Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Τα νέα δεδομένα και τα νέα ζητούμενα

Το κλείσιμο των κινητοποιήσεων της ΠΟΕ-ΟΤΑ δεν είναι δα και ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει το 2012. Με τους εργαζόμενους να έχουν -και με το παραπάνω- εκφράσει τη διάθεσή τους να αγωνιστούν ενάντια στις απολύσεις, χωρίς την παραμικρή αυταπάτη για το χαρακτήρα των «διαθεσιμοτήτων» η συνδικαλιστική ηγεσία της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ εξυπηρέτησε για μια ακόμη φορά το ρόλο της: κράτησε τις κινητοποιήσεις υπό έλεγχο, σε πλαίσια που επέτρεπαν στο σύστημα να κάνει τους χειρισμούς του και όταν το ζήτημα μπήκε στις πραγματικές του διαστάσεις, όταν δηλαδή το κράτος πέρασε ανοιχτά και ωμά στην τρομοκρατική επίθεση εκδίδοντας Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου δια («αριστερού») χειρός Μανιτάκη και μιλώντας για «τραμπούκους» που «τρομοκρατούν», αναδιπλώθηκε, έκανε πίσω, άφησε τους εργαζόμενους ξεκρέμαστους.

Επικαλούνται «ανασύνταξη δυνάμεων» αλλά και την προοπτική «δικαστικής δικαίωσης» όσων τεθούν σε διαθεσιμότητα. Ας ρίξουν, λοιπόν, μια ματιά στην περίπτωση της ΔΕΗ και στο πώς η κυβέρνηση έγραψε στα παλιά της παπούτσια τη δικαστική απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου για να την «διορθώσει» λίγο αργότερα μέσω της απόφασης του Άρειου Πάγου.
Έχουν κι ένα δίκιο: ο υπόλοιπος δημόσιος τομέας δεν πορεύτηκε μαζί τους. Η ΑΔΕΔΥ περίμενε τις παραμονές των Χριστουγέννων για να κηρύξει απεργία, ενώ η «αριστερή» (σύμφωνα με κάποιους) ΟΛΜΕ ακόμη το σκέφτεται. Κι ας έχουν ήδη μπει οι αξιολογητές στα σχολεία.
Όμως τα κροκοδείλια δάκρυα της διοίκησης της ΠΟΕ-ΟΤΑ δεν πείθουν. Γιατί και στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα είναι οι ίδιες συνδικαλιστικές δυνάμεις που κινούν τα νήματα. Είναι οι ίδιες απόψεις και αντιλήψεις που κρατούν τους εργαζόμενους στο περιθώριο.
Με αυτές τις απόψεις πρέπει να αναμετρηθούν οι αγωνιστικές δυνάμεις στο χώρο του Δημοσίου το αμέσως επόμενο διάστημα. Γιατί οι δεκάδες χιλιάδες απολύσεις που σχεδιάζουν για τα δύο επόμενα χρόνια δεν έχουν στόχο απλώς τον ποσοτικό περιορισμό των δημοσίων υπαλλήλων. Έχουν και δύο επιπλέον στόχους: την επιβολή κλίματος υποταγής και πειθάρχησης στην καθημερινή ζωή του δημοσίου υπαλλήλου μέσα κι έξω από το χώρο δουλειάς, και το «ξεκαθάρισμα» όλων αυτών που αποτελούν κίνδυνο για την εμπέδωση αυτού του κλίματος. Όλων εκείνων, δηλαδή, που με την πολιτική, συνδικαλιστική και κοινωνική τους δράση αναδεικνύουν την κατεύθυνση της αντίστασης, του αγώνα, της διεκδίκησης, της ανατροπής αυτής της βάρβαρης πολιτικής. Αυτοί είναι οι «επίορκοι» στους οποίους πραγματικά στοχεύει το σύστημα. Και είναι πολλαπλές οι ευθύνες της ΠΟΕ-ΟΤΑ η οποία έσπευσε να σπάσει τις καταλήψεις για να δώσει τις λίστες με τους «επίορκους» μην τυχόν και κακοχαρακτηριστεί από τους τιμητές της αντεργατικής επίθεσης.
Στη χρονιά που ξεκινάει, το κλίμα στο Δημόσιο δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Και αυτό ας μπει καλά στο μυαλό μας. Ο κόσμος της δημοσιοϋπαλληλίας πρέπει να ξεσηκωθεί σε ένα κοινό μέτωπο. Η βιομηχανία απολύσεων, διώξεων και πειθαρχικών έχει ήδη αρχίσει να στήνεται. Και πρέπει να χτυπηθεί πριν γιγαντωθεί.
Το κλίμα, βέβαια, έχει αλλάξει προ πολλού στον ιδιωτικό τομέα της ανεργίας, των απολύσεων, της μισθολογικής συρρίκνωσης, της εργασιακής περιπλάνησης και, κυρίως, της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων. Και αυτή η αλλαγή (ανατροπή είναι η λέξη που ανταποκρίνεται καλύτερα) έχει ταρακουνήσει ολόκληρο το συνδικαλιστικό οικοδόμημα. Σε όλες του τις βαθμίδες. Και αναζητά τη θέση, το ρόλο και τις στοχεύσεις του σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Από τους μεγαλοσυνδικαλιστές της ΓΣΕΕ, που είτε έφτασαν να γίνουν εργοδότες είτε ονειρεύονται κυβερνητικούς θώκους μέσω ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τα πρωτοβάθμια σωματεία -κλαδικά ή επιχειρησιακά- που προσπαθούν να συγκροτήσουν την πάλη τους για την υπεράσπιση όσων έχουν απομείνει.
Σε αυτή, λοιπόν, τη νέα κατάσταση το χτύπημα των συλλογικών συμβάσεων θα λειτουργήσει καταλυτικά. Γι’ αυτό, η υπεράσπιση και η διεκδίκησή τους πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στόχο των εργαζομένων. Η άρνηση των εργαζομένων να γίνουν θυσία στην κρίση, το ξεμπρόστιασμα των απόψεων που βάζουν εργαζόμενους και εργοδότες στον ίδιο παρονομαστή, να «παλεύουν» από κοινού «για την έξοδο από την κρίση» και, κυρίως, ο συλλογικός αγώνας, η συλλογική προσπάθεια για να σπάσει το κλίμα του φόβου και της τρομοκρατίας αποτελούν μερικά από τα όπλα που απαιτούνται σε αυτήν την προσπάθεια. Χωρίς τη ζωντανή, άμεση συμμετοχή των εργαζομένων οι όποιες διακηρύξεις ακούγονται κούφιες και δεν τρομάζουν καθόλου τον αντίπαλο. Και για να παραχωρήσει σήμερα ο αντίπαλος το παραμικρό πρέπει να τρομάξει πολύ, να βρει απέναντί του ένα ικανό συσχετισμό, εργαζόμενους αποφασισμένους να συγκρουστούν για το δίκιο τους.
Σε αυτή τη νέα συγκυρία έρχεται και η πρόταση του ΠΑΜΕ για νέα γενική συλλογική σύμβαση:
«Πυρήνας της νέας ΕΓΣΣΕ είναι η αξίωση, αυτή να είναι εκτελεστή από όλους τους εργοδότες και για τα κατώτερα όρια αποδοχών να προβλέπει ότι από την 1/1/2013 το κατώτερο ημερομίσθιο και ο κατώτερος μισθός επανέρχονται στο ποσό των 33,54 ευρώ και 751,41 ευρώ και σ' αυτά να προστεθεί - ως ποσοστό αύξησης - μέρος των απωλειών της προηγούμενης τριετίας. Επιπλέον, αύξηση από την 1η Ιούλη 2013 στα κατώτατα όρια σύμφωνα με τον εθνικό πληθωρισμό.»
«Το ΠΑΜΕ και το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν απεμπολούν το στόχο των 1.400 ευρώ κατώτερο μισθό, που είχε θέσει και διεκδικούσε τα τελευταία χρόνια.»
Σε αυτές τις δύο παραγράφους συμπυκνώνεται η άποψη του ΠΑΜΕ για τη νέα συλλογική σύμβαση. Τα ερωτήματα που μπαίνουν είναι νομίζουμε προφανή:
Αφού το ΠΑΜΕ δεν απεμπολεί το στόχο των 1.400 ευρώ, γιατί δεν τον θέτει ξανά; Τι επέβαλε αυτήν την «αναπροσαρμογή» του στόχου και μάλιστα σε τόσο δραματικό βαθμό; Μήπως και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και τότε που έμπαινε ο στόχος των 1.400 ευρώ, έχουμε την προσαρμογή των στόχων στη βάση των αντοχών της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, όπως διακηρύσσει; Και αν δεν είναι αυτό, τότε τι είναι; Μήπως η αναγνώριση των συσχετισμών και των δυνατοτήτων του κινήματος; Και γιατί, άραγε, το κίνημα μπορεί σήμερα να διεκδικήσει αυξήσεις της τάξης του 28%; Έχει άραγε συνείδηση το ΠΑΜΕ ή και όποιος άλλος θέτει ως αίτημα την επιστροφή των μισθών στα προ κρίσης επίπεδα, τι ακριβώς διεκδικεί, από ποιον και με ποιους όρους; Και έχει, άραγε, κατανοήσει ότι για να δημιουργηθούν αυτοί οι όροι πρέπει -τουλάχιστον σε ό,τι το αφορά- να αλλάξει ριζικά γραμμή πλεύσης;
Η διεκδίκηση νέας γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας με αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα ασφαλώς και πρέπει να αποτελέσει στόχο του εργατικού κινήματος. Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, όπως και πριν από τέσσερα χρόνια, έτσι και τώρα (και πολύ περισσότερο τώρα), το ζήτημα αυτό δεν θα κριθεί στο πόσο, άλλα στο πώς. Στο εάν σε αυτόν το στόχο θα συστρατευθούν πλατιά στρώματα εργαζομένων στη βάση του κοινού ταξικού τους συμφέροντος. Και εάν αυτό επιτευχθεί, τότε και το πόσο θα είναι πολύ πιο εντυπωσιακό απ’ όσο κάποιοι φαντάζονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger