Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Στέλιος Καζαντζίδης: Ο μεγάλος λαϊκός




Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Κάποια φορά που ο Καζαντζίδης κυκλοφορούσε στον δρόμο τον είδε ένας φορτηγατζής και πετάχτηκε σχεδόν από το παράθυρο ουρλιάζοντας: «Γεια σου Στελάρα, είσαι μεγάλος θαυμαστής μου»! Πολλές φορές, στον άκρατο ενθουσιασμό τους, οι άνθρωποι μπερδεύουν τα λόγια τους. «Γλώσσα λανθάνουσα την αλήθεια λέγει» διαπιστώνει με ψυχαναλυτικές αξιώσεις η γνωστή παροιμία. Πράγματι, ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν μεγάλος θαυμαστής του λαού! Ένας αυθεντικός λαϊκός!
Η περίπτωση Καζαντζίδη, πριν από όλα, είναι πολύ διδακτική – ουσιαστικά, όχι δασκαλίστικα – και ενδεικτική της σύγχυσης ταυτότητας του Νεοέλληνα επαρχιώτη, που από τη μια ντρέπεται για τη λαϊκότητά του κι από την άλλη «σκοτώνει» αν του τη θίξουν. Η περίπτωση του Καζαντζίδη επίσης είναι βαθύτατα πολιτική, όσο κι αν τα συμπλεγματικά μορφώματα της ελληνικής Αριστεράς κράτησαν ευγενείς… αριστοκρατικές αποστάσεις από τον πιο αυθεντικό λαϊκό τραγουδιστή της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.

Ο κατ’ εξοχήν λαϊκός καλλιτέχνης της χώρας, με τη μοναδική φωνή, την καθηλωτική έκφραση και το αμιγώς ταξικό ρεπερτόριο, ανυπέρβλητο σύμβολο των εξαθλιωμένων προλεταριακών στρωμάτων, ουδέποτε έγινε αποδεκτός από το κόμμα του λαού και εν γένει από την παραθρησκευτική ελληνική μπλαζέ Αριστερά, η οποία αρνήθηκε πεισματικά να αναγνωρίσει τη μοναδική φωνή που ράγιζε τις καρδιές του απλού και κατατρεγμένου λαού, τη φωνή που τραγουδούσε τα πραγματικά του βάσανα κι όχι εκείνα που εξυπηρετούσαν την «επαναστατική» κομματική σκοπιμότητά της. Η Αριστερά ντρεπόταν να ταυτιστεί με τον Καζαντζίδη χτυπημένη ανεπανόρθωτα από το σύμπλεγμα του αρχοντοχωριάτη, του αγράμματου, ακαλλιέργητου και υποκριτή αγροίκου που παριστάνει τον εξευγενισμένο διανοούμενο επαναστάτη.

«Έντεχνο» αντί λαϊκού
Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ο αυθεντικός εκφραστής των λαϊκών στρωμάτων και λατρεύτηκε από τον λαό, τον οποίο δεν πρόδωσε ούτε με τα προτερήματά του ούτε με τα πολλά και μεγάλα του ελαττώματα.
Ωστόσο ο Καζαντζίδης, έκτος από μεγάλος τραγουδιστής – δεν υπάρχει όμοιός του, κι όποιος δεν το καταλαβαίνει ας σταματήσει να ακούει μουσική αμέσως… – ήταν ο μοναδικός καλλιτέχνης που υπερασπίστηκε τη λαϊκότητά του μέχρι τέλους. Το όραμα της Μαρινέλλας ήταν τα λαμέ φορέματα της αριστοκρατίας, να γίνει αριστοκράτισσα, να αποτινάξει τη λαϊκότητά της, ό,τι αληθινό υπήρχε πάνω της δηλαδή. Στις ίδιες υψηλές προσδοκίες - αξίες στηρίχτηκε και το όραμα όλων των λαϊκών τραγουδιστών συλλήβδην: να αποτινάξουν τη λαϊκή τους καταγωγή (για την οποία ντρέπονται) αντικαθιστώντας τα μοναδικά πανηγύρια με «συναυλίες», τα λαϊκά κέντρα με – γαλλιστί! – studio και μουσικές σκηνές και εγκαινιάζοντας το προφίλ του πολιτικοποιημένου και ευαίσθητου δήθεν καλλιτέχνη των υψηλών απαιτήσεων και προδιαγραφών. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα της αποθέωσης του «υψηλού», έσπευσαν οι πρόθυμοι θεωρητικοί να ξεδιαλύνουν το «μίασμα» του λαϊκού τραγουδιού από τις «εμπνευσμένες» μελωδίες των «ποιοτικών έντεχνων τραγουδοποιών», που εν τέλει κακοποίησαν βάναυσα το λαϊκό τραγούδι, το οποίο ανομολόγητα εχθρεύονταν και περιφρονούσαν βαθύτατα.
Ας θυμηθούμε, όμως, τι έγραφε ο κορυφαίος Έλληνας μουσικολόγος Γιώργος Λεωτσάκος στο αφιέρωμα της «Ελευθεροτυπίας» «Η Μουσική Άνοιξη του ’60» στις 3 Ιουλίου 2001:
«…Την ίδια εποχή, από τις μουσικές σκηνές, ο Χατζιδάκις πέρασε στον κινηματογράφο, με το άλλοθι πάντα του βιοπορισμού: φτιαγμένος για μεγάλος σύνθετης, δεν δούλεψε ποτέ για κάτι τέτοιο, παρέμεινε μεγαλοφυής τραγουδοποιός κι αυτό τον έκαιγε μέχρι τέλους. Οπωσδήποτε, εκείνος οπισθογράφησε με τα τραγούδια του το κορύφωμα του λαϊκισμού, το κατά Μελίνα και Ντασέν “Ποτέ την Κυριακή” που εμφανίζει τους Νεοέλληνες ως εκφυλισμένους απογόνους κάποτε ευκλεών προγόνων. Κάτι ασφαλώς επιβλαβέστερο του “Παρθενώνας - αμπαζούρ” που ίσως ακόμη (ξε)πουλιέται στα πλακιώτικα καταστήματα Greek Arts… Ένα προσωπικό ψυχολογικό δράμα, οι αδυναμίες του στη σοβαρή μουσική, έσπρωξαν τον Χατζιδάκι στην πολιτιστικώς ολέθρια κατάργηση των εξ αντικειμένου υπαρκτών διαχωριστικών μεταξύ σοβαράς και ελαφράς μουσικής. Όμως, αν εκείνος μέχρι τέλους εξευγένιζε τη διπλοπενιά σε διακριτικό πιανιστικό “τρέμολο”, σαρωτικότατος στάθηκε ο Θεοδωράκης (ως τότε φέρελπις της σοβαράς), με το κατά Ελύτην “Άξιον Εστί”, κακόγουστο συνδυασμό “συμφωνικής” γραφής και μπουζουκοτράγουδων. Με ατυχέστατο συνεπίκουρο την ιδεολογία, πολλούς παρέσυρε στο να φέρουν τάχα τη λόγια ποίηση κοντά στις λαϊκές μάζες, ξαπλώνοντάς την σε μελωδικές προκρούστιες κλίνες, ασχέτως αν μελοποιούν Λόρκα, Ελύτη, ή τον εκλεπτυσμένο φιλόμουσο Σεφέρη. Ο οποίος όπως αποκάλυψε η Ντόρα - Τσάτσου Συμεωνίδου στον υποφαινόμενο, καίτοι λίγο έλλειψε να πάθει έμφραγμα, όταν ο “Ψηλός” άρχισε να παίζει στο πιάνο το… “Στο περιγιάλι το κρυφό”, τελικώς… τον ευλόγησε [...] Νέες δυνάμεις, ο τότε Διονύσης Σαββόπουλος και οι μπουάτ του νέου κύματος πρότειναν κάτι πολύ πιο καίριο και άμεσο. Όμως οι σπόροι του λαϊκισμού, της εκφυλιστικής ισοπεδώσεως ανάμεσα στα είδη μουσικής φυτεύτηκαν τη δεκαετία 1960. Άσχετο αν οι πικροί ως άψινθος καρποί του θα φύτρωναν αργότερα»…

Η φωνή του Καζαντζίδη
Σε μια παλιά εκπομπή της τηλεόρασης, στη «Φάρμα των Ανθρώπων», το 1993, ο Μίκης Θεοδωράκης έλεγε στον Θανάση Λάλα για τη φωνή του Καζαντζίδη:
«Όταν ανοίξει τη φωνή του, ο ίδιος μεταμορφώνεται, χάνεται. Και νομίζω ότι αυτό είναι πάρα πολύ επίπονο για τον ίδιο. Αυτή η φοβερή φωνή που βγάζει δεν είναι το μέταλλο, είναι η καρδιά του. Αυτός είναι ένα σκεύος – έχει μέσα τους ήχους και τις φωνές αιώνων. Όταν λοιπόν αυτό βγει έξω, δεν ελέγχεται κι αυτός τα χάνει. Ο Στέλιος από ένα σημείο και πέρα δίνει τόσο πολλά, που είναι σαν να πέφτει με αλεξίπτωτο από τα 10.000 μέτρα και στα 100 μέτρα ανοίγει το αλεξίπτωτο και προσγειώνεται. Ο Στέλιος έχει μια τρομερή φοβία να τραγουδάει: πάνω από τη φωνή του δένονται και κρεμιούνται εκατομμύρια Έλληνες σαν σπουργίτια»…

Αντικείμενο λατρείας
Απορούν μερικοί με τη λατρεία που δείχνουν οι απλοί άνθρωποι για τον Στέλιο. Μα δεν υπάρχει τίποτα πιο φανερό. Ο λόγος ήταν η φωνή του, το ρεπερτόριο και το καλλιτεχνικό του ήθος. Πριν από όλα, η φωνή του Καζαντζίδη (τεχνικά ογκώδης, μεγάλης έκτασης και φυσικής καλλιέργειας, και αισθητικά - ποιοτικά ασύγκριτης εκφραστικότητας και αυτοσχεδιασμού πάνω στη μελωδική γραμμή) εξύψωσε το λαϊκό αισθητήριο που ταυτίστηκε με το ωραίο. Είναι μια μοναδική στιγμή, κατά την οποία το βαθύ λαϊκό αίσθημα συγκινείται από το αισθητικά ωραίο. Ο λαός ταυτίστηκε – πριν από όλα αισθητικά – με μια μεγάλη φωνή, που τραγουδούσε τα δικά του βάσανα με τον πιο όμορφο τρόπο στον κόσμο. Ταυτίστηκε παθιασμένα μ’ έναν καλλιτέχνη - σάρκα από τη σάρκα του, που δεν πρόδωσε τις προσδοκίες του με τον τρόπο που ζούσε. Ο Καζαντζίδης μόνος του πέτυχε σε αυτό που απέτυχε παταγωδώς η πολιτική: να εκπροσωπήσει τον λαό και τα βάσανά του.
Ο Καζαντζίδης ήταν ο εαυτός του, ένας λαϊκός που πριν από όλα ήταν περήφανος για την καταγωγή του, την οποία και προέβαλλε σαν καλλιτεχνική του εικόνα, σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του που στο image τους παριστάνουν, λίγο - πολύ, τους αποφοίτους του… Χάρβαρντ.
Κυρίως, όμως, αντιστάθηκε σε αυτό που λυγίζουν όλοι: στο χρήμα. Ο Καζαντζίδης δεν ξεπουλήθηκε ούτε για πενταροδεκάρες ούτε για εκατομμύρια (όντας εκείνος με του οποίου τον πρώτο λαρυγγισμό θα έβρεχε εκατομμύρια!). Ο Καζαντζίδης επίσης αποτελεί… σπάνιο είδος διότι η πρωτόγνωρη επιτυχία του δεν του άλλαξε τις συνήθειες: δεν έμεινε σε βίλες, ούτε σε αριστοκρατικές συνοικίες. Έζησε σαν ένας πραγματικός λαϊκός ήρωας της καθημερινότητας. Ο Στέλιος αναμετρήθηκε με το ταλέντο του και τη φωνή του που υπερέβαιναν την απλοϊκή του προσωπικότητα, με πρωτόγνωρο σθένος και θηριώδες πείσμα. Με απλά λόγια, ο Στέλιος ταύτισε τα τραγούδια του με τα βάσανα του λαού, τα οποία τίμησε με τη ζωή και τη φωνή του. Στο πρόσωπό του λάτρεψαν τους εαυτούς τους, την περηφάνια τους, την ταξική τους προέλευση – έναν δικό τους άνθρωπο.
Ο Καζαντζίδης δεν υποδύθηκε τον εαυτό του· έζησε τον εαυτό του. Χρόνια τώρα, πεθαμένος, και στο μνήμα του το καντήλι δεν έχει σβήσει· το κρατά αναμμένο ο κόσμος: ο δικός του κόσμος! Ποιος έχει ζήσει τέτοια τιμή;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger