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, έμεινα στο σκάφος και κοιμήθηκα υπομένοντας καρτερικά το απίστευτο κούνημα του σκάφους. Κάθε τόσο ξυπνούσα, έριχνα μια ματιά και προσπαθούσα να ξανακοιμηθώ.
Όταν ξύπνησα το πρωί, βρήκα την υπόλοιπη παρέα να πίνει καφέ σε μια καφετέρια και μετά το πρωινό μας σηκώσαμε άγκυρες και φύγαμε καταταλαιπωρημένοι προς τη Χοντρή Άμμο.
Στον όρμο της Χοντρής Άμμου
Ο καιρός κρατούσε ακόμα αλλά όταν δέσαμε στη δυτική πλευρά του όρμου ήταν σαν να βρεθήκαμε στον παράδεισο. Αγία ΚυριακήΠεράσαμε τη μέρα κολυμπώντας στα ήρεμα καταγάλανα νερά, αλλά και ψαρεύοντας, και η προηγουμένη νύχτα έμοιαζε πολύ μακρινή. Προς το απόγευμα είχε γίνει μια σχεδόν ευχάριστη ανάμνηση ενός δυσάρεστου περιστατικού που συνέβη κατά τη διάρκεια κάποιων διακοπών και το συζητούσαμε γελώντας με το πάθημά μας. H Χοντρή Άμμος είναι ένας ανοιχτός όρμος ο οποίος σχηματίζεται από το ακρωτήριο Σαρακήνικο, έναν ορεινό όγκο άγρια κακοποιημένο από το λατομείο μαρμάρων που λειτουργεί εκεί. Στη βόρεια πλευρά του όρμου, σε μια στενή λουρίδα γης που απλώνεται μεταξύ του βουνού και της θάλασσας, βρίσκονται χτισμένα μερικά σπιτάκια, που χρησιμοποιούνται κυρίως σαν παραθεριστικές κατοικίες. Πραγματικά γαλήνιος τόπος, που θύμιζε άλλες εποχές... Εκεί δεν θα βρείτε ούτε ταβέρνες, ούτε mini market, γι' αυτό αν βρεθείτε προς τα κει να είστε κατάλληλα προετοιμασμένοι. Στη βορειανατολική πλευρά του όρμου βρίσκονται μερικά ρεμέντζα επαγγελματιών ψαράδων και εκεί αποφασίσαμε να περάσουμε τη νύχτα μας. Αργά το απόγευμα, δέσαμε καλά στα βράχια και το βραδάκι στήσαμε το πολυτελές εστιατόριο μας, το γνωστό On the rocks, και φάγαμε έχοντας στα πόδια μας μια υπέροχη γαλήνια θάλασσα. Στην άλλη άκρη της τρεμόπαιζαν τα σποραδικά φώτα των μικρών σπιτιών κι ένα από αυτά μάς έστελνε τη φωνή του Καζαντζίδη που έφτανε μέχρι εμάς, γλιστρώντας στη γυαλιστερή επιφάνεια του σκοτεινού νερού.
Το άλλο πρωί, έχοντας χορτάσει ύπνο και αφού εξερευνήσαμε κολυμπώντας - και όχι μόνο- την περιοχή, σηκώσαμε άγκυρες. Παραπλέοντας το Σαρακήνικο, ξεκινήσαμε το ταξίδι μας για τον Παγασητικό.
Με ρότα τον Παγασητικό
Τα δύο φουσκωτά έπλεαν σε μια απόλυτα ήρεμη θάλασσα παραπλέοντας τις νότιες ακτές της Μαγνησίας, έχοντας δεξιά τις βόρειες ακτές της Εύβοιας, όταν είδαμε μπροστά μας ένα σύννεφο μαύρου καπνού να υψώνεται προς τον ουρανό από την πλευρά της Αγίας Κυριακής. Όταν πλησιάσαμε αρκετά είδαμε στο καρνάγιο που βρίσκεται αριστερά του χωριού να καίγεται ένα μεγάλο φρεσκοβαμμένο καΐκι. Γύρω του κάποιοι προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά με μια μάνικα, αλλά μάταια, δεν γινόταν τίποτα. Μείναμε λίγο να παρακολουθήσουμε το θλιβερό θέαμα και μετά δέσαμε αριστερά, στην προβλήτα που διατρέχει την ακτή της Αγίας Κυριακής. Η Αγία Κυριακή, εκτός από τις πολλές μικρές προβλήτες που βρίσκονται κατά μήκος της παραλίας και είναι ουσιαστικά συνέχεια των σπιτιών, διαθέτει στην αριστερή πλευρά της μια καλή αλλά απροστάτευτη προβλήτα, που μπορεί να δέσει κάποιος για λίγο, και στη δεξιά πλευρά της ένα αλιευτικό καταφύγιο το οποίο είναι συνήθως ασφυκτικά γεμάτο. Στην παραλία της θα βρείτε ωραία τσιπουράδικα και ταβέρνες για φαγητό και αριστερά μια καφετέρια. Μετά τη σύντομη στάση και τον περίπατο στα στενάκια του γραφικού χωριού, μεσημέρι πια, μπΟ φάρος του κάβου Καβούλιαήκαμε και πάλι στα σκάφη και, αφού ρίξαμε μια τελευταία ματιά στο καΐκι που καιγόταν ακόμα, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Ένα μίλι δυτικά συναντήσαμε τον πέτρινο φάρο του κάβου Καβούλια και ψηλά πάνω στο βουνό το Τρίκερι να δεσπόζει με θέα και προς τις δύο θάλασσες. Από εκεί το νησί Παλιό Τρίκερι απέχει μόνο τέσσερα μίλια βόρεια και αξίζει τον κόπο να το επισκεφθεί κανείς αν βρεθεί σε κείνα τα μέρη. Προσεγγίσαμε το μικρό νησί από τη νότια πλευρά του, στον γραφικό οικισμό που υπάρχει εκεί. Μετά τα πρώτα σπίτια που βρίσκονται χτισμένα πάνω στα βράχια της ακτής υπάρχει ένα τσιμεντένιος μώλος ο οποίος συνεχίζεται για μερικές δεκάδες μέτρα για να καταλήξει σε μια ταβέρνα. Εκεί μπορείτε να δέσετε και να φάτε σε ένα από τα τραπεζάκια που βρίσκονται ακριβώς δίπλα από το σκάφος σας. Μετά την ταβέρνα, αρχίζει η παραλία του η οποία έχει μήκος μερικών εκατοντάδων μέτρων και διακόπτεται κάθε τόσο για να γίνει προβλήτα στα σημεία που βρίσκονται χτισμένα σπίτια. Το μικρό και ήσυχο νησί προσφέρεται για παραμονή μερικών ημερών, αλλά εμείς δεν είχαμε πια αυτή την πολυτέλεια. Μας είχαν μείνει μόνο μια-δυο μέρες διακοπών (εξαρτιόταν αποκλειστικά από την πρόβλεψη του καιρού) και ήθελα πριν επιστρέψουμε στην Αθήνα να εκπληρώσω μια επιθυμία που είχα από τότε που επισκέφθηκα οδικώς τις ακτές του Παγασητικού.
Εκείνη τη μέρα, δύο χρόνια πριν, είχαμε ξεκινήσει από το Βόλο και κατεβαίναμε προς την Αγία Κυριακή, όταν σε ένα σημείο του δρόμου, στη νότια ακτή του Παγασητικού, είδα ένα θέαμα που με έκανε να σταματήσω μαγεμένος από την ομορφιά του. Βλέπαμε από ψηλά κάτω στη θάλασσα μια στενή λουρίδα βράχου να σχηματίζει ένα μικρό κάβο και πάνω του να είναι χτισμένα μια σειρά από παλιά πέτρινα σπίτια που σχημάτιζαν ένα πανέμορφο σκηνικό. Και μπροστά τους, στο τέλος της αυλής τους, να υπάρχει μια χαμηλή τσιμεντένια προβλήτα. Η Τζάστενη (ή Αύρα) ήταν ένα από τα ωραιότερα μέρη που είχα δει και αυτομάτως μου δημιουργήθηκε τότε η επιθυμία να το προσεγγίσω κάποτε με σκάφος.
Τζάστενη, η «πανέμορφη» του Παγασητικού
Αφήσαμε πίσω μας το Παλιό Τρίκερι και αφού περιπλεύσαμε το ακρωτήριο Τραχήλι μπήκαμε στον τεράστιο όρμο ανατολικά του Τρικερίου. Πλέοντας νότια προσεγγίσαμε το χωριό Κόττες. Το χωριό απλώνεται στη ρίζα του βουνού με κατεύθυνση προς ανατολάς και το περίεργο όνομά του (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) οφείλεται στο γεγονός ότι στο σημείο που βρίσκεται σκοτεινιάζει πολύ νωρίς, λόγω του προσανατολισμού του.
ΤζάστενηΚατά μήκος της ακτής θα βρείτε μερικές ταβέρνες και κάθε μια από αυτές διαθέτει τη δική της προβλήτα για να δέσετε και να απολαύσετε τους ψαρομεζέδες της περιοχής.
Σε απόσταση 2-3 μιλίων από τις Κόττες, με κατεύθυνση βορειοανατολική, βρίσκεται το ακρωτήριο Μαραθιά και στο μικρό κόλπο που σχηματίζεται στην ανατολική πλευρά του βρίσκεται η Τζάστενη! Φτάσαμε εκεί νωρίς το απόγευμα και δέσαμε στη μικρή προβλήτα που σχηματίζει το χαμηλό πέτρινο πεζούλι που βρίσκεται μπροστά από τα σπίτια. Το σημείο προστατεύεται από όλους τους καιρούς και αφού ασφαλίσαμε τα σκάφη κάναμε έναν περίπατο στον παλιό οικισμό και τη μικρή εκκλησία που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του. Δεξιά του οικισμού απλώνεται ένα λιόφυτο που φτάνει χαμηλά στην παραλία που σχηματίζεται στο βάθος του μικρού κόλπου. Η ώρα πέρασε ευχάριστα στο μαγικό αυτό μέρος και το απόγευμα βγήκαμε με την Ευτυχία για μια βόλτα στην περιοχή, συνδυάζοντας το τερπνό μετά του ωφελίμου, ώστε να εξασφαλίσουμε και το βραδινό φαγητό μας. Αρχίσαμε να τραβάμε συρτή κατά μήκος των ακτών του όρμου Λιμνιώνα, απολαμβάνοντας το τοπίο που διακόπτεται σε αρκετά σημεία για να σχηματίσει όμορφες παραλίες. Η διαδρομή ήταν όμορφη αλλά τα ψάρια δεν μας έκαναν το χατήρι εκείνο το απόγευμα. Μπροστά στο φόβο του επερχόμενου... λιμού, αποφασίσαμε να στραφούμε προς τη νησίδα Πρασούδα που βρίσκεται πολύ κοντά στην ακτή.
Εν τω μεταξύ ο ουρανός είχε φορτώσει μελανά σύννεφα και κάποιες χοντρές αλλά αραιές σταγόνες βροχής μάς ανάγκασαν να σκεπάσουμε το σκάφος και να φορέσουμε νιτσεράδες. Η καταιγίδα περνούσε πάνω από τα βουνά και αν ήμασταν τυχεροί θα περνούσε χωρίς να μας ακουμπήσει. Όταν πλησιάσαμε την Πρασούδα είδαμε έκπληκτοι τα ερείπια ενός παλιού μοναστηριού, που φαινόταν να έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ραντεβού όμως για την επομένη! Το νησάκι όμως Πρασούδαέκρυβε εκπλήξεις και στα νερά του! Μετά από λίγο αρχίσαμε να πιάνουμε στις συρτές μας μελανούρια, ζαργάνες και μεγάλα σαφρίδια, εξασφαλίζοντας με το παραπάνω το δείπνο μας. Λίγο πριν σκοτεινιάσει, γυρίσαμε στην Τζάστενη όπου μας περίμεναν οι φίλοι μας. Όσο ετοιμάζαμε το φαγητό μας, στα βουνά του Πηλίου και στη Βόρεια Εύβοια μαινόταν μια άγρια καταιγίδα που όμως δεν μας επηρέασε καθόλου! Η τελευταία βραδιά των διακοπών μας ήταν μαγική, ως όφειλε να είναι. Φρέσκα ψάρια για φαγητό, λευκό κρασί, γαλήνια θάλασσα και η μουσική του Πετρολούκα Χαλκιά μάς συντρόφεψαν μέχρι αργά. Μετά από ένα ήσυχο ύπνο και αφού ήπιαμε τον πρωινό καφέ στη μικρή προβλήτα, καθαρίσαμε αφήνοντας το χώρο όπως τον βρήκαμε και αποχαιρετίσαμε την «πανέμορφη» του Παγασητικού. Βάλαμε πλώρη για την Πρασούδα, το μικρό νησάκι που ανακαλύψαμε την προηγούμενη μέρα, με σκοπό να επισκεφτούμε το παλιό μοναστήρι. Και κάναμε πολύ καλά! Πρόκειται για το περίκομψο -βαζαντινό ίσως- μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής ή Παναγιάς της Πρασούδας, που εδώ και πολλά χρόνια είναι έρημο από μοναχούς. Σε ρυθμό σταυρόσχημης βασιλικής με τρούλο, εντυπωσιάζει αλλά και συγχρόνως προβληματίζει τον επισκέπτη, αφού έχει αφεθεί στο έλεος του... χρόνου!
Αφού κάναμε μια βουτιά στα όμορφα νερά της Πρασούδας, φύγαμε με κατεύθυνση το Παλιό Τρίκερι.
Ήταν η τελευταία μέρα του ταξιδιού μας και έπρεπε πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής να ανεφοδιαστούμε με καύσιμα στο Πευκί.
ΠαγασητικόςΠεριπλεύσαμε το νησί από τη βόρεια πλευρά του χωρίς να σταματήσουμε καθόλου και αφού περάσαμε το ακρωτήριο Καβούλια κάναμε το πέρασμα μέχρι το Πευκί σε μια ακύμαντη θάλασσα.
Στριμωχτήκαμε για μια ακόμη φορά μεταξύ των ψαροκάικων και της παραλίας και ο Γιάννης Βούλγαρης (τηλ. 22260¬41140, 6972-526396) φουλάρισε τα ντεπόζιτα με τη βενζίνη που θα μας γύριζε πίσω και αμέσως πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσα από τον Ευβοϊκό.
Ο δυνατός βορειοανατολικός καιρός που επικρατούσε στο Αιγαίο άρχισε να μας επηρεάζει όλο και περισσότερο μετά τη Λίμνη. Αργά το απόγευμα, μετά τον κόλπο του Σχοινιά, όπου αποχαιρετιστήκαμε με το Μιχάλη και τη Μαρία, το κύμα ξεπερνούσε το ένα-ενάμισι μέτρο.
Ο καιρός κράτησε μέχρι το στενό της Μακρονήσου και όταν καβαντζάραμε τις Κα- βοκολώνες μάς υποδέχτηκε ένα μαγικό ηλιοβασίλεμα του Σαρωνικού, που ήρθε να μας αποζημιώσει για την ταλαιπωρία των τελευταίων ωρών του ταξιδιού μας. Νύχτα πια μπαίναμε στον κόλπο της Αναβύσσου και το τρίξιμο του σκάφους που ανέβαινε στο τρέιλερ έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα ένα ακόμα ταξίδι. Δεν μας πείραζε όμως καθόλου. Το μυαλό μας ήταν ήδη στο επόμενο ταξίδι. Τι λέτε, πάμε Δωδεκάνησα ή να κατεβούμε τις Κυκλάδες μέχρι την ανατολική Κρήτη και να συνεχίσουμε μετά μέχρι τη Γαύδο;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

It's appropriate time to make some plans for the future and it's
time to be happy. I've read this post and if I could I wish to
suggest you some interesting things or advice.
Maybe you can write next articles referring to this article.
I want to read more things about it!

Feel free to surf to my homepage - project tiger for kids

Powered By Blogger